της Όλγας Σελλά
Τα είδα διαδοχικά. Νεοελληνικά κείμενα και τα δύο. Το ένα –«Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη- μετράει είκοσι χρόνια ζωής. Το άλλο –ο «Καταραμένος κόσμος» των Βασίλη Μαυρογεωργίου και Τζούλιας Διαμαντοπούλου- είναι ολοκαίνουργο. Είχε ενδιαφέρον αυτή η συγκυρία, γιατί προκάλεσε τις σκέψεις γι’ αυτό το κείμενο, πέρα από τις παραστάσεις αυτές καθεαυτές. Νεοελληνικά θεατρικά έργα. Με τι καταπιάνονται; Ποια θέματα τα απασχολούν; Πώς εντάσσουν τον κόσμο που μας περιβάλλει; Με ποιο κειμενικό ύφος; Πώς αντιμετωπίζουν τους χαρακτήρες τους;
Αυτά τα είκοσι χρόνια που χωρίζουν τα δύο αυτά έργα είναι πολύ πυκνός χρόνος: σε γεγονότα, σε αντιλήψεις, σε συμπεριφορές, σε αναζητήσεις. Όλα έχουν αλλάξει -και στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, ο Βασίλης Κατσικονούρης εστιάζει σε μια οικογένεια Ελληνοπόντιων που ήρθε στην Ελλάδα από τη Γεωργία, και στις προσπάθειες ένταξης και ενσωμάτωσής τους στη χώρα (ένα θέμα που μοιάζει να είναι παλιό, αλλά είναι διαρκές) και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου με την Τζούλια Διαμαντοπούλου παίρνουν αφορμή από δύο τεράστια θέματα που απασχολούν τον πλανήτη σήμερα: την κλιματική κρίση και την εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας. Ο Βασίλης Κατσικονούρης φωτίζει τους χαρακτήρες. Σ’ αυτούς ανιχνεύουμε την κοινωνία στην οποία ζουν, στη συμπεριφορά τους και στα τρωτά τους σημεία εντοπίζουμε τις μορφωτικές, οικονομικές, πολιτισμικές διαφορές και ανισότητες που υπάρχουν, και πώς αυτές επιδρούν στους χαρακτήρες. Στον «Καταραμένο κόσμο» ο κάθε χαρακτήρας είναι ο φορέας μιας στάσης ζωής, που συνδέεται όμως με κάτι ευρύτερο: με την επιστήμη, με την τεχνολογία, με την πορεία του πλανήτη. Σ’ έναν κόσμο στεγνωμένο από συναισθήματα, σ’ έναν κόσμο που κυριαρχεί η επιδίωξη, ο στόχος, ο ρόλος.
«Καταραμένος κόσμος»
Στο σκηνικό εντάσσονται τρεις διαφορετικοί κόσμοι και τόποι: στο ένα σημείο, σ’ ένα μέρος μακριά από αυτό που λέμε πολιτισμένος κόσμος, κυριαρχεί ο κόσμος του βιβλίου, της ανάγνωσης, της μουσικής, της σκέψης και της γαλήνης. Από τον έναν ένοικο, τουλάχιστον. Εκεί μένουν ένας ώριμος άντρας (Κλέων Γρηγοριάδης) κι ένα νεαρό παιδί (Βασίλης Μπούτσικος) που ποσώς τον ενδιαφέρουν όλα αυτά γύρω του και βαριέμαι αφόρητα. Σ’ ένα άλλο σημείο του πλανήτη, σε μια μεγαλούπολη, στο γραφείο μιας μεγάλης σύγχρονης εταιρείας, μια γυναίκα, που μοιάζει ισχυρή στην ιεραρχία της διοίκησης (Κατερίνα Λυπηρίδου), προσπαθεί να πείσει έναν νευροεπιστήμονα που είναι και συγγραφέας (Δημήτρης Πασσάς), να τη βοηθήσει ώστε να βρει τον πατέρα της (έναν μεγάλο επιστήμονα επίσης στον καιρό του) που έχει χαθεί εδώ και χρόνια, όμως εκείνη πιστεύει ότι ζει. Το διαφορετικό τοπίο αποτυπώνεται στην πίσω πλευρά της σκηνής με ένα ψηφιακό γραφιστικό, που δηλώνει τον τύπο κατοικίας του κάθε τόπου, και ήταν αυτή μια καλή σκηνογραφική πινελιά. Στην πόλη πάλι, στην πολυκατοικία όπου ζει ο νευροεπιστήμονας, μια νεαρή αστυνομικός (Αριάδνη Καβαλιέρου) τον πιέζει ασφυκτικά, στο πλαίσιο της έρευνας για την εξαφάνιση ενός αγοριού που ζούσε στο ίδιο κτήριο.
Οι ιστορίες μπαίνουν διαρκώς η μία μέσα στην άλλη. Μεταφερόμαστε συνέχεια πότε στο σπιτάκι στο δάσος, πότε στην εταιρεία, πότε στο διαμέρισμα του νευροεπιστήμονα. Η κλιματική αλλαγή, ο χρόνος, η ΑΙ («στις μέρες μας κανείς δεν διαβάζει πια Σαίξπηρ, εκτός από την ΑΙ», λέει σαρκαστικά ο ώριμος άντρας στο δάσος), η επιστημονική φαντασία που πλέον είναι πραγματικότητα, οι ήρωες του κάθε σημείου, μπλέκονται, και πολλά σημεία μένουν αδιευκρίνιστα ως το τέλος. Σε νουάρ ύφος, με στοιχεία σασπένς, ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση κινείται το έργο. Και οι μόνοι ήρωες που έχουν χαρακτήρα, συναισθήματα, θετικά ή αρνητικά, είναι εκείνοι που ζουν στο σπιτάκι του δάσους –προφανώς όχι τυχαία στο έργο. Κυρίως ο ώριμος άντρας. Αυτός επιδιώκει διαρκώς να συζητήσει, να δώσει ερεθίσματα στο νεαρό αγόρι, έχει χιούμορ, πίκρα, σαρκασμό. Όλοι οι υπόλοιποι λειτουργούν και φέρονται στο πλαίσιο των επαγγελματικών ή των κοινωνικών πλαισίων. Δεν εκφράζουν αισθήματα, δεν εκπροσωπούν κάτι συγκεκριμένο, είναι ο καθένας τους γρανάζι μιας μεγάλης μηχανής. Απλουστευτικό, αλλά έτσι είναι το έργο. Εξίσου απλουστευτικές είναι και οι διαπιστώσεις που κατατίθενται, για θέματα που είναι εξόχως σημαντικά, σοβαρά, αλλά και άγνωστα (ΑΙ). Μπλέκεται αξεδιάλυτα η κλιματική αλλαγή και το μέλλον του πλανήτη με την ΑΙ, η αγωνία της περιχαράκωσης και της απομόνωσης των ανθρώπων και εξαιτίας της ψηφιακής εργασίας.
Ο Κλέων Γρηγοριάδης και ο Βασίλης Μπούτσικος απέδωσαν πολύ καλά τους κατοίκους του σπιτιού στο δάσος, δυο άνθρωποι διαφορετικών γενεών και αντιλήψεων, που με κάποιον τρόπο καταφέρνουν να επικοινωνήσουν. Ο Δημήτρης Πασσάς ήταν πειστικά ο απόμακρος επιστήμονας, που σίγουρα κάτι κρύβει και κάτι αναζητά. Η Κατερίνα Λυπηρίδου είχε την υπερένταση και την απελπισία μιας γυναίκας που ψάχνει τον πατέρα της, προσπαθώντας, παράλληλα, να κρατήσει και τη θέση του ανώτερου στελέχους μιας εταιρείας. Πιο αδύναμη η νεαρή αστυνομικός της Αριάδνης Καβαλιέρου.
Αυξάνονται διαρκώς τα θεατρικά έργα που ασχολούνται με την εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας. Ένα πεδίο υπαρκτό, γοητευτικό όσο και τρομακτικό. Δεν είναι ένα ζήτημα απολύτως χωνεμένο, δεν έχουμε δει αποτελέσματα (ή έχουμε δει κάποια αποσπασματικά), περισσότερο ανοίγουμε τις πόρτες αυτού του άγνωστου τοπίου με παλιά κλειδιά. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη παράσταση ήταν το έργο, που ενέταξε πολλά χωρίς να τα επεξεργαστεί, αφήνοντας, τελικά, μόνο την αίσθηση μιας αστυνομικής ιστορίας που δεν είμαστε σίγουροι αν και με ποιον τρόπο λύθηκε.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Βασίλης Μαυρογεωργίου – Τζούλια Διαμαντοπούλου, Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου, Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Επιμέλεια κίνησης: Πάρης Μαντόπουλος, Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου, Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Ασίκογλου, Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Σταύρου, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Παίζουν (αλφαβητικά): Κλέων Γρηγοριάδης, Αριάδνη Καβαλιέρου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Βασίλης Μπούτσικος, Δημήτρης Πασσάς.
Θέατρο Τέχνης οδού Φρυνίχου (Φρυνίχου 14, Πλάκα)
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ., Τετάρτη στις 7.30μ.μ.
«Το Γάλα», που στα ρώσικα λέγεται «μαλακό»
Ένα έργο που παίζεται φέτος για δεύτερη χρονιά στο θέατρο «Σταθμός». Ένα έργο που έχει παιχτεί πολλές φορές από το 2003 που το έγραψε ο Βασίλης Κατσικονούρης. Πρώτη παράσταση το 2006 στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, με τον πρόωρα χαμένο Κωνσταντίνο Παπαχρόνη στο ρόλο του Λευτέρη. Ένα έργο που το έχουν δει δεκάδες χιλιάδες θεατές στα χρόνια που μεσολάβησαν, στις παραστάσεις που έκτοτε ανέβηκαν. Από την περυσινή θεατρική σεζόν, το σκηνοθετεί ο Μάνος Καρατζογιάννης, που ερμηνεύει και τον ρόλο του Λευτέρη.
Εδώ το σκηνικό περιβάλλον είναι ρεαλιστικό, απλό, μουντό. Ένα φτωχικό σπίτι, μάλλον κάπου στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, όπου ζει η κυρά Ρήνα (Στέλλα Γκίκα) –μια απλή, λαϊκή γυναίκα, που παλεύει να τα φέρει βόλτα, δεχόμενη και τη βοήθεια της Εκκλησίας ή της γειτονιάς- με τον μικρό γιο της, τον Λευτέρη (Μάνος Καρατζογιάννης), ένα παιδί δύσκολο, που έχει κακές επιρροές, είναι επιρρεπής στο ποτό και έχει μια τεράστια οργή και επιθετικότητα προς όλους. Έλληνας ο πατέρας της οικογένειας, που έζησε όμως στη Γεωργία και κάποια στιγμή επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ο μεγάλος της γιος, ο Αντώνης (Δημήτρης Πασσάς) είναι εντελώς διαφορετικός. Θέλει να προχωρήσει, θέλει να ενταχθεί στη νέα χώρα, θέλει να την κάνει πατρίδα του, θέλει να ξεχάσει τα ρώσικα (σε αντίθεση με τον Λευτέρη, που όλο σ’ εκείνη τη γλώσσα καταφεύγει). Και κυρίως θέλει να φύγει από το στενάχωρο κλίμα της οικογενειακής εστίας. Γι’ αυτό βρίσκει δουλειά στη Λάρισα, σ’ ένα βενζινάδικο. Αλλά γρήγορα αρραβωνιάζεται την κόρη του ιδιοκτήτη, τη Νατάσα (Ελένη Σακκά).
Η ιστορία απλή. Είναι οπωσδήποτε η ιστορία και των γηγενών οικογενειών, με δύο αδέλφια εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες, που ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους. Είναι σίγουρα η ιστορία πολλών ανθρώπων που προσπαθούν, σε κάθε γωνιά της γης, να ενταχθούν στη νέα τους πατρίδα, έχοντας αφήσει πίσω τους αναμνήσεις, παιδικά χρόνια, σχέσεις ζωής, γλώσσα μητρική. Αλλά είναι και η ιστορία ενός θέματος που δεν έχει πατρίδα, έχει μόνο απόγνωση και πόνο. Είναι το θέμα της ψυχικής ασθένειας και πώς το διαχειρίζεται μια οικογένεια, που ένα μέλος της πάσχει από κάποιας μορφής ψυχική νόσο. Γιατί ο Λευτέρης έχει διαγνωστεί με κάποια ψυχική διαταραχή. Αλλά δεν αρνείται μόνο εκείνος να την αντιμετωπίσει (δεν παίρνει τα χάπια του, κ.λπ.), αρνείται και η μητέρα του, που προσπαθεί να εξωραΐσει την κατάσταση, που εθελοτυφλεί, που μόνο όπλο της και μόνο φάρμακο είναι η αγκαλιά της.
Ο αδελφός του Λευτέρη, ο Αντώνης, φυσικά και γνωρίζει την κατάσταση, και ήταν κι αυτός ένας λόγος που έφυγε μακριά. Όμως τώρα πρέπει να παρουσιάσει την αρραβωνιαστικιά του στην οικογένεια. Και τα πράγματα δεν πάνε καλά…
Ένα έργο που αποτυπώνει μ’ έναν ζεστό, σπαρακτικό, ουσιαστικό, βαθύ και απλό τρόπο ένα σωρό νοσήματα, κι όχι μόνο εκείνο του Λευτέρη. Ο Βασίλης Κατσικονούρης, σ’ ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα κείμενα της νεοελληνικής δραματουργίας, παίρνει τη σκυτάλη από τον Δημήτρη Κεχαΐδη και την Ελένη Χαβιαρά και μέσα από μια καθημερινή ιστορία, με απλούς ανθρώπους, αυτούς που λέμε «της διπλανής πόρτας», ανατέμνει προβλήματα χρόνια, που απλώνονται σ’ όλη την επικράτεια και έξω από αυτήν. Η ψυχική ασθένεια στην οικογένεια, η προσπάθεια ενσωμάτωσης σε μια νέα χώρα –«Γκριεκ να είσαι» έλεγε η κυρά Ρήνα στα παιδιά της-, οι δυσκολίες, η κοινωνική απομόνωση, όσα τους γητεύουν, όσους τους γητεύουν και υπόσχονται.
Ο Αντώνης ανεβαίνει στο όχημα της κοινωνικής και οικονομικής αναρρίχησης. Ο Λευτέρης, μπερδεμένος μέσα στα οράματα που νομίζει ότι βλέπει, αγκιστρώνεται στην αγκαλιά της γλώσσας, της μητέρας του και του πιο τρυφερού καταφύγιου: του θηλασμού. Ένα φοβισμένο παιδί που δεν έχει μεγαλώσει είναι ο Λευτέρης, που δεν μπορεί να διαχειριστεί τις αλλαγές, που καταφεύγει, ακόμα, πάντα, στο «μαλακό» που υπάρχει στο μητρικό στήθος. Και η κυρά Ρήνα ξέρει μόνο να προστατεύει και να συγχωρεί. Έχει μάθει να κλείνει τα μάτια της στο πρόβλημα και ν’ ανοίγει την αγκαλιά της όταν την αποζητάει ο Λευτέρης. Κι αυτή η άδολη και απλόχερη αγάπη της, ίσως και να είναι η τροχοπέδη που κρατάει πίσω τον Λευτέρη.
Η παράσταση στο θέατρο «Σταθμός» έδειξε όλα όσα θίγει το έργο, ανέδειξε το χιούμορ του, και είχε την τύχη να έχει θαυμάσιες ερμηνείες που ανέδειξαν τους διαφορετικούς κόσμους του κάθε ήρωα και ηρωίδας. Ο Μάνος Καρατζογιάννης, στην πιο μεστή στιγμή του στο ρόλο του Λευτέρη. Η Στέλλα Γκίκα είναι ολόκληρη μια αγκαλιά, τρυφερή, πονεμένη, στιβαρή, μέχρι που σπάει… Ο Αντώνης του Δημήτρη Πασσά είναι ο άνθρωπος που αποφάσισε να αφήσει πίσω το συναίσθημα, γιατί πιστεύει ότι θα τον πισωγυρίσει σ’ έναν κόσμο που δεν θέλει να επιστρέψει. Και αγωνίζεται να πείσει και τον εαυτό του γι’ αυτό, κάποιες στιγμές. Ειδικά στη σπαρακτική τελευταία σκηνή… Και η Νατάσα της Ελένης Σακκά είναι το απλό κορίτσι από την περιφέρεια, μοντέρνο και καταδεκτικό, τρυφερό και αποφασιστικό.
Μια πολύ ωραία παράσταση για ένα σπουδαίο έργο.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή, Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής, Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης, Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας, Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Θέατρο «Σταθμός» (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο)
Κάθε Παρασκευή στις 9μ.μ., Σάββατο και Κυριακή στις 6μ.μ.