Της Αλεξάνδρας Μπακονίκα.
Διαβάζοντας το καινούργιο βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη στο μυαλό μου ερχόταν η φράση από ένα δοκίμιο του D.H. Laurence σχετικά με την επίτευξη της βαθιάς και δυνατής συγκίνησης στην τέχνη. Η καίρια αυτή φράση ήταν: « Let’s get down to the brass tacts”, που σημαίνει ας επικεντρωθούμε στα πιο σημαντικά και στοιχειώδη. Γιατί στην πιο αποκαλυπτική και σημαντική ουσία της ύπαρξης μάς μεταφέρει ο Ευσταθιάδης, παρέχοντας συγχρόνως μια στοχαστική ενατένιση και στάση ζωής.
Από το βιβλίο απουσιάζουν τα συλλογικά οράματα , οι κάθε είδους ιδεοληψίες και οι κοινωνικοπολιτικές αναφορές. Έτσι αποκτάει μεγάλη εμβέλεια, πέρα από την ελληνική εντοπιότητα, και απευθύνεται στις επιθυμίες κι ανησυχίες του δυτικού ανθρώπου, στις γενικές κατευθύνσεις της ψυχοσύνθεσής του. Η αποδέσμευση του ατόμου, ως ξεχωριστή πολυσύνθετη οντότητα, από τις συμβάσεις του πάγιου κοινοτικού ήθους, του παρέχει τη δυνατότητα να αναζητήσει ελεύθερα τις επιλογές του. Όμως αντίστοιχα μεγαλώνει μέσα του η μοναξιά κι η αποξένωση – η ύπαρξη μοιάζει τυχαία, γεμάτη πλάνες.
Ποιο είναι, λοιπόν το «Μαύρο εκλεκτό», που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο; Η απάντηση βρίσκεται στην σελίδα 103, εκεί που τελειώνει το τελευταίο διήγημα της συλλογής. Πρόκειται για την παγερή σιωπή του θανάτου, το πιο «εκλεκτό μαύρο» που μας εξαφανίζει. Γιατί όμως ειδικά το επίθετο «εκλεκτό»; Μπορούμε να το εξηγήσουμε ως ευφημισμό του συγγραφέα μπροστά στην αδυσώπητη έλευση του θανάτου, στην ολοκληρωτική εξουσία του πάνω στη ζωή. Όμως, από μια άλλη άποψη, μπορεί να υπονοείται και η ανάπαυση, η τελική γαλήνη που βρίσκει με τον θάνατο η κουρασμένη ψυχή του πάσχοντος ανθρώπου.
Όλη η γοητεία που μας προσφέρει ο συγγραφέας βρίσκεται στην αντιπαράθεση του έρωτα και της ηδυπάθειας ενάντια στον θάνατο. Ο πυρήνας των αφηγήσεων στα περισσότερα διηγήματα βασίζεται στη εξουδετέρωση της μοναξιάς, των ψευδαισθήσεων, της φθοράς του χρόνου, του πανικού μπροστά στο παράλογο του θανάτου, από την ισχύ του πάθους και σε ένα μεγάλο βαθμό επίσης στην καθαρτική δύναμη της τέχνης. Η γενεαλογία αυτής της θέαση της ζωής είναι αρχαιοελληνική, καθώς η αναζήτηση της χαράς, της ψυχικής ωρίμανσης κι ολοκλήρωσης βασίζεται στον έρωτα, την ομορφιά και την ευφροσύνη μέσω των αισθήσεων. Πάντως αυτή αισθησιαρχία του Ευσταθιάδη δεν εξαλείφει, αλλά συμβαδίζει με το σφρίγος για την ανάπτυξη του πνεύματος. Η σοφία της νόησης κάνει πιο βατή τη ριψοκίνδυνη πορεία μας μέσα στο απειλητικό και χαώδες του κόσμου.
Σε όλα σχεδόν τα διηγήματα υπάρχει ο διάλογος, η κάθε είδους διαπάλη ανάμεσα σε δύο: σε ανδρόγυνα, εραστές, θύτη και θύματος, άνδρα που ποθεί εκ του μακρόθεν μια άγνωστη γυναίκα, οι πρωταγωνιστές σε απολογισμό με τον ίδιο τον εαυτό τους, ένα δεκάχρονο αγόρι μπροστά στην προκλητική παρουσία μιας καλλονής, επίσης το παρελθόν που έντονα εισχωρεί και συνδιαλέγεται με το παρόν. Αντίστοιχα οι κλειστοί χώροι στα διηγήματα επιτείνουν την ένταση με τις αποκαλύψεις της πιο μυστικής συναισθηματικής ζωής των χαρακτήρων και των ανάλογων συγκλονιστικών πράξεών τους. Είναι κυρίως δωμάτια: για ερωτικές συνευρέσεις, αντιπαράθεση συζύγων για απιστία σε εξωσυζυγική σχέση, μοιραίοι χωρισμοί εραστών που παράφορα αγαπήθηκαν, μονόλογοι μοναχικών ατόμων που ψηλαφούν τα τιμαλφή ενός κατάφορτου από συγκινήσεις παρελθόντος. Όμως εκτός από τα δωμάτια υπάρχουν και απόμεροι δρόμοι όπου συναντιούνται περιπαθείς εραστές ή συμβαίνουν φόνοι, που αναδίδουν την απειλητική αβεβαιότητα του σκοταδιού, μια ατμόσφαιρα νουάρ.
Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών είναι αβροί, στοχαστικοί, με χιούμορ, οξυδερκή σαρκασμό και προπαντός αυτοσαρκασμό. Εκπέμπουν μια εγκαρτέρηση γνωρίζοντας ότι είναι «ρευστοί, ευμετάβλητοι, αβέβαιοι, ευαλλοίωτοι, πρωτεϊκοί». Μοναξιά, εσωτερικές καταιγίδες οδύνης, θλίψη και στέρηση σμιλεύουν τον ψυχικό τους κόσμο, που διψάει να ξεφύγει πετώντας σε μια «golden land…and fields of wonder» για χαρά, πλησμονή αγάπης κι ευδαιμονία αισθήσεων.
Αν στις ερωτικές ιστορίες υπάρχει ρήξη, απρόσμενη ανατροπή, κατάφορη παραδοξότητα, το ίδιο συμβαίνει και στις ιστορίες που καταλήγουν σε φόνους. Αβροί και εκλεπτυσμένοι χαρακτήρες σε μια στιγμή μετατρέπονται σε δαιμονικούς εκτελεστές κι αυτόματα οι ρόλοι αντιστρέφονται, ο δυνατός γίνεται αδύναμος κι ο παγιδευμένος κυρίαρχος. Ένας φόνος αντιπροσωπεύει την πιο
σκληρή εκδοχή θανάτου κι επιπλέον τονίζει ότι τα πρωτόγονα ένστικτα και η δαιμονική φύση του ανθρώπου για επιβολή και κυριαρχία παραμένουν εσαεί δυνατοί παίκτες στο σκοτεινό και ανεξιχνίαστο παιχνίδι της ζωής. Αν τα πάθη στις διάφορες εκφάνσεις τους είναι το «καύσιμο» για συγκινησιακή αναταραχή και διέγερση του προβληματισμού μας, ο Ευσταθιάδης δεξιοτεχνικά τα μεταχειρίζεται κερδίζοντας άμεσα το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Με πρωτοτυπία ως προς την έκφραση και την οπτική γωνία με την οποία ο συγγραφέας συνθέτει την πλοκή και τους χαρακτήρες, τα διηγήματα διαβάζονται με κομμένη την ανάσα για την εύχυμη αλήθεια τους, χαρίζοντας μας ευφορία ακόμη και στις πιο σκοτεινές πτυχές της αφήγησης. Κάθε φράση, κάθε λέξη μάς μαγεύει με το συναισθηματικό βάρος που εκπέμπει, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πόσο σπουδαίος μάστορα του λόγου είναι ο Ευσταθιάδης. Ως αισθητής εστιάζει στο συγκεκριμένο, στην πραγματική υφή καταστάσεων, εντυπώσεων και αντιδράσεων. Ό,τι πιο ιδιαίτερα μας εντυπωσιάζει στο βιβλίο είναι το σαρωτικό ρίγος του ερωτικού πάθους, που τουλάχιστον σε τρία διηγήματα οδηγεί στην ιδανική αγάπη, έστω κι αν η σχέση κάποτε καταλήγει στον χωρισμό. Είχαμε καιρό να απολαύσουμε- κάτι σπάνιο στην εποχή μας- ερωτικές ιστορίες παρόμοιου βάθους κι έξοχης λάμψης.
ΙΝFO:
Γιάννης Ευσταθιάδης
«Μαύρο εκλεκτό»
εκδ. Μελάνι, 20
σελ. 103