Ορσαλία Κασσαβέτη
What is Sad?
Do I sad?
Make me sad
I want sad
(Geneva Jacuzzi)
Κι αφού γλιτώσαμε το νοσοκομείο, τις σιωπηλές φυστικί κάμαρες και τους διακριτικούς και πάντα ευπροσήγορους λευκοφορεμένους φαλαγγίτες, προσπεράσαμε τα γνώριμα πρόσωπα της αποκλειστικής και της προϊσταμένης -για πάντα ριζωμένες στη θέση τους, ν’ απλώνουν τα σκασμένα χέρια για να μας χαϊδέψουν- και κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο.
Σάπιος αέρας.
Πιο σάπιος κι από το ροκάνισμα που κάνει το σαράκι -χρούτσου χρούτσου- κι ακούγεται μέσα από την κάσα στο νούμερο 37. Ένα συνεχές και ατέρμονο ροκάνισμα εκ θεμελίων. Κάποιος με περίσσια γνώση λίγο ήθελε να κάνει στάχτη το σπίτι, βάζοντας φωτιά στα ζωύφια, ώστε να εξολοθρεύσει τους απογόνους τους και να εξαφανίσει τη φωλιά που με τόση προσήλωση έφτιαχναν, τη στιγμή που είχαν στραμμένο το βλέμμα προς στο μέλλον. Το γλιτώσαμε κι αυτό. Κι ας διασκορπίστηκαν στην ατμόσφαιρα εκείνα τα μικρά σαράκια, σκουληκάκια τρανά, μόλις ένιωσαν το φλεγόμενο ξύλο να τα ευλογεί και να τα σέρνει με τη βία στον άλλο κόσμο. Στον Κάτω Κόσμο των εντόμων.
Από την έξοδο έως το αυτοκίνητο, κάτι συμβαίνει. Πλέον δεν είναι σάπιος ο αέρας. Σαν να κρυώνει, μα οπωσδήποτε έχει αλλάξει. Και βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν: να, ένας σαλτιμπάγκος -για εσάς σίγουρα αόρατος- μαζί με μια τρανή συντροφιά: φώτα, χρώματα, προβολείς. Τρέχουν στην πλάση, δεν υπάρχουν φουντωτά παρτέρια στο νοσοκομείο, η άσφαλτος είναι μαλακιά σαν αλευρόκολλα – εμπορίου, όχι σαν αυτή που παρασκεύαζα στο μπρίκι, αντιγράφοντας αστείες συνήθειες από ένα άλλο βασίλειο. Γλυκά και ζωντανά χρώματα, νεκροί μπερδεμένοι με τους ζωντανούς, πάω να τους συναντήσω, οι άλλοι με συγκρατούν. Όχι, δεν βλέπουν αυτό που μόνο εγώ βλέπω. Σπάνε τετράγωνα, καρέ μαυρόασπρα, και καταφέρνω να δω κι άλλους, τόσους πολλούς, κλόουν και βοηθούς ταχυδακτυλουργού. Θέλω να παίξω μαζί τους και δεν μπορώ. Από τη μια πλευρά με τραβάνε από τον δρόμο, νιώθω ένα χέρι γνώριμο, μάλλον του αδελφού μου θα είναι, ενώ από την άλλη πλευρά, μού γνέφουν όλοι εκείνοι. Παράταιροι, με μπαλώματα στα μανίκια, στα γόνατα, σε όποιο σημείο μπορείς να φανταστείς, κι εγώ με μπαλώματα σε πιο άυλα σημεία. Παραγεμισμένα, πρόχειρα κουφωμένα, με τα ξέφτια να περισσεύουν στις άκρες. Όμως κάπως μοιάζαμε.
Θέλω να περάσω απέναντι. Δεν μπορώ. Κι ας μού γνέφει όλο αυτό το θλιβερό σινάφι με τις καραμούζες, με την επιγραφή ανά χείρας, όπου διαβάζω «σε σκέφτομαι», και με τις πάμπολλες μπερδεμένες ξεθωριασμένες τριανταφυλλί σερπαντίνες ριγμένες στους ώμους του. Σάπιος αέρας, μηδενικός άνεμος.
Κι είναι τα φώτα σκληρά, τα βλέπω αραδιασμένα και γδαρμένα να προχωρούν στο βάθος του δρόμου. Στέκονται ακίνητα. Μού θυμίζουν ένα παγωμένο άπειρο. Μού φέρνουν ξανά στο μυαλό εκείνον τον άκαμπτο χρόνο, τις ημέρες που ξεκινούσαν και δεν τελείωναν ποτέ, μια μέρα της μαρμότας, και την κρυφή μου επιθυμία να την προσπεράσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ένας χρόνος το ίδιο ακίνητος, δεν έμοιαζε με άγαλμα, δεν ήταν κατασκευασμένος από γύψο, μάρμαρο ή πηλό. Δεν έφερε καμιά ιδιότητα που να προσδιορίζει το παρελθόν ή το παρόν. Ήταν ουδέτερος και τόσο ακίνητος, όσο τα φώτα που ξέρω ότι υπάρχουν εκεί έξω, εκείνα που φαντάζομαι ότι θα βλέπεις τώρα από το παράθυρό σου ή που θα συναντήσεις στη λεωφόρο, όταν οδηγάς. Αυτά τα σκληρά φώτα μού θυμίζουν το παγιωμένο, το τεθλασμένο· έναν τρόπο να ζω, έναν τρόπο που δεν επιδεχόταν καθυστερήσεις κι έκλεινε πάντα τα μάτια του μπροστά σε ακριβώς εκείνα το φως. Κι άφηνε πίσω ένα στερεό τετράγωνο κουτί, σκοτεινό και κατάμαυρο, που μπλόκαρε τη ροή της υπόλοιπης ζωής μου. Το είχα ξανασυναντήσει ήδη πολλές φορές στη μέχρι τώρα πορεία της.
Οι ημέρες περνούσαν και ήταν πάντα νύχτα, αυτή η απροσδιόριστα αδιάφορη νύχτα που το επόμενο πρωϊνό θα με έπαιρνε από αυτή την σκληρή ησυχία για να με στείλει σε μια οριστική αλαλία.
Τα φώτα -κάθε βράδυ τα ίδια φώτα- ήταν τραχιά, αλλά με έκαναν να φαντάζομαι έναν συμπυκνωμένο παγωμένο αέρα γεμάτο στοργή και αγάπη να κατεβαίνει τα στενά της πόλης, να χώνεται βίαια μέσα στα σπίτια, κάτω από τα φορέματα των κοριτσιών, μέσα στις κάλτσες των μικρών αγοριών, να μπαίνει μέσα στο μυαλό μου και να με κάνει να φαντάζομαι κάτι που ίσως να υπήρχε – ναι, θα μπορούσε να υπάρχει, όμως δεν ήξερα καν προς ποια κατεύθυνση να ψάξω να το βρω.
Και τώρα, ύστερα από τόσο άσκοπα δοσμένο καιρό, βλέπω τα ίδια φώτα. Με σπρώχνει δυνατά ο σάπιος αέρας, ο χρόνος δεν αλλάζει, αισθάνομαι μόνο ότι χάνεται μέσα σε όλη αυτή την ακινησία, τη σιωπή, τη θλίψη. Πού να είσαι άραγε;
Αυτός ο σάπιος αέρας με κάνει να μην πιστεύω σε τίποτα, σαν έχει επιστρέψει εκείνο το αρχαϊκό μαύρο του θανάτου, γιατί η κορδέλα λύθηκε, κόπηκε, το χέρι διαλύθηκε και ξεκινά μια ατέλειωτη ψυχρή νύχτα με παγωμένα φώτα, η νύχτα του θανάτου, η νύχτα της αναμονής. Πόση πια αναμονή;
Οι κλόουν από την άλλη πλευρά μού γύρισαν την πλάτη, η σερπαντίνα άλλαξε θέση και έφυγε από τους ώμους μου, σέρνεται στην άσφαλτο και μπερδεύεται στα πόδια τους που ακόμα χορεύουν. Κάποιος με χτυπά στο μάγουλο και μού φωνάζει «ξύπνα, ξύπνα, μα τι βλέπεις;». Και δεν θα του μιλήσω για εκείνο που μόνο εγώ έβλεπα, για εκείνο που ξαφνικά έφυγε για πάντα από τη ζωή μου, όπως τελικά η μπογιά από το κακομουτζουρωμένο πρόσωπο του σαλτιμπάγκου. Μια ιαχή από τη μπαλαρίνα-βοηθό σαν να ακούστηκε πνιχτά και υποκρίνομαι ότι ο κόσμος, όπως τον έμαθα και όπως εσείς ήδη τον γνωρίζετε, έχει μόνο μια διάσταση. Αφήνω πίσω μου το νοσοκομείο και όλα αχνοφέγγουν. Το γλιτώσαμε κι αυτό.