της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου
Η νέα συλλογή διηγημάτων της Ελένης Παπανδρέου είναι ένα καλλιτεχνικό οδοιπορικό λόγου αφιερωμένο στη Συρία. Συμπεριλαμβάνει φωτογραφίες της χώρας πριν τον πόλεμο, το εισαγωγικό κείμενο και έξι αλληγορικές ιστορίες. Η έμπνευση της συγγραφέως αντλείται από κάποιο πρόσωπο ή αντικείμενο, το οποίο απεικονίζεται στη φωτογραφία που ανοίγει την ενότητα. Στη συνέχεια, η κάθε ενότητα εμπλουτίζεται με φωτογραφίες αντίστοιχης θεματολογίας κι αισθητικής, ώστε το ερέθισμα που θα δημιουργηθεί να αναπτύξει την κάθε ιστορία ακολουθώντας την σκέψη του Σωκράτη ότι: «Το καλόν συμπίπτει με το αγαθόν, ενώ αμφότερα συμπίπτουν με το ωφέλιμον». Γι’ αυτόν τον λόγο φωτογραφίες και ιστορίες βρίσκονται σε ανοιχτό διάλογο. Τοπία και πρόσωπα συνταιριάζονται με τα πάθη των ηρώων. Είναι δηλαδή στιγμές επιλεγμένες φωτογραφικά από την καλλιτεχνική ματιά της συγγραφέως, φυλαγμένες στη μνήμη, οι οποίες παραμένοντας συναισθηματικά φορτισμένες, κυριαρχούν στο θυμικό της. Στη συνέχεια ανακαλούνται εμπλουτισμένες από μυθοπλαστική έμπνευση, ώστε να επιβάλουν την υποβλητική παρουσία τους στην ψυχολογία των ηρώων και μέσα από αυτούς να την μεταφέρουν στην αντίληψη του αναγνώστη.
Τα όνειρα της καμήλας και άλλες ιστορίες για τη Συρία είναι ένα βιβλίο για ενήλικες, που δεν αποκλείει τους νεότερους αναγνώστες. Μοιάζει με παραμύθι καθώς δομείται επινοητικά, αλλά ενσωματώνει στο έθος το ήθος και διαφοροποιείται εννοιολογικά. Οι ιστορίες δανείζονται αρχιτεκτονικά στοιχεία από τον μύθο και τον μαγικό ρεαλισμό και κρατάνε ζωντανή και ειλικρινή τη σύνδεση της ύπαρξης και της απουσίας. Πρόκειται για μια επινόηση, μια φαντασιακή αφήγηση της μεταφυσικής δράσης, η οποία χρησιμοποιεί την μεταφορά της πραγματικότητας και την ανατρεπτική αλληγορία στη σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο των νεκρών.
Η δημιουργός, μέσα από συμβολισμούς, προσωποποιήσεις και εξατομικεύσεις διαφορετικών στοιχείων, επεκτείνεται διακριτικά πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και συνδιαλέγεται ενωτικά με τον οργανικό και τον υπερβατικό κόσμο. Χρησιμοποιεί αρχετυπικούς ήρωες, μαγικά σκηνικά, δημιουργεί πνευματικές συναντήσεις ζωντανών με πεθαμένους, αποδίδει ανθρώπινα στοιχεία σε ζώα ή αντικείμενα, όπως στην περίπτωση που η κολόνα διηγείται την ιστορία της ή στα παραμύθια, που ζουν μέσα σε ένα καφενείο. Ενσωματώνει στην αφήγησή της σύμβολα, τα οποία εκφράζονται με ποιητικό, λυρικό αλλά και αλληγορικό τρόπο και αποδίδουν το μεταφορικό νόημα. Με αυτή τη διαδικασία συντηρείται ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά και χρησιμοποιούνται στο έπακρο οι δυνατότητες της αλληγορίας, που επιτρέπει σε συγγραφέα και αναγνώστη να επικοινωνούν μέσα από το ασυνείδητο. Βάσει αυτής της συλλογιστικής: όταν διαβάζουμε ότι «Τα πρόβατα ανεβαίνουν στον ουρανό» προμηνύεται η μεταφορά του βοσκού σε ένα άλλο επίπεδο συνειδητότητας, εκεί όπου πρόκειται να συναντήσει τη μοίρα. Όταν «ο Νουρεντίν μπαίνει στο Δέντρο της Ζωής του και περπατάει μέσα στις ρίζες για να συναντήσει τον Παππού του», σημειολογικά προαγγέλλεται η συνάντηση με τους προγόνους του, ως φορείς γνώσης, που μέσω μιας καρδερίνας θα τον οδηγήσουν προς τα κλαδιά, δηλαδή προς ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, εκεί όπου τον περιμένει η αυτογνωσία και φυσικά η χαμένη του μητέρα. Γενικά, σε όλα τα παραμύθια της συλλογής υπάρχει μια κίνηση προς τον ουρανό, η οποία σηματοδοτεί ένα ανώτατο επίπεδο συνειδητότητας. Μπορούν να διαβαστούν από διαφορετική θέση, πλευρά ή γωνία, ανάλογα τον αναγνώστη, το πότε και το πώς. Πατούν πάνω σε πραγματικά αλλά και υπερβατικά στοιχεία. Στην εξέλιξή τους όμως καθορίζονται από συναισθηματικές αποχρώσεις.
Η Ελένη Παπανδρέου αναπτύσσει ποιητικά τις ιστορίες των ηρώων της, απευθυνόμενη πρώτα στον εαυτό της και μετά σε μας. Λαξεύει τη σχέση της μαζί τους όπως ένα παιδί, που προσπαθεί πρώτα να καταγράψει μέσα του όσα αντιλαμβάνεται και στη συνέχεια αγωνίζεται να τα αναμείξει, με όσα η φαντασία του επινοεί, και να τα αναπλάσει. Ο ενήλικας εαυτός της συγγραφέως με αφηγηματική σύνεση και λυρικό στοχασμό θα στηρίξει και θα επιβεβαιώσει, μέσα από τις φωτογραφίες, τις μυθοπλαστικές προεκτάσεις. Θα ενσωματώσει τον εσωτερικό παλμό τού συναισθήματος με τον χρόνο της αφήγησης, έτσι ώστε η κάθε ιστορία ν’ αποκτήσει τη δική της αλήθεια. Με αυτή την αλήθεια θα προσεγγιστεί η σχέση ενήλικα – παιδιού, θα επιδιωχθεί ένα είδος ειρήνης μεταξύ έσω και έξω εαυτού, για να βοηθηθεί η επιθυμία από την φαντασία και την ελπίδα και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε μέσα από το όνειρο να προστεθεί η εμπειρία αποδοχής στον αέναο κύκλο της ζωής.
Το παιδί θα παίξει με τις εικόνες, για να δώσει μια νότα αθωότητας και ξεγνοιασιάς και να εμπλουτίσει με απρόβλεπτες εξελίξεις τις αφηγήσεις του, ξαλαφρώνοντας τις ιστορίες από το βάρος του θανάτου, που όπως είναι αναμενόμενο πλανάται πάνω τους. Αυτό το ίδιο παιδί όμως, όταν πρέπει να συναντήσει τον θάνατο, ενηλικιώνεται μέσα από το θρήνο, αποζητά τη γνώση με ένα τρόπο μεταφυσικό και αναγεννιέται από τις στάχτες των ηρώων. Στον ενήλικα εαυτό του θα πρέπει να αναζητήσουμε τα έντονα ψυχαναλυτικά στοιχεία, που οδηγούν στην αριστοτεχνική ψυχική σκιαγράφηση των ηρώων. Ξεχωρίζει η σχέση μητέρας–παιδιού ως σημειολογική σύνδεση με την προϋπάρχουσα κατάσταση της ύπαρξης. Στις ιστορίες παρατηρείται μια διάχυτη αφηγηματική κινητικότητα μεταξύ του διπόλου Απουσία Μητρικής Φιγούρας–Επανένωσης. Οι ήρωες πρέπει να επιστρέψουν στον μητρικό παράδεισο, ακόμα και μέσα από τον θάνατο, ή μάλλον κυρίως μέσα από τον θάνατο. Έτσι, η κολόνα που, από δική της επιθυμία, αποσπάστηκε για να ζήσει την περιπέτεια της ζωής, όταν ανατιναχτεί θα επιστρέψει στη Μάνα Γη μετασχηματισμένη σε χιλιάδες πετραδάκια. Η Μάχα, η μητέρα που αρνήθηκε να μεγαλώσει το γιο της, τον παραμυθά Ζαχράν, θα έρθει να τον συναντήσει την ώρα του θανάτου του για να ζήσουν αιώνια μέσα στο πρώτο παραμύθι. Με αυτό τον τρόπο η διάχυτη σε όλα τα διηγήματα μητρική φιγούρα παίρνει επικές διαστάσεις για να χωρέσει τη ζωή και το θάνατο μαζί.
Το ονειρικό μέρος αναδεικνύεται ως ένα ισχυρό είδος αφήγησης αλλά και ενίσχυσης του ποιητικού στοιχείου. Το όνειρο αποκαλύπτει και ανακουφίζει, εισάγοντας τους ήρωες σε μια άλλη διάσταση της αλήθειας. Καθόλου τυχαίο το ότι μέσα από το στόμα της καμήλας, που κουβαλάει τα αγέννητα παιδιά της Συρίας, δεν βγαίνουν τα ίδια τα παιδιά αλλά τα όνειρα τους, ως ενσάρκωση της ζωής που δεν θα ζήσουν. Ο Νουρεντίν, που από παιδί αρνείται πεισματικά να κοιμηθεί και άρα να ονειρευτεί, γέρος πια και αποκαμωμένος θα παραδοθεί στο όνειρο και εκείνο θα τον οδηγήσει στις χαμένες του αλήθειες, ώστε να επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση της παιδικής αθωότητας.
Η Ελένη Παπανδρέου δεν συλλέγει ταξιδιωτικές εμπειρίες, ενσωματώνεται στο ταξίδι, ενδύεται τις εκδοχές του και επιλέγει αληθινές στιγμές, από τις οποίες εμπνέεται. Έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει πρώτα με τον φακό τις λεπτομέρειές τους και στη συνέχεια να τις αφηγείται πάνω σε λευκό χαρτί. Ποιος λέει ότι τα παραμύθια δεν έχουν την αλήθεια τους; Αν δεν την είχαν δεν θα ήταν δυνατόν να σταθούν –πιστέψτε με– ούτε να ταξιδέψουν θα μπορούσαν, από τον έναν τόπο στον άλλον, από τη μια καρδιά στην άλλη. Αυτή την αλήθεια ταξιδεύει η Ελένη Παπανδρέου και προσκαλεί τον αναγνώστη να τη γνωρίσει και να φυλάξει στην καρδιά του όποιο κομμάτι της μπορεί ν’ αντέξει. Κι αν κάποιες φορές, μέσα από την αφήγηση, οι αναγνώστες αισθάνονται πως τα παιδιά μεγαλώνουν αιφνίδια και οι μεγάλοι συμβαίνει να βρίσκουν την παιδική τους ηλικία εκεί που κανείς δεν το περιμένει, αυτό είναι ένα από τα θαύματα που η συγγραφέας δημιουργεί με τη γραφή της. Όπως ένας καθηλωτικός παραμυθάς, χορτασμένος από αγάπη και φιλοξενία, αντλεί τη φωνή του από τα βάθη της και την φέρνει στο οικογενειακό τραπέζι, για να ταξιδέψει τούς συνδαιτημόνες του με ιστορίες από τα μέρη που έχει επισκεφτεί. Γιατί μέσα στα χρόνια, που συνθλίβονται στη λήθη, γεμάτα από χαρά ή θρήνο, αναπνέουν οι πιο δυνατές ιστορίες που ακούσαμε και σφίξαμε στην καρδιά μας για πάντα. Αυτές ανακαλούμε τις κρύες νύχτες για να μας ζεστάνουν.
Το βιβλίο έχει έναν θαυμάσιο τρόπο αφήγησης. Θα μπορούσε να υπάρξει και σαν αφηγηματική ολότητα. Τα κείμενα, ως επί το πλείστον αλληγορικά, «ακροβατούν ανάμεσα στο πεζό και στην ποίηση» θα πει η ίδια. Το σπάσιμο του όλου κειμένου σε μικρότερες παραγράφους-διηγήσεις διευκολύνει τον αναγνώστη να τακτοποιήσει στο μυαλό του παρατηρήσεις και επισημάνσεις για τον τρόπο που εργάστηκε η συγγραφέας. Μεταξύ αυτών των «τμηματικών», θα λέγαμε, αφηγήσεων τοποθετούνται αριστοτεχνικά, διαψάλματα και προσφέρονται στον αναγνώστη «προς μηρυκασμό των νοημάτων», των εννοιών και των πληροφοριών· άλλοτε σε μικρότερη και άλλοτε σε μεγαλύτερη έκταση για να μη παρακωλύεται η αφηγηματική συνοχή.
Η συλλογή προσφέρεται ως ένα μάθημα ηθογραφικής γραφής μέσα από μία ιδιαίτερα επιλεκτική μυθοπλασία, για τη δημιουργία του υπερβατικού παραμυθιού. Όπως ο πιανίστας εκπαιδεύει το σώμα του για να τον αποδέχεται το πιάνο καθισμένο απέναντί του. Είναι μία θεραπεία κατά της αποκτήνωσης με εικόνες, παραμυθία και αγαλλίαση. Στόχος συμβατός ποιητικά με αυτή καθ’ αυτή την πράξη του διαφορετικού, της αναγνώρισης της ανάγκης και της ευδαιμονίας της πληρότητας. Από την άλλη πλευρά θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το βιβλίο δεν είναι παραμύθι αλλά η εξελικτική αποτύπωση μιας ποιητικής πορείας στις κόγχες ή στις αιχμές διαφορετικών πραγματικοτήτων. Όπως και να το δούμε Τα όνειρα της καμήλας είναι μια αφήγηση καρδιάς χτισμένη τελετουργικά πάνω σε έναν κύκλο ευαισθησίας, ενσυναίσθησης, κοινωνικής προσέγγισης, τεκμηριωμένο ρεαλιστικά και μαγικά ταυτόχρονα, ένα γλυκόπικρο ανάγνωσμα, που κλείνει ευχάριστα αισιόδοξο. Και όπως γράφει η συγγραφέας στον πρόλογό της:
«Οι τόποι που συναντήσαμε είναι μικρές επιστροφές σ’ έναν ακριβό όσο και αλλοτινό εαυτό. Ταξιδεύουμε συχνά εκεί, μέσ’ από φωτογραφίες και αναμνήσεις, αναζητώντας την επίγευση μιας προσωπικής αλήθειας. Στα τοπία κοιμούνται οι εικόνες που ονειρευτήκαμε και τα πρόσωπα κουβαλούν τους ψιθύρους μας. Όλα μαζί γίνονται μια περίεργη σημειολογία από ένα άνοιγμα μυστικό σ’ έναν απόκρυφο, δικό μας κόσμο. Πάντα συναντάμε αυτό που είμαστε».
Και πάντα εκεί επιστρέφουμε, σκέφτομαι, για να κλείσει ο κύκλος…