Ο αναγνώστης ως ντετέκτιβ. Μια κουβέντα με τον Ιταλό συγγραφέα Fabio Stassi (από την Αλεξάνδρα Χαΐνη)

0
546

Ο Fabio Stassi μιλάει στην Αλεξάνδρα Χαΐνη

Συνάντησα τον Fabio Stassi στη βιβλιοθήκη του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου. Μια όαση στο κέντρο της Αθήνας. Η χαρακτηριστική μυρωδιά των παλαιών βιβλίων, τα ψηλά ταβάνια, το φως που έμπαινε από το παράθυρο στα αριστερά μου – όλα δημιουργούσαν τo κατάλληλο σκηνικό για την κουβέντα μου μαζί του. Ξέχασα την Πατησίων και το αντιαισθητικό σπιτάκι ανακύκλωσης της Τοσίτσα που με εκνευρίζει κάθε φορά που το βλέπω, και με μια βαθιά ανάσα του πρότεινα στα κουτσοϊταλικά μου να κάνουμε μια πραγματική βιβλιοθεραπευτική συνεδρία αντί συνέντευξης. Χαμογέλασε, οπότε μαζεύτηκα και …συμβιβάστηκα με μια κανονική συζήτηση με την προϋπόθεση όμως να μου συνταγογραφήσει προς το τέλος της ένα βιβλίο προς πάσαν νόσον. Έτσι κι έγινε.

O Fabio Stassi βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή το τελευταίο μυθιστόρημά του «Νυχτερινό στη Γαλλία», που κυκλοφόρησε μόλις στα ελληνικά από τον Ίκαρο. Είναι το πέμπτο βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα που μεταφράζει για τις εκδόσεις Ίκαρος η Δήμητρα Δότση και το τέταρτο με πρωταγωνιστή τον Βίντσε Κόρσο, έναν άνεργο καθηγητή που θα επινοήσει την απόλυτη δουλειά για να βγάλει τα προς το ζην: θα ανοίξει γραφείο βιβλιοθεραπείας, όπου θα εφαρμόζει μια δικής του επινόησης ψυχοθεραπεία μέσω της ανάγνωσης λογοτεχνικών πρωτίστως κειμένων. Ο Κόρσο είναι ένας σύγχρονος flâneur που δεν διαθέτει περγαμηνές, μόνο βαθιά αγάπη και γνώση για τα βιβλία και μπόλικο θράσος.

Οι «ασθενείς» του, γυναίκες κυρίως (και θα επανέλθουμε σε αυτό παρακάτω), καταφεύγουν σε εκείνον ως την έσχατη λύση στα προβλήματά τους και αποχωρούν αν όχι θεραπευμένες, τουλάχιστον γοητευμένες (ο Κόρσο είναι η ιταλική βερσιόν του Ζεράρ Ντεπαρντιέ), με το βλέμμα μπροστά και όλους τους δρόμους ανοιχτούς για μύριες όσες αναζητήσεις, ανακαλύψεις και ευκαιρίες. Αρκεί να το επιθυμούν.

Μην παρασυρθείτε, τα βιβλία του Stassi δεν είναι εγχειρίδια αυτογνωσίας. Κάθε άλλο. Είναι αστυνομικά μυθιστορήματα με μυστήριο, σασπένς, δολοφονίες, και αστυνομική έρευνα. Μόνο που τα όρια ανάμεσα σε ενόχους, θύματα και διώκτες, είναι αρκετά συγκεχυμένα, οι ρόλοι μπερδεύονται, ενώ το παρελθόν και η μνήμη εισβάλλουν επιθετικά ανατρέποντας τα πάντα. Η συζήτηση μας έγινε με τη βοήθεια του μεταφραστή Βασίλη Τριανταφύλλου.

Giallo όπως noir

Στο «Νυχτερινό στη Γαλλία», ωστόσο η συνθήκη είναι διαφορετική. Ο ήρωας γίνεται τώρα «πελάτης» του εαυτού του, καθώς ξεκινά το δικό του ταξίδι αυτογνωσίας, μέσα από την αναζήτηση ενός πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε. Βάζει στη βαλίτσα του ένα βιβλίο (δεν μας αποκαλύπτει ποιο παρά μόνο αργότερα, στο παράρτημα) και μέσα από μια σειρά συμπτώσεων -ατυχών και μη- καταλήγει να περιηγείται στις Γαλλικές και τις Ιταλικές ακτές, εκεί όπου μεγάλωσε, στα ξενοδοχεία και στα πλυσταριά που δούλευε η μάνα του στη δεκαετία του ’60. Το τυχαίο και το μυστήριο είναι και εδώ πολύ έντονα αλλά κυριαρχεί η αίσθηση ότι ο κύκλος Κόρσο οδεύει προς το κλείσιμο.

«Κάθε άλλο» θα διαφωνήσει ο Stassi. «Ο ήρωας έχει αλλάξει. Και το βιβλίο είναι πράγματι σαν απολογισμός. Ένας απολογισμός σε πολλά επίπεδα. Η ιστορία του πατέρα του, η σχέση με τον πατέρα του, που είναι το μεγάλο φάντασμα στη ζωή του. Όμως η ιστορία παραμένει ανοιχτή, ο κύκλος του πένθους δεν κλείνει.»

  • Ας αποφύγουμε τα σπόιλερ! Ο Βίντσε Κόρσο είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Ένας ήρωας μοναδικός. Είναι φανατικός αναγνώστης, βαθύς γνώστης της λογοτεχνίας, είναι ένας άνθρωπος του κόσμου σε διαρκή αναζήτηση. Πώς τον επινοήσατε;

Στην Ιταλία, το είδος «giallo» (αστυνομικά μυθιστορήματα) είναι ένα είδος πολύ γνωστό και ιδιαίτερα διαδεδομένο. Διαβάζεται πάρα πολύ. Και λέγεται giallo -κίτρινο (αντί noir, μαύρο, όπως αποκαλείται συνήθως)- γιατί κάποτε τα αστυνομικά κυκλοφορούσαν από τoν εκδοτικό οίκο Mondadori σε κίτρινα βιβλιαράκια. Οι πρωταγωνιστές είναι επιθεωρητές, αστυνομικοί, είναι ντετέκτιβ.

Η δική μου ιδέα όμως είναι ότι ο πραγματικός ντετέκτιβ, δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον αναγνώστη. Καλείται δηλαδή ο αναγνώστης να ξεκινήσει την έρευνα. Αυτή η έρευνα είναι προσωπική για τον καθένα και την καθεμιά. Και είναι επίσης μία έρευνα η οποία δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ, δεν θα κλείσει ποτέ.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα, η αστυνομική λογοτεχνία αν θέλετε, είναι αστικής προέλευσης, είναι μία λογοτεχνία αστική. Στην ουσία, στο τέλος τι γίνεται; Αποκαθίσταται πάντα η τάξη. Υπάρχει ένας φόνος, υπάρχει ένας ένοχος και κάποιος τρίτος που ανακαλύπτει τον ένοχο. Στη ζωή αντιθέτως δεν συμβαίνει το ίδιο.

Η ιδέα που είχα ήταν ο χαρακτήρας μου να ξεκινά τις έρευνες με την ιδιότητα του αναγνώστη. Όμως να μην λύνει ποτέ τις υποθέσεις, να μην καταλήγει ποτέ σε αποτέλεσμα. Γιατί διάβασμα σημαίνει βάζω στο επίκεντρο τις ερωτήσεις.

  • Εδώ όμως τα πράγματα είναι διττά: από τη μια έχουμε το αστυνομικό κομμάτι, το έγκλημα, και από την άλλη το ψυχολογικό, την αναζήτηση.

Ο Βίντσε Κόρσο -και εγώ βέβαια- πιστεύουμε ότι υπάρχει μια διαφορά. Και είναι κάτι που έχω μάθει από τη λογοτεχνία της Αργεντινής: Υπάρχει η διαφορά μεταξύ αινίγματος και μυστικού. Το αίνιγμα είναι ένα μυστήριο το οποίο επιλύεται. Είναι μια ανθρωποκτονία, για παράδειγμα. Ενώ το μυστικό είναι μια ιστορία που αφηγείται κάποιος, ο οποίος στην ουσία θέλει να την αποκρύψει.  Ας πούμε μια αυτοκτονία, μια αυτοχειρία, είναι μυστικό. Γιατί έγινε; Οι απαντήσεις είναι αναρίθμητες. Και αυτό για μένα αλλά και για τον Βίντσε Κόρσο είναι πολύ πιο ενδιαφέρον.

Η μνήμη είναι γένους θηλυκού

  • Μου έκανε εντύπωση πάντως ότι θεωρείτε πως οι γυναίκες είναι εκείνες που θα μιλήσουν και θα ασχοληθούν με τη λογοτεχνία, που θα είναι πιο δεκτικές τελικά σε μια συνεδρία βιβλιοθεραπείας.

Στην οικογένειά μου κυρίως οι γυναίκες συντηρούσαν ζωντανή, άσβεστη τη μνήμη. Και όταν αφηγούνταν ιστορίες, εγώ ήμουν μικρό παιδί και έβλεπα τα χέρια τους, χέρια γυναικεία, που έμοιαζαν σαν να διαφυλάσσουν τις μνήμες, τις αναμνήσεις. Οι άντρες ήταν πιο αφηρημένοι, πιο απόμακροι, πιο αποστασιοποιημένοι.

  • Αναφέρετε κάπου ότι η νοσταλγία είναι σαν ένα κρύωμα που σκάει συνήθως το βράδυ. Και ότι είναι το παρελθόν αυτό που έχουμε μπροστά και όχι το μέλλον.

Στο «Νυχτερινό στη Γαλλία» έχουμε τον χειρομάντη, ο οποίος διαβάζει στο χέρι του Κόρσο το μέλλον, όμως του λέει ότι στην ουσία διαβάζει το παρελθόν του.

  • Καταλαβαίνω ότι για εσάς η μνήμη είναι πολύ σημαντική. Το παρελθόν, η παράδοση, οι ρίζες, όπως επίσης και οι συμπτώσεις και η μοίρα. Όλα μαζί.

Ο Eduardo De Filippo λέει ότι η παράδοση είναι η ζωή που συνεχίζεται. Τα πράγματα αλλάζουν, αλλά πιστεύω ότι μπροστά μας έχουμε πάντα τα ίδια μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα: Τον θάνατο· την ασθένεια· τον πόνο·  τη μοναξιά· τον πόλεμο· την αδικία· την αγάπη· και τη φιλία. Αυτή είναι θεματολογία όλης της λογοτεχνίας. Με όσο διαφορετικό τρόπο και αν αφηγούμαστε τις ιστορίες μας, όλες αποτελούν το συνδυασμό αυτών των θεμάτων.

«Η γεωγραφία του αίματος»

  • Εξέχουσα θέση στα βιβλία σας όμως έχει και η γεωγραφία, η τοπογραφία, σε ένα πιο ευρύ πλαίσιο, με την έννοια του ανήκειν. Το ταξίδι στους τόπους που μας καθόρισαν.

Αυτό συνδέεται και με την νοσταλγία. Πάντα άκουγα ιστορίες από τη Σικελία, έναν τόπο όπου δεν είχα μεγαλώσει, ούτε είχα κατοικήσει. Και αναρωτιόμουν: τι είναι εκείνο που αισθάνονται τα παιδιά των μεταναστών; Νοσταλγούν μια γη όπου δεν έχουν πάει ποτέ; Αυτό όμως συνιστά και την ανθρώπινη συνθήκη. Και σε αυτό το βιβλίο, παρόλο που είναι μικρό σε έκταση, ο πρωταγωνιστής κάνει ένα τέτοιο ταξίδι. Πράγματι οι ακτές της Λιγουρίας, της Γαλλίας μετά, της Μεσογείου εν τέλει, θυμίζουν εκείνες της Σικελίας, της Ελλάδας. Αν θέλετε, είναι και μια εικόνα της μνήμης μας. Η οποία είναι κατακερματισμένη. Υπάρχει όμως και μια γεωγραφία του αίματος. Εγώ έχω μέσα μου τη Σικελία, την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Βαλκανική χερσόνησο γενικότερα. Και ακόμα πιο πίσω, τη Μέση Ανατολή.

Είναι δηλαδή ένα ταξίδι που πάει πίσω αιώνες. Εμείς ανήκουμε στη Μεσόγειο, μοιραζόμαστε το ίδιο φως.

Ξέρετε, υπάρχει ένα είδος αστυνομικού που είναι καθαρά μεσογειακό – όπως τα βιβλία του Jean-Claude Izzo, από τη Μασσαλία που διάβαζα όταν ήμουν μικρός. Μιλούσε κι εκείνος για τις δυσκολίες της ένταξης.

  • Άρα ένας ήρωας σαν τον Βίντσε Κόρσο δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει στη Βρετανία, για παράδειγμα;

Απέχει πολύ από αυτό!

  • Επιτρέψτε μου να σας προτείνω δυο βρετανικές τηλεοπτικές αστυνομικές σειρές, το «Magpie Murders» και το «Harry Wild», με πρωταγωνίστριες δύο μεσήλικες γυναίκες που εξιχνιάζουν εγκλήματα μέσα από συνδυασμούς και αναφορές στη λογοτεχνία. Μοιάζουν λίγο στον Βίντσε παρότι δεν έχουν το μεσογειακό τεμπεραμέντο του.

Μια που το θίξατε, να πω ότι εδώ υπάρχει το εξής παράδοξο: Τα βιβλία δεν έχουν μεγάλη παρουσία στη τηλεόραση, ούτε καν ως αντικείμενο. Δεν εμφανίζονται στις διαφημίσεις. Πολύ λίγο εμφανίζονται σε διάφορες ταινίες ή στα σήριαλ. Σπάνια έχεις την εικόνα μιας βιβλιοθήκης. Ο τηλεοπτικός κόσμος λες και έχει απολυμανθεί από τα βιβλία.

Η γλώσσα που σώζει

  • Η λογοτεχνία όμως μπορεί να σώσει ζωές, σωστά; Τη δική μου τουλάχιστον την έχει σώσει πολλές φορές. Την εφηβεία μου για παράδειγμα την έσωσε ο Gabriel Garcia Marquez. Τη δική σας;

Ο Elias Canetti και συγκεκριμένα το βιβλίο του «Η γλώσσα που δεν κόπηκε» με έσωσε. Γιατί ο Canetti γεννήθηκε στη Βουλγαρία και η πρώτη γλώσσα που άκουσε ήταν η βουλγάρικη. Όμως η γλώσσα της παιδικής του ηλικίας ήταν τα ισπανικά. Οι παππούδες του είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, οπότε τα τούρκικα ήταν η γλώσσα των παππούδων του. Τα εβραϊκά ήταν η γλώσσα των τελετουργιών. Αλλά το ωραίο είναι ότι άκουγε έναν Αρμένιο να τραγουδά στη γειτονιά του έτσι τα αρμένικα έγιναν η γλώσσα των προσφύγων. Ο πατέρας του πεθαίνει στην Αγγλία και τα αγγλικά γίνονται η γλώσσα του θανάτου. Ωστόσο οι γονείς του είχαν γνωριστεί στη Βιέννη. Οπότε τα γερμανικά γίνονται η γλώσσα της αγάπης, του έρωτα. Επομένως σε ποια γλώσσα γράφει ο Canetti; Στα γερμανικά. Γιατί μόνο στη γλώσσα της αγάπης μπορεί να γράψει. Η λογοτεχνία πραγματεύεται τη φιλία και τον έρωτα, την αγάπη. Το ίδιο έλεγε ο Marquez. «Εγώ γράφω για να μ’ αγαπάνε οι φίλοι μου.»

Είναι αλήθεια ότι η λογοτεχνία σώζει ζωές. Οι Ιταλικές φυλακές είναι κατάμεστες, όμως σε εκείνες όπου υπάρχει βιβλιοθήκη ο αριθμός των κρατουμένων που δολοφονούνται, είναι τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο μειωμένος συγκριτικά με άλλα σωφρονιστικά καταστήματα.

Παλιότερα τα βιβλία ήταν δεμένα και χρειαζόσουν χαρτοκόπτη για να τα διαβάσεις. Θεωρώ ότι ήταν σωστό αυτό, γιατί πρέπει να μπεις μέσα στο βιβλίο. Πρέπει να το ανοίξεις, να μπεις και να το ανοίξεις. Και γι’ αυτό χρειάζεσαι ένα εργαλείο και αυτή είναι μια κίνηση ανοίγματος. Υπάρχει ένας συμβολισμός σε αυτό, είναι μια σχέση εμπιστοσύνης απέναντι σε αυτόν που σου αφηγείται μια ιστορία, μια διαρκής δήλωση ότι συνεχίζεις να πιστεύεις στη φιλία, όπως λέει και Μάρκες. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι τα βιβλία κάνουν καλό.

Μια άβολη συνθήκη

  • Έχετε κάποιες αναγνωστικές συνήθειες; Διάβασα κάπου ότι γράφετε και διαβάζετε μέσα στο τρένο.

Πρέπει όντως να είναι κάποιος σε άβολη κατάσταση για να γράψει και για να διαβάσει. Κατά προτίμηση σε κίνηση, ταξιδεύοντας.

  • Γιατί;

Επειδή όταν κάποιος γράφει, δεν είναι ποτέ σε ένα μέρος. Το ταξίδι δηλαδή εκτός από διανοητικό είναι και φυσικό. Τόσο ο Hemingway όσο και ο Marquez και πολλοί άλλοι συγγραφείς, έλεγαν ότι δεν μπορούσαν ποτέ να γράψουν για έναν τόπο όσο βρίσκονταν σ’ εκείνον τον τόπο. Γράφει φερ’ ειπείν ο Hemingway για την Κούβα, αλλά όταν είναι στο Παρίσι. Και γράφει για το Παρίσι όταν είναι στην Αμερική.

  • Γιατί είναι πιο έντονη η μνήμη έτσι.

Ακριβώς. Γιατί είναι οι τόποι της μνήμης.

  • Λοιπόν, θα μου συνταγογραφήσετε ένα βιβλίο;

Ευχαρίστως! Αυθόρμητα σας συνταγογραφώ «Το βιβλίο των εναγκαλισμών» του Eduardo Galeano.

 

Το βιβλίο σαν αγκαλιά

«Μία φορά πήγα στην Λαμπεντούζα σε μια παιδική βιβλιοθήκη. Ρώτησα λοιπόν τα παιδάκια τι είναι το βιβλίο. Ένα παιδάκι μου απάντησε: “το βιβλίο είναι ένα τσαγερό απ’ όπου πίνουμε τσάι. Γιατί είναι κάτι ζεστό.” Οι γονείς του  υποδέχονταν τους μετανάστες. Ένα άλλο παιδάκι μου είπε “το βιβλίο είναι ένα νησί. Γιατί στην κόχη του βλέπεις την ακτή με τα βράχια της”. Ένα τρίτο μου είπε “δεν ξέρω, ξέρω όμως ότι ένα βιβλίο ανοίγει σαν μια αγκαλιά”. Ίσως είναι ο ωραιότερος ορισμός για το βιβλίο που έχω ακούσει ποτέ.»

 

Who is who

Ο Fabio Stassi (Φάμπιο Στάσι) γεννήθηκε στη Ρώμη το 1962. Είναι υπεύθυνος ιταλικής λογοτεχνίας σε γνωστό εκδοτικό οίκο της Ιταλίας και ταυτόχρονα διευθύνει μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ρώμης. Πρωτοεμφανίστηκε στον συγγραφικό χώρο το 2006. Έχει γράψει δεκατρία μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και βιβλία για παιδιά. Το 2013 γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στο μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος χορός του Σαρλό», το οποίο μεταφράστηκε σε 19 χώρες, ενώ στην Ιταλία τιμήθηκε με έξι βραβεία μεταξύ των οποίων και το Premio Selezione Campiello. Το 2016 κέρδισε το βραβείο Scerbanenco για το καλύτερο νουάρ μυθιστόρημα της χρονιάς με το βιβλίο του «Η χαμένη αναγνώστρια» (Ίκαρος, 2018), που αγαπήθηκε πολύ και από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, όπως και τα επόμενα βιβλία της σειράς με πρωταγωνιστή τον βιβλιοθεραπευτή Βίντσε Κόρσο «Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή» (Ίκαρος, 2019) και «Σκοτώνω όποιον θέλω» (Ίκαρος, 2022). Το «Νυχτερινό στη Γαλλία» κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες. Όλα σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.

 

info

Όλα τα βιβλία του Fabio Stassi στα ελληνικά σε μετάφραση Δήμητρας Δότση στις εκδόσεις Ίκαρος

Η Χαμένη αναγνώστρια 

Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή

Σκοτώνω όποιον θέλω

Νυχτερινό στη Γαλλία

 

Προηγούμενο άρθρο«Το γάλα» και «Καταραμένος κόσμος». Τι κόσμους αγγίζει το νεοελληνικό έργο; (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΗ τεχνική μιας αγγλοσαξωνικής τέχνης (του Άρη Μαραγκόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ