Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
299
"Θέλημα Θεού", του Φρανσουά Οζόν, βασισμένη σε πραγματική ιστορία παιδεραστίας στη Λυών

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

«Οι άνθρωποι παθαίνουν φρικτά πράγματα, και μετά δεν μπορούν ούτε να μιλήσουν γι΄ αυτά. Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή. Οι σοβάδες είναι σιωπή, και μερικές φορές τους τοίχους τίποτα δεν μπορεί να τους διαπεράσει».

Το νέο μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρι, «Τον καιρό του θεού» (εκδ. Ίκαρος), περιγράφει μια ιστορία μακροχρόνιας θαμμένης αγωνίας και επίμονων σιωπών. Ο κεντρικός ήρωάς του έχει δει πολύ κακό και πόνο στη ζωή του, «καντάρια πόνο», όπως αναφέρεται, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά ως αστυνομικός. Τώρα, ο 66χρονος Τομ Κετλ έχει αποσυρθεί από τη Γκάρντα Σιοχάνα, την εθνική αστυνομία της Ιρλανδίας, και ζει απομονωμένος στο παράσπιτο ενός βικτοριανού ψευτο-γοτθικού αρχοντικού στο Ντάλκι, μια ήσυχη παραλιακή περιοχή. Εκεί, «ήταν όλο το νόημα της συνταξιοδότησης, της ύπαρξης γενικά – να κάθεσαι ακίνητος, ευτυχής και άχρηστος». Ούτε τις κούτες με τα βιβλία του δεν έχει ανοίξει εδώ και εννέα μήνες, τόσο διάστημα όσο διαρκεί μια εγκυμοσύνη. Τι θα βγάλει άραγε αυτή η γέννα; «Το΄νιωθε πως πλησίαζε η ώρα του μεγάλου ξεκαθαρίσματος, της τελικής πληρωμής, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς θα ήταν».

Η έναρξη του μυθιστορήματος μας προκαλεί να φανταστούμε ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας αστυνομικής ιστορίας. Όμως, όχι, πρόκειται για διαφορετικό είδος και πάντως για ένα αδυσώπητα ζοφερό, πλην συναρπαστικό μυθιστόρημα γύρω από το πώς οι επιπτώσεις της βίας και της κακοποίησης αντηχούν για χρόνια και για γενιές, πώς αντανακλώνται τα τραύματα στη μνήμη. Ο σπουδαίος Ιρλανδός συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά του καθώς η ζωή του αναστατώνεται ακόμη περισσότερο όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα παρελθόν που κάνει τα πάντα για να ξεχάσει.

Μπορεί ο πρώην αστυνομικός να έχει τελειώσει με την Γκάρντα αλλά, δυστυχώς, όχι κι εκείνη μαζί του. Ενώ ο Τομ απολαμβάνει την απραξία της συνταξιοδότησής του, χαζεύοντας τις ιδιοτροπίες της θάλασσας και παρακολουθώντας τους κορμοράνους πάνω στα μαύρα βράχια της ιρλανδικής ακτής και τη «μάχη της νύχτας με τη μέρα», καθισμένος στην αγαπημένη του ψάθινη πολυθρόνα, τον επισκέπτονται δύο νεαροί αστυφύλακες από το παλιό του τμήμα στο Δουβλίνο και του λένε ότι ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει σε μια υπόθεση. Η πρώτη αντίδραση είναι να προσφέρει τη βοήθειά του – «η αίσθηση του καθήκοντος εξακολουθούσε να παραμονεύει μέσα του» – αλλά χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του όταν μαθαίνει ότι η υπόθεση αφορά τον διαβόητο ιερέα που είχε δολοφονηθεί χρόνια πριν, τη δεκαετία του ΄60. «Α, όχι, Χριστέ μου, όχι παιδιά, όχι πάλι με τους αναθεματισμένους παπάδες (…) Με γυρνάτε πίσω, στη φρίκη, στην αθλιότητα των πραγμάτων. Στα χέρια των παπάδων. Στη σιωπή», λέει αναστατωμένος. Παλιοί τρόμοι βγαίνουν στην επιφάνεια και πυροδοτείται ένας απολογισμός του παρελθόντος.

Ο ήρωας εξακολουθεί να στοιχειώνεται από την περίπτωση εκείνου του ιερέα – δαίμονα, όπως και την ιρλανδική κοινωνία στοιχειώνουν τα συγκαλυμμένα εγκλήματα από την εκτεταμένη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών εκ μέρους της καθολικής εκκλησίας της χώρας. Η ηγεσία της τελευταίας απέκρυπτε συστηματικά την πολύκροτη υπόθεση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, ενώ πολύ αργότερα ήρθε η δημόσια συγνώμη από τον ποντίφικα. Δεν θα μπορούσε ένα τέτοιο σκάνδαλο να μην απασχολεί ξανά και ξανά ευαίσθητους συγγραφείς σαν τον Μπάρι.

Ο ιερέας στον «Καιρό του Θεού» ήταν ύποπτος για σεξουαλική κακοποίηση πολλών παιδιών και ο Τομ πιστεύει ότι ο θάνατός του επέφερε μια δικαιοσύνη. Κακοποιήθηκε και ο ίδιος ως παιδί στο ορφανοτροφείο των «Χριστιανών Αδερφών», όπου συνήθιζαν να διώχνουν τα αγόρια στα δεκάξι τους «πριν δέσουν μπράτσα και δύναμη και ριχτούν στους Αδελφούς με μπουνιές και κλοτσιές και με δίκαιη αγανάκτηση». Θυμάται να είναι μάρτυρας της κακοποίησης πολλών συνομηλίκων του όταν «έσβηνε το φως στα μάτια τους» στα χέρια των «Αδελφών». Η βία συνεχίστηκε με άλλη μορφή υπηρετώντας, πριν ενταχθεί στη Γκάρντα, τον βρετανικό στρατό στη Μαλαισία, «όπου η Αυτοκρατορία συνέχιζε τις αμαρτίες της» και εκείνος προσπαθούσε να αφήσει πίσω «τα συντρίμμια της παιδικής του ηλικίας».

Παρόμοια τύχη είχε και η αείμνηστη σύζυγός του, Τζουν,  η οποία βιάστηκε επανειλημμένα από τα έξι της χρόνια. Και οι δυο υπέστησαν μετατραυματικό στρες με ολέθρια αποτελέσματα. Εκείνη δεν άντεξε και αυτός φλερτάρει συχνά με την αυτοκτονία. Ο Τομ θυμάται τη Τζουν να του λέει την ημέρα του γάμου τους, καθώς ετοιμαζόταν να του αποκαλύψει ό,τι είχε υποστεί από έναν παπά στο ορφανοτροφείο των καλογριών: «Τομ, θα μ΄ εγκαταλείψεις αν σου πω;», «Οι καλόγριες είπαν ότι ήταν δικό μου το φταίξιμο», «το΄ κανε και σ΄ άλλα κορίτσια».

Τα φαντάσματα του παρελθόντος είναι επίμονα, όπως και η αγάπη του για τη Τζουν που έχει χάσει προ δεκαετίας. Αλλά νωρίς στο βιβλίο μάς αποκαλύπτεται ότι τον Τομ βαραίνει ένα συντριπτικό σύνολο απωλειών. Τα δύο παιδιά που απέκτησε με την Τζουν έχουν πεθάνει. Κατά καιρούς σαλεύει το μυαλό του και φαντάζεται ότι ακόμη ζουν, με την κόρη του Γουίνι να τον επισκέπτεται στο καταφύγιό του στο Ντάλκι. Επί δεκαετίες στη ζωή του συσσωρεύεται μια αλλόκοτη θλίψη. Υπάρχουν στιγμές που σκεφτόμαστε ότι ο συγγραφέας υπερβάλει στη φρίκη, αλλά ίσως το τραύμα γεννά το τραύμα. Την ίδια ώρα η γειτόνισσά του, μια νεαρή ηθοποιός και μητέρα, ζητά επίσης τη βοήθειά του, πάλι για θέμα τραγικά γνώριμο σε εκείνον.

Παρά το άγχος που του προκαλεί η επίσκεψη των αστυνομικών, τελικά συμφωνεί να βοηθήσει στην αναψηλάφηση της υπόθεσης όταν του το ζητά ο παλιός συνάδελφός του, νυν επικεφαλής του τμήματος. Η οργή επανέρχεται και τον πνίγει  γιατί θυμάται τη συγκάλυψη από τους υψηλά ιστάμενους, τον «αρχιεπίσκοπο της καταστροφής» και τον τότε αρχηγό της αστυνομίας. Σύντομα όμως ανακαλύπτει ότι η ανάμειξή του στη νέα έρευνα δεν είναι ακριβώς αυτή που πίστευε ότι θα ήταν, αφού, όπως μαθαίνουμε, ο ίδιος μαζί με τη Τζουν είχαν εμπλακεί ενεργά στον φόνο του ιερέα, του οποίου ο θάνατος επανεξετάζεται. Ο Τομ «ποτέ δεν είχε τολμήσει να πάει κόντρα. Μια φορά μόνο», γράφει ο συγγραφέας μεταθέτοντας για αργότερα τις αποκαλύψεις.

Ο Μπάρι είχε πάντα το χάρισμα να δημιουργεί αξέχαστους χαρακτήρες και ο Τομ Κετλ είναι ένας από αυτούς. Από την αρχή σχεδόν του μυθιστορήματος, με την αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο και από την οπτική του πρωταγωνιστή, γίνεται σαφές ότι ο ήρωας που έχει πληγεί από ανεπούλωτα τραύματα δείχνει σαν να μην ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει στη ζωή του. Ορισμένες φορές ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, την πραγματικότητα και τη φαντασία. Γεγονότα που κάποτε ήταν σπαρταριστά και τρομερά μετά «ξεμακραίνουν, χάνονται στον παλιό καιρό του καλού Θεού» (εξ ου και ο τίτλος), μέχρι να έρθει η στιγμή που φανερώνονται ξανά με «καινούργιους κινδύνους». Ο Τομ παλεύει άλλοτε να συμβαδίσει κι άλλοτε να αποφύγει τις σκέψεις του. Το ταραγμένο του μυαλό ολισθαίνει: «Σαφώς είχε τρελαθεί. Αλλά είχε διαβάσει κάπου ότι οι πραγματικά τρελοί δεν θα μάθαιναν ποτέ ότι ήταν τρελοί. Ήξερε ότι ήταν τρελός. Ήταν αυτό μια απόδειξη της λογικής».

Όταν, στο τέλος, ο Τομ έχει διηγηθεί πια την ιστορία του, όχι μόνο στους άλλους αλλά κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό, ακούγεται η φωνή του αφηγητή: «Και ναι, ήταν μια ιστορία γεμάτη φρίκη. Φρίκη πέρα από κάθε περιγραφή σχεδόν, φρίκη που ο ίδιος αγωνιζόταν χρόνια να μην περιγράψει, ούτε σε κανέναν άλλον – ούτε το κυριότερο – στον εαυτό του».

Η ανάγνωση του ένατου μυθιστορήματος του 69χρονου Σεμπάστιαν Μπάρι είναι συχνά επώδυνη, καθώς περιέχει περιγραφές οδυνηρών σκηνών κακοποίησης παιδιών. Ταυτόχρονα ο χαρισματικός συγγραφέας προσεγγίζει το θέμα με ευαισθησία, στοργή και ευθύνη, κόντρα στην άγνοια και τη λήθη της βαρβαρότητας που έμεινε ατιμώρητη επί δεκαετίες στην πολύπαθη πατρίδα του. Μπορεί το μυθιστόρημα να είναι σκληρό, αλλά αποτελεί άλλη μια εξαιρετική προσφορά από τον συγγραφέα, ένας από τους καλύτερους της Ιρλανδίας, αναγνωρισμένος και βραβευμένος, όχι όμως με το πολυπόθητο Μπούκερ για το οποίο υπήρξε δύο φορές υποψήφιος για τα «Η μυστική ζωή» (Καστανιώτης, 2009) και «Μέρες δίχως τέλος» (Ίκαρος, 2018).

Με πειστική, διαυγή και καλοδουλεμένη γραφή, ρυθμό που δεν παραπαίει, είναι ένα σπαρακτικό αλλά λυρικό, ένα επιβλητικό βιβλίο γεμάτο θυμό για εγκλήματα που καταστρέφουν ζωές. Συχνά συσχετίζει την ιστορία του με αναφορές στον μύθο του Ιώβ, σε μοναχικούς και άπιαστους μονόκερους, επιτρέποντας αινιγματικούς υπαινιγμούς και συμβολισμούς. Με τις ασύλληπτες δοκιμασίες στη ζωή του, αλλά και με μια νότα αισιοδοξίας και δικαιοσύνης στο φινάλε, η περίπτωση του πρωταγωνιστή παραπέμπει στον βιβλικό Ιώβ, όμως το εύλογο ερώτημα τού πώς μπορεί κανείς να παραμένει πιστός μετά από τόση «θεσμοθετημένη» βία μένει μετέωρο. Παρομοίως και το ερώτημα της φράσης του Ιώβ στην πρώτη σελίδα: «βουλήσεται δε σοι μονόκερως δουλεύσαι;» (Θα αρκεστεί ο μονόκερος να σε υπηρετήσει;). «Ή θα μείνει δίπλα στην τροφή που εσύ του έβαλες;», συμπληρώνουμε εμείς τη συνέχεια από το Βιβλίο του Ιώβ.

Τεράστιο σε εύρος θεμάτων, ιδεών και προβληματισμού, είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο, πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσής του, μπορεί να ζήσει πολύ καιρό στο μυαλό όσων το διαβάσουν.

 

Sebastian Barry, Τον καιρό του Θεού, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης – Μαρία Αγγελίδου, Ίκαρος

 

Προηγούμενο άρθροΤο άλυτο κουβάρι της ιστορικής μας πορείας (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΤ. Ροντρίγκες, «Hecuba, not Hecuba»: θέατρο μέσα στο θέατρο, θέατρο μέσα στη ζωή (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ