Τερζάκης- Βιζυηνός: δύο εποχές – δεκάδες επίκαιρες και σήμερα συζητήσεις (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

0
594

 

Του Γιάννη Ν.Μπασκόζου

 

Δύο βιβλία, συλλογές μελετών για δύο διαφορετικές εποχές με αφορμή τις κριτικές του Άγγελου Τερζάκη και τις κριτικές που γράφτηκαν για τον Γεώργιο Βιζυηνό. Μέσα από κείμενα, «παλιακά» θα τα έλεγες, λογοτεχνικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις ανοίγει η βεντάλια ποικίλων ιδεών και απόψεων που απασχολούσαν και από ότι φαίνεται πολλές από αυτές εξακολουθούν να απασχολούν και τη σημερινή κριτική. Τα ζητήματα της πρωτοπορίας, της καινοτομίας, της υπέρβασης του ρεαλισμού, του ρόλου του διανοούμενου, της κριτικής που αδυνατεί να δει πέρα από την εποχή της υπάρχουν ακόμα και μας τυραννούν.

 

Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, Άγγελος Τερζάκης, Κείμενα πνευματικής ευθύνης, )1930-1938), University Studio Press

Φιλολογική έκδοση με σχόλια πάνω σε κείμενα ενός πολυτάλαντου διανοούμενου, του Άγγελου Τερζάκη. Ο συγγραφέας είναι νέος όταν γράφει αυτά τα παρεμβατικά κείμενα στη δεκαετία του ΄30. Είναι γραπτά ώριμα, παρεμβατικά, στοιχειοθετημένα με επιχειρήματα ικανά να δημιουργούν αντιθέσεις και συζητήσεις. Στον αναγνώστη προσφέρει μια διεισδυτική ματιά στην εποχή του ΄30, στα θέματα που απασχολούν τους καλλιτέχνες, τις ιδεολογικές συγκρούσεις και τον πολιτιστικό τους αντίκτυπο. Είναι η εποχή μετά την καταστροφή του ΄22, η Ευρώπη είναι απόμακρη για τα ελληνικά δεδομένα. Ο Τερζάκης καταγράφει την απογοήτευση της γενιάς του να ζει σε «συνθήκες μιας αναγκαιότητας σκληρής κι επιβεβλημένης». Στα περισσότερα κείμενά  του τονίζει ότι ο ελληνικός λαός βρίσκεται στα πρώτα βήματα του ξυπνήματος του, δεν έχει βρει τα πατήματά του, δεν έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και ορισμένες φορές δεν γνωρίζει που θέλει να πάει. Το 1932, τρία χρόνια πριν το πραξικόπημα του Μεταξά,  θα ζητήσει μια μελλοντική κοινωνία στηριγμένη σε μια «επανάσταση συγχρονισμένη, κοινοβουλευτική, αυστηρή στην πειθαρχία αλλά και με αρχές ελεύθερες, εχθρές κάθε διανοητικού μιλιταρισμού». Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συζήτηση Γρηγορίου Ξενόπουλου με τον Τερζάκη για το θέμα της ηθογραφίας. Για το ίδιο θέμα θα αντιπαρατεθεί με την Άλκη Θρύλο. Ενώ θα τοποθετηθεί και για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (για τον οποίον θα πει ότι είναι ολιγόπιστος της δημοτικής) και θα τον θεωρήσει ως «εκπρόσωπο της μεταβατικής εκείνης περιόδου ανάμεσα στο νεκρό παρελθόν και το ζωντανό μέλλον». Τονίζει ότι ένα έργο δεν χρειάζεται να μοιάζει γαλλικό ή γερμανικό «όσο λιγότερο μοιάζει με τα δικά τους τόσο  περισσότερο το αγαπούν και το θαυμάζουν οι ξένοι»- να μια χρήσιμη συμβουλή και για το λογοτεχνικό μας παρόν. Ζητά τη δημιουργία ευρωπαϊκής νεοελληνικής τέχνης για την προαγωγή της νεοελληνικής ζωής. Αισθάνεται την ανάγκη να υπάρχει στη χώρα μια ομάδα φιλοσόφων που θα δονεί τους μυθιστοριογράφους. Γράφει «οι ιδέες είναι ο θάνατος του μυθιστορήματος αλλά είναι η ζωή των μυθιστοριογράφων». Ενδιαφέρουσες οι απόψεις του για την κρίση και γενικότερα το πνευματικό ζητούμενο για τη γενιά του.  Σημειώνω και την παρέμβαση Τερζάκη για την κρίση του βιβλίου. Παραδέχεται ότι υπάρχει «πληθωρική παραγωγή ασήμαντων βιβλίων, δημοκοπική εκκόλαψη από πολλά περιοδικά φιλολογούντων νέων που κανένα σχεδόν εφόδιο δεν διαθέτουν και προαλείφονται για μετριότατοι δημιουργοί ενώ θα ήταν καλούτσικοι αναγνώστες» (φαντάζομαι πολλοί θα το προσυπόγραφαν και σήμερα) ενώ παρατηρεί ότι υπάρχει θάλασσα βιβλίων ώστε τα καλύτερα να καταποντίζονται  μέσα στ΄ απείρως μέτρια , κι ο απληροφόρητος αναγνώστης να πελαγοδρομεί μέσα στο σωρό ή να στρέφει τη ράχη του…» (Ευτυχώς δεν ζει σήμερα να δει να επαναλαμβάνονται τα ίδια). Πιστεύει όμως ότι δεν υπάρχει μέσο αναγνωστικό κοινό. Υπάρχει πάντα ένα κοινό ικανό να κατανοήσει και να απολαύσει το καλό ελληνικό βιβλίο.

Είναι τόσα πολλά τα θέματα που προσεγγίζει ο Άγγελος Τερζάκης, τόσο επεξεργασμένα που θα μπορούσε κάθε κεφάλαιο  σε αυτό το βιβλίο να αποτελέσει υλικό μιας ξεχωριστής εργασίας. Δεν είναι μόνον ότι ακτινογραφεί τη δεκαετία του ΄30 αλλά κυρίως θίγει ζητήματα που και σήμερα είναι  πεδίο διαλόγου- και είναι κρίμα να μιλάμε γι αυτά στο παρόν νομίζοντας ότι ανακαλύπτουμε τον τροχό.

 

Λάμπρος Βαρελάς (επιμ.)Εισαγωγή στο έργο του Βιζυηνού, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Ο Λάμπρος Βαρελάς παρουσιάζει την κριτική στο έργο του Γεωργίου Βιζυηνού και μέσω αυτής μια ολόκληρη εποχή. Είναι το τέλος του 19ου αιώνα ο Βιζυηνός έχει κάνει την εμφάνιση του ως ποιητής. Αργότερα θα εκδώσει τα διηγήματά του. Ο Βαρελάς ανασκευάζει την άποψη ότι ο Βιζυηνός γνώρισε όσο ζούσε την χλεύη ή στην καλύτερη περίπτωση την αδιαφορία. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δέχτηκε πυρά από ανταγωνιστές ποιητές που συμμετείχαν στους ίδιους διαγωνισμούς με τον θρακιώτη ποιητή. (Βουτσιναίοι ποιητικοί διαγωνισμοί). Οι διανοούμενοι της Αθήνας διχάστηκαν όταν ο Βιζυηνός μετακόμισε στην Αθήνα μετά το πέρας των σπουδών του στη Γερμανία. Ο Καμπούρογλου, παλιός επικριτής του θα τον υποδεχτεί θερμά ενώ ο Βλάσης Γαβριηλίδης θα του επιτεθεί σκαιότατα. Ο Βιζυηνός θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο  ετοιμάζοντας την υφηγεσία του για να διεκδικήσει μια καθηγητική θέση στην Αθήνα.  Θα γράψει το περίφημο διήγημά του «Το αμάρτημα της Μητρός μου», το οποίο θα μεταφραστεί στα γαλλικά και θα του εξασφαλίσει τη συνέχεια μιας διαδρομής σε άλλες χώρες. Στην Αθήνα πάλι οι κριτικές είναι διχασμένες. Οι παλιοί του επικριτές θα τον αποθεώσουν, όσοι τον κατακρίνουν θα προβάλλουν ως πρόσχημα την «μη κανονική του γλώσσα». Ότι η γλώσσα στα ποιήματά του (αλλά και στα διηγήματα) ήταν μικτή με πολλά θρακιώτικα και κωνσταντινουπολίτικα στοιχεία. Δεν θα καταφέρει να πάρει την έδρα στο Πανεπιστήμιο και θα ριχτεί σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα με αμφίβολα αποτελέσματα, τα μεταλλεία στο Σαμάκοβο. Θα περάσει το τέλος της ζωή του στο ψυχιατρείο. Ο Κωστής Παλαμάς και αργότερα ο Γρηγόριος Ξενόπουλος θα είναι αυτοί που θα γράψουν ότι υπήρξε ένας παρεξηγημένος περιθωριακός ποιητής. Όμως, όπως παρατηρεί ο Βαρελάς, η αλήθεια είναι διαφορετική. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες και περιοδικά δημοσίευαν τα διηγήματά του με αποθεωτικές κριτικές, χαρακτηρίζοντάς τον ως «ο Έλλην Γκυ ντε Μωπασάν». Ειδικά μετά τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο οι έπαινοι για το έργο του πλήθυναν.

Οι λογοτέχνες της γενιάς του ΄30 θα τον αγνοήσουν και ακόμα χειρότερα θα τον υποτιμήσουν. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Κ.Θ.Δημαράς που θα γράψει για το έργο του πως ήταν «σαν μια λαμπρή φωτοβολίδα, λίγη στάχτη μονάχα μάς άφησε στο πέρασμά του». Θα τον κατατάξει (μαζί με τον Παπαδιαμάντη) σε επαρχιακούς ηθογράφους με «πρόσωπα χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, με υποτυπωμένη μόλις εσωτερική ζωή, αλλά ζωντανεμένα με ενάργεια».  Ο Απόστολος Σαχίνης, ο Πάνος Μουλλάς και ο Μάριο Βίττι στην «Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας» του θα αποκαταστήσουν το έργο του και θα μιλήσουν για ένα σύνθετο έργο. Θα ακολουθήσουν οι συγκριτολογικές μελέτες για την επιρροή του Βιζυηνού από τις επαρχιώτικες ιστορίες των γερμανών, του Άουερμπαχ και τις αναλογίες που βρίσκουν με τους ρομαντικούς, Γκαίτε, Σίλερ, Χάινε. Έτσι το έργο του Βιζυηνού απομακρύνθηκε από τις επιπόλαιες απόψεις για ηθογραφία και λαογραφία και αποκαταστάθηκε ως ένας δραματικός συγγραφέας, σύγχρονος που υπερέβη τον ρεαλισμό της εποχής του επιβιβαζόμενος στο όχημα του 20ου αιώνα. Και επιπλέον το έργο του, ποιητικό και πεζογραφικό ,αποκαθίσταται ως σύνολο. Όλη η εποχή του τέλους του 19ου αιώνα περνάει μέσα από τις κριτικές που δημοσιεύονται στον τόμο  αυτό. Από τον Παλαμά έως την Αγγέλα Καστρινάκη διαβάζουμε μια συνεχή αποκατάσταση και διερεύνηση του έργου του, πυλώνας στη σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία όπως πια έχει καθιερωθεί.

 

Προηγούμενο άρθροΒαθιά στα σκοτάδια, ψηλά στις λίστες των best sellers!  (της Ελένης Σβορώνου)
Επόμενο άρθροΡεαλιστικές ιστορίες ζωής (της Μένης Πουρνή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ