του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Το αφήγημα του Παντελή Μπουκάλα Το μάγουλο της Παναγίας. Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη (Άγρα, 2021) γράφτηκε για το θέατρο αλλά δεν έχει ανέβει μέχρι τώρα επί σκηνής. Αντίθετα, Ο Πέτρος της Μάνης και το φάσμα των φατριών (Άγρα, 2023) ανέβηκε τον περασμένο χρόνο, σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή, από την ομάδα του Θεατρικού Οργανισμού «Νέος Λόγος» στο Studio Μαυρομιχάλη. Δεν κατάφερα να δω την παράσταση τότε, λόγω σοβαρών προβλημάτων με το πόδι μου, αλλά δεν θα ήμουν έτσι κι αλλιώς σε θέση να την κρίνω – κάτι το οποίο σκοπεύω να κάνω τώρα κοιτάζοντας το βιβλίο σαν αυτό που είναι: έργο λόγου.
Στο Μάγουλο της Παναγίας λαμβάνουν μέρος, εκτός από τον Καραϊσκάκη, ο Δημήτριος Αινιάν, προσωπικός γραμματέας, συμπολεμιστής και βιογράφος του, η αφανής σύντροφός του Μαριώ, που εμφανίζεται ως αμούστακος φουστανελοφόρος (όπως τη θέλει ο θρύλος να συμμετέχει στον Αγώνα) κι ένας γέρος λυράρης, που ενισχύει τον εξομολογητικό-αυτοβιογραφικό μονόλογο του αγωνιστή του 1821 με τον προφορικό πλούτο και τον μουσικό τόνο των δημοτικών τραγουδιών (ερευνητικό αντικείμενο μακράς πνοής για τον Μπουκάλα). Και τι ακριβώς επιζητεί με όλα αυτά ο συγγραφέας; Μα, να φωτίσει εκ των ένδον τη ζωή και την προσωπικότητα του Καραϊσκάκη, με σκοπό να φέρει στην επιφάνεια ένα μεγάλο μέρος των πραγματικών γεγονότων, χωρίς, όμως, εκ παραλλήλου να υποτιμήσει ή να αμαυρώσει την αχλή του μύθου του, που πάντως παραμένει μακριά από εθνικούς ύμνους και από οποιαδήποτε αγιογραφία. Τα σκηνικά πρόσωπα του αφηγήματος δεν αναλαμβάνουν παρά μόνο επιβοηθητικό και υποστηρικτικό ρόλο. «Το έργο», έγραφα στην ανά χείρας στήλη για Το μάγουλο της Παναγίας, «αντλεί όλη τη δύναμή του από τον μονόλογο του Καραϊσκάκη, όπου ο Μπουκάλας αποδεικνύει ευθύς εξαρχής τη δραματουργική του δεξιοτεχνία. Γιατί πώς να μεταστοιχειωθεί αφηγηματικά ένα ιστορικό υλικό που αρνείται εκ συστάσεως να υπακούσει σε εθνικές πειθαρχίες και σε διδακτικές δεοντολογίες και πώς να πάρει αργότερα σάρκα και οστά επί σκηνής, αποκτώντας πρωτοπρόσωπη εκφορά; Ο Μπουκάλας θα βάλει τον ήρωά του να αποκαθηλώσει εαυτόν, αλλά και να μυθοποιήσει εκ νέου τις ρωγμές και τις συνέχειες του βίου και της πολιτείας του μέσα από έναν μονόλογο ο οποίος φτάνει αμέσως στα αυτιά μας με τη λόγια και συνάμα δημώδη (όχι, όμως, ευτυχώς και ιδιωματική) γλώσσα του και αγγίζει την καρδιά μας με ένα ύφος που μοιράζεται ανάμεσα σε ξέφρενη γενναιοφροσύνη και εσώτερο (μόλις να διακρίνεται) σπαραγμό».
Ο μονόλογος κυριαρχεί και στον Πέτρο της Μάνης. Εκείνος που μονολογεί τώρα είναι ο Απόστολος Μαυρογένης, συγγενής της Μαντώς Μαυρογένους και ιταλομαθημένος γιατρός, που γνώρισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη όταν εκλήθη για να φροντίσει τη σύζυγό του. Ο Μαυρογένης ήταν φανατικός αναγνώστης βιβλίων για τον Αγώνα και ο Μπουκάλας βασίζεται σε αυτή την ιδιότητα για να στηρίξει δραματουργικά τον πρωταγωνιστή του. Πρωταγωνιστής ο οποίος θα επωμιστεί και τον λόγο του Πετρόμπεη, ερανισμένο από απομνημονεύματα της εποχής. Στοιχεία αντλημένα από τη νεότερη ιστοριογραφική έρευνα, σε συνδυασμό με δεδομένα παρμένα από την ιστορία και την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, διασπείρονται στον διπλό μονόλογο του Μαυρογένη και του Πετρόμπεη, ανασκαλεύοντας τη σύγκρουση του τελευταίου με τον Καποδίστρια.
Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να προσφέρει πολιτικό πλαίσιο στους τοπικούς ηγέτες με αποτέλεσμα τη δολοφονία του από τον Γιώργη Μαυρομιχάλη, γιο του φυλακισμένου Πετρόμπεη, και τον Κωσταντή, αδελφό του, στο Ναύπλιο τον Σεπτέμβριο του 1931.
Εύλογα ο συγγραφέας αποφεύγει να δραματοποιήσει τον ίδιο τον Πετρόμπεη, αποφεύγοντας έτσι και μια πιθανή απολογία του. Ο διπλός μονόλογος επιζητεί να φωτίσει μια δολοφονία που σίγουρα επηρέασε την πορεία του νεογέννητου ελληνικού κράτους (βλ. και το εκτενές επίμετρο). Κι επειδή ο Μπουκάλας γράφει λογοτεχνία, αντί να πάρει θέση για τη διαμάχη του Πετρόμπεη με τον Καποδίστρια, θα θέσει ερωτήματα τα οποία αναδεικνύουν την πολύπλοκη υπόθεσή της, ακόμη υπό διερεύνηση μεταξύ των σύγχρονων ιστοριογράφων.
Κι αν οι σύγχρονοι ιστοριογράφοι εξακολουθούν να διαφωνούν και να διερωτώνται, ο Μπουκάλας ξέρει πως ο μυθοπλαστικός του μονόλογος δεν μπορεί παρά να μείνει σε παρόμοια εκκρεμότητα. Ναι, ο Καποδίστριας εξόργισε ακόμα και τον Κοραή με τον συγκεντρωτισμό του. Ναι, ο Πετρόμπεης είδε την πολιτική και την οικονομική του εξουσία να περιστέλλεται ριζικά. Ποια θα ήταν, μολοντούτο, η ελληνική μοίρα αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας; Και πώς τόσοι και τόσο σοβαροί άνθρωποι της εποχής συνασπίστηκαν εναντίον του, καταγγέλλοντας την τυραννική δεσποτεία του; Αφήνοντας σκόπιμα κενά, πολλαπλασιάζοντας τις απορίες και τα ερωτήματα, υποβάλλοντας μια διφυή εικόνα της μετεπαναστατικής ελληνικής κοινωνίας, δίνοντας χώρο στις σκιές και στα φάσματα, και επινοώντας τους αφηγηματικούς του ήρωες υπό το βάρος της πολιτικής ευθύνης την οποία ανέλαβαν τα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα, ο Μπουκάλας δεν ακολουθεί τη χρυσή λύση της μέσης οδού: προσπαθεί και καταφέρνει να σκεφτεί πολιτικά τις ύστερες τύχες του Αγώνα. Εξ ου και η μόνιμη αμφιβολία που διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον τη σύνθεσή του. Γιατί οι ιστορικές προσωποποιήσεις της λογοτεχνίας (της λογοτεχνίας εν πάση περιπτώσει που έχει συναίσθηση των ορίων και των δυνατοτήτων της) δεν γίνεται παρά να προσπαθούν να ξεμπερδέψουν το ίδιο πάντοτε, βασανιστικά άλυτο κουβάρι.
Παντελής Μπουκάλας, Το μάγουλο της Παναγίας. Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη (Άγρα, 2021)