Η Μαρία στη Νίκη:
Θα βάλω ένα μότο, αλλάζοντας προσωρινά τα ήθη της συνομιλίας μας. Και δεν θα αποκαλύψω ακόμα την/τον συγγραφέα του μότο:
«…Αλλά, αν και δεν είναι μια εύκολη ζωή … είναι ωστόσο ελεύθερη και την απολαμβάνω. Δεν μπορώ να κάνω πολλά με τα χέρια μου· έτσι, θα φτιάξω μια μπουλντόζα με το κεφάλι μου, για ν’ ανοίξω έναν δρόμο μέσα σε αυτό τον χωρίς νόημα κόσμο»
Όταν ήρθε στα χέρια μου αυτό το πολύ μικρό βιβλίο με τον πολύ γνώριμο τίτλο είπα για δες, τι ωραία ιδέα, να βοηθήσει κανείς τα μικρά παιδιά να προσεγγίσουν ένα κλασικό, «μεγάλο» βιβλίο με τη βοήθεια μιας σύντομης διασκευής. Όταν μάλιστα είδα ότι τη διασκευή υπογράφει η Αργυρώ Πιπίνη σκέφτηκα «εγγύηση» και «θα είναι σίγουρα καλό». Εκείνο το πλούσιο, πολυσέλιδο μυθιστόρημα του αμερικάνικου 19ου αιώνα, της εποχής του Αμερικάνικου Εμφύλιου, έγινε ξαφνικά ένα βιβλιαράκι 80 σελίδων μικρού σχήματος και μεγάλης γραμματοσειράς. Το διάβασα, δεν θα σου πω ακόμη τι σκέφτηκα, έσπευσα πάντως να ξαναπιάσω το παλιό βιβλίο, το «ολόκληρο». Ήθελα να (ξανα)δω από ποιον χοντρό κορμό φύτρωνε αυτό το κλαράκι.
Πριν φτάσω εκεί, δοκίμασα και μια ενδιάμεση λύση: ξεφύλλισα μια διασκευή (απόδοση-διασκευή Κ. Παπαδόπουλος, 2003, σελ. 392), που μείωνε τις 646 σελίδες του αρχικού βιβλίου στις μισές περίπου. Αυτό ήταν μια παλιά, δοκιμασμένη πρακτική ήδη στην εποχή μου. Κάπως έτσι διαβάσαμε τότε, όταν ήμουν μικρή, πολλά κλασικά βιβλία «για μεγάλους», αλλά, πχ, και τον Ιούλιο Βερν. Θέλω να πω ότι η διασκευή, η συντόμευση, η απλοποίηση ενός μεγάλου βιβλίου είναι εμπεδωμένη συνήθεια εδώ και πολλές-πολλές δεκαετίες. Ίσως και οι γονείς μας να είχαν διαβάσει κάπως έτσι, αλλά και οι άνθρωποι των αρχών του αιώνα κάπως έτσι θα διάβασαν κάποια κλασικά αριστουργήματα. Αυτές οι παλιές διασκευές παρέμεναν ωστόσο μεγάλα, πολυσέλιδα βιβλία, με χαρακτηριστική, συχνά έξοχη εικονογράφηση και μικρά γράμματα. Διατηρούσαν ακέραιη την ατμόσφαιρα του παλιού. Δεν προσπαθούσαν παρά να συντομεύσουν και ίσως να απλοποιήσουν λίγο τα απέραντα πρωτότυπα – όλα τα άλλα έμεναν κατά βάση στη θέση τους, απείραχτα. Το διαπίστωσα και τώρα, συγκρίνοντας τη «μεσαία» διασκευή με το πρωτότυπο. Όλα ήταν εκεί, οι χειρονομίες και τα γέλια και προπάντων τα φορέματα και τα καπέλα και οι σκούφιες, τα μποτάκια των κοριτσιών και οι κορδέλες, και εκείνα τα άτιμα γάντια που είχαν λερωθεί με λεμονάδα, και τα παπούτσια που χτύπησαν τη Μεγκ στον χορό. Τα χρώματα, οι μπούκλες και οι νότες του πιάνου και τα φρέσκα λουλούδια που στόλιζαν τα τριμμένα, πoλιοκαιρισμένα υφάσματα και μπερδεύονταν με τα γέλια των κοριτσιών.
Παρ’ όλα αυτά ή ακριβώς εξαιτίας τους, άφησα στη μέση τη «μεσαία» διασκευή. Θα σου πω γιατί: γιατί απλά διαβάζοντας μου άνοιγε την όρεξη για το ολόκληρο. Και το ήθελα αυτό το ολόκληρο, την κάθε λεπτομέρεια των φορεμάτων αλλά και την κάθε κακία και ανοησία που έκανε η Έιμι μέχρι να ωριμάσει. Για να μην πω για το δεύτερο μέρος, για τον μεγάλο θάνατο αλλά και για την εξέλιξη των ρομάντζων. Γιατί να θέλει κανείς να διασκευάσει έστω και μια παράγραφο από τις σελίδες της βροχής, όταν η Τζο και ο Φρίντριχ, μουσκεμένοι και φορτωμένοι πακέτα, καταφέρνουν επιτέλους να εξομολογηθούν ο ένας στον άλλον τον έρωτά τους; Ο μισός κινηματογράφος σε τέτοιες σκηνές στηρίζεται, και πολύ καλά κάνει. Εδώ, έχουμε τη γενεαλογία. Αμερικάνικο όνειρο.
Ας επιστρέψουμε στο μότο. Είναι λόγια της ίδιας της συγγραφέα, της Λουίζα Μέυ Άλκοτ (1832-1888). Φανταστείτε ότι το βιβλίο γράφεται στα μέσα του 19ου αιώνα και ο πρώιμος φεμινισμός αλλά και το προτεσταντικό ελάν βιτάλ που εκπέμπει με κάθε φράση είναι απλά καταιγιστικά. Το αναγκαίο ηθικό-ιστορικό φόντο παρέχει ο Αμερικάνικος Εμφύλιος. Θα υποστηρίξω ότι είναι μεθυστικά όλα αυτά. Και δεν είναι «Μικρές Κυρίες», όπως επέβαλε προφανώς κάποιος ελληνικός καθωσπρεπισμός στη μετάφραση και το καθιέρωσε, αλλά Little Women, μικρές γυναίκες. Είναι οι τέσσερις αδερφές, που τις γνωρίζουμε σε διάφορα στάδια της εφηβείας, και τις παρακολουθούμε να γίνονται γυναίκες με τα όλα τους. Είναι, φυσικά, η Τζο, που «είναι» η συγγραφέας – ήμουν εγώ, στα νιάτα μου, ήταν η μητέρα μου, που μου έδωσε το βιβλίο και ήταν οι γιαγιάδες πίσω μας, που επιθύμησαν και διεκδίκησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν καλύτερη ζωή και αξιοπρέπεια για όλες μας.
Είναι και μεγατόνοι αμερικάνικης κουλτούρας, με αυτή την τόσο απελευθερωτική πεποίθηση ότι μπορεί μια νέα γυναίκα να διατηρήσει το ύφος του αγοροκόριτσου και να γίνει συγγραφέας τον προ-προηγούμενο αιώνα, να βιοποριστεί και να ερωτευτεί. Είναι η κουλτούρα των τεσσάρων κοριτσιών που από πολύ νωρίς γίνονται χρήσιμες σε κάτι και δεν βυθίζονται απλώς στα αδιέξοδα και την ονειροπόληση, χωρίς ωστόσο να παρακάμπτουν τα άγχη και τις κακίες, τις μελαγχολίες και τους ανταγωνισμούς. Έχω έναν φανατισμό υπέρ όλων αυτών, το παραδέχομαι. Και με μεγάλη αγάπη θυμάμαι την ωραία και δυναμική ποιήτρια Νανά Ησαΐα (1934-2003), γενιά της μάνας μου, που μετέφρασε αυτό το μεγάλο βιβλίο κάνοντάς το να τρέχει σα νεράκι.
Θέλω να πω, ακόμη και αυτά που πάντα «κλωτσάνε» όταν διαβάζουμε βιβλία μιας άλλης εποχής σε σχέση με τον ρόλο και τη θέση της γυναίκας, στο βιβλίο αυτό είναι τόσο διαφορετικά, ώστε σχεδόν είμαι έτοιμη να άρω όλες τις αντιρρήσεις του σημερινού ανθρώπου. Γιατί απλά βλέπουμε τη διαδικασία σε εξέλιξη. Βλέπουμε τις απαρχές της διαδρομής που μέρος της αποτελούμε σήμερα. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο μα πόσο με παρηγορούσε όταν ήμουν έφηβη (και έμοιαζα σε πάρα πολλά με τη Τζο…) το γεγονός ότι η Τζο είχε μεγάλες ερωτικές επιτυχίες, κι ας μην ήταν «η» ωραία, και ας είχε αγορίστικα φερσίματα, και ας μην έκρυβε την εξυπνάδα και τη διανοητικότητά της. Ας σταματήσω εδώ για την ώρα. Φάνηκε νομίζω η σημασία της βουτιάς στην άλλη κουλτούρα τόσο από χρονική όσο και από χωρική άποψη. Φυσικά, μην κρυβόμαστε, με όλη του τη «δυτικότητα» το βιβλίο αναδεικνύει και τη γοητεία και την ιδιαίτερη μαγεία της μητριαρχικής, γυναικοκρατούμενης φωλιάς, που εδώ στην Ανατολή τη γνωρίζουμε καλά και με άλλους τρόπους. Άλλωστε, όλοι οι άντρες της ιστορίας της Άλκοτ, γέροι και νέοι, πλούσιοι και φτωχοί, διανοούμενοι και κοσμικοί, τριγυρνάνε γύρω από τη φωλιά σαν τις μέλισσες και σαν τις πεταλούδες και σαν τις αρκούδες και σαν τις σφήκες γύρω από το μέλι. Αλλά ότι στάζει μέλι η κυψέλη της Μάρμι, της κυρίας Μαρτς, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Θέλεις να χωθείς και να ανήκεις εκεί. Όλοι το θέλουν.
Διάβασα για δεύτερη φορά τη μικρή, πρόσφατη διασκευή της Αργυρώς Πιπίνη. Νομίζω ότι η σε τέτοιο βαθμό αφαίρεση είναι καταδικασμένη υπόθεση όταν έχει να κάνει κανείς με ένα τέτοιο βιβλίο. Σκέφτομαι ότι αν η διασκευή ήταν ένα εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά, για πολύ μικρά παιδιά, μπορεί να ήταν αλλιώς τα πράγματα, πολύ καλύτερα. Θα διατηρούνταν τα χρώματα και οι ατμόσφαιρες, και θα κυριαρχούσε αλλιώς ο ζόρικος χαρακτήρας της Τζο και η απέραντη ομορφιά της Μεγκ, και το ονειροπόλο και δοτικό πλάσμα που ήταν η Μπεθ, και η Έιμι θα κέρδιζε τον χώρο που της ανήκει με τα πινέλα της και με τα δαχτυλίδια της. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αξιοπρεπή περίληψη- μια περίληψη, όμως, δεν είναι βιβλίο. Έχει στεγνώσει από όλους τους χυμούς. Δεν είναι όλα τα βιβλία κατάλληλα για τόσο μεγάλες αφαιρέσεις. Οι Μικρές Γυναίκες δεν είναι βιβλίο δράσης αλλά προπάντων βιβλίο με ατμόσφαιρες, χρώματα, γελάκια, θυμούς, εποχές που αλλάζουν, σώματα και ψυχές που μεγαλώνουν και καρδιές που τρελοχτυπούν. Αυτά δεν διασώζονται στη διασκευή, σε καμία διασκευή τέτοιας αφαίρεσης.
Εγώ τις θέλω συνέχεια στο πλευρό μου αυτές τις χαριτωμένες αλλά και τρομερά δυναμικές αμερικάνες, τις αδερφές Μαρτς (και τις Πολυάννες, για να μην πούμε και για τη Φράνσι)! Που όλες τους ξέρουν από δουλειά και από φτώχεια και από δράση, από πρωτοβουλία. Μυαλά-μπουλντόζες, εδώ είμαστε! Οι ρομαντικές βασανισμένες βρετανίδες και οι ποζάτες γαλλίδες τρώνε τη σκόνη τους. Δεν χωράνε οι Αμερικάνες μου σε αυτά τα πολύ απλοποιημένα βιβλιαράκια. Και γιατί να χωρέσουν; Δεν έδειξε επαρκώς το Χάρυ Πότερ ότι υπάρχει χώρος για πολυσέλιδα, βαριά βιβλία ανάμεσα στα ευπώλητα της εποχής μας; Θα με βάλεις άραγε στη θέση μου, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με μπόλικες αράχνες ή κάπως σε πείθω;
Η Νίκη στη Μαρία:
Η αλήθεια είναι πως δεν συμμερίζομαι καθόλου τον ενθουσιασμό σου και δεν είχα συμμεριστεί τον ενθουσιασμό καμιάς σας όταν ήμουν μικρή και διάβασα πρώτη φορά τις Μικρές Κυρίες σε αυτή τη μισή εκδοχή τους. Είχα καταβαρεθεί, δεν είχα καν θυμώσει, ένιωθα άβολα και απορημένη σε κάθε σελίδα. Θυμάμαι στα αλήθεια να το διαβάζω γιατί «πρέπει», γιατί είναι «κλασικό», γιατί υπήρχε στο ράφι της δημοτικής δανειστικής βιβλιοθήκης, γιατί το είχε διαβάσει η μαμά μου όταν ήταν μικρή… Νομίζω πως ακόμα και τα κορδελάκια και τα φορέματα με έφερναν σε αμηχανία, ενώ τα λατρεύω γενικά και μου αρέσουν τα βιβλία με πολλά ρούχα και ενδιαφέρουσα ενδυματολογία. Είχα την αίσθηση πως αυτό που περιγράφουν ως φτώχεια και ως δουλειά αυτά τα τόσο κουρασμένα και βασανισμένα κορίτσια είναι η κοροϊδία. Δεν μου έμοιαζαν ούτε ιδιαίτερα φτωχές (είχαν σπίτι και υπηρέτρια! και μια πολύ πλούσια θεία!), ούτε ιδιαίτερα σκληρά εργαζόμενες (είχα δει κανονικές γυναίκες εργαζόμενες όταν ήμουν εννιά και το μικρό ιδιαίτερο μάθημα που έκανε η Μεγκ μου φαινόταν μια οκέι ενασχόληση). Δεν μπορούσα να συμμεριστώ την αγωνία για τον μπαμπά τους, δεν καταλάβαινα και πολύ καλά τι πόλεμος είναι αυτός. Κάτι πήγαινε πολύ λάθος.
Ένιωσα το ίδιο διαβάζοντας τώρα τη μικρή διασκευή της Αργυρώς Πιπίνη στις εκδόσεις Διόπτρα. Στην αρχή, έκανα παρόμοιες σκέψεις με εσένα: πως οι Μικρές Κυρίες σε βιβλίο τσέπης, πραγματικά μικρές, ίσως να είναι η καλύτερη δυνατή εκδοχή τους, ένας εύκολος τρόπος να πάνε βόλτα μαζί με κάποια παιδιά που ίσως μετά κοιτάξουν με περισσότερη συμπάθεια αυτές τις χαριτωμένες (και στα δικά μου μάτια βαρετές) αμερικανίδες προπρογιαγιάδες. Σκέφτηκα μάλιστα ακριβώς αυτό – πως μια καινούργια και μικροσκοπική διασκευή θα μπορούσε να φωτίσει πετυχημένα την απόσταση (χρονική, χωρική, πολιτισμική), να εξηγήσει κάπως στα παιδιά πόσο μακριά από αυτό είμαστε, φτιάχνοντας μια σύνδεση που να τα κάνει να αισθανθούν αυτά που εγώ έχασα όταν το διάβασα μικρή και το σύγκρινα ασυνείδητα με τα δικά μου βιώματα. Πιστεύω πως ως έναν βαθμό αυτό επιχειρεί η έκδοση δίνοντας κάποιες ελάχιστες ιστορικές πληροφορίες και φτιάχνοντας αυτό το όμορφο εξώφυλλο. Απλά όντως λείπουν όλα τα άλλα. Και μοιάζει περίεργο που με πειράζει που λείπουν, αφού πριν είπα πως τα βαριέμαι και τα είχα βαρεθεί, αλλά μου έλειψαν. Μου έλειψαν γιατί χωρίς αυτά, χωρίς τα κορδελάκια και τις συζητήσεις, τους καβγάδες και την απεριόριστη λατρεία στη μητέρα τους, οι μικρές κυρίες δεν είναι Μικρές Κυρίες και σίγουρα δεν είναι Μικρές Γυναίκες. Κάθε πιθανότητα ανάδειξης αυτής της δυναμικής χάνεται πράγματι στην περίληψη.
Γράφω πολύ λίγα σε σχέση με το πόσα πολλά και ενδιαφέροντα είπες εσύ. Σχεδόν νιώθω τύψεις που δεν μπορώ να συνδεθώ. Σκέφτομαι πως εγώ δεν έχω τον τρόπο να φέρω αυτό το βιβλίο σήμερα. Η πλήρης εκδοχή, αν και η πιο ενδιαφέρουσα φωνή, ρεαλιστικά πιστεύω πως θα αποθαρρύνει τα περισσότερα παιδιά, δεν θα έχει κάτι να πει σε έφηβες και έφηβους. Η μεσαία εκδοχή υποθέτω πως θα προκαλέσει στην καλύτερη περίπτωση την απάθεια που είχα νιώσει κι εγώ μικρή… Ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα graphic novel με λιγάκι ειρωνική και ψύχραιμη ματιά, όπως έκανε η σκηνοθέτης Greta Gerwig (ναι, αυτή που σκηνοθέτησε την πρόσφατη Barbie!) το 2019 στη μεταφορά του βιβλίου σε ταινία; Δεν ξαναείδα την ταινία τώρα πριν γράψω, αλλά θυμάμαι την ατμόσφαιρά της, τους πολύ καλούς ηθοποιούς και τα χρώματα. Θυμάμαι έναν τέλειο καβγά ανάμεσα στην Τζο και τη Μεγκ, όπου η δεύτερη υπερασπίζεται την επιλογή της να παντρευτεί και να γίνει μαμά, λέγοντας πως είναι δικαίωμά της να έχει τέτοια απλά και συμβατικά όνειρα, όχι καριέρες και δημοσιεύσεις και έρωτες και ταξίδια. Άουτς. Αλλά και όχι άουτς.