της Αγάθης Γεωργιάδου
Με ένα καθηλωτικό έργο του Φραγκίσκου Δουκάκη στο εξώφυλλο, με τίτλο The End, και έναν εμπνευσμένο πρόλογο από τον σκηνοθέτη, σεναριογράφο και θεωρητικό του κινηματογράφου Κώστα Φέρρη, το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου Δωδεκάτη Φεβρουαρίου (Ποταμός, 2024) προκαλεί αναμφίβολα την επιθυμία να το «καταπιείς» μονομιάς. Ο ίδιος ο τίτλος του λειτουργεί προκλητικά, κρύβοντας ένα αίνιγμα: τι συνέβη, άραγε, εκείνη τη μέρα;
Η απάντηση έρχεται άμεσα, ήδη από τον πρόλογο του Φέρρη. Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και συμπλοκών για την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου στη Βουλή, μία μολότοφ προκάλεσε την ολοσχερή καταστροφή του εμβληματικού κτιρίου στη συμβολή των οδών Σταδίου 19-21 και Χρήστου Λαδά. Το κτίριο, σχεδιασμένο μεταξύ 1870-1881 από τον Ερνέστο Τσίλερ για λογαριασμό του Χιώτη τραπεζίτη Σταμάτιου Δεκόζη Βούρου, στεγάζει τους ιστορικούς κινηματογράφους Αττικόν και Απόλλων, άρρηκτα συνδεδεμένους με την πολιτιστική μνήμη της Αθήνας. Παρότι οι αίθουσες παρέμειναν άθικτες χάρη στις προσπάθειες της Πυροσβεστικής και εθελοντών, η εικόνα της καταστροφής του κτιρίου – αλλά και της γύρω περιοχής – συνεχίζει να προκαλεί θλίψη.
Ποια είναι, όμως, η σύνδεση του βιβλίου με τους κινηματογράφους αυτούς; Αποτελούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι 21 πρωτότυπες ιστορίες του βιβλίου, που κινούνται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη μυθοπλασία. Η καταστροφή του κτιρίου αποτέλεσε την αφορμή για τον Δημήτρη Χριστόπουλο να γράψει ένα έργο καινοτόμο, τόσο στη θεματολογία όσο και στους αφηγηματικούς του τρόπους. Μέσα από τις αφηγήσεις του, ο συγγραφέας συνυφαίνει την ιστορία του κινηματογράφου – από την εποχή των αδελφών Λυμιέρ έως το 2012 – με τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από τον 20ό αιώνα έως την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010. Παράλληλα, το έργο μπολιάζεται με τις προσωπικές του μνήμες και την εμπειρία του στον χώρο της έβδομης τέχνης, προσδίδοντας στις ιστορίες του ιστορικό βάθος και συγκινησιακή φόρτιση.
Για μας τους σινεφίλ της Αθήνας, οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων δεν ήταν απλώς χώροι προβολής ταινιών, αλλά τόποι ανεμελιάς και πνευματικών αναζητήσεων. Εκεί παρακολουθήσαμε μερικές από τις πιο αξέχαστες ταινίες στην ιστορία του σινεμά, με τα λαμπρότερα αστέρια του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως την Κατρίν Ντενέβ, τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, τον Τζέρεμι Άιρονς και πολλούς άλλους, φιλοξενούμενοι στα αναπαυτικά πράσινα ή κόκκινα καθίσματα και περιτριγυρισμένοι από τη μαγική ατμόσφαιρα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου ή των Νυχτών Πρεμιέρας. Για όσους, όμως, μεγάλωσαν μετά το 2000, η συναισθηματική αξία του κτιρίου ίσως παραμένει άγνωστη – κι εδώ έγκειται η προσφορά του βιβλίου.
Αυτό που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό, ωστόσο, είναι και η γραφή του Χριστόπουλου, η οποία ενσωματώνει στοιχεία του μεταμοντερνισμού και του ρεαλισμού, συνδυάζοντας το φανταστικό με το πραγματικό. Θυμίζει έτσι έντονα τον μαγικό ρεαλισμό, το λογοτεχνικό κίνημα που άνθισε στα μέσα του εικοστού αιώνα και επεδίωξε την ανάδειξη του αλλόκοτου και μη ρεαλιστικού ως ζώσας πραγματικότητας. Ο μαγικός ρεαλισμός προβάλλει το φανταστικό, το θαυμαστό, το απίθανο και το εξωπραγματικό ως αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας, αποδεσμεύοντάς την από τα όρια του λογικού, όπως ακριβώς μπορεί να λειτουργήσει και ο κινηματογράφος. Με αφηγηματικούς πειραματισμούς – όπως τη συγχώνευση ποικίλων αφηγηματικών τρόπων (περιγραφών, «προφορικών» αφηγήσεων, εσωτερικών μονολόγων)- και με διαφορετικά κειμενικά είδη (ημερολόγιο, συνέντευξη, ραδιοφωνικές εκφωνήσεις, κινηματογραφικές τεχνικές), καθώς και μια πολυδιάστατη αντίληψη του χρόνου που μεταθέτει την έμφαση στο ασαφές και στο μεταβλητό, ο συγγραφέας σκηνοθετεί με αφηγηματική χάρη ζωντανές, γοητευτικές εικόνες που εντάσσονται δυναμικά στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Το βιβλίο, ωστόσο, δεν επιδιώκει μόνο να συγκινήσει, αλλά και να σχολιάσει τον σύγχρονο παραλογισμό. Οι ιστορίες του Χριστόπουλου μοιάζουν με αμοντάριστα κινηματογραφικά πλάνα. Είναι ένας καμβάς γεμάτος ανθρώπινες στιγμές, καθημερινούς χαρακτήρες, επώνυμους ή ανώνυμους, πραγματικούς ή φανταστικούς. Αυτοί οι χαρακτήρες συνδέονται, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, με τους κινηματογράφους: είτε ως εργαζόμενοι, είτε ως ιστορικοί και αρχαιολόγοι, είτε ως θεατές που μοιράζονται τη νοσταλγία και την απογοήτευση που γέννησε η καταστροφή, πάντως άνθρωποι που παρακολούθησαν τις πιο ξεχωριστές ταινίες, όπως την Αγέλαστο Πέτρα, τις ταινίες του Λαρς φον Τρίερ, του Λουτσίνο Βισκόντι και του Τζιμ Τζάρμους, αλλά και χολιγουντιανές υπερπαραγωγές. Άνθρωποι που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τα «καψαλισμένα» τους φτερά από τις φλόγες που κατέκαψαν το εμβληματικό κτίριο και μαύρα χιτσκοκικά πουλιά να τριβελίζουν το μυαλό τους από τα «γιατί». Εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα στην αίθουσα του Αττικόν προβαλλόταν η ταινία Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι και στον Απόλλωνα Ο Θεός της σφαγής. Η νύχτα εκείνη πάγωσε στον χρόνο για τη θηριωδία της και έχει μείνει σαν άσβηστη φλόγα στις καρδιές όλων, συναίσθημα που αποτυπώνεται γλαφυρά στο αφήγημα «Θα χυθεί αίμα»:
«Κανείς δεν κατάλαβε πώς άρπαξε η φωτιά, πως μεταδόθηκε. Το πιο περίεργο είναι ότι ποτέ δεν σβήνει. Κάθε τρεις και λίγο φλόγες πετάγονται μέσα από τις στάχτες και γίνεται η νύχτα μέρα. Όσο κι αν προσπαθούν οι πυροσβέστες να τη θέσουν υπό έλεγχο, κάποιες εστίες παραμένουν ενεργές κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Την επόμενη μέρα συγκεντρωθήκαμε μια χούφτα σινεφίλ στο κέντρο, να δούμε τι θα γίνει. Ερημιά. Αγρίεψε η ψυχή μας από την ασχήμια. Κοίταξα κατά πάνω. Μπαμπακένια σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό. Κάποιοι λένε να μην ελπίζουμε, η φωτιά δεν θα πάψει να σιγοκαίει, για να θυμίζει εκείνο το βράδυ που ο αέρας μύριζε θανατικό. Ό,τι είναι να καεί, είναι σαν να έχει ήδη καεί, σκέφτομαι».
Το Δωδεκάτη Φεβρουαρίου του Δημήτρη Χριστόπουλου είναι ένα βιβλίο που ταράζει τα ήσυχα νερά, υπενθυμίζοντας πως κάθε φινάλε δεν φέρνει απαραίτητα μια νέα αρχή, αφού ακόμα περιμένουμε να ξαναλειτουργήσουν οι κινηματογράφοι, και πως η κοινοτοπία του κακού και η θραύση των κρυστάλλων δεν ανήκουν στο παρελθόν αλλά καραδοκούν απειλητικά πίσω από τους μπαρουτοκαπνισμένους τοίχους της «ασφαλούς» ζωής μας. Με τόλμη και ευαισθησία, ο συγγραφέας μιλά για το παράλογο της ζωής, τον χρόνο και την πληγωμένη μνήμη, καταφέρνοντας να μετατρέψει την καταστροφή των δύο κινηματογράφων σε μια βαθιά λογοτεχνική εμπειρία.