Στο ντιβάνι της Katharina Volkmer, συγγραφέας των «Στον Γιατρό ή το εβραϊκό πουλί» και «Wonderfuck» (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

0
272

 

 

Από την Αλεξάνδρα Χαΐνη

Η Katharina Volkmer είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση για πολλούς λόγους. Γεννήθηκε στο Αμβούργο, αλλά τα τελευταία 20 περίπου χρόνια ζει στο Λονδίνο. Γράφει στα αγγλικά ενώ ο εκδοτικός της οίκος είναι γαλλικός με αποτέλεσμα να είναι καταχωρημένη ως Γαλλίδα συγγραφέας: τα δύο μυθιστορήματά της δηλαδή, το «Jewish Cock» και το «Wonderfuck», κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα, αλλά σε γαλλικό έδαφος.

Αυτό το μπες-βγες από γλώσσα σε γλώσσα, από χώρα σε χώρα και από ταυτότητα σε ταυτότητα είναι κυρίαρχο στα βιβλία της Volkmer, της οποίας τα βιβλία έχουν μεταφραστεί πλέον σε αρκετές γλώσσες, με μια όμως ιδιαιτερότητα: οι περισσότερες επέλεξαν να μην τηρήσουν τον αρχικό τίτλο, προσφέροντας άθελά τους (;) τροφή για συζήτηση αναφορικά με τον προοδευτισμό ή τις αγκυλώσεις τους.

Ενδεικτικά, αναφέρω ότι το «Jewish cock» παρότι στη Γαλλία (τόσο η αγγλική έκδοση όσο και στη γαλλική μετάφραση), κυκλοφόρησε ως έχει, στα ιταλικά βγήκε ως «Un ca**o ebreo», με λογοκριμένα δηλαδή τα δυο επίμαχα zz. Στη Γερμανία έγινε «Der Termin» και στη Βρετανία «The Appointment. A novel». Στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως «Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί» (Εκδόσεις Ποταμός), ίσως η πιο πιστή απόδοση του αρχικού τίτλου.

Όσο για το «Wonderfuck» στη γερμανική έκδοση ως τίτλος επελέγη η φράση που λέει ο πρωταγωνιστής: «Hallo, mein Name ist Jimmie, was kann ich für Sie tun?». Στα ελληνικά, ευτυχώς, κρατήθηκε ο αρχικός τίτλος «Wonderfuck» (εκδόσεις Στερέωμα), ενώ στη Βρετανία το βιβλίο θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο, με το πιο εξευγενισμένο «Calls May Be Recorded».

Μπέρδεμα; Η ίδια πάντως δείχνει κατανόηση: «Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι θα έπρεπε να γράφω λιγότερο απρεπείς τίτλους που θα μπορούν να χρησιμοποιούν όλοι. Το καταλαβαίνω όμως», μου απαντάει στο skype όταν της εκφράζω την απορία μου.

Παιχνίδι ορίων

Παρότι η λέξη απρεπής είναι κάπως αδόκιμη όταν αναφερόμαστε στη λογοτεχνία, η δουλειά της Volkmer φλερτάρει έντονα με τα όρια -και τις αντοχές/ανοχές- των αναγνωστών και αναγνωστριών της.

Το πρώτο της μυθιστόρημα είναι ένας ξέφρενος, μη πολιτικά ορθός («ριψοκίνδυνο» το χαρακτήρισε ο Βρετανός συγγραφέας Ian McEwan) μονόλογος μιας γυναίκας στην καρέκλα του γυναικολόγου, καθώς υπόκειται σε κάποια επέμβαση που παραπέμπει στην αλλαγή φύλου. Η γυναίκα αποκαθηλώνει την ευρέως αποδεκτή αφήγηση για το Ολοκαύτωμα, ονειρεύεται τον Χίτλερ, απαξιώνει τη Γερμανία και ταυτόχρονα αποδομεί το σώμα και τη σεξουαλικότητά της, μιλάει χωρίς αναστολές για τις φαντασιώσεις της – για όλα μιλάει ουσιαστικά, με χιούμορ αφοπλιστικό και γλώσσα καυστική.

Στο «Wonderfuck» η συνθήκη είναι διαφορετική: παρακολουθούμε τα έργα και τις ημέρες του Τζίμι στο λονδρέζικο τηλεφωνικό κέντρο παραπόνων για τουρίστες – στην «τέλεια κρυψώνα για όποιον δεν έμοιαζε με τους υπόλοιπους». Εδώ η συζήτηση είναι πολυπολιτισμική, τα θέματα ταυτότητας και σεξουαλικότητας είναι και πάλι στο επίκεντρο, ενώ γίνονται εκτενείς και φρενήρεις αναφορές στις εργασιακές συνθήκες, στην οικολογία, στον μη βιώσιμο τουρισμό κλπ. – όχι όμως με παιδαγωγικό τρόπο, αλλά με το ανάλογο εικονοκλαστικό ύφος του πρώτου βιβλίου.

Γλώσσα και «εξορία»

Η Volkmer δεν φοβάται τις λέξεις. Δεν θα ήταν υπερβολή ούτε κλισέ να πω ότι στα χέρια της οι λέξεις είναι αιχμηρά εργαλεία, είναι όπλα πανίσχυρα που μας βγάζουν από τη ζώνη ασφάλειάς μας. Η ίδια ισχυρίζεται βέβαια ότι στόχος της δεν είναι να σοκάρει, ωστόσο, παραδέχεται ότι δεν θα μπορούσε να γράψει με αυτό τον τρόπο στα γερμανικά και ότι η απόσταση από τη χώρα της, ουσιαστικά την απελευθέρωσε:

«Έφυγα από τη Γερμανία 19 ετών και τα αγγλικά ήταν ανέκαθεν η γλώσσα της καθημερινότητάς μου. Γράφοντας στα αγγλικά αισθανόμουν καλύτερα, περισσότερο ο εαυτός μου. Επίσης, πράγματι η απόσταση λειτουργεί λυτρωτικά: αν φύγεις μακριά από τη χώρα σου, τη βλέπεις διαφορετικά. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι οι Γερμανοί που ζουν στο εξωτερικό και διαβάζουν τη δουλειά μου την καταλαβαίνουν καλύτερα από τους Γερμανούς που ζουν στη Γερμανία, οι οποίοι δεν την βρίσκουν και τόσο αστεία – εξ’ού και ήταν πολύ δύσκολο να βρω εκδότη για το πρώτο μου βιβλίο. Η απόσταση είναι πολύ βοηθητική σίγουρα. Αντίστοιχα, το να γράφεις σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου μπορεί να έχει δημιουργικά όρια, όμως ταυτόχρονα σου δίνει μια ελευθερία, έχεις λιγότερους περιορισμούς.»

  • Πρόκειται για μια επιλεγμένη λογοτεχνική αυτό-εξορία λοιπόν;

Περίπου. Μου αρέσει που γράφω σε μια γλώσσα την οποία έχω διδαχτεί και όχι σε αυτή με την οποία γεννήθηκα και μου αρέσει αυτός ο ενδιάμεσος χώρος, ανάμεσα στις δυο χώρες, ανάμεσα στις δυο γλώσσες. Μεγάλωσα βέβαια με τη γερμανική λογοτεχνία – οι Γερμανοί διαβάζουν πολλούς Ρώσους συγγραφείς επίσης, έχουν δηλαδή διαφορετικές αναφορές από τους ανθρώπους που ζουν στη Βρετανία. Φυσικά το θέμα δεν είναι να γίνω Βρετανίδα. Δεν είναι αυτή η επιδίωξή μου!

  • Έλεγες νωρίτερα ότι δυσκολεύτηκες να βρεις εκδότη στη Γερμανία.

Επί έναν χρόνο αφότου είχε βγει το πρώτο βιβλίο στα αγγλικά, όλοι οι γερμανικοί εκδοτικοί οίκοι το απέρριπταν. Το θεωρούσαν «αηδιαστικό». Μέχρι που εμφανίστηκε ένας μικρός εκδοτικός οίκος που ήθελε να το βγάλει και τελικά το βιβλίο έτυχε ευρείας αποδοχής από τον Τύπο, είχε καλές κριτικές.

Τα τέρατα βγήκαν από την ντουλάπα

Υπάρχουν ακόμη στη Γερμανία θέματα για τα οποία είμαστε πολύ ευαίσθητοι. Σκέψου ότι το μυθιστόρημα «Der Nazi & der Friseur» (Ο Ναζί και ο κομμωτής, 1971) του Edgar Hilsenrath, ο οποίος ήταν επιζήσας του Ολοκαυτώματος και έγραψε ένα βιβλίο από τη μεριά του δράστη, του μαζικού δολοφόνου των SS και φρουρού του στρατοπέδου συγκέντρωσης, απορρίφθηκε από 60 εκδοτικούς οίκους. Υπάρχει φόβος. Φόβος για οτιδήποτε παρεκκλίνει από την κοινώς αποδεκτή αφήγηση. Αυτό θέλουν να αποφύγουν.

  • Η «κοινώς αποδεκτή αφήγηση». Θυμάμαι την πρώτη φορά που επισκέφθηκα τη Γερμανία και ένας νεαρός Γερμανός, μου ζήτησε «συγνώμη» για τις φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μου είχε φανεί περίεργο.

Ως Γερμανίδα, όταν ταξιδεύω είναι δύσκολο να αποφύγω μέρη όπου έχουν συμβεί αυτές οι φρικαλεότητες και αρκετοί μοιραζόμαστε ακόμη αυτό το συναίσθημα – και λέω αρκετοί και όχι όλοι, γιατί πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει.

  • Εννοείς με την άνοδο του AFD και της άκρας δεξιάς.

Στα γερμανικά υπάρχει η λέξη Vergangenheitsbewältigung που σημαίνει να έρχεσαι αντιμέτωπος με το παρελθόν σου. Νομίζω ότι στα γαλλικά λέγεται «travail de mémoire». Η αναζωπύρωση του νεοφασισμού δεν είναι κάτι καινούργιο στη Γερμανία, όμως πάντα έκαναν τα στραβά μάτια και σιωπούσαν, με αποτέλεσμα τώρα το πρόβλημα να είναι τεράστιο. Και στην πρώην ανατολική Γερμανία υπήρχαν εισροές από νεοφασίστες και κανένας δεν μιλούσε γι’ αυτό. Στη δεκαετία του ’90 ήταν οι skinheads και η βία, αλλά τους σκούπισαν κάτω από το χαλί. Τώρα τα τέρατα βγήκαν από τη ντουλάπα και είναι εκεί. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι στις πρόσφατες εκλογές, οι νέοι ψήφισαν είτε τους κομμουνιστές είτε το AFD.

Είναι δύσκολο, όμως πρέπει να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε πέρα από αυτούς τους διαχωρισμούς. Λέμε ότι έχουμε αντιμετωπίσει το παρελθόν μας αλλά νομίζω ότι είμαστε ακόμη πολύ μακριά από αυτό.

Ψυχαναλύοντας τον αναγνώστη

  • Οι ήρωες και οι ηρωίδες και των δύο βιβλίων σου λειτουργούν ως κοινωνικοί σχολιαστές, ως σύγχρονοι φιλόσοφοι κατά κάποιο τρόπο, και ταυτόχρονα ως ψυχαναλυτές ημών των αναγνωστών. Είχα την αίσθηση ότι έμπαιναν στο μυαλό μου και όχι (μόνο) εγώ στο δικό τους. Σα να βρισκόμουν εγώ ξαπλωμένη στο ντιβάνι.

Ξέρεις, έχω μεγαλώσει ως καθολική, δηλαδή όχι τόσο αυστηρά, αλλά σε αυτό το πλαίσιο, και βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα τη διαδικασία της εξομολόγησης. Οι χαρακτήρες μου ουσιαστικά εξομολογούνται. Για μένα οι ψυχολόγοι έχουν κατά μια έννοια πάρει τη σκυτάλη από τους ιερείς. Το να μιλάς σε κάποιον είναι θεραπευτικό. Όλοι οι άνθρωποι έχουν την επιθυμία να μιλήσουν και να ακουστούν. Μου αρέσει να δημιουργώ καταστάσεις όπου οι ήρωες θα πουν πράγματα που στην πραγματική ζωή ίσως να μην λέγονταν ποτέ.

  • Από πού αντλείς υλικό; Είναι αποκλειστικά μυθοπλασία όσα γράφεις ή υπάρχουν στοιχεία και από προσωπικές σου εμπειρίες.

Και στα δύο βιβλία υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το «Wonderfuck» έχει πολλά στοιχεία από τις προσωπικές μου εμπειρίες, καθώς για ένα φεγγάρι δούλεψα σε τηλεφωνικό κέντρο. Γενικά με ενδιέφερε το θέμα, μια και πολλοί άνθρωποι κάνουν αυτή τη δουλειά σήμερα, είτε κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, είτε μετά – και συνήθως είναι μια δουλειά που δεν αντέχουν. Ο ίδιος ο ήρωας δεν υφίσταται, είναι προϊόν μυθοπλασίας, παρόλο που μερικές φορές τον βλέπω τον Τζίμι, αλλά όχι, δεν είναι κάποιο υπαρκτό πρόσωπο. Ο χώρος, αντιθέτως, είναι πραγματικός.

Σύγχρονος Πύργος της Βαβέλ

  • Στο «Wonderfuck» το τηλεφωνικό κέντρο δέχεται αποκλειστικά παράπονα τουριστών και μάλιστα από διάφορες περιοχές του πλανήτη.

Ναι, είχα διαβάσει κάπου για ένα τέτοιο κέντρο σχετικά με τις μεταφορές και αυτό που με ενδιέφερε ήταν να διερευνήσω τι συμβαίνει, πώς αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους όταν δεν τους βλέπουμε. Εκεί που δούλευα δεν έπρεπε να χειριστούμε μόνο παράπονα, αλλά εδώ ήθελα να είναι αυτό το αποκλειστικό αντικείμενο για τον Τζίμι. Νομίζω ότι όταν δεν βλέπεις το άτομο που απαντά στο τηλεφωνικό κέντρο, δύσκολα πιστεύεις ότι πρόκειται για πραγματικό άνθρωπο με ζωή, όνειρα και εμπειρίες.

  • Οι εργαζόμενοι είναι κυρίως μετανάστες και φέρουν ο καθένας και η καθεμιά τη δική του/της σφραγίδα. Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και βιώματα της χώρας καταγωγής τους, ακόμη και διαφορετικές προφορές έχουν. Μου θύμισε έναν σύγχρονο Πύργο της Βαβέλ.

Πολύ εύστοχος χαρακτηρισμός. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα πολύς κόσμος ζει και εργάζεται σε μια γλώσσα που δεν είναι απαραίτητα η δική του. Μπορεί στο σπίτι του να μιλάει άλλη γλώσσα. Για παράδειγμα, η δική μου καθημερινότητα προϋποθέτει επικοινωνία σε τρεις διαφορετικές γλώσσες.

Διαπίστωσα ότι εκτός λίγων εξαιρέσεων, αυτό δεν αποτυπώνεται στη λογοτεχνία, είναι σαν να το αγνοούμε. Πάντα αναρωτιόμουν τι κάνει αυτό στους ανθρώπους, αν σκέφτονται κιόλας σε διαφορετικές γλώσσες. Δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος Γάλλος μεταφραστής μου, μού είχε πει «όταν σε διαβάζω μπορώ να διακρίνω τα γερμανικά σου μέσα στα αγγλικά».

  • Πέρα από τα θέματα γλώσσας, λεκτικής επικοινωνίας δηλαδή, που μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα, υπάρχει και η σωματική επικοινωνία. Και οι δύο πρωταγωνιστές σου, όμως, τόσο η γυναίκα στο «Εβραϊκό πουλί» όσο και ο Τζίμι στο «Wonderfuck» δείχνουν να έχουν δυσφορία σώματος, σα να δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με αυτό και να το αποδεχτούν.

Με ενδιαφέρουν τα σώματα καθαυτά, με ενδιαφέρουν οι μορφές των ανθρώπων. Και με ενδιαφέρει να εξερευνήσω τι σε κάνει να είσαι αυτό που είσαι, τι συγκροτεί την ταυτότητα, το σώμα σου και τι θα συμβεί αν αποφασίσεις να βγεις από αυτό.

  • Πάντως, όσον αφορά το σεξ, στο «Wonderfuck» το μόνο άτομο που φαίνεται να το χαίρεται πραγματικά (με την παραδοσιακή τουλάχιστον έννοια) είναι η 50+ μητέρα του Τζίμι. Αυτό είναι αισιόδοξο μεν για τη δική μου γενιά αλλά κάπως απογοητευτικό για τις νεότερες δεν νομίζεις;

Είναι αλήθεια. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Λέω συχνά ότι οι άνθρωποι δεν κάνουν σεξ γιατί όταν ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους χαζεύουν βίντεο με γάτες! Όλα έχουν γίνει πιο πολύπλοκα και υπάρχουν πολλοί κανόνες και πολύ δράμα και οι άνθρωποι έχουν δεκάδες περισπασμούς. Αυτό είναι ένα κομμάτι της απογοήτευσης του Τζίμι: το ότι η μητέρα του έχει καταφέρει να βρει κάποιου τύπου ικανοποίηση και ευτυχία και εκείνος παραμένει κολλημένος εκεί και δεν μπορεί να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά.

Νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις γενιές, σε σχέση με το πώς δούλευαν τα πράγματα παλιά. Και πέρα από τον ρατσισμό, θεωρώ ότι είμαστε αρκετά διαχωρισμένοι λόγω ηλικίας· δεν κάνουμε παρέα με μεγαλύτερους ανθρώπους όμως είναι απαραίτητο να μιλάς με ανθρώπους άλλης ηλικίας. Επιπλέον οι νέοι έχουν την αίσθηση ότι υπάρχει πληθώρα διαθέσιμων επιλογών πράγμα που τελικά λειτουργεί αντίστροφα. Διάβαζα τις προάλλες ότι η αγάπη είναι θύμα του καπιταλισμού – με τις εφαρμογές για dating κλπ.

  • Είσαι αισιόδοξη; Ακούγεσαι και φαίνεσαι αισιόδοξη, αλλά οι ήρωές σου βρίσκονται στο μεταίχμιο. Υπάρχει διέξοδος γι’ αυτούς – για όλους μας εν τέλει;

Ναι βέβαια. Και για τους δυο υπάρχει διέξοδος και απελευθέρωση. Την απελευθέρωση ψάχνουν άλλωστε. Ακόμη κι αν δεν είναι τέλεια, πάντα αξίζει να αναζητάς την απελευθέρωση.

Και η αισιοδοξία είναι το καλύτερο που μπορείς να επιλέξεις αυτή τη στιγμή. Γιατί αν αφεθείς στη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί, αφήνεσαι ουσιαστικά στα χέρια των λάθος ανθρώπων. Είναι καλό να θυμίζεις στον εαυτό σου τα πράγματα που είναι καλά.

 «Γράφω σε δημόσια θέα»

  • Πότε γράφεις Καταρίνα; Έχεις συγκεκριμένες συνήθειες;

Γράφω στα μεσημεριανά διαλείμματά μου στη δουλειά, και μου αρέσει να πηγαίνω σε καφέ, να γράφω σε δημόσια θέα. Αλλά γενικά είμαι ευέλικτη. Είναι μεγάλη πολυτέλεια να έχεις ως συγγραφέας χρόνο και χώρο αποκλειστικά για το γράψιμο. Νιώθω πιο παραγωγική στο τέλος της ημέρας πάντως.

  • Η δουλειά σου στο Λογοτεχνικό Πρακτορείο RCW είναι full-time;

Ναι. Αλλά δουλεύω και από το σπίτι. Πόλεις σαν το Λονδίνο και το Παρίσι είναι τόσο ακριβές που είναι πολύ δύσκολο για τους καλλιτέχνες να ζουν εκεί χωρίς να έχουν ταυτόχρονα μια σταθερή δουλειά. Πάντα γελάω με την ιστορία σχετικά με τον Hemingway ο οποίος λέγεται ότι μετακόμισε στο Παρίσι μετά τον πόλεμο επειδή «ήταν φτηνά»!

 

Who is who

H Katharina Volckmer (Καταρίνα Φόλκμερ) γεννήθηκε το 1987 στη Γερμανία και εγκαταστάθηκε σε ηλικία 19 ετών στο Λονδίνο. Έχει σπουδάσει Σύγχρονες Γλώσσες στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από το 2014 εργάζεται στο Λογοτεχνικό Πρακτορείο RCW. Το πρώτο της βιβλίο «Jewish cock», το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Στον γιατρό ή το εβραϊκό πουλί», από τις εκδόσεις Ποταμός, γνώρισε εξαιρετική επιτυχία σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το δεύτερο μυθιστόρημά της «Wonderfuck» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα.

Τον Ιανουάριο ανέβηκε στο Παρίσι (Théâtre des Bouffes du Nord à Paris) μια θεατρική διασκευή του «Στον γιατρό ή το εβραϊκό πουλί» με τίτλο «Le Rendez-vous» και πρωταγωνίστρια τη Γαλλίδα ηθοποιό Camille Cottin. Το σκηνικό μάλιστα θυμίζει έντονα την ελληνική έκδοση του βιβλίου (δείτε μια ενδιαφέρουσα μίνι συνέντευξη της Cottin εδώ: Le Rendez-vous | Théâtre.info).

 

Info:

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ διπλή ανάγνωση της Διπλής Ζωής (του Γιάννη Παπαθεοδώρου)
Επόμενο άρθρο100 χρόνια Ολυμπιακός…αλλιώς (του Ιάσονα Νεύρη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ