Το νησί και το πάθος (της Νίνας Χαριτάτου)

0
233

 

της Νίνας Χαριτάτου 

Μπορεί να ήταν  η αναφορά στο ελληνικό νησί στον τίτλο. Μπορεί να ήταν  η υπόσχεση που υπονοούσε η λέξη «πέρασμα». Αδυνατώ να προσδιορίσω τι ήταν αυτό που με ώθησε  να επιλέξω το βιβλίο του Χρήστου Νομικού Το Πέρασμα στην Αμοργό ως το πρώτο ανάγνωσμα μιας σειράς καλοκαιρινών βιβλίων.  Και σίγουρα ήταν μια καλή επιλογή αναγνώσματος, στην έναρξη του θέρους, καθώς διαβάζοντάς το η πρώτη αίσθηση ήταν η γλυκόπικρη νοσταλγία για τα ζωντανά τοπία των κυκλαδονήσων και το αίσθημα  της προσμονής για τις ανέφικτες, μικρές υποσχέσεις του καλοκαιριού.

Δεν εστιάζω στην πλοκή του βιβλίου καθώς δεν αποτελεί το δυνατό του σημείο. Τα «γεγονότα» εκτυλίσσονται μέσα από τα διλήμματα και τους εσωτερικούς διαλόγους του Νικήτα, του ήρωα, που είναι άλλοτε αυστηροί και άλλοτε ήπιοι και εξαγνιστικοί, αποκαλύπτοντας τις αμέτρητες εσωτερικές συγκρούσεις  και την ψυχολογική ένταση που τον διακατέχει σε όλη τη διάρκεια της περιγραφής. Η αιτία γι’ αυτή την αέναη εσωτερική πάλη; Το κορίτσι που άφησε πίσω του στην πατρίδα του την Αμοργό. Την ξαδέλφη του, τη Ρηνιώ,  η οποία τρέφει έναν άσβεστο  έρωτα για τον Νικήτα, που ζει με την Ελένη την γυναίκα του στην πολύβουη πρωτεύουσα. Όμορφες και πληθωρικές, οι δύο αυτές γυναικείες φιγούρες αποτελούν ζωτικής σημασίας σημεία αναφοράς για τον ήρωα: H πρώτη τον συντροφεύει στην ρεαλιστική καθημερινότητα ενώ η δεύτερη τον λατρεύει στα όνειρά του. Η Ελένη, ήρεμη και συγκαταβατική  καταλαβαίνει το ασίγαστο συναίσθημα της Ρηνιώς για τον άντρα της αλλά και την ανομολόγητη φλόγα του άντρα της για την ξαδέλφη του, μια φλόγα που δεν φαίνεται ότι θα σβήσει ποτέ καθώς ο έρωτας μεταξύ των δύο συγγενών θα παραμείνει  εσαεί ανεκπλήρωτος.

Οι σκέψεις και τα συναισθήματα  των ηρωίδων του βιβλίου, της Ελένης και της Ρηνιώς, ενορχηστρώνονται περίτεχνα και κατά το δοκούν από την αρσενική φωνή. Η γυναικεία οπτική καθορίζεται από τον άντρα-ήρωα  και εστιάζει μόνο σε εκείνον, σε ένα αυτάρεσκο, ναρκισσιστικό κρεσέντο που ευτυχώς δεν χαρακτηρίζει το βιβλίο: O αναγνώστης αβασάνιστα παρακάμπτει τον αυτοθαυμασμό του ήρωα- αφηγητή και αφήνει τον εαυτό του να αφεθεί στις ποιητικές περιγραφές της νησιώτικης φύσης και κυρίως της μυστηριώδους θάλασσας καθώς οι θαλασσινές μεταφορές αναδεικνύονται σαν  κεντρικό μοτίβο της αφήγησης .

Η θάλασσα με την απεραντοσύνη και την πολυμορφία της αντανακλά τις αναζητήσεις του ήρωα  και από απλό σκηνικό γίνεται ενεργό στοιχείο εμπλουτίζοντας και δυναμώνοντας την όλη αναγνωστική εμπειρία.  Πηγή ζωής και ευφορίας, όπως η γυναικεία φύση, το φυσικό αυτό στοιχείο, γίνεται εδώ ο πολυσήμαντος, συμβολικός καθρέπτης της ομορφιάς και των έντονων συναισθημάτων.

Η κυρίαρχη αγάπη του συγγραφέα για τη θάλασσα παραλληλίζεται με την αγάπη του για τις γυναίκες της ζωής του. Την συμβατική αλλά αληθινή όπως διατυμπανίζει, αγάπη του για την Ελένη και την ανεκπλήρωτη για την Ρηνιώ. Αυτή η διπλή υπόσταση της  αγάπης αντικατοπτρίζει την εσωτερική  πάλη ανάμεσα στην σταθερότητα και την επιθυμία, το έργο όμως δεν αποτελεί μια απλή εξερεύνηση των ανθρώπινων συναισθημάτων. Και οπωσδήποτε δεν μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για την περιγραφή της συγκρουσιακής φύσης ενός διλήμματος. Στην πραγματικότητα, ο ήρωας δεν έρχεται καν αντιμέτωπος με κάποιο δίλημμα. Η αναζήτησή του αφορά την εσωτερική ηρεμία ενός ανθρώπου που πρέπει να κανονίσει τους λογαριασμούς του και μετά να ταξιδέψει ελεύθερος. Το πέρασμα στην Αμοργό, όπου κατοικεί ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του, αποτελεί το κομβικό σημείο της αφήγησης αλλά στην ουσία παραπλανεί: Ο αναγνώστης βυθισμένος  στην ποιητική περιγραφή αναμένει την «λύτρωση», την συνάντηση με το αντικείμενο του πόθου και την εξομολόγηση των συναισθημάτων. Η πραγμάτωση, όμως , του ονείρου δεν έρχεται ποτέ καθώς κανείς και καμία δεν τολμά να διαβεί την διαχωριστική γραμμή του «πρέπει» και του «θέλω», το «πέρασμα» παραμένει όνειρο. Είναι άραγε αυτή η αδυναμία που προσδίδει στο έργο μια βαθιά αλήθεια και καθιστά την αφήγηση πιο ανθρώπινη και συγκινητική;

Σε αυτή την κριτική αποτίμηση, η άρνηση του ήρωα να παραδοθεί επιτέλους στη θάλασσα των συναισθημάτων του δεν μειώνει την αξία της αφήγησης. Αντίθετα αναδεικνύει την απεραντοσύνη της  ανθρώπινης ψυχής και την δυσκολία του να αναμετρηθεί κανείς με τις πιο βαθιές και απαγορευμένες επιθυμίες του, μια αδυναμία που πολλοί αναγνώστες και πολλές αναγνώστριες αναγνωρίζουν και στον εαυτό τους.

Η Αμοργός, σαν σύμβολο του πάθους ενός ανεκπλήρωτου έρωτα παραμένει ο ιδανικός τόπος που συνδέει την αναγνώστρια με την αναζήτηση του ανεκπλήρωτου και του ονειρικού. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ο τόπος που εμπνέει την λυρική γραφή του έργου, γραφή στο ύφος παλιών και αγαπημένων Ελλήνων συγγραφέων όπως ο  Στρατής Μυριβήλης και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας. Όπως εκείνοι, έτσι και ο συγγραφέας του «Περάσματος στην Αμοργό», καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κόσμο  γεμάτο με εικόνες και συναισθήματα που θα μείνουν στον αναγνώστη για πολύ καιρό μετά την τελευταία σελίδα. Πάνω απ’ όλα όμως, θα τολμήσω να πω, πως το έργο προσφέρει μία βαθύτερη κατανόηση και εκτίμηση της ανδρικής ερωτικής εμπειρίας αποκαλύπτοντας τις πολυδιάστατες όψεις της επιθυμίας, του πάθους , της αυτοσυγκράτησης και της προσήλωσης στη λογική. Μέσα από την γλαφυρή περιγραφή αυτής της προσπάθειας ο συγγραφέας αποτυπώνει  τις λεπτές αποχρώσεις και τα διλήμματα του ανδρικού συναισθηματικού κόσμου που τελικά αναδεικνύεται εξίσου ευαίσθητος και ευάλωτος με τον γυναικείο.

Χρήστος Νομικός, Το πέρασμα στην Αμοργό, Πνοή

Προηγούμενο άρθροΤα αστυνομικά του αποκαλόκαιρου (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΜπορίς Πιλνιάκ: Μια εκατοντάχρονη σύγχρονη «Σελήνη» (του Τέλη Σαμαντά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ