Θ. Ρακόπουλος: Οι 201 τελευταίες σελίδες στον Προυστ

0
803

 

 

(Επιμέλεια: Γιούλη Αναστασοπούλου).

Αυτοσύσταση: Tι πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου για σένα και τους ήρωές σου;

Αν πάρουμε μια ανάδρομη πορεία, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το τελευταίο βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων Νυχτερίδα στην Τσέπη. Εδώ, τα πράγματα έχουν συγκεκριμένο σώμα: οι ήρωες είναι συνήθως ανώνυμοι άντρες και γυναίκες, τους οποίους παρακολουθούμε σε σκοτεινές στιγμές, πάντα μετά από έναν θάνατο ή απώλεια ενός συγγενούς, ενός φίλου, ενός συντρόφου, ενός αντιζήλου, ενός κατοικιδίου ή και ενός σπιτιού.

Στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο, τη Συνωμοσία της Πυρίτιδας, που είναι ποίηση και πρόζα και ίσως και δοκίμιο, πρωταγωνιστής είναι βέβαια το ελληνόφωνο ίντερνετ και μια αόρατη ερευνητική επιτροπή, η οποία εξυπηρετεί μια ανάγκη ενημέρωσης του κοινού.

Τα πρώτα δύο βιβλία, αμιγώς ποιητικά είναι το Φαγιούμ, όπου πρωταγωνιστές είναι οι αντανακλάσεις και οι φωτογραφίες των ηρώων, και το Ορυκτό Δάσος όπου ο πιο προφανής ήρωας είναι ένα πλάσμα που ο αφηγητής, μάλλον τρυφερά, αποκαλεί «Μικρό Σκαντζόχοιρο». Για μένα το μόνο που αξίζει να γνωρίζει ο αναγνώστης των βιβλίων αυτών είναι πως δεν γράφω ποτέ τις λέξεις ποίηση ή τέχνη με κεφαλαίο.

  Τι σε κινητοποίησε να γράψεις το πρώτο σου πεζογραφικό βιβλίο, Νυχτερίδα στην τσέπη;

Η πολύ λογική και ίσως αναμενόμενη έκκληση από ανθρώπους που εκτιμώ πως «πολύ συμπυκνωμένα μας τα λες στα ποιήματα. Ανάπτυξέ το λίγο». Αν η ποίησις είναι ανάπτυξις κτλ, κατά τους παλιούς καλούς ορισμούς, ίσως η πεζογραφία είναι η ανάπτυξις της αναπτύξεως. Στη συνέχεια κατάλαβα βέβαια πως το πεζό έχει απόλυτα δική του γλώσσα, και πως το χειρότερο πράγμα στην πεζογραφία είναι ο ποιητικισμός. Το πεζό συγκροτεί δικό του πεδίο που πάντως, ίσως είναι πιο προσβάσιμο για πολλούς αναγνώστες. Είμαι της σθεναρής γνώμης πως ένα κείμενο είναι λογοτεχνικό όταν λέει ή έστω υπαινίσσεται μια ιστορία. Η προσβασιμότητα της αφήγησης στο διήγημα βρίσκει την εναργέστερη μορφή της.

Α, επίσης διαβάζω πολύ πεζογραφία, ειδικά μικρής μορφής.

  Με ποιο κείμενο συνομιλεί το κείμενό σου;

Δεν ξέρω αν τελικά συνομιλεί, πάντως σίγουρα η Νυχτερίδα ξεκινά από την παράδοση του παράδοξου, των mirabilia και της καλώς νοούμενης περιγραφής πραγματικών περιστατικών σε επινοημένους συνδυασμούς. Επίσης, με τους συγγραφείς που αγάπησαν τα ζώα και τα συμπεριέλαβαν ανάμεσα στους ήρωές τους.

      Με το ποιητικό σου έργο, Η συνωμοσία της πυρίτιδας, ήσουν υποψήφιος για τα βραβεία του Αναγνώστη. Έχουν σχέση μεταξύ τους τα δυο τελευταία σου βιβλία;

Η Συνωμοσία, αν και είναι ένα καθαρά πολιτικό βιβλίο κι εδώ διαφέρει από τη Νυχτερίδα, διαθέτει εκείνη την διαβρωτικά μακάβρια ροπή στο παράδοξο και το ιλαρό, που κυριαρχεί στη Νυχτερίδα. Πάντως, η Νυχτερίδα, όπως και ο τίτλος υπαινίσσεται, είναι ένα αρκετά σκοτεινό βιβλίο, όπου οι διέξοδοι προς το χιούμορ και την ειρωνεία είναι λιγότερες. Η ωμή και καθαρή γλώσσα του διηγήματος (Νυχτερίδα στην Τσέπη), αποδίδει την ατμόσφαιρα και την αφήγηση διαφορετικά από την εντελώς υβριδική κατάσταση της Συνωμοσίας.

     Πώς γράφεις και πού;

Ταξιδεύω πολύ, για λόγους επαγγελματικούς (συνέδρια, έρευνα πεδίου) κι άρα περνώ ώρες σε αεροπλάνα και αεροδρόμια, όπου γράφω μανιωδώς. Η κίνηση, νομίζω, έχει απελευθερωτικά χαρακτηριστικά για το λογοτεχνικό υλικό. Από την άλλη, ευνοεί και την μικρή φόρμα, την οποία ελπίζω πως υπηρετώ. Λιγότερο γράφω, κυρίως στα κλεφτά, και στο γραφείο.

     Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε μια συγκεκριμένη γενιά δημιουργών;

Έχω υποστηρίξει, σε ένα κείμενο στο περ. Τα Ποιητικά με τον τίτλο «Με ταχύτητα ηλικίας», αλλά και αλλού, πως η έννοια γενιά είναι ένα εξαιρετικά προβληματικό εργαλείο ανάγνωσης της παρούσας λογοτεχνικής πραγματικότητας. Παραπέμπει σε θεωρητικούς υφάλους στην πλοήγηση της γραμματολογίας.  Κατά τα άλλα, έχω την τύχη να είμαι φίλος ορισμένων ομηλίκων μου που τυχαίνει να είναι εξαιρετικοί συγγραφείς. Αυτοί, και κάποιοι άλλοι άνθρωποι συγκροτούν ίσως όχι μόνο το μέλλον, αλλά και τμήμα του παρόντος της λογοτεχνίας μας.

     Αν μπορούσες να αλλάξεις ένα αγαπημένο σου βιβλίο ποια θα ήταν η παρέμβασή σου;

Στο Ζάγκρεμπ υπάρχει ένα απίστευτο μουσείο, ένα από τα 2-3 καλύτερα που έχω ποτέ επισκεφτεί, το οποίο ονομάζεται «μουσείο των διαλυμένων σχέσεων». Όλα τα αντικείμενα που εκτίθενται είναι πράγματα της καθημερινής ζωής, δωρισμένα από απλό κόσμο προς το μουσείο (πρόκειται για αυτό που ονομάζεται crowd-sourcing). Έτσι, όλα τα εκθέματα είναι δωρισμένα από ανθρώπους που βγήκαν από μια ανθρώπινη σχέση με κάποιον, συνήθως ερωτικό σύντροφο. Πρόκειται για μικρά αντικείμενα που δόθηκαν στο μουσείο με διάθεση εξορκισμού, με πρόθεση απεταξάμην ή απλά με θέληση μιας τρυφερής μνημονικότητας. Τα αντικείμενα συνοδεύονται από κείμενα που οι ίδιοι άνθρωποι, οι δωρητές, έγραψαν για την περίσταση, περιγράφοντας την (συνήθως δραματική) ιστορία της σχέσης και του αντικειμένου. Οι ιστορίες είναι απλές, σύντομες (2-3 παράγραφοι συνήθως) και, συχνά, βαθιά πληγωμένες.

Ένα τέτοιο αντικείμενο ήταν μια έκδοση του Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Στο κείμενο που συνοδεύει το αντι-κείμενο (το οποίο, τι ειρωνεία, είναι ένα κείμενο: ένα μεγάλο βιβλίο) ο Άγγλος δωρητής διηγείται πως η γυναίκα του, στην οποία διάβαζε το έργο φωναχτά για να το παρακολουθούν μαζί, τον εγκατέλειψε μετά από 10 χρόνια γάμου. Οι τελευταίες 200 από τις κοντά 4000 σελίδες του βιβλίου στην αγγλική έκδοση, εκτίθεντο ξεκομμένες από το βιβλίο. Δεν είχε προλάβει να της τις διαβάσει, καθότι στην περίοδο που πλησίαζαν στο τέλος του βιβλίου επήλθε ο χωρισμός. Έμειναν αδιάβαστες, εκείνες οι σελίδες, και από τους δύο. Εκείνος την αγαπούσε ακόμη.

Θα ήθελα το βιβλίο να είναι 201 σελίδες λιγότερες.

  Το επόμενο βιβλίο σου;

Είναι μακριά. Πρέπει να επικεντρωθούμε τώρα στην ζωή της Νυχτερίδας. Πρέπει να πετάξει στη νύχτα, χωρίς να την βαραίνει το μέλλον.

   Tι σου λείπει από το Λογοτεχνικό τοπίο σήμερα.

Χιούμορ. Λίγο παραπάνω χιούμορ. Una risata li seppellirà. Το παρωδιακό στοιχείο δεν είναι τιμαλφές αλλά βασικός ιματισμός στο σώμα της λογοτεχνίας μας. Όπως δηλαδή συνέβη με τις μείζονες φωνές περασμένων δεκαετιών: τον Σκαρίμπα, τον Ιωάννου, τον Πετρόπουλο, τον Αναγνωστάκη, τον Γονατά, τον Θεοφίλου αλλά κι άλλους όπως Καλοκύρη, Βαλτινό, κτλ.

   Απάντησε σε μια ερώτηση που δεν σου έχουν κάνει ακόμα.

Η σχέση ανθρώπων και ζώων δεν μπορεί να περιορίζεται στον μονομερή όρο «κατοικίδιο». Ο γάτος μου, Μαξ, αν και πέθανε μέσα σε πόνους, είχε μια μακάρια και μακρά ζωή: έφυγε 17 ετών. Τον θυμάμαι με αγάπη.

Ποιον νέο ποιητή ή συγγραφέα θα μας πρότεινες να φιλοξενήσουμε στις  Συστατικές Επιστολές;

Αν και εξεγείρεται μέσα μου ο προτεστάντης, που λέει να μην αναφερόμαστε στους φίλους, δεν μπορώ να μην σκεφτώ τη Μαρία Φακίνου, της οποίας το τελευταίο βιβλίο έχει υποδειγματική ατμόσφαιρα.

Μικρό Βιογραφικό

Ο Θοδωρής Ρακόπουλος (Αμύνταιο, 1981) σπούδασε Νομικά και Κοινωνική Ανθρωπολογία στη Θεσσαλονίκη και το Λονδίνο. Η συλλογή διηγημάτων Νυχτερίδα στην Τσέπη είναι το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο. Έγραψε επίσης τρία βιβλία ποίησης: Φαγιούμ (2010), Ορυκτό Δάσος (2013), και Η Συνωμοσία της Πυρίτιδας (2014). Για το πρώτο τιμήθηκε με κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα και βραβείο στο 1ο φεστιβάλ νέων λογοτεχνών του ΕΚΕΒΙ, ενώ το δεύτερο και τρίτο ήταν στη λίστα ποίησης του περιοδικού Αναγνώστης. Λογοτεχνικά και κριτικά κείμενά του, καθώς και μεταφράσεις του, δημοσιεύονται σε εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και στο μπλογκ Η Αφρική με οποιοδήποτε άλλο όνομα. Εργάζεται στο πανεπιστήμιο του Bergen (Νορβηγία).

Προηγούμενο άρθρο«Τσουνάμι» χτύπησε τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία
Επόμενο άρθροΑναζητώντας βιβλία γνώσεων

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ