της Δέσποινας Παπαστάθη
Για τα καλοκαίρια που έρχονται
για όσα μας υπόσχονται από τώρα
και μας φτιάχνουν τη μέρα
δεν χρειάζεται να περιμένουμε
ας κοιταχτούμε μόνο στα μάτια
όχι βιαστικά κι επιπόλαια
όπως συνήθως συμβαίνει
μ’ εκείνη την ευπρέπεια της συνήθειας
και της παρακμής αυτών των καιρών
αλλά, κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου
απερίσπαστοι, με αφοσίωση επιτέλους
ας μείνουμε βαθιά μέσα
στο βλέμμα το συντροφικό
γιατί απλούστατα εκεί
με υπομονή
με πίστη ακλόνητη
μας περιμένουν όλα τα καλοκαίρια
από δω και πέρα.
Με ακλόνητη πίστη στην «ποίηση ως σχεδία ζωής αλλά και ατελέσφορο βύθος»,[1] ο Γιώργος Βέης καταθέτει την τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Καταυλισμός (ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2023), χαρτογραφώντας απερίσπαστος και με αφοσίωση τα δύσβατα μονοπάτια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Γιώργος Βέης (Αθήνα, 1955) είναι από τους σημαντικότερους και πλέον δραστήριους συγγραφικά ποιητές της λεγόμενης Γενιάς του ’70. Πολυβραβευμένος, με σημαντικές διακρίσεις, εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1974 με την ποιητική συλλογή Φόρμες και άλλα ποιήματα 1970-1973, από τις εκδόσεις του Λεωνίδα Χρηστάκη «Κούρος» (τχ. 23). Ο Καταυλισμός είναι η δέκατη πέμπτη ποιητική συλλογή του. Έχουν προηγηθεί οι: Φόρμες και άλλα ποιήματα (1974), Κι άλλη ποίηση (1976), Όλοι κοιμούνται στο καράβι (1979), Ο δράκος του μεσημεριού (1983), Παράφραση της νύχτας (1989). Γεωγραφία κινδύνων (1994), Χρυσαλλίδα στον πάγο (1999), Υστερόγραφα γης (2004), Λεπτομέρειες κόσμων (2006), Ν όπως Νοσταλγία ( 2008), Μετάξι στον κήπο (2010), Βλέπω (2013), Για ένα πιάτο χόρτα (2016), Βράχια (2020). Στο πληθωρικό συγγραφικό έργο του συγκαταλέγονται εννέα ταξιδιωτικά βιβλία [Ασία, Ασία. Σινικές και άλλες μαρτυρίες (1999), Στην απαγορευμένη πόλη. Μαρτυρίες από την Άπω Ανατολή (2004), Με τις Μογγόλες. Μαρτυρίες συνεκδοχές (2005), Έρωτες τοπίων. Μαρτυρίες μεταφορές (2007), Από το Τόκιο στο Χαρτούμ. Μαρτυρίες, συνδηλώσεις (2009), Μανχάταν-Μπανγκόκ. Μαρτυρίες, μεταβάσεις (2011), Παντού. Μαρτυρίες, μεταμορφώσεις (2015), Ινδικοπλεύστης. Μαρτυρίες, παρεκβάσεις (2017), Εκεί. Μαρτυρίες από το Βιετνάμ, την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Καμερούν, τη Γερμανία (2019)], καθώς και πλήθος κριτικών για μελέτες και βιβλία ξένης και ελληνικής λογοτεχνίας.
Η διακειμενική συνείδηση, η διάθεση στοχασμού πάνω στην ελληνική και ξένη λογοτεχνία, ο έρωτας και η γυναίκα, ο ασίγαστος πόθος, ο προβληματισμός για τον ρόλο της ποίησης, η υλική υπόσταση του κόσμου με όλα τα μικρά και ασήμαντα πλάσματά του προερχόμενα από το φυτικό και ζωικό βασίλειο, η χαρμολύπη που γεννά η συνειδητοποίηση της αέναης ροής του πανδαμάτορα χρόνου, το ταξίδι –κυριολεκτικό ή μεταφορικό– και η διάθεση περιήγησης και αναζήτησης νέων τόπων και αξιοθαύμαστων τοπίων, σε συνδυασμό με την πυκνότητα, λιτότητα και υπαινικτικότητα της γραφής, την ευελιξία του στίχου και των μορφών, την ειδολογική ποικιλία, τον διάλογο ανάμεσα στον τίτλο και το κυρίως σώμα του ποιήματος, είναι κάποιοι από τους τόπους (θεματικούς και ποιητικούς) της ποίησης του Γιώργου Βέη, που έχει ήδη επιμελώς επισημάνει η κριτική, και που επανέρχονται και στον ανά χείρας τόμο.[2]
Πενήντα επτά ποιήματα, ολιγόστιχα ή μέσης έκτασης, σε ποικιλία ρυθμών και μορφών –ελεύθεροι στίχοι έως σονέτα και χαϊκού– συνθέτουν τον Καταυλισμό του Βέη. Ξεκινώντας το ταξίδι της γραφής από τον «Επαναπατρισμό», ο ποιητής με «σωστές συλλαβές»[3] αποκαλύπτει στον αναγνώστη τα υλικά της ars poetica. Ιστορικός και υποκειμενικός χρόνος, η μαγεία του ταξιδιού, η ευ-τοπία των αγαπημένων και γνωστών του Βέη τόπων, η φύση με τα συμπαρομαρτούντα της, η μνήμη και η αντίσταση στη λήθη κυριαρχούν στα ποιήματα της συλλογής, τα οποία είναι χρωματισμένα από μια αδιόρατη, σχεδόν ανεπαίσθητη -όχι θλίψη- πίκρα.
Παρακολουθούμε, λοιπόν, το ποιητικό υποκείμενο, άλλοτε να αγκιστρώνεται στις μνήμες του Οκτώβρη του’40 και να «θυμάται τα πάντα σαν να ήταν τώρα»,[4] άλλοτε να αναπολεί ως άλλος Οδυσσέας Ανδρούτσος τις ηρωικές στιγμές και την αγαπημένη Ασήμω, καθώς κρατάει «που να χαλάσει ο ντουνιάς […] εκείνο το χάνι με βόλια»,[5] ενώ προδίδεται από τα «χαμηλά του κόσμου ένστικτα»,[6] από τους πρόκριτους και τους ελεεινούς μινίστρους.
Του ποταμού η ευφράδεια,[7] το δέος του βουνού, τα χρώματα της ανατολής και της δύσης, τα νυχτολούλουδα, οι ασπραγκαθιές, τα αγριάπιδα, τα καταπράσινα φύλλα των δέντρων, κοντολογίς ο μέγας κυματισμός της βλάστησης,[8] αλλά και οι πυγολαμπίδες, τα άστρα του ουρανού, η απεραντοσύνη της θάλασσας με τους αέρηδές της, κ.α. συνιστούν συνεκδοχές της Φύσης, δεσπόζουσας στην ποίηση του Βέη, καθώς και στην παρούσα συλλογή.
Ιδιότυπος πολίτης του κόσμου, ο Βέης και σε αυτό το βιβλίο περιπλανάται, και μαζί με αυτόν και εμείς, σε τόπους μακρινούς ή και όχι τόσο μακρινούς, σίγουρα όμως αγαπημένους: από την αίγλη του Κιθαιρώνα, στο Μπάλι, τους ομαδικούς τάφους του ανατολικού Τιμόρ, το λεηλατημένο από τους αποικιοκράτες Ντανπασάρ, τη Νέα Νότια Ουαλία και πάλι πίσω με αστρική ταχύτητα στην Ελευσίνα. Η περιπλάνηση μας προσφέρει γνώση πολύτιμη, όχι της γεωγραφίας αλλά της ανθρωπογεωγραφίας των τόπων αυτών, των παθών, των εγκαταλελειμμένων νεκρών, της απόγνωσης, αλλά και της ελπίδας που έρχεται μέσα από την επιβίωση, τη διεκδίκηση και το θάρρος.
Τόνος των ποιημάτων της συλλογής είναι ο ελεγειακός, αποτέλεσμα όχι μιας πεισιθάνατης ή επιφανειακής και στομφώδους διάθεσης, αλλά της ήμερης αποδοχής και εμπειρικής γνώσης της απτής πραγματικότητας του εφήμερου και πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης. Γράφει ο Γιώργος Βέης στο ποίημα με τίτλο «Γιατί μου αρέσει ο Δεκέμβριος»:[9]
Δεν είναι ακριβώς το πεπρωμένο
μήτε η ποίηση των ρομαντικών
αλλά μια γεύση, μια συγκεκριμένη μυρωδιά
που έρχεται ως εδώ που γράφω
κατευθείαν από τον Κάτω Κόσμο
κάνοντας τον Δεκέμβριο υποτακτικό του μαύρου
και γι’ αυτό ακριβώς τον υποστηρίζω σταθερά
σκοπεύοντας κάποια στιγμή
να τον βγάλω από το ημερολόγιο της φθοράς
για να μη σημαίνει κάθε φορά το τέλος του χρόνου
το τέλος μιας σχέσης καθαρά ερωτικής
με τις ημέρες της όποιας χαράς
ιδίως με τις ώρες, τις στιγμές της έκστασης.
Ο ποιητής συλλαμβάνει και κατανοεί με τις αισθήσεις του το πέρασμα του χρόνου ως σχέση καθαρά ερωτική που μπορεί να υπερβεί ακόμα και τη φθορά, το μαύρο του Κάτω Κόσμου.
Ο Γιώργος Βέης με τα ποιήματα του Καταυλισμού μας καλεί κοντά του, να συγκατοικήσουμε κάτω από τη στέγη και τη θαλπωρή του στέρεου σπιτιού της ποίησής του, χτισμένου από καλούς μαστόρους: την εύηχη και πλούσια γλώσσα, τον ρυθμό, τα συναισθήματα, τις κυριολεκτικές και μεταφορικές εικόνες. Μας καλεί
[…]
όχι στην απελπισία του κόσμου
στον κήπο πρώτα να κάτσουμε
να φάμε άγρια μούρα
κάτω από τη λεμονιά των αιώνων να μείνουμε
όχι στην απελπισία του κόσμου
αλλά κοντά στα χνώτα
στο άρωμα των ζώων, έλα!
Σημειώσεις:
[1] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η εμμονή της ποιήσεως», Διαβάζω, τχ. 106, 1984, σ. 58.
[2] Για τη σχετική με το έργο του Γιώργου Βέη κριτικογραφία μπορεί κανείς να δει: Θεοδόσης Πυλαρινός (ανθολόγηση-εισαγωγή-επιμέλεια), (2021), Για τον Γιώργο Βέη. Κριτικά κείμενα (για την ποίησή του), Λευκωσία: Αιγαίον. Θεοδόσης Πυλαρινός (ανθολόγηση-εισαγωγή-επιμέλεια), (2022), Κριτικά κείμενα (ταξιδιωτικές μαρτυρίες), Λευκωσία: Αιγαίον.
[3] Γιώργος Βέης, Καταυλισμός, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2023, σ. 44.
[4] Στο ίδιο, σ. 21.
[5] Στο ίδιο, σ. 25.
[6] Στο ίδιο, σ. 25.
[7] Στο ίδιο, σ. 23.
[8] Στο ίδιο, σ. 30.
[9] Στο ίδιο, σ. 82.