Γιάννης Πάσχος
Με το που μπήκα στο σπίτι της μάνας μου με τα ψώνια ανά χείρας, τινάχτηκαν και οι δυο, μάνα και θεία, στον αέρα τσιρίζοντας, έτσι που με είδαν σαν αστροναύτη, με την ολόσωμη αντιανεμική στολή , τη χειρουργική μάσκα και τα γάντια. Που να φανταστώ κι εγώ ότι θα είχαν ξημερώσει στον καναπέ, να κοιμούνται η μια πάνω στην άλλη.
Αιτία για όλα αυτά η Φρόσω, η γειτονοπούλα μας, life coach στο επάγγελμα: Τώρα που έχετε τον χρόνο μπορείτε να συζητήσετε με τον εαυτό σας, τους είχε πει. Για καλό το έκανε η κοπέλα, αλλά αυτές, μόλις το επιχείρησαν, ταράχτηκαν και στα πρώτα τρία λεπτά διέκοψαν και τις εσωτερικές και τις εξωτερικές κουβέντες, η μάνα μου πήρε ένα περιποιημένο Λεξοτανίλ και η θειά μου ένα ωραίο Ζάναξ και έτσι αποκοιμήθηκαν σαν πουλάκια στον καναπέ.
Τα ίδια έπαθε και η άλλη μου θεία. Μόλις τον άρχισε τον εσωτερικό διάλογο, θυμήθηκε τα χρόνια που πέρασε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γερμανία και την έπιασαν τα κλάματα και οι στενοχώριες, ανέβασε δέκατα και παραλίγο να την τρέχαμε στα νοσοκομεία. Αντίθετα, ο γιός της, χέστηκε για τον εσωτερικό διάλογο και συνέχισε να βλέπει, για τρίτη φορά, το βίντεο από το τοπικό ερασιτεχνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.
Την καταλαβαίνω τη Φρόσω, που μας στέλνει συνεχώς μηνύματα λόγω ιού και μας λέει για το μετατραυματικό στρες και την εσωτερίκευση των εικόνων και τα λοιπά, αλλά και που τα μάθαμε όλα αυτά, δώρο άδωρο, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε για να γιάνουμε. Να κάνουμε σκανδαλιές και παιχνιδάκια, που λέει, από τηλεοράσεως, μια άλλη ειδικός, την ώρα που καίγεται ο κώλος μας; Ή να προσπαθήσουμε να βάλουμε σε τάξη το συνειδητό, όταν είναι τόσο μπερδεμένο από μόνο του, ανεξαρτήτως ιού;
Είναι και το άλλο, το φοβερό, που ανεβάζει τα επίπεδα του άγχους και του θυμού: Κοιτάς τον ελεύθερο χρόνο, σε κοιτά και αυτός και μούγκα, κουβέντα καμιά. Άντε και να γνωριστείτε, άλλη γλώσσα ο ένας, άλλη ο άλλος… Θα μου πεις, ποτέ δεν είναι αργά, αν όμως υπάρχει μουγκαμάρα, έχεις όρεξη τώρα να αρχίσεις από το άλφα; Δύσκολο. Δύσκολο και να αρχίσεις να διαβάζεις όταν δεν έχεις ανοίξει ποτέ βιβλίο στη ζωή σου. Αλλά και μαθημένος να είσαι, ανοίγεις το βιβλίο και το μυαλό σου τρέχει αλλού: Στη δουλειά σου που έκλεισε, στα έξοδα που τρέχουν, στον φόβο που έχει διασπείρει ο ιός. Διαβάζεις και οι λέξεις ορμούν επάνω σου σαν να θέλουν να σου βγάλουν τα μάτια. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κινηματογραφικές ταινίες. Ευκαιρία, λες, να δω κι εγώ καμιά ταινία μήπως και ξεχαστώ. Κατεβάζεις ταινίες, εκλεκτές θεατρικές παραστάσεις, κονσέρτα, όλα του κόσμου τα καλά και μόλις αρχίζεις να βλέπεις την ταινία, την ίδια στιγμή αρχίζεις και χαζεύεις τριγύρω σαν να είναι όλα στο δωμάτιό σου άγνωστα.
Αυτός ο βομβαρδισμός των ημερών με διάφορες προτάσεις με προκαλεί αφάνταστα:
Φτιάξε την αποθήκη- Δεν έχω αποθήκη την νομιμοποίησα προσφάτως κι έγινε δωμάτιο.
Να βγεις στη βεράντα- Δεν έχω βεράντα, την έκλεισα κι αυτή τη ρημάδα.
Ασχολήσου με τον κήπο- Είναι κοινόχρηστος, δεν μου πέφτει λόγος
Τηλεόραση με το μέτρο- Τώρα; Είσαι τρελή για δέσιμο;
Φτιάξε τις ντουλάπες σου- Τις έφτιαξα και δυο και τρείς φορές, πόσο άλλο πια;
Μαγείρεψε- Δεν έχω όρεξη ούτε να φάω
Πήγαινε βόλτα- Πήγα το πρωί, πάει και η παραλία, την κλείσανε
Πήγαινε βόλτα και το απόγευμα- Θα με γράψουν, δυο φορές βόλτα που ακούστηκε…
Κάνε κάτι δημιουργικό- Τι είναι πάλι αυτό;
Επαναπροσδιόρισε τη σχέση με το ταίρι σου- Δεν μιλάμε εδώ και τρεις μέρες
Επικοινώνησε με παλιούς φίλους ξεχασμένους- Αφού είναι ξεχασμένοι, ποιο το νόημα;
Αγάπησε το κελί σου- έλεος πια, ποτέ δεν πρόκειται να αγαπήσω κανένα κελί
Αν συνεχίζω να σε βλέπω μέσα από το τζάμι, ενώ σε έχω επιθυμήσει τόσο πολύ, δεν το κάνω από αλτρουισμό, δεν υπήρξα ποτέ αλτρουιστής, φοβάμαι για μένα και για σένα, φοβάμαι αυτούς που μας προστατεύουν.