Μικροί καθημερινοί θάνατοι στο Μανχάταν,12-15 (του Χρήστου Τσιάμη)

0
281

του Χρήστου Τσιάμη

XII

 

Για τον περίπατό σας, λουλούδια

 

Εχετε δεί τη Σάρα, δίπλα;  Από κάτω, τον Στήβεν, τον γιατρό;

– Οχι, δεν τους έχουμε δεί καθόλου.  Θα πρέπει να δουλεύουν συνεχές ωράριο.

Η Σάρα είναι νοσοκόμα της εντατικής σε ένα νοσοκομείο στη λεωφόρο Λέξινγκτον, και ο Στήβεν διδάσκει και δουλεύει στο νοσοκομείο του πανεπιστημίου Κολούμπια.  Από λάθη του ταχυδρόμου, που συχνά έμπλεκε τα γραμματοκιβώτια μας, μέσω της αλληλογραφίας προς αποφοίτους, είχαμε μάθει ότι από τα δέκα διαμερίσματα των δυο τελευταίων ορόφων, στα πέντε κατοικούσαμε απόφοιτοι του Κολούμπια.  Και αστειεύομαστε συχνά ότι θα πρέπει να φτιάξουμε έναν σύλλογο αποφοίτων του πανεπιστημίου αυτού στην πολυκατοικία!  Ανησυχώ για λόγου τους.

Από κόσμο στους δρόμους τι γίνεται;

– Η κίνηση έχει περιοριστεί στο ελάχιστον, αλλά τώρα βλέπουμε μεγάλα πάρτυ στις ταράτσες των κτιρίων εδώ τριγύρω.

Θυμάμαι τις βραδιές που περάσαμε στην ταράτσα του δικού μας κτιρίου, παρέα με φίλους, τις δυό φορές που «έσβησαν τα φώτα» στη Νέα Υόρκη, δεκαετίες πίσω.  Θυμάμαι, ακόμα, στις ταράτσες των κτιρίων όλους μας, εκείνο το λιόλουστο πρωϊνό του Σεπτεμβρίου στις αρχές του αιώνα, που κοιτάζαμε νότια, την πελώρια μαύρη τρύπα στο κτίριο που στεκόταν ακόμα, όχι και τόσο μακριά μας, και ζητάγαμε κάθε είδους πληροφορία, τί είδε ο ένας και ο άλλος, τι άκουσε, τι λένε στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, είναι δυστύχημα ή τρομοκρατία;  Ωσπου ήρθε το χτύπημα από το δεύτερο αεροπλάνο, η τεράστια πομφόλυγα πυρός στο γαλάζιο πλάνο, κι εκεί μας λύθηκε η απορία.  Οι συνάξεις αυτές τότε, το νιώθαμε, ήταν, για μια κοινωνία σε δύσκολες στιγμές, ένα καλάϊ που μας ενώνει.  Οι συνάξεις, σήμερα, τις ημέρες του κορωνοϊού, τό ξέρουμε, είναι αυτό που μας σκοτώνει.  Σίγουρα έχει γυρίσει επάνω κάτω η ζωή μας!

-Α, ναί, κι ένα ωραίο!  Εκεί που πηγαίναμε τη βόλτα μας, έξω απ’ του Εμπόρου Τζό ανοίγουν οι συρόμενες αυτόματες πόρτες και βγαίνει, ακριβώς μπροστά μας, ένας με ένα καρότσι γεμάτο ανθοδέσμες.  Σταματήσαμε για να τον αφήσουμε να περάσει,μα εκείνος πιάνει μιαν ανθοδέσμη και μας την προσφέρει.  ‘Για τον περίπατό σας!’, μας λέει.  Η Μία σαστισμένη του λέει ‘Σοβαρά;’ Γιατί πέρασε από το μυαλό της ότι ίσως τα άνθη να προορίζονταν για κάποιο ίδρυμα ή κάτι τέτοιο όπου εργαζόταν ο κύριος κι εκείνος θα υπολόγιζε ποιός θα πάρει χαμπάρι ένα μπουκέτο λιγότερο… ‘Μα φυσικά!’ απαντάει εκείνος.  ‘Απολαύστε τα!’

 Συνέχισαν, μου είπε, τον περίπατο γοργά να φτάσουν στο ποτάμι, δυτικά, πρίν πέσει ο ήλιος.  Μόλις έφτασαν στο κόκκινο φανάρι, στο τέλος του τετραγώνου, γύρισαν και κοίταξαν πίσω διακριτικά.  Εκείνος ο κύριος μοίραζε ακόμα στους περαστικούς λουλούδια.  Στην απέραντη μοναξιά της, η Νέα Υόρκη έχει μια ιδιόμορφη ζεστασιά.  Δεν χρειάζεται να την ψάξεις.  Ερχεται και σε βρίσκει στα όνειρά της.

  

XIII

 

Παιχνίδια τώρα για να περνάει η ώρα

Τώρα που κάθομαι με τις ώρες μόνος πρέπει να εφεύρω καινούργιους τρόπους να περνάει ο χρόνος.  Με μουσική και αλκοόλ παίζει παιχνίδια με τη γλώσσα το μυαλό.  Μοναδική μου ευκαιρία να διαπρέψω ως κωμικός, «stand-up comedian».  Σαν ένας Lenny Bruce, ας πούμε, με ακροατήριο του ενός (που είναι ο ίδιος μου ο εαυτός…)

Αρχής γενομένης με το εξής, λοιπόν:

Το βρίσκω ενδιαφέρον ότι τα ακρωνύμια για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις γλώσσες που λειτουργούν στο δικό μου μυαλό καθημερινώς είναι ΠΟΥ και ΠΟΙΟΣ (WHO).  Αν το σκεφτείτε, είναι δυο λέξεις που μας απασχολούν όλους μας συνεχώς καθώς συνεχίζει να επελαύνει ακάθεκτος αυτός ο τρομερός ιός.

ΠΟΥ σαρώνει σήμερα το περισσότερο;

ΠΟΙΟΣ είναι αυτός που στέκεται δίπλα;

ΠΟΙΟΣ θα είναι ο επόμενος «τυχερός»;

Ενα άλλο:

Οι εργάτες στο σουπερμάρκετ μπαινοβγαίνουν από την πόρτα της αποθήκης με κιβώτια.  Στεκόμαι και περιμένω να ανοίξουν ένα με ψωμιά συσκευασμένα γιατί δεν υπάρχει στα ράφια τίποτα.  Κι εκείνοι ανοίγουν και εναποθέτουν στο πάτωμα πακέτα με χαρτί υγείας που εξαφανίζονται ως δια μαγείας.  Και σκέφτομαι: μήπως το εκλαμβάνουν, απ’ την ονομασία και μόνο, ότι αυτό το χαρτί προσφέρει κατά του ιού ειδική προστασία;  Να, κάτι όπως είχε γραφτεί: πως στην αρχή πολλοί πίστευαν ότι μπορείς να κολλήσεις τον κορωνοϊό αν πίνεις Corona μπύρα!  Της γλώσσας (και της χώρας αυτής) τα μυστήρια!

Και το τελευταίο:

Λένε ότι μετά τις τελευταίες ανακοινώσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ για τα έκτακτα δρακόντεια μέτρα εν όψει της πανδημίας, οι πωλήσεις των όπλων στη χώρα τετραπλασιάστηκαν!  Μήπως επειδή είχε βγεί ο Πρόεδρος και είχε πεί ότι είμαστε σε πόλεμο με έναν αμείλικτον, κρυφόν εχθρό, και αυτοί τον άκουσαν  με μισό αυτί και…μισό μυαλό;  Και θα τρέξουν μήπως αμέσως  στα  σκοπευτήρια να αντικαταστήσουν του άνδρα το μαύρο περίγραμμα, στου στόχου το λευκό χαρτί, τώρα με τί;

Ναί, ναί.  Εντάξει.  Σας ακούω.  Μην παραιτηθώ, μου λέτε, απ’ τη δουλειά που έχω για μια καριέρα στο χιούμορ …

 

XIV

 

Δεύτερη διαδρομή

 

Δυο βδομάδες έχουν περάσει.  Από το μηδέν στους έξη χιλιάδες οι νεκροί έχουν φτάσει.  Η ίδια διαδρομή βράδυ απ’ τη μιαν άκρη του Μανχάτταν στην άλλη.  Ησυχη η πόλη μα στα σπλάγχνα της κανείς δεν ησυχάζει.  Κυλάνε οι ρόδες μου στο άδειο χαϊγουεϊ με μαράζι.  Μακριά μπροστά μου, στο υπόφως, στη δεξιά λωρίδα, βλέπω μιαν αργή πομπή ασθενοφόρων.  Μετράω, τέσσερα, πέντε, έξη…Καθώς πλησιάζω τα βλέπω να μπαίνουν στην ανοιχτή καταπακτή του Κέντρου Τζάβιτς.  Σε άλλους καιρούς ένας τεράστιος χώρος μεγάλων εμπορικών εκθέσεων κάθε είδους.  Τώρα ένα ακόμα νοσοκομείο για τις περιστάσεις.  Βλέπω, από την πίσω πόρτα του ασθενοφόρου το τζάμι, τον νοσοκόμο σε ένα κρύο λευκό φώς να ατενίζει πίσω απ’ της μάσκας του το φίμωτρο τον ασθενή στο φορείο μπρός του, προφανώς, και ίσως και την απόσταση στην άσφαλτο που διανύουν.  Μισό χιλιόμετρο παρακάτω, στου δρόμου το αριστερό πλευρό, τα γαλαζοκόκκινα φώτα περιπολικών έν στάσει δίπλα στο ποτάμι και το σημείο ελέγχου για τους εισερχόμενους στο νοσοκομείο το πλωτό.  Στον υπερυψωμένο δρόμο των αυτοκινήτων η άμιλλα που συνήθως το μυαλό  επηρεάζει και το οδηγεί να στέλνει σινιάλα στο πόδι για να πιέζει το γκάζι λείπει,  τώρα οδηγώ σταθερά, μοναχός, πολύ πιό κάτω από το όριο ταχύτητος.  Δεν με νοιάζει πόση ώρα θα μου πάρει για τον προορισμό.  Δεν υπάρχουν διπλανοί ή μπροστινός και δεν με στραβώνουν προβολείς από πίσω.  Παρατηρώ γύρω.  Ο αριθμός των εκατομμυρίων για τους τυχερούς των λαχείων, στον τεράστιο πίνακα τον φωτεινό, παραμένει ο ίδιος που είχα δεί δυο βδομάδες πρίν.  Ως και το παιχνίδι αυτό της τύχης έχει πιά σταματήσει.   Τώρα μας έτυχε ολονών λαχείο ετούτη η κρίση.  Μετά τις ελικωτές κατηφοριές  από του νησιού την κορυφή, το αυτοκίνητο μουγγρίζει να ανέβει στο γιοφύρι.  Εγκαταλείπω το Μανχάτταν.  Κανείς δεν με ακολουθεί.  Σε ένα δυο μίλια ακόμα, σε μια στροφή, εμφανίζεται μια πελώρια σελήνη.  Εχει μια όψη ζεστή, πορτοκαλί.  Και φαίνεται σαν να έχει γείρει με συμπόνια, χαμηλά χαμηλά, και να σκύβει πάνω απ΄ του αρρώστου συντρόφου της την κεφαλή.

XV

 

Η περιφορά

Δεν ήταν η πρώτη φορά που δεν προφτάσαμε τα Εγκώμια.  Είτε γιατί είχα στον νού μου, λανθασμένα, από την προηγούμενη χρονιά την ώρα, είτε γιατί είχαμε αλλάξει εκκλησία και ο παππάς εκεί άρχιζε νωρίτερα.  Εφέτος, όμως, μιάς και η λειτουργία θα γινόταν διαδικτυακώς, ξέραμε ποιά θα ήταν η ώρα ακριβώς.  Κι έτσι κανόνισα τι ώρα θα έπρεπε να παραλάβω τους υπόλοιπους από τα διαμερίσματα τους στο Μανχάτταν ώστε να φτάσουμε στο βόρειο προάστειο, όπου θα κάναμε Πάσχα, εγκαίρως για να παρακολουθήσουμε τον Επιτάφιο οίκοθεν, απ’ την οθόνη του κομπιούτερ.

Ομως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο απλά.  Υπήρξε μια λεπτομέρεια που δεν της έδωσα αρκετή σημασία όταν ετοίμαζα το πρόγραμμα και που αποδείχτηκε, και πάλι, μοιραία για την περιορισμένη σχέση μου με τα ιερά.  Η καλύτερη φίλη τής Μίας, η Νταϊάνα, είναι γιατρός στην αίθουσα έκτακτης ανάγκης σ’ ένα νοσοκομείο του Μπρόνξ.  Είναι σκληρό καρύδι, κι όταν την ρωτάγαμε πώς το μπορεί με όλο εκείνο το αίμα φριχτών πληγών, νέων, γέρων και παιδιών, που αντιμετωπίζει κάθε μέρα, η απάντηση της ήταν «δουλειά είναι και τη συνηθίζεις».  Μέχρι που έφτασε ο κορωνοϊός και η απροετοιμασία των νοσοκομείων, ειδικά σε μια φτωχή περιοχή όπως το Μπρόνξ.  Μια μέρα, την παραξένεψε τη Μία ένα μονολεκτικό μήνυμα απ’ τη φίλη της τη γιατρό: «Φοβάμαι.»  Κι από την ανταλλαγή μηνυμάτων προέκυψε ότι πέρα από τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό ασθενών από τον κορωνοϊό, έλειπαν απ’ τους νοσοκόμους και τους γιατρούς τα απαραίτητα για να προστατευθούν.  Κι έτσι, η Μία βάλθηκε να κάνει ό,τι μπορούσε, σαν μηχανικός, για να προσφέρει στη φίλη της τη βοήθεια που εκείνη ζητούσε.

Πριν ξεκινήσουμε για το προάστειο, φορτώσαμε το αυτοκίνητο με ένα κιβώτιο γεμάτο διαφανείς πλαστικές ασπίδες προσώπου για τους γιατρούς που πολεμούσαν στα έμπροσθεν του μετώπου κατά του ιού, μάσκες που η Μία, μέσω της τεχνολογίας τρισδιάστατης εκτυπώσεως, είχε φροντίσει να κατασκευάσει και να συναρμολογήσει. Επρεπε να τις φέρουμε στο σπίτι ενός γιατρού, συναδέλφου της φίλης, που έμενε κοντά μας στο Γκρήνουϊτς Βίλλετζ.  Ηταν στην περιοχή που οι δρόμοι έχουν συγχυσμένες τις κατευθύνσεις τους και τις διεθύνσεις τους, κι έτσι κάναμε την περιφορά του κιβωτίου με τις μάσκες τρείς φορές στα τετράγωνα ανάμεσα στην Εκτη Λεωφόρο και την πλατεία Σέρινταν.  Εχοντας, τελικά, εντοπίσει την είσοδο του κτιρίου κάτω από μια επιμήκη σκαλωσιά, όπως ήταν η συνεννόηση από πρίν, χτυπήσε η Μία το κουδούνι κι άφησε έξω από την πόρτα το κουτί. Εμείς απ’ το αυτοκίνητο μέσα, περιμέναμε τον γιατρό να κατεβεί και να το παραλάβει.  Οντως, ένα ψηλός, λιγνός νεαρός, ο γιατρός εμφανίσθη φορώντας ακόμα τη σκούρα μπλέ νοσοκομειακή του στολή.  Κι απ’ τα σκαλιά, μάς έστειλε ένα πλατύ, βαθύ χαμόγελο, και λόγια ευχαριστιών κι ευγνωμοσύνης, ενώ στην πραγματικότητα η υποχρέωση ήταν δική μας.

Είχαμε φτάσει στα βόρεια του νησιού όταν κάποιος στο αυτοκίνητο κοίταξε, φαίνεται, το κινητό κι ανέκραξε «ο Επιτάφιος!»  Κι έτσι καθώς οι ρόδες έκαναν πειθήνια ταχύτατους γύρους ωθώντας μας συλλογικά προς τον προορισμό, δίπλα στα κτίρια ακριβώς όπου είναι το μεγάλο συγκρότημα του νοσοκομείου του  Κολούμπια, από ένα εξάρτημα ηλεκτρονικό από την πίσω θέση ακούσαμε να αναδύεται (απ’ την αρχή, ω, του θαύματος!) «Η ζωή εν τάφω…»  Κάπου ανάμεσα στο παρκάρισμα και στο ξεφόρτωμα του αυτοκινήτου χάσαμε του Επιταφίου την περιφορά (που μάλλον θα έγινε εντός της εκκλησίας στα γρήγορα).  Ομως η περιφορά του κουτιού με τις μάσκες στο Γκρήνουϊτς Βίλλετζ νωρίτερα, στο δικόν μου τον νού, είχε αναπληρώσει το θείο μήνυμα.  Είκοσι χιλιάδες οι νεκροί στην πόλη μας σήμερα.

 

Προηγούμενο άρθροἘν θλίψει ἐπλάτυνάς με – για τον Μεγάλο Δρόμο του Χριστόφορου Λιοντάκη (του Νίκου Ερηνάκη)
Επόμενο άρθροΤο γλιτώσαμε κι αυτό (διήγημα της Ορσαλίας Κασσαβέτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ