του Γιάννη Ν.Μπασκόζου (*)
Το 1974 η χώρα βρίσκεται σε μια δύσμορφή ανελαστική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη. Από την άλλη «το 1974 λήγει ως προς τις ιδεολογικές και πολιτισμικές του συνέπειες ο εμφύλιος πόλεμος», γραφεί ο Κώστας Τσουκαλάς, αν και ήθελε αρκετά χρόνια για να ολοκληρωθεί αυτό το «τέλος» (Κ.Τσουκαλάς, Κράτος,Κοινωνία,εργασάι στη μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα, 1986). Η Ελλάδα έχει αλλάξει, τα μεσαία στρώματα έχουν αυξηθεί, όπως έχει αυξηθεί και ο χώρος των διανοουμένων. Οι απόφοιτοι Ανωτάτων Σχολών ΄71-΄81 αυξήθηκαν κατά 12%. Οι κοινωνικές δαπάνες για υγεία, παιδεία, πολιτισμό αυξήθηκαν από το 11,4% το 1976 στο 21% το 1985.
Σε αυτή τη νέα φάση στην οποία εισέρχεται η χώρα αποκαθίστανται οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί κι έτσι οι κοινωνικές τάξεις και οι εκφραστές τους (κόμματα, συνδικάτα, κινήσεις, ενώσεις προσώπων κλπ) αποκτούν ελευθερία κινήσεων. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και η εμφάνιση του σοσιαλιστικών διακηρύξεων ΠΑΣΟΚ, όπως και η εμφάνιση πάμπολλων πολιτιστικών κινήσεων, πολιτιστικών συλλόγων, λεσχών, ομάδων διαφορετικών προσανατολισμών, η διοργάνωση πολλών μαζικών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων αναδιατάσσουν τον πολιτιστικό κανόνα. Στη διάρκεια της δικτατορίας την οργανωμένη πολιτιστική κίνηση διαμόρφωναν κυρίως το κράτος και το σχολείο. Η μεταπολίτευση προσπαθεί να αλλάξει αυτόν τον κανόνα με πολλά σκαμπανεβάσματα.
Τα επίσημα κυβερνητικά πολιτιστικά προγράμματα 15 ετών: από τις εθνική ταυτότητα στον λαϊκισμό
Την περίοδο 1974 – 1989 εκπονήθηκαν αρκετά πενταετή προγράμματα, στα οποία προβλέπονταν και πολιτιστικές παρεμβάσεις. Δεν λειτούργησαν ποτέ αλλά δείχνουν χαρακτηριστικό πως σκέφτονταν τα κόμματα και οι διανοούμενοι που τα υπηρετούσαν την πρώτη δεκαπενταετία μετά την μεταπολίτευση. Τα κόμματα στις πρώτες διακηρύξεις τους για τη συμμετοχή στις εκλογές του 1974 δεν είχαν παρά γενικόλογες προτάσεις. Η πρώτη κυβέρνηση της ΝΔ εκπόνησε ένα πενταετές 1976- 1980 με γενικές «οδηγίες» . Στο κεφάλαιο με τίτλο «εθνικοπολιτικές επιδιώξεις» αναφέρει ότι προτεραιότητα είναι «η διατήρηση της εθνικής μας προσωπικότητας», την οποίαν ορίζουν τρία πράγματα: «η αυτονομία στην Ευρώπη, η ελληνικότητα και το φυσικό περιβάλλον». (Θυμίζει λίγο Ελύτη και Περικλή Γιαννόπουλο). Το μόνο θετικό είναι η έμφαση της σημασίας του περιβάλλοντος και ο στόχος για «μείωση του χρόνου εργασίας, αύξηση του χρόνου και των οικονομικών μέσων , που τα άτομα διαθέτουν για αναψυχή».
Ούτε το δεύτερο 5ετες πρόγραμμα (1978-1982) αν κι έφτασε στις επιτροπές της Βουλής εντούτοις δεν κατατέθηκε ποτέ για ψήφιση. Το Πρόγραμμα αυτό εμφανίζεται πιο προσγειωμένο και προσπαθεί να αντιμετωπίσει πρακτικά ζητήματα. Αντιλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο όχι μόνον τις ταξικές κοινωνικές ανισότητες και μιλάει για την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων σε ζητήματα όπως «η ποιότητα του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, η παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια και η καλλιτεχνική δημιουργία».
Η βασική αντίθεση, σύμφωνα με το πρόγραμμα, που χαρακτηρίζει την πολιτιστική ζωή της χώρας είναι όμως η αντίθεση παράδοσης και τεχνολογίας. Προτείνει μελέτες για διάφορα θέματα και δημιουργία Κέντρων Οπτικής και Ηχητικής Τεκμηρίωσης, Ίδρυση Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης, αύξηση των Κρατικών Ορχηστρών , δημιουργία Οργανισμού Βιβλιοθηκών Ελλάδος κ.ά. Το Πρόγραμμα αυτό με κάποιες καλές ιδέες (ίσως αντιγραμμένες από ευρωπαικά πρότυπα( έμεινε στα συρτάρια της Βουλής.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση οδήγησε σε ένα νέο 5ετεές Πρόγραμμα 1983-1987). Ούτε αυτό πέρασε από τη Βουλή για έγκριση. Για πρώτη φορά εισέρχεται σε επίσημο έντυπο η έννοια της «πολιτιστικής κρίσης», η οποία προσδιορίζεται με «εθνικούς όρους» αφού οριοθετείται ως «αλλοτρίωση της πολιτιστικής μας ταυτότητας» με την επιβολή ξένων καταναλωτικών και πολιτιστικών προτύπων, το οποίο δημιουργεί μια μικρή ομάδα ελίτ που έχει πρόσβαση στην τέχνη και μια πλειοψηφία παθητικών καταναλωτών πολιτιστικών υποπροϊόντων». Είναι οι περίφημοι «ελίτες» όπως τους αποκαλούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Θεωρητικά απότοκες απόψεις από τη θεωρία διάκρισης Μητροπόλεως – Περιφέρειας κλπ. Το Πρόγραμμα όμως ομνύει στην «ανάπτυξη ενός πολυδύναμου , αποκεντρωμένου, πολιτιστικού κινήματος. Πρακτικά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έδωσαν ώθηση στη δημιουργία Πνευματικών Δημοτικών Κέντρων, Δημοτικών Θέατρων, Ελεύθερων Ανοικτών Πανεπιστημίων. Διανοούμενοι του ΠΑΣΟΚ μαζί με καλλιτέχνες προσκείμενες στο ΚΚΕ ίδρυσαν την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση που είχε υπό την εποπτεία πολλά πολιτιστικά σωματεία σε όλη την Ελλάδα, οργανώνοντας συνέδριο και προσφέροντας βοήθειες. Με επίσημα στοιχεία υπήρχαν περίπου 1000 επίσημα καταγεγραμμένοι αλλά πολλοί ακόμα αχαρτογράφητοι πολιτιστικοί φορείς σε όλη τη χώρα (Γ.Γκιζέλης, Η.Αντωνακοπούλου,Ο.Γαρδίκη- Πασσά, Α.Καρατζά, Πρακτική και οργάνωση των κοινωνικο-πολιτιστικών δραστηριοτήτων, έρευνα ΕΚΚΕ για την UNESCO, 1977).
Το Πρόγραμμα αυτό δεν ευοδώθηκε και η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ εκπόνησε ένα νέο 5ετές 1983-1987. Απομακρύνεται πια η άποψη για πολιτιστική κρίση και δίνεται η έμφαση στην «αποκατάσταση της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας’. Επίσης εγκαταλείπεται η άποψη ότι το κράτος θα πρέπει να συντονίζει, να εμπνέει και να καθοδηγεί την πολιτιστική ζωή της χώρας. Φυσικά δεν επιτυγχάνεται ο στόχος ο κρατικός προϋπολογισμός να προικοδοτεί με 1% του ΑΕΠ το υπουργείο Πολιτισμού. Η κυβέρνηση αν και αναγνώριζε τις τεχνολογικές εξελίξεις δεν τις είχε κατανοήσει. Είναι γνωστές οι απόψεις του τότε υφυπουργού Μαρούσα ότι θα απαγορεύε τις δορυφορικές λήψεις, η άρνηση να δεχτούν την απελευθέρωση της ιδιωτικής τηλεόρασης και ιδιωτικής ραδιοφωνίας που επετεύχθησαν ντε φάκτο.
Η τέχνη από τα κάτω
Σε αυτή την περίοδο της μεταπολιτευτικής έκρηξης η τέχνη και η κουλτούρα διαμορφώνονταν από τα κάτω. Αλλάζει άρδην η παραγωγή του καλλιτεχνικού προϊόντος. Απελευθερώνεται η αγορά βιβλίου από τη λογοκρισία. Δημιουργούνται ομάδες εικαστικής έκφρασης και διοργανώνεται η πρώτη μετά από χρόνια Πανελλήνια Έκθεση εικαστικών τον Απρίλιο του 1975, η οποία επικρίθηκε ως πολύ πολιτικοποιημένη. Τα είδωλα του λαϊκού τραγουδιού της χούντας περνούν στο περιθώριο και κυριαρχεί το έντεχνο πολιτικό τραγούδι με τις μαζικές συναυλίες σε γήπεδα και θέατρα ενώ επανεμφανίζονται τα ρεμπέτικα και τα αντάρτικα. Ο παλιός λεγόμενος εμπορικός κινηματογράφος έχει ήδη αποχωρήσει από το προσκήνιο και το ενδιαφέρον μονοπωλεί ο λεγόμενος Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, στον οποίο κυριαρχεί το σινεμά του δημιουργού. Τέλος αυξάνεται γενικά το καλλιτεχνικό δυναμικό, νέοι καλλιτέχνες που μέσα στη δικτατορία δεν είχαν τη δυνατότητα να προβάλλουν το έργο τους μπαίνουν στην πρώτη γραμμή με φρέσκο πνεύμα.
Κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας η πολιτικοποίηση της τέχνης. Σε ένα αφιέρωμα στο Χρονικό ΄75 του Ασαντούρ Μπαχαριάν (ετήσιο πολιτιστικό περιοδικό απολογισμού ) διανοούμενοι από όλες τις πολιτικές τάσεις θα υποστηρίξουν ότι η τέχνη που δεν εμπεριέχει πολιτική είναι κακή τέχνη. Ο συντηρητικός Β.Βασιλείου, υφυπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, θα μιλήσει για την στρατευμένη τέχνη ως αντίδοτο στην ακαδημαϊκή αλαζονεία, η κεντρώα Σύλβα Ακρίτα θα επαινέσει τα ποιήματα του Ρίτσου για τον Στάλιν και τον Βελουχιώτη, ο κεντρώος Γ.Α.Μαγκάκης θα ισχυριστεί ότι η στρατευμένη τέχνη είναι η μόνη πραγματικά ελεύθερη τέχνη, ο Λ.Κύρκος θα αποκηρύξει μόνον την κομματική τέχνη, την οποία θα υπερασπιστεί ο Γρ.νΦαράκος.
Η νεολαία είχε πολλές και διαφορετικές απόψεις. Τόσο οι κομματικές νεολαίες τη αριστεράς με τα Φεστιβάλ, τα περιοδικά τους και τις εκδηλώσεις τους, οι πολιτιστικοί σύλλογοι στους οποίους είχαν συρρεύσει στην αρχή πολλοί νέοι και άλλοι φορείς ακολουθούσαν δικούς τους δρόμους. ‘
Χαρακτηριστικά πολιτιστικά περιοδικά των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης
Η πολιτιστική κούραση
Η μεταπολιτευτική έκρηξη στο χώρο του πολιτισμού διέτρεξε σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλες και πρωτοφανείς για τον τόπο αποστάσεις. Όμως ιδίως μετά την πρώτη τετραετία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας προς το τέλος της δεκαετίας του ΄80 είχαν γίνει ήδη πολλά πράγματα αλλά δεν είχε υπάρξει ανανέωση. Υπήρξαν τρεις τάσεις, η επίσημη εθνικολαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, η προσπάθεια ανανέωσης που εκφράστηκε κυρίως με τον Μάνο Χατζιδάκι στο Γ΄ Πρόγραμμα που επικρίθηκε και από τη δεξιά και από την αριστερά (κυρίως το ΚΚΕ) ως ελιτισμός και η άποψη της αριστεράς που ήθελε ακόμα την τέχνη αν εκφράζει το πολιτικό συλλογικό πνεύμα.
Υπήρξαν προσπάθειες να αναλυθεί το φαινόμενο τα πολιτιστικής κούρασης. «Ο πολιτισμός είναι μια σχέση σύγκρουσης, που ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, πότε φτιάχνεται από προσμίξεις και πότε καταστρέφεται από βίαιες ανατροπές», θα γράψει ο Άγγελος Ελεφάντης (Ο Πολίτης, τ.8,1977) Κάπου κοντά σε αυτή την άποψη και το ΚΚΕ έβλεπε μια «πάλη δύο πολιτισμών» (ΚΟΜΕΠ, Τ.9.1980)..
Τη δυσκολία πολιτιστικής ανάπτυξης δύο διανοούμενοι της εποχής την προσδιόριζαν ιστορικο/κοινωνικά με την έλλειψη πολιτιστικού προτύπου όπως την όριζε ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής λέγοντας «δύο εκατομμύρια έλληνες έχοντας χάσει την κουλτούρα του χωριού τους δεν έχουν καταφέρει να αποκτήσουν κάποια καινούργια» (συνέντευξη Καθημερινή,24.10.1976) αλλά και ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής τονίζοντας ότι «η νόθα αστικοποίηση συνεχίζεται και αποτελεί το πιο σημαντικό ζήτημα του σύγχρονου πολιτισμού»(Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Παιδείας,τ.3,1979).
Η αλήθεια είναι το ώστικο κύμα της μεταπολίτευσης έφερε νέες ιδέες με καθυστέρηση 10-15 ετών σε σχέση με τις δυτικές κοινωνίες. Η ελληνική κοινωνία δεν έζησε την εξέγερση του Μάη ΄68, τις μεγάλες νεολαιίστικες κινητοποιήσεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια, τις αλλαγές στην τέχνη και γενικότερα στην κουλτούρα. Απλώς κατανάλωσε όσα είχε χάσει, αλλά της έλειπε το καινούργιο υλικό να τροφοδοτήσει το κοινωνικό σώμα με πραγματικά νέες ιδέες.
Έτσι την περίοδο 78-79 ξέσπασε ένα κύμα αμφισβήτησης και όπως και στη διάρκεια της δικτατορίας το φοιτητικό κίνημα θα καταγράψει την προϊούσα κοινωνική κόπωση. Θα αμφισβητήσει όσους επαγγέλθηκαν την αλλαγή σε επίπεδο αξιών και ιδεών. Θα αμφισβητήσει έννοιες όπως «λαϊκός πολιτισμός», «στρατευμένη τέχνη», «μαζικός φορέας», «πολιτιστική πρόοδος». Η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ θα οργανώσουν ένα μεγάλο αφιέρωμα με θέμα «Αμφισβήτηση», στο οποίο οι περισσότεροι διανοούμενοι θα την αποδώσουν κυρίως στην ιδεολογική κρίση της αριστεράς που μέχρι τότε φαινόταν παντοδύναμη (μετέπειτα και σε βιβλίο : Αμφισβήτηση,1977, σελ.112).
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση θα αναδιανείμει τους διανοούμενους. Θα ενσωματώσει πολλούς από αυτούς σε δομές του κράτους, στο νεοϊδρυόμενο Υφυπουργείο Νέας Γενιάς, στο Υπουργείο Περιβάλλοντος , στο Υπουργείο Πολιτισμού κ.ά. Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης σε ένα άρθρο του αναφέρεται στην αρχική διάκριση προοδευτικών – συντηρητικών διανοουμένων στην προηγούμενη δεκαετία καταλήγει ότι «οι διανοούμενοι εκτέθηκαν στην πλειονότητά τους μέσα από τις ευκαιριακές σχέσεις τους με τα κόμματα και ότι η φθορά του κριτικού λόγου κατέκλυσε τόσο το χώρο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Αριστεράς» (Σχολιαστής, τευχ.57, 1987).
Το φαινόμενο του λαϊκισμού συνδέθηκε απόλυτα με την διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με τον Άγγελο Ελεφάντη ο λαϊκισμός ήταν «πολιτική ιδεολογία εξουσίας» ή πιο αναλυτικά «ειδική μορφή πολιτικού λόγου και πολιτικής πρακτικής που προκύπτει σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους μέσα από την προσπαθεια συγκεκριμένων κάθε φορά δυνάμεων να αρθρώσουν έναν ηγεμονικό ρόλο και να αντιπαρατεθούν στο συγκρότημα της εξουσίας(Χ.Λυριντζής) ή « ως ένα νέος τρόπος ένταξης των λαϊκών στρωμάτων στις πολιτικές διαδικασίες» σύμφωνα με τον Νίκο Μουζέλη (Ν.Μουζέλης,Θ.Λίποβτας,ΜΣπουρδαλάκης,, Λαικισμός και πολιτική,1989). Από τη μεριά της κομμουνιστικής αριστεράς ο Κωστής Μοσκώφ ήταν από τους πρώτους που έγραψε πως λαϊκισμός είναι «η αναπαραγωγή των παραδοσιακών μορφωμάτων στην ιδεολογική πολιτιστική ζωή δίχως την κριτική παρέμβαση της εθνικής και παγκόσμιας αναζήτησης»(Κ.Μοσκώφ, Λαικισμός ή πρωτοπορία, , Δοκίμια 3, 1984,σελ.81), Ή όπως πιο απλά θα το έλεγε ο συνθέτης Αργύρης Κουνάδης «όταν ο Θεόφιλος υποκαθιστά τη ζωγραφική, το μπουζούκι τη μουσική, ο Μακρυγιάννης τη λογοτεχνία και ο Καραγκιόζης το θέατρο»(εφ.Πρώτη,2.6.1990)
Πολλοί διανοούμενοι δεν συνέδεαν τον λαϊκισμό αποκλειστικά με το κυβερνών κόμμα αλλά το έβλεπαν ως μια γενικότερη κοινωνική αδυναμία. Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος θα πει «λαϊκισμός είναι η αντικατάσταση του λόγου του λαού από τον λόγο εκείνων που μιλάνε για τον λαό, κάτι που παρατηρείται μετά το γαλλικό Μάη του ΄68 σε πάρα πολλές χώρες» (Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Παιδείας,τευχ.6α, 1983).
Η αναζήτηση της ατομικότητας και του προσώπου
Θα λέγαμε ότι η άνοδος των σοσιαλδημοκρατών στην εξουσία έδωσε την δυνατότητα στις συντηρητικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν και να δουν ποιο είναι το δικό τους στίγμα. Και μάλιστα «έδωσε τη δυνατότητα στη συντηρητική παράταξη να εκσυγχρονιστεί αλλά και να οικειοποιηθεί απόψεις και αιτήματα του αριστερού χώρου» (Σ.Παντελάκης, Χ.Μαχαίρας, Οι συμπτώσεις μιας νέας εποχής», περ.Σχολιαστής, τ.63,1988, σελ.5-10). Τα πολλά χρόνια καταστολής, λογοκρισίας και ελλιπούς πληροφόρησης νομιμοποίησαν στην την εσφαλμένη γνώμη ότι «η πραγματική τέχνη είναι η αριστερή». Στις 30 Ιανουαρίου 1984 έγιναν δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες εκδηλώσεις. Η πρώτη από το Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επιμόρφωσης» (ΚΠΕΕ, κάτι αντίστοιχο με τα μαρξιστικά ΚΜΑΣ, ΚΜΕ κ.ά) , μια ιστορική συζήτηση θα λέγαμε, με τίτλο «Τέχνη και Ελευθερία», στην οποίαν έλαβαν μέρος διανοούμενοι, χωρίς να είναι όλοι προσκείμενοι στη συντηρητική παράταξή όπως οι Θ.Τάσιος, Μ.Χατζιδάκις, Δ.Μυταράς,Τ. Αθανασιάδης και Μάριος Πλωρίτης. Εκεί υποστηρίχθηκε η έννοια της ατομικότητας, η οποία οδηγεί τον καλλιτέχνη πέρα από τη συλλογική συνείδηση της κοινωνίας. (Βλ. όλα τα πρακτικά στο περ. Επίκεντρα, τ.37, 1984,σελ47-66) .
Η δεύτερη μεγάλη εκδήλωση οργανώθηκε την ίδια ημέρα από τον Ανδρέα Παπανδρέου συγκεντρώνοντας πολλούς καλλιτέχνες για να δείξει ότι η διανόηση και οι καλλιτέχνες ήταν και είναι με την αριστερά.
Η αναζήτηση της ατομικότητας είχε άμεση αντανάκλαση στην τέχνη. Η γενιά του ΄80 τόσο στην πεζογραφία (Π.Τατσόπουλος, Β.Ραπτόπουλος, Α.Σφακιανάκης κ.ά) όσο και στην ποίηση με τη λεγόμενη «γενιά του ιδιωτικού οράματος (Γ.Μπλάνας, Β.Κάσσος, Ν. Δαββέτας, Η. Λάγιος, Στ. Πασχάλης, Π.Μπουκάλας κ.ά). Στη μουσική εμφανίζονται οι τραγουδοποιοί (Β.Γερμανός, Αφοι Κατσιμίχα, Ν.Παπάζογλου κ.ά) που πέρασαν από τις μελοποιήσεις ποιητών στους δικούς τους στίχους και την προσωπική τους μυθολογία. Στον κινηματογράφο αναπτύχθηκε μια φιλολογία άρνησης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, αποκαθήλωσης του πολιτικού σινεμά και ιδιαιτέρως του Θ.Αγγελόπουλου. Οι νέοι σκηνοθέτες (Τορνές, Πανουσόπουλος, Περάκης, Σπετσιώτης, Νικολαίδης κ.ά) δημιουργούν έναν κινηματογράφο σε μια άλληα σχέση με την πραγματικότητα. Ή όπως θα γράψει ο Χρ.Βακαλόπουλος «Ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη οντολογικής τάξεως: η ύπαρξη των πραγμάτων και των ανθρώπων (και όχι η ερμηνεία τους) αποτελεί γι αυτόν το μεγαλύτερο θαύμα αι το μεγαλύτερο αίνιγμα» (Χ.Βακαλόπουλος, περ.Αντί, ειδικό τεύχος για τον κινηματογράφο, τ,374, 1988, σελ.7).
Η εμφάνιση του μεταμοντερνισμού θα επιδράσει στις περισσότερες τέχνες. Η άνοδος των media θα κάνει δυσδιάκριτη τη διαφορά τέχνης και best seller. Η άποψη του Π.Κονδύλη περί μαζικής δημοκρατίας είναι ότι έχουμε περάσει σε μια εποχή «όπου ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα» όπως και «οι ηδονιστικές αξίες του αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης συμφύρθηκαν με τις παμπάλαιες και πασίγνωστες επιχώριες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακισμού και της ημιμάθειας» και κατέληξαν στην ολοκλήρωση και εν μέρει την κορύφωση της κρίσης όλων των θεμελιωδών δεδομένων ης ελληνικής εθνικής ζωής». (Π. Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Θεμέλιο, σελ.67).
Συμπερασματικά
Η εποχή 1974-1989 ήταν μια εποχή γόνιμη σε αλλαγές, επέφερε καινοτομίες αλλά δεν κατέληξε σε οριστικά σχήματα αφήνοντας για τα επόμενα χρόνια τη μετεξέλιξη κάποιων νεότερων φαινομένων. Δοκιμάστηκαν δύο βασικές πολιτικές αυτή της κρατικής ενίσχυσης και αυτή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Βγήκαν πολλοί νέοι δημιουργοί/καλλιτέχνες που ανανέωσαν το καλλιτεχνικό δυναμικό της χώρας. Η δικτύωση με τα ξένα κέντρα πολιτιστικής πληροφορίας τροφοδότησαν με υλικό την καλλιτεχνική δημιουργία. Πολλά ζητήματα λύθηκαν τα επόμενα χρόνια και φυσικά δημιουργήθηκαν και καινούργια.
(*) Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ετήσια επιθεώρηση ΕΠΙΛΟΓΟΣ 2025, και είναι τμήμα της διδακτορικής διατριβής : Γιάννης Ν.Μπασκόζος, Τα περιττά και τα ουσιώδη, Πολιτιστικές τάσεις 1974-1989, εκδ. Δελφίνι