Σωτηρία Σφαίρα
Ήταν πρωί. Δεν θυμάμαι και πολύ καλά τις νύχτες τώρα τελευταία, με αποπροσανατολίζουν. Έτσι προτείνω να θεωρώ όλες τις στιγμές του χρόνου ένα πρωινό πασπαλισμένο από σκόνη γιασεμιού και μια δόση κλαψιάρικης πουτίγκας που ταιριάζει με τη λεμονίσια σου κολωνια. Βρισκόμουν για ακόμα μία φορά στο μπλε πλακάκι μου, εκεί στριμωγμένη με ένα στυλό στο χέρι, ανοίγοντας το στόμα μου διάπλατα μέχρι η αίσθηση της αναπνοής μου να είναι ανύπαρκτη και το μικρό μου χειλάκι να αρχίζει να γαβγίζει από λίγη έμπνευση. Τζίφος για ακόμα μία φορά. Δεν το έβαζα κάτω, πίστευα στις μαγικές ιδιότητες αυτού το μπλε πλακακίου, όπως μου αρέσει να λέω. Φορούσα ένα θαλασσί διάφανό σατέν φόρεμα, εσώρουχο ανύπαρκτο και κρατούσα ένα κόκκινο κραγιόν στο δεξί μου χέρι να υπενθυμίζει την πολυτέλεια της ζωής και την ανάγκη για επανάσταση. Ακούμπησα σταθερά με όλο μου το σώμα να αγκαλιάζει την αγαπημένη μου φωλιά και άρχισα να τραγουδάω ψιθυριστά το τραγούδι της νύχτας. Λίγο λίγο απαλά μέχρι να εξαντληθώ και να αρχίσει η απόγνωση του μικρού μου στήθους να ενοχλεί τις φωνητικές μου χορδές από ανασφάλεια για την κακή μου σκέψη. Πολύ κουλτουριάρικο σκέφτηκα. Το πλακάκι ήταν μεγάλου μεγέθους, θα μπορούσα να σταθεί στο ένα του πόδι ένας ελέφαντας και μία μικρή πεταλούδα να του ξεπλένει το κορμί για να διατηρείται σε ισορροπία ή ακόμα και μία καμηλοπάρδαλη θα μπορούσε να βάλει τον εαυτό της σε διαδικασία ηρεμίας και να παλέψει με την ίδια της την ύπαρξη. Αυτό ακούγεται δυσνόητο, παρανοϊκό, αλλά δεν είναι όπως και εκείνη η στέκα που φοράει στα μαλλιά του αυτός. Και τώρα που λέω αυτός ας απορρίψω ότι είναι στέκα και ας πιστέψω ότι είναι ένα μαγικό ραβδί που το έχει τοποθετήσει στη κεφαλή του μόνο και μόνο για να μπορεί να βλέπει τη ζωή από ψηλά και να βουτά στο αδιέξοδο. Μόλις σκέφτηκα αυτή την απόκρυφη ιδέα, σηκώθηκα με τον υπέρλαμπρο, λιτό αλλά τόσο κομψό μου γαλάζιο φόρεμα, πήρα μια οδοντόπαστα στο άλλο μου χέρι και ξεκίνησα να χτενίζω το μαλλί μου με περίσσεια φροντίδα μπας και μπορέσει να φυτρώσει στο κεφάλι μου και εμένα μία τέτοια στέκα, και έτσι ενωθούν οι δυνάμεις που ενώνουν αυτούς που αποκαλούνται ερωτευμένοι. Με κάθε λεπτομέρεια περιποιούμουν τη κεφαλή μου σαν να πρόκειται για τελετουργία από αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά για εμένα ήταν η πρώτη μου αληθινή χειραψία στη ζωή. Όσο περνούσε η ώρα τα μαλλιά μου αποκτούσαν άλλη όψη, νεκρές κεφαλές ξεπηδούσαν στην οροφή του κορμιού μου με φωνές διάσπαρτες που άλλοτε έπαιζαν μουσική με την ηχώ του στόματος τους και άλλοτε μιλούσαν σε μία γλώσσα που πρώτη φορά άκουγα και δεν μπορούσα να καταλάβω. Οι φωνές δυνάμωναν και επιτάχυναν το ρυθμό τους σαν να προσπαθούσαν να παίξουν μαζί μου, ένα παιχνίδι περίπλοκο ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Αντιστεκόμουν με κάθε δύναμη που μπορεί να έχει μία νεαρή κοπέλα.- αλλά πιστέψτε με έχει μπόλικη- δύναμη τέτοια που μπορεί να υπερνικήσει δαίμονες που βασανίζουν το εσωτερικό, ααα πονάω, πονάω, μαμά, Μάνο, Μαμά, Μάνο, Μαμά, Μάνο…
Χάος. Αρχή. Έτσι ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια. Με ρωτούσαν αν θυμάμαι, απαντούσα με σιγουριά, δεν θυμάμαι τίποτα. Δεν θυμάμαι πως συνέβη, δεν ξέρω τι συνέβη. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν αυτές οι παρτιτούρες στο μπάνιο του σπιτιού μου, ούτε το πεταμένο στυλό στο νεροχύτη του μπάνιο και οι υπογραμμισμένες κόκκινες πινελιές πάνω στην παρτιτούρα. Πραγματικά απορώ, δεν γνωρίζω τίποτα. Εσάς δεν σας ξέρω. Θυμάμαι μόνο ότι κάποτε έλεγα Μάνο ένα σκύλο που μου κατουρούσε τις γλάστρες στο μπαλκόνι, αλλά Μάνο έρωτα δεν είχα ποτέ μου. Τώρα που σας βλέπω νοστιμούλης φαίνεστε, εγώ πώς σας φαίνομαι; ‘Έγινα διάσημη εν μία νυχτί με αυτά που έγραψα, ευτυχώς η μαμά μου αντιλήφθηκε ότι δεν ήμουν καλά και ήρθε για βοήθεια.
Ναι μου πάει το μπλε σκέφτηκα, είναι το χρώμα μου. Και όταν εμπνέομαι γίνομαι θαλασσί ολόκληρη, λιώνω στο πλακάκι του μπάνιου, παίζουν μουσική όλες οι λεπτομέρειες του κορμιού μου και σε απόγνωση κεντάω με κλωστές πολύτιμες μελωδίες που θα λαβώσουν το μυαλό σου. Τι λέω; Συγγνώμη. Πάω να ξαπλώσω.