του Γιάννη Η.Παππά
Στη μνήμη του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου και της Νιόβης
Ξέραμε ότι ο συγγραφέας Η.Χ.Π, ενενηκοντούτης πλέον, ήταν στο νοσοκομείο. Αλλά όπως και να το κάνεις η είδηση του θανάτου έχει κάτι το οριστικό, το τελεσίδικο. Εξάλλου, αυτό έλεγε και ο μέγας Επίκουρος, όπως τον αποκαλεί ο άλλος Ηλίας, ο ποιητής εξ Ηλείας. Ότι δηλαδή το άτομο παύει να υπάρχει, και άρα να μη φοβόμαστε τον θάνατο αφού όταν έρθει δεν θα είμαστε εδώ, και πριν πεθάνουμε δεν μπορούμε να τον γνωρίζουμε, αφού είμαστε ζωντανοί.
Το γεγονός βέβαια ήταν ένα. Ο φίλος Η.Χ.Π ήταν στο ταξίδι προς την άλλη όχθη «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος», όπως λέει και η νεκρώσιμος ακολουθία. Τι γίνεται στην πραγματικότητα κανένας βέβαια δεν το γνωρίζει με σιγουριά, αλλά είναι μια παρηγοριά ότι στην άλλη όχθη δεν υπάρχει ούτε πόνος ούτε λύπη.
Ο ίδιος βέβαια, περιγελούσε το πράγμα λέγοντας ότι σε λίγες μέρες θα φύγει από κει και θα επιστρέψει πάλι στην αγαπημένη του σύζυγο Νιόβη, στα ανίψια του, στους φίλους του και στο κτήμα (τον παράδεισό του, όπως έλεγε) που είχε φτιάξει με κόπο και μεράκι στην Πάρο. Δυστυχώς όμως δεν τα κατάφερε. Κι έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο ίδιος θα περιέγραφε με μια φράση την κατάστασή του. «Μαλάκα Λιά τη γαμήσαμε».
Πηγαίνοντας λοιπόν μαζί με τον φίλο ποιητή Γιάννη Χρυσανθόπουλο προς τον Πύργο για την κηδεία, θυμηθήκαμε διάφορα περιστατικά από την επαφή μας με τον συγγραφέα, αλλά και συζητώντας τα του βίου του και του έργου του.
Το χτήμα των παιδικών χρόνων του Ηλία γειτνίαζε με τον μακάβριο τόπο του Νεκροταφείου γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα και ο ίδιος να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, όπως οι περισσότεροι που ζήσαν στην επαρχία εκείνα τα χρόνια. Ο παράδεισος των παιδικών χρόνων δίπλα στον τόπο του θανάτου.
Το χτήμα το οποίο βρίσκονταν λίγο έξω από την πόλη του Πύργου καταστράφηκε κατά την ιταλική κατοχή. Τα περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο ο ίδιος ο συγγραφέας στο διήγημά του με τίτλο «Η δεκαοχτούρα».
«Η μάνα μου, κάθε φορά που προσπαθούσε με δυσκολία να διαβάσει ένα καινούργιο μου βιβλίο (είχε προχωρημένον καταρράκτη), μου έλεγε παρακλητικά:
— Να γράψεις και για την καταστροφή μας…
Θυμάμαι πως άρχισε όλη αυτή η καταστροφή. Ήταν ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο την πρώτη χρονιά της ιταλικής Κατοχής, και με τον μικρότερο αδελφό μου παίζαμε στα μουλωχτά κάτω από τη μεγάλη κληματαριά της δυτικής αυλής. Ακούμε, ξαφνικά, κάποιο χλιμίντρισμα ζώου και (ταυτοχρόνως) βλέπου-με δύο άλογα, ένα λευκό κι ένα καφέ, να παίρνουν φόρα και να υπερπηδούν το συρματόπλεγμα, που όριζε τα σύνορα του χτήματος από τον βορειοδυτικό δημόσιο χωματόδρομο. Τα ίππευαν δύο Ιταλοί εν στολή.
[…]
Την άλλη ημέρα το πρωί, όταν η μάνα μου σηκώθηκε να βράσει το γάλα και να μας ετοιμάσει, άρχισε αιφνιδίως να φωνάζει φράσεις σχεδόν ακατάληπτες, που ξεσήκωσαν τον πατέρα μου και εμάς: στο χτήμα είχε κατασκηνώσει, αθόρυβα τη νύχτα, μια ιταλική μονάδα μεταγωγικών, με ένα αμέτρητο πλήθος μουλαριών. Κάτω από κάθε δέντρο, κυρίως στις αμυγδαλιές, τις αχλαδιές και τις συκιές, βρισκόταν δεμένο από ένα μουλάρι, που είχε ήδη αρχίσει να μασάει τη φλούδα του κάθε κορμού.
Ο πατέρας μου, αλλόφρων, άρχισε να τρέχει από δω κι από κει, αναζητώντας κάποιον επικεφαλής. Στο τέλος ένας βαθμοφόρος τον απώθησε βίαια και τον έριξε στο χώμα. Εμείς όλοι, κλαίγοντας γοερά, προσπαθούσαμε να τον τραβήξουμε στο σπίτι. Τότε έπαθε την πρώτη καρδιακή προσβολή.
Την ίδια εκείνη ημέρα σταμάτησε με θόρυβο μπροστά στην πόρτα μας ένα μικρό στρατιωτικό φορτηγό, από όπου βγήκαν τρεις Ιταλοί φαντάροι, συνοδευόμενοι από ένα ντόπιο μούτρο (έναν παληάνθρωπο, έναν λεμβούχο), που εκτελούσε χρέη διερμηνέως στον επικεφαλής υπαξιωματικό.
Με ύφος αρειμάνιο (φορούσε κι ένα στραπατσαρισμένο δίκοχο), μας δήλωσε ψυχρά ότι το πατρικό της μάνας μου στο κέντρο της πόλης (όπου σχεδιάζαμε να μετακομίσουμε) επιτάσσεται, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία του Ιταλού διοικητού και της φρουράς του. Προσέθεσε, δε, με σημασία ότι ο Κολονέλος επιθυμούσε να δέχεται τις Αρχές σε σαλόνι ντυμένο με βυσσινί βελούδο.
Πριν καταλάβουμε καλά καλά τι εννοεί, οι φαντάροι είχαν ορμήσει στο σπίτι και κουβαλούσαν στο καμιόνι τις πολυθρόνες από το σαλόνι μας. Μόνο ο καναπές τους δυσκόλεψε κάπως.[1]
Ο Ηλίας δεν ήθελε να επιστρέψει στον Πύργο, γιατί η μνήμη προκαλούσε μεγάλο πόνο. Ο σύγχρονος Πύργος δεν θύμιζε σε τίποτα τον Πύργο των παιδικών του χρόνων. Δεν τον συνέδεε τίποτα πια με τον γενέθλιο τόπο. ΄Έτσι κι αλλιώς τον κουβαλούσε μέσα του ως βίωμα, ως εικόνα, ως ανάμνηση. Ο Πύργος άλλαξε προς το χειρότερο. Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο όλη η πόλη μετακόμισε στην Αθήνα και τον Πύργο τον «κατέλαβαν» άνθρωποι που προέρχονταν από τις γύρω περιοχές και δεν είχαν καμία σχέση με την πόλη και την ιστορία της. Μετά λοιπόν το ψυχολογικό στραπάτσο της καταστροφής του κτήματος ο Ηλίας βρήκε καταφύγιο στο κτήμα της Πάρου.
Όπως γράφει ο ίδιος:
«Η μάνα μου έμεινε μόνη, νεωτάτη (ήταν, τότε, 36 χρονών), χωρίς σύνταξη, το χτήμα κατεστραμμένο, η περιουσία ρημαγμένη, τα έφερε βόλτα, σπουδάσαμε, πουλήθηκαν βέβαια τα πάντα στον Πύργο, αντί πινακίου φακής, ο πατέρας μου δεν είχε αφήσει διαθήκη, πλάκωσαν συγγενείς από παντού, άγνωστοι κλάδοι, δικαιούχοι (!), το πατρικό της μάνας μου το είχαν κι εκείνο επιτάξει οι Ιταλοί (γνωστός μεγαλόσχημος είχε μεσολαβήσει, μας είχε βουτήξει επί πλέον και το σαλόνι, «μασκαράς» -λέει ακόμη η μάνα μου- «δεν θα τον δω καμιά φορά να τον φτύσω;» πού να τον δεις, ρε μάνα, της λέω, Πρωθυπουργός είσαι;).
Περάσαμε φτώχειες, ταπεινώσεις, εξευτελισμούς. Μετά που φύγανε οι Ιταλοί νοικιάσαμε το πατρικό της μάνας μου σε έναν γιατρό δερματολόγο. Ενοίκιο ενοικιοστασιακό, ψιχία. Τα είχαμε, όμως, ανάγκη – ας πούμε 5 ή 10 το πολύ χιλιάδες σημερινές, τι να πάρεις, τι να πρωτομπαλώσεις.
Με άφηνε και περίμενα στο σαλόνι με τις ώρες, μαζί με τις πουτάνες που ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα – η βλεννόρροια, τα αφροδίσια έκαναν θραύση. Κάποτε έβγαινε και ή με έδιωχνε, λέγοντάς μου να ξαναπεράσω, ή μου έδινε τα μισά χρήματα, και τα υπόλοιπα «άλλοτε»…[2]
[…]
Φτάσαμε στο Νεκροταφείο μία ώρα περίπου πριν από τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ελάχιστοι άνθρωποι περίμεναν τη σωρό για να ξεκινήσει η τελετή. Οι αρχές του τόπου εξαφανισμένες. Ήταν μια ένδειξη ότι οι σύγχρονοι Πυργιώτες δεν γνώριζαν ούτε τον ίδιο, αλλά ούτε και το έργο του.
Το νεκροταφείο στην άκρη της πόλης, δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή, πριν από χρόνια ήταν γεμάτο από κυπαρίσσια. Είχαν φυτευτεί από τα χέρια ανθρώπων που θρηνούσαν για τους δικούς τους, σαν να ήθελαν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη τους μέσα από τις ρίζες και τα κλαδιά. Κοιτάζοντας όμως γύρω μας δεν βλέπαμε πουθενά κανένα κυπαρίσσι. Μόνο ένα υψωνόταν εκεί που είχε ανοιχτεί ο τάφος για να δεχθεί τον νεκρό.
Αλλά πως κόπηκαν όλα τα δέντρα του νεκροταφείου και παρέμεινε μονάχα ένα στον συγκεκριμένο τάφο;
Ο Ηλίας, συνταξιούχος στρατιωτικός γιατρός στο νησί όπου ζούσε μόνιμα, είχε χρόνια να επισκεφθεί τον τόπο που γεννήθηκε, τον Πύργο. Δεν τον εμπόδιζε η απόσταση. Οι λόγοι ήταν κυρίως ψυχολογικοί. Η τωρινή πόλη, όπως είπαμε, δεν του έλεγε τίποτα.
Όταν όμως έλαβε ένα γράμμα από έναν φίλο του, που του περιέγραφε την πρόθεση του Μητροπολίτη να κόψει τα κυπαρίσσια στο νεκροταφείο, κάτι μέσα του εξεγέρθηκε.
Εδώ ας δούμε πως οι Έλληνες μυθολόγησαν αυτό το δέντρο! Ένας έφηβος Κυπάρισσος απέκτησε την εύνοια του θεού Απόλλωνα, που του χάρισε ένα εξημερωμένο ιερό ελάφι για συντροφιά. Και μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα ο Κυπάρισσος είχε βγει για κυνήγι, στο δάσος. Ενώ το ελάφι κοιμόταν ξαπλωμένο στον ίσκιο των θάμνων και των κλαδιών που υπήρχαν τριγύρω, ο νέος χωρίς να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για το αγαπημένο του ζώο και πιστεύοντας ότι είναι κάποιο θήραμα, σήκωσε το δόρυ του, το σημάδεψε και το σκότωσε. Καθώς πλησίασε το τραυματισμένο ζώο, κατάλαβε το λάθος του και ξέσπασε σε κλάματα. Απαρηγόρητος και απελπισμένος πια παρακάλεσε τους θεούς να πεθάνει και εκείνος, μην μπορώντας να αντέξει την θλίψη και το βάρος του χαμού του αγαπημένου του συντρόφου, και ζήτησε τα δάκρυα του να κυλούν αιώνια. Ο Απόλλωνας λυπήθηκε τον νεαρό και αποφάσισε να τον ανακουφίσει από την μεγάλη του δυστυχία. Τον μεταμόρφωσε λοιπόν σε κυπαρίσσι και τα δάκρυα του θα κυλούσαν αιώνια από το δέντρο αυτό. Το δένδρο αφιερώθηκε στον Πλούτωνα, τον θεό των νεκρών και έγινε σύμβολο πένθους. Οι αρχαίοι Έλληνες μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου τους προσώπου, κρεμούσαν κλωνάρια κυπαρισσιού έξω από τις πόρτες τους, στόλιζαν με αυτά τα σώματα των νεκρών ή έκαιγαν πάνω τους τις νεκρικές σωρούς. Επίσης, κυπαρίσσια φυτεύονταν δίπλα σε τάφους και ναούς, αλλά και στα ιερά άλση, μια συνήθεια που διατηρείται μέχρι και σήμερα. Ο χυμός του δένδρου αυτού σχηματίζει σταγόνες όμοιες με δάκρυα πάνω στον κορμό του.
Υπάρχει, βέβαια, και μία ακόμη θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα κυπαρίσσια φυτεύονται στα κοιμητήρια, για να αποδίδουν φόρο τιμής στους νεκρούς. Αυτή η θεωρία στηρίζεται σε κάποια σημεία. Αρχικά, οι κορυφές τους κλίνουν προς τα κάτω αποδίδοντας έτσι σεβασμό προς τους κεκοιμημένους.
Τα κυπαρίσσια λοιπόν, ήταν σύμβολα μνήμης, και σιωπηλοί φρουροί του χώρου όπου αναπαύονταν οι γονείς του. Το να κοπούν ισοδυναμούσε για εκείνον με βεβήλωση της μνήμης τους. Παρόλο που η απόσταση τον κρατούσε μακριά, αποφάσισε πως δεν μπορούσε να μείνει άπραγος.
Έγραψε μια επιστολή, κι έπειτα και άλλες, ζητώντας εξηγήσεις από την τοπική Μητρόπολη. Όταν συνειδητοποίησε πως ο Μητροπολίτης ήταν ανένδοτος, πήρε την απόφαση και κατέθεσε μήνυση, όχι μόνο για να προστατεύσει τα κυπαρίσσια, αλλά και για να τιμήσει τη μνήμη των γονιών του και όλων όσων είχαν αναπαυθεί κάτω από τη σκιά τους.
Ο Ηλίας δεν είχε ποτέ σκεφτεί ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος με την Εκκλησία, και μάλιστα από τόσο μακριά. Η απόφαση να καταθέσει μήνυση εναντίον του Μητροπολίτη ήταν μια πράξη που απαιτούσε πρωτίστως θάρρος.
Η πρώτη του κίνηση ήταν να μιλήσει με έναν δικηγόρο στην Αθήνα. Μέσα από πολλά μηνύματα και τηλεφωνήματα, εξήγησε τη σοβαρότητα της κατάστασης: «Δεν πρόκειται για μια απλή κοπή δέντρων», έγραφε. «Πρόκειται για τη μνήμη και την τιμή των ανθρώπων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτά τα κυπαρίσσια». Ο δικηγόρος, αν και διστακτικός στην αρχή, πείστηκε από το πάθος του Ηλία.
Η μήνυση κατατέθηκε με λεπτομέρειες: τα κυπαρίσσια είχαν φυτευτεί πριν από δεκαετίες, πολλά από αυτά στη μνήμη συγκεκριμένων προσώπων. Ο Ηλίας περιέγραψε πώς το κάθε δέντρο είχε συμβολική αξία για τις οικογένειες, και πώς η κοπή τους θα έπληττε όχι μόνο τον χώρο αλλά και την ιστορική ταυτότητα της πόλης. Ο ίδιος μάλιστα, μαζί με άλλα παιδιά παίζανε εκεί κοντά μιας και το κτήμα του ήταν δίπλα στο νεκροταφείο.
Η απάντηση από τη Μητρόπολη ήταν άμεση. Ο Μητροπολίτης υποστήριζε ότι τα δέντρα εμπόδιζαν τις εργασίες συντήρησης του νεκροταφείου και για τον λόγο αυτόν θα έπρεπε να κοπούν. Η σύγκρουση φούντωσε. Ο Ηλίας, με τη βοήθεια του δικηγόρου του, συγκέντρωσε μαρτυρίες από πολίτες του Πύργου που ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν υπέρ του. Κάποιοι έστελναν γράμματα, άλλοι υπέγραφαν δηλώσεις, ενώ λίγοι τολμούσαν να πάνε κόντρα στην εξουσία της Εκκλησίας.
Η υπόθεση δεν άργησε να πάρει μεγαλύτερη έκταση. Στον τοπικό τύπο εμφανίστηκαν άρθρα για το θέμα, με τίτλους όπως: «Μήνυση εναντίον του Μητροπολίτη για ένα κυπαρίσσι» και «Ποιος θα υπερασπιστεί τους νεκρούς;». Η φωνή του Ηλία άρχισε να ακούγεται πιο δυνατά, παρά την απόσταση.
Ψάχνοντας στο αρχείο του Ηλία βρήκα τη μήνυση αλλά και ένα μέρος της σχετικής αλληλογραφίας που είχε με τη Μητρόπολη Ηλείας.
Προς το Πρωτοδικείον Πύργου
Μήνυσις κατά του Μητροπολίτου της Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας
Αξιότιμοι Κύριοι,
Εγώ, ο υπογεγραμμένος Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, συνταξιούχος στρατιωτικός ιατρός και μόνιμος κάτοικος Νάουσας της νήσου Πάρου, με καταγωγήν εκ της πόλεως του Πύργου, δια της παρούσης καταθέτω την εξής μήνυσιν κατά του Μητροπολίτου της Ιεράς Μητροπόλεως, εις την απόφασιν του οποίου να κατακόψει τα κυπαρίσσια εντός του κοιμητηρίου της πόλεώς μας, εκφράζω την πλήρη και έντονον αντίθεσίν μου.
Τα κυπαρίσσια ταύτα δεν είναι απλώς μέρος του φυσικού τοπίου του κοιμητηρίου, αλλά αποτελούν ιστορικόν και συναισθηματικόν μνημείον, δια της φυτεύσεως των οποίων τιμώνται οι αποθαμένοι πρόγονοι της πόλεώς μας. Πολλά εκ των κυπαρισσιών αυτών, περιλαμβανομένων των δικών μου γονέων, έχουν φυτευθεί υπό των συγγενών των αποθαμένων εις μνήμην αυτών. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια απλή κοπή δέντρων πρόκειται για τη μνήμη και την τιμή των ανθρώπων που βρίσκονται θαμμένοι κάτω από αυτά τα κυπαρίσσια.
Η απόφασις του Μητροπολίτου να προχωρήσει εις την εκρίζωσιν των κυπαρισσιών παραβιάζει τα εξής:
- Την ιστορικήν και συναισθηματικήν αξίαν του κοιμητηρίου, η οποία έχει διατηρηθεί διά των γενεών των κατοίκων της πόλεως.
- Το δικαίωμα προστασίας της μνήμης των αποθανόντων, η οποία τιμάται δια των κυπαρισσιών.
- Την ανάγκην διατηρήσεως του κοιμητηρίου ως πολιτιστικού και ιστορικού μνημείου της πόλεώς μας.
Περαιτέρω, δεν έχει προσκομισθεί καμία αποδεκτή αιτιολόγησις ή τεκμηρίωσις η οποία να στηρίζει την αναγκαιότητα της κοπής των κυπαρισσιών. Αντιθέτως, η ενέργεια αύτη φαίνεται να είναι αυθαίρετος και ενδεχομένως αντίθετος προς την βούλησιν της τοπικής κοινωνίας.
Δια τους λόγους τούτους, αιτούμαι:
- Να ανασταλεί πάσα εργασία κοπής των κυπαρισσιών μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφασις επί της υποθέσεως.
- Να επιβληθεί ποινή εις τον υπεύθυνον της εν λόγω πρωτοβουλίας.
- Να διασφαλισθεί η προστασία του κοιμητηρίου ως ιστορικού και πολιτιστικού μνημείου.
Μετ’ εκτιμήσεως
Η απάντηση της Μητρόπολης ήταν άμεση:
Προς τον κ. Ηλίαν Χ. Παπαδημητρακόπουλον, συνταξιούχον στρατιωτικόν ιατρόν κατοίκου Πάρου
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας
Αξιότιμε Κύριε,
Αναγνωρίζομεν τη σοβαρότητα των ζητημάτων τα οποία θέτετε διά της παρούσης μηνύσεώς σας, καθώς και τον πόνον σας διά την προστασίαν του κοιμητηρίου του Πύργου, το οποίον, όπως προκύπτει εκ των λεγομένων σας, αποτελεί τόπον σημαντικής συναισθηματικής και ιστορικής αξίας διά τούς συγγενείς των αποθαμένων.
Εν τούτοις, η Ιερά Μητρόπολις επιθυμεί να καταστήσει σαφές ότι η απόφασις περί της κοπής των κυπαρισσιών εντός του κοιμητηρίου υπήρξε αναγκαστική και ελήφθη λόγω των ενδογενών προβλημάτων του χώρου και της αναγκαιότητος διατηρήσεως και ασφαλείας του. Τα κυπαρίσσια αυτά, τα οποία υπήρξαν για πολλά έτη φυτευμένα εις το κοιμητήριον, έχουν προσβληθεί από διάφορες φυσικές καταστροφές, καθιστώντας αδύνατον την διατήρησή τους χωρίς κίνδυνο για την ασφάλεια των πιστών και των επισκεπτών του κοιμητηρίου.
Η Ιερά Μητρόπολις, καθ’ όλον το διάστημα της διαχειρίσεως των εκκλησιαστικών υποθέσεων του χωρίου, κατέβαλε μεγάλας προσπάθειας διά την συντήρησιν και προστασίαν του κοιμητηρίου και ουδέποτε υπήρξε πρόθεσις εις την ενέργεια αυτήν να πλήξουμε την μνήμη των προγόνων, όπως εν τη παρούση μηνύσει εκτίθεται. Αντιθέτως, η απόφασις αυτή εντάσσεται εις το γενικόν πλαίσιο συντηρήσεως και αναμορφώσεως του χώρου, διά να επιτευχθεί μία ασφαλέστερη και αξιοπρεπέστερη διαχείριση των ιερών κειμηλίων.
Περαιτέρω, η Ιερά Μητρόπολις δηλοί ότι ουδεμίαν πρόθεσιν είχε ή έχει διά την αμφισβήτησιν των αναγκών των τοπικών κοινωνιών, αλλ’ επιθυμεί να διασφαλίσει την εύρυθμον και ασφαλή λειτουργία των θρησκευτικών χώρων, προς όφελος των πιστών.
Με σεβασμόν προς την μνήμη των προγόνων και την απόλυτον ευλάβειαν προς τους νεκρούς, παρακαλούμεν όπως αποδεχθείτε την θέσιν της Μητροπόλεως και ανακαλέσετε την ενέργειάν σας, διά την εξεύρεσιν κοινώς αποδεκτής λύσεως.
Μετά τιμής,
Ο Ηλίας χωρίς να το βάλει κάτω επανήλθε δριμύτερος με νέα επιστολή.
Μετά την απάντησιν της Ιεράς Μητροπόλεως, επιθυμώ να εκφράσω εκ νέου την πλήρη αντίθεσίν μου προς την απόφασίν σας, διότι, παρά τα αναφερόμενα περί αναγκαιότητος κοπής των κυπαρισσιών, η θέση μου παραμένει αμετάβλητος και ακλόνητος. Ειδικώς, η ενέργεια να κοπούν τα κυπαρίσσια, τα οποία είναι φυτευμένα εις το κοιμητήριον της πόλεώς μας, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την τιμήν και το σεβασμόν προς τους αποθαμένους.
Ειδικώς δε, το κυπαρίσσι το οποίο ευρίσκεται πάνω από τον τάφον των γονέων μου, δεν δύναται να υποστεί καμίαν παρέμβαση, διότι αποτελεί σύμβολον αναλλοίωτης μνήμης και τιμής προς τους προσφιλείς μου. Δεν επιθυμώ την κοπήν κανενός δέντρου, αλλά ιδίως αυτού που σχετίζεται με τους γονείς μου. Εξάλλου, τα κυπαρίσσια αυτά δεν εμποδίζουν την καλήν κατάσταση του κοιμητηρίου, αλλά, αντιθέτως, προσφέρουν εις τον χώρο μίαν αίσθησιν σεβασμού και ιερότητος.
Προτείνω, να εξετάσετε τη δυνατότητα της διατήρησης των κυπαρισσιών στον χώρο αυτόν.
Η Μητρόπολη του ανταπάντησε στο ίδιο ανένδοτο πνεύμα, με μια μικρή παραχώρηση!!
Η Ιερά Μητρόπολις, αναγνωρίζουσα την έντονον αντίθεσίν σας και την συναισθηματικήν σας σύνδεσιν με τα κυπαρίσσια του κοιμητηρίου, αποφάσισε, εν τούτοις, να προχωρήσει εις την ενέργειαν της κοπής των κυπαρισσιών, καθ’ ότι η ανάγκη αναμορφώσεως του χώρου και η ασφάλεια των πιστών και επισκεπτών απαιτούσαν την άμεση επέμβαση.
Ωστόσο, λαμβανομένων υπ’ όψιν των ιδιαίτερων συναισθημάτων που συνδέουν εσάς με το κυπαρίσσι που ευρίσκεται στον τάφον των γονέων σας, η Ιερά Μητρόπολις αποφάσισε να διατηρήσει το συγκεκριμένον δένδρον ανέπαφον, με πλήρη σεβασμόν προς τη μνήμην και την επιθυμίαν σας. Η κοπή των υπολοίπων κυπαρισσιών πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις ανάγκες συντηρήσεως του κοιμητηρίου, και η περιοχή έχει διαμορφωθεί, ως ελπίζομεν, εις τρόπον ώστε να διαφυλάττεται η ασφάλεια και η ιερότης του χώρου.
Η Ιερά Μητρόπολις, εις κάθε περίπτωσιν, θα συνεχίσει να εργάζεται προς την διατήρησιν και προστασίαν των ιερών χώρων της τοπικής κοινωνίας, τηρώντας πάντοτε τον σεβασμόν προς τους νεκρούς και τις επιθυμίες των συγγενών αυτών.
Έτσι με αυτόν τον τρόπο ο Ηλίας κατάφερε με τα χίλια ζόρια να σώσει το ένα και μοναδικό κυπαρίσσι που υπάρχει στο νεκροταφείο του Πύργου το οποίο είναι αυτό που βρίσκεται στον τάφο των γονιών του.
****
Μετά από όλα αυτά κάποτε πήγε τον Πύργο και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να επισκεφτεί τον τάφο των γονιών του.
Ο Ηλίας περπατούσε αργά, με τα βήματά του να ακούγονται καθαρά στο σιωπηλό τοπίο του νεκροταφείου. Η λιακάδα της απογευματινής ώρας έριχνε μακρές σκιές πάνω στις πέτρινες πλάκες, που σηματοδοτούσαν τις τελευταίες κατοικίες των προγόνων του. Η ζέστη του ήλιου είχε μειωθεί, και ο αέρας, ήρεμος και γλυκός, σήκωνε τις μνήμες του, εκείνες τις σιωπηλές φωνές που μόνο τα κυπαρίσσια ήξεραν να μεταφέρουν.
Όμως, σήμερα κάτι ήταν διαφορετικό. Εκείνος περπάτησε προς το σημείο όπου συνήθιζε να στέκεται, δίπλα στους γονείς του. Το βλέμμα του έπεσε στο σημείο που πριν λίγο καιρό ήταν γεμάτο ζωή και φυσική αρμονία, με τα κυπαρίσσια να υψώνονται ψηλά, σκιάζοντας τους τάφους. Όμως τώρα… το τοπίο είχε αλλάξει ριζικά. Τα περισσότερα κυπαρίσσια είχαν κοπεί.
Μονάχα ένα είχε παραμείνει, περήφανο και μόνο του. Εκείνο το κυπαρίσσι ήταν το ίδιο που είχε φυτευτεί πάνω από τον τάφο των γονιών του, όταν εκείνοι είχαν περάσει στην αιωνιότητα πριν από πολλά χρόνια. Ο Ηλίας στάθηκε εκεί, μπροστά του, και ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Κάθε του αναπνοή βάρυνε με την αίσθηση του χρόνου που περνούσε και της μνήμης που δεν ήθελε να σβήσει.
Το κυπαρίσσι, όπως πάντα, φαινόταν επιβλητικό και ανθεκτικό, σαν να αρνούνταν να παραδοθεί, σαν να ήταν η μόνη απάντηση στην απόλυτη σιωπή του χώρου που το περιέβαλλε. Ο Ηλίας ένιωσε την παρουσία των γονιών του γύρω του, την αίσθηση της προστασίας που εκείνα τα δέντρα του είχαν προσφέρει σε όλη του τη ζωή. Η απόφαση του να παραμείνει ζωντανό το συγκεκριμένο κυπαρίσσι είχε κάτι το θλιβερό αλλά και το ισχυρό, μια πράξη σεβασμού προς την οικογένεια και την κληρονομιά του.
Η σκέψη του για την απόφαση της Μητρόπολης να κόψει τα άλλα κυπαρίσσια τον έκανε να θυμώσει, αλλά ταυτόχρονα τον γέμισε και με μια περίεργη αίσθηση δικαίωσης. Είχε υπερασπιστεί αυτό το κυπαρίσσι, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για όλους τους συντοπίτες του που είχαν αναγνωρίσει τη σημασία του. Και τώρα, μπροστά του, το κυπαρίσσι αυτό δεν ήταν απλώς ένα δέντρο. Ήταν μια αποθέωση της αντίστασης, της μνήμης και του σεβασμού προς τους νεκρούς.
Στο βάθος, το κενό που άφηναν τα κομμένα δέντρα, το άδειο τοπίο, φαινόταν να υπενθυμίζει τη μοναξιά του. Μόνο το κυπαρίσσι αυτό, αντέχοντας, θύμιζε την παρουσία των αγαπημένων του προσώπων και τη δύναμη της μνήμης που δεν αφήνει ποτέ να χαθεί.
Ο Ηλίας έμεινε για λίγο σιωπηλός, με τα μάτια του καρφωμένα πάνω στο κυπαρίσσι, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει τις ρίζες του, να βρει σε αυτές κάποιον τρόπο να συνδεθεί ξανά με το παρελθόν του.
Τα δέντρα που κόπηκαν δεν ήταν απλώς φυτά, αλλά σύμβολα του τόπου του, της κοινότητάς του, της ιστορίας του. Ήταν η μνήμη της ίδιας του της πόλης, ζωντανή και υλική, σε κάθε του φύλλο και κλαδί.
Όμως το κυπαρίσσι αυτό… το κυπαρίσσι του τάφου των γονιών του. Είχε επιβιώσει από την εξουσία του Μητροπολίτη, και είχε αντέξει στον χρόνο και στους ανθρώπους. Το κυπαρίσσι αυτό ήταν το τελευταίο απομεινάρι της ύπαρξης των γονιών του στον κόσμο αυτό, ο τελευταίος δεσμός που είχε μαζί τους.
Ο Ηλίας άφησε το δέντρο και τον τάφο των γονιών του και βάδισε αργά προς την έξοδο του κοιμητηρίου. Βγήκε από το νεκροταφείο και έστριψε αριστερά εκεί όπου απλώνονταν το κτήμα των παιδικών του χρόνων.
«Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.
Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή — και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.
Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα».[3]
[1] Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των Αηδονιών, εκδόσεις Κίχλη, 2024.
[2] «Μεσημεριάτικη συζήτηση με τον Ηλία X. Παπαδημητρακόπουλο», περιοδικό Αντί, Τεύχος 611, Παρασκευή 2 Αυγούστου 1996.
[3] Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο οβολός, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2023.