Η διπλή ανάγνωση της Διπλής Ζωής (του Γιάννη Παπαθεοδώρου)

1
430

 

του Γιάννη Παπαθεοδώρου (*)

Οι αναγνώστες / αναγνώστριες που είναι εξοικειωμένοι/ες με την πεζογραφία του Κώστα Λογαρά, θα αναγνωρίσουν στη Διπλή Ζωή αρκετές από τις αφηγηματικές αρετές, που έχει κατακτήσει στη μακρά πορεία του ο συγγραφέας : τη λιτή ακριβολογία με την οποία η γλώσσα αποδίδει τα συναισθήματα, τη σχεδόν κινηματογραφική δομή των κεφαλαίων, τις χωροχρονικές εναλλαγές, την καλειδοσκοπική οπτική γωνία, μέσω της οποίας η ζωή του κεντρικού ήρωα διασταυρώνεται με τις «ζωές των άλλων». Αν όμως όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν στοιχεία αναγνωστικής οικειότητας, – τουλάχιστον για τους μυημένους-, σίγουρα ο πρώτος αιφνιδιασμός προέρχεται από το ίδιο το θέμα. Η «διπλή ζωή» του κεντρικού ήρωα Παύλου Παυλή φέρνει στο προσκήνιο τον μετασχηματισμό (ή μήπως την κρίση;) του θεσμού της οικογένειας, μέσα από τις σχέσεις πολυσυντροφικότητας, τη σεξουαλική ηδονοθηρία, τη διαρκή μετακίνηση των ορίων ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα.

Για να τοποθετήσουμε το βιβλίο του ΚΛ σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, θα πρέπει να θυμηθούμε πως, εδώ και μερικά χρόνια, το θέμα της οικογένειας έχει επιστρέψει ως θεματική στην πεζογραφία αλλά και στον κινηματογράφο, ακριβώς, επειδή, όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Παπανικολάου, η οικογένεια «εμπλέκει τη ζωή, την οικονομία και την πολιτική με τρόπους που δένουν τα σώματα των ανθρώπων με την ιδέα του πληθυσμού, τις ατομικές ζωές, την ψυχολογική πίεση και τη βία, με τη βία των πλάνων, των μοντέλων και των αφηγήσεων».[1] Ήδη από την έναρξη της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, ο Δημοσθένης Κούρτοβικ παρατηρούσε πως ένα από τα κεντρικά στοιχεία της νεότερης λογοτεχνικής παραγωγής ήταν η αναπαράσταση της αποδιάρθρωσης της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας · έτσι, τουλάχιστον όπως αυτή είχε διαμορφωθεί είτε με την παλαιότερη συντηρητική εκδοχή της («πατρίς, θρησκεία, οικογένεια») είτε με τη μεταπολιτευτική μεσοαστική άνοδο των «νοικοκυραίων». Ο Κούρτοβικ τόνιζε επίσης πως η ελληνική οικογένεια δεν ήταν απλώς ένα μικρο-κοινωνιολογικό πεδίο κρίσης αλλά πως οι ίδιοι οι οικογενειακοί δεσμοί κατέρρεαν, οδηγώντας σε «αναταραχές φύλου», σε μορφές παραβατικότητας και σε ψυχικές διαταραχές.[2] Πράγματι, αν σκεφτεί κανείς τα πεζογραφικά (Σωτήρης Δημητρίου, Αύγουστος Κορτώ, Άντζελα Δημητρακάκη, Λένα Κιτσοπούλου, Εύα Στάμου) ή τα κινηματογραφικά (Πάνος Κούτρας, Γιώργος Λάνθιμος) παραδείγματα, παρατηρεί μια αξιοσημείωτη πύκνωση αυτής της νέας ανθρωπολογικής στροφής της πεζογραφίας, σε θέματα με βασικό άξονα την οικογένεια.

Στο μυθιστόρημα του ΚΛ, το κύριο ερώτημα είναι τριπλό : σε ποιο βαθμό, οι ατομικές επιλογές χειραφέτησης και ελευθεριότητας μπορούν να γίνουν πηγή δυστυχίας για τους κοντινούς «άλλους», τι γίνεται όταν οι «σχέσεις γίνονται ρόλοι», ποια απόσταση χωρίζει τον ατομικό ωφελιμισμό από τη συγγενική φροντίδα ; Ο αναγνώστης που περιμένει μια τελική απάντηση, δεν θα την πάρει. Εδώ και αρκετό καιρό, ο συγγραφέας, με  ένα οξύ παρατηρητικό βλέμμα, έχει επιλέξει να εκθέτει αυτά που βλέπει, χωρίς να οδηγεί τον αναγνώστη σε έναν εύκολο και απλοϊκό ηθικοδιδακτικό προσανατολισμό. Η αφηγηματική πολυφωνία, τόσο στη δομή όσο και στο περιεχόμενο του βιβλίου, προκύπτει αβίαστα από τις διαφορετικές στάσεις των ηρώων απέναντι στη βιωμένη εμπειρία τους. Για τον ΚΛ, το οικογενειακό «αρχείο» δεν είναι ένα άλμπουμ με ευτυχισμένες φωτογραφίες από εκδρομές αλλά ένα πεδίο συναισθηματικών εντάσεων και συνεχών διαπραγματεύσεων μεταξύ της αγάπης και της ηδονής. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το υλικό του, αναδεικνύοντας την καθημερινότητα των ηρώων του σαν ένα δύσκολο στοίχημα · έναν διαρκή μετεωρισμό ανάμεσα στην πίστη και στην «πολυπιστία». Αν ψάξει, επομένως, να βρει κανείς τον πραγματικό πρωταγωνιστή του βιβλίου θα πρέπει να σταθεί στο δίπολο που ενώνει και ταυτόχρονα χωρίζει τις ηθικές αξίες από το επιθυμητικό σώμα. Σε μια παλαιότερη εκδοχή αυτού του διπόλου ο ΚΛ είχε διακριτικά εκφράσει την άποψή του για την ιερή και τη βέβηλη όψη του διλήμματος : «Να, λοιπόν, γιατί συγχώρεσε ένας Θεός την πόρνη! Γιατί το σπίτι της είναι κι αυτό σαν το κορμί της: ένας χώρος του αναθέματος που ταπεινωμένος ο καθένας αφήνει εκεί μέσα τη φτυσιά του, την ντροπή του, τη δυστυχία του ή την ερημιά του· τόπος καθάρσεως σωμάτων και ψυχών»  (Σάββατα δίχως μύθο, Ρόπτρον, 1990 ).

Στη Διπλή ζωή, η αμαρτία και η ενοχή εναλλάσσονται με την απόλαυση και την απελευθέρωση. Μόνο που σε αυτή τη φάση της πεζογραφίας του, ο συγγραφέας μοιάζει να συνειδητοποιεί, με ώριμο τρόπο, το κόστος που επιφέρει η ανάληψη –ή, η μη ανάληψη- ευθύνης για τις πράξεις των ηρώων του.  Σε μία από τις πιο κεντρικές σκηνές του μυθιστορήματος, τη σκηνή του δικαστηρίου, η αλληγορία της δίκης γίνεται αφορμή για να κριθεί «ο Εαυτός ως Άλλος». Το «εγώ» εκ(τίθεται) γιατί τελικά συνειδητοποιεί πως το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι η διεκδίκηση μιας σεξουαλικής επιτρεπτικότητας αλλά κατά πόσο αυτή συνδυάζεται με έναν εαυτό ηθικά υπεύθυνο για τις πράξεις του, με έναν εαυτό υπόλογο στους Άλλους. Και αν πίσω από την κρυφή ειρωνεία, ο συγγραφέας δείχνει πως ο λόγος των θεσμών είναι κατά βάση κατασταλτικός, αυτό δεν σημαίνει πως ο κεντρικός ήρωας του προβάλλεται ως ένα εξιδανικευμένο πρότυπο χειραφέτησης. Στο βιβλίο του ΚΛ, αυτό που κυριαρχεί είναι η ηθική αμφισημία · μια αμφισημία που μετατρέπει το βίωμα της Διπλής Ζωής σε μια άσκηση διπλής ανάγνωσης. Αν η νεωτερική πεζογραφία οφείλει πολλά σε εκείνη την αφοπλιστική φράση του Φλωμπέρ («Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ»), τότε η Μαντάμ Μποβαρύ μάλλον θα ήθελε να κουβεντιάσει με τον Παύλο Παυλή για τις ταραγμένες θάλασσες του έρωτα αλλά και για τις έρημες ζωές των ναυαγών του.

 

(*) Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Παν/μιο Πατρών

[1] Δημήτρης Παπανικολάου, Κάτι τρέχει με την οικογένεια. Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης, Πατάκη, Αθήνα, 2018, σ. 416.

[2] Δημοσθένης Κούρτοβικ. (2011). «Οιωνοί, Ξόρκια και προφητείες». Τα Νέα. Ηλεκτρονικά Διαθέσιμο στο: https://www.tanea.gr/2011/01/15/lifearts/by-the-book/oiwnoi-ksorkia-kai-profiteies/

Κώστας Λογαράς, Διπλή ζωή, Καστανιώτης

Προηγούμενο άρθροΡεαλιστικό αισθηματικό μυθιστόρημα ή νουάρ; (γράφει ο Παναγιώτης Κουρούπης)
Επόμενο άρθροΣτο ντιβάνι της Katharina Volkmer, συγγραφέας των «Στον Γιατρό ή το εβραϊκό πουλί» και «Wonderfuck» (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Στον πραγματικά ενδιαφέροντα προβληματισμό που αναπτύσσει ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, θα ήθελα να προσθέσω και τη συμβολή ενός πολύ αξιόλογου μυθιστορήματος από τον σημαντικό πεζογράφο μας Γιώργο Συμπάρδη τον οποίο απασχολούν εξακολουθητικά παρόμοια θέματα. Στην Πλατεία Κλαυθμώνος (Μεταίχμιο, 2023) ένας δεκαεννιάχρονος φοιτητής της Νομικής συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της δικτατορίας του 1967 στην ομώνυμη πλατεία μαζί με έναν ακόμη νεαρό ως ύποπτος ομοφυλοφιλίας, ενώ ξεκινά γι’ αυτόν μια διαδικασία περιπλάνησης αλλά και μύησής του στον κόσμο των ομοφυλοφίλων της εποχής. Ακολουθεί μια αναδρομή στο οικογενειακό παρελθόν του νεαρού, που είναι και ο αφηγητής του βιβλίου: για τη μητέρα, τον πατέρα, τον άντρα που αποτελούσε τον τρίτο πόλο μιας εύθραυστης συζυγικής σχέσης, η οποία διαρρηγνύεται στο τέλος, δημιουργώντας ακόμη περισσότερα ερωτηματικά στον έφηβο αφηγητή, ο οποίος υποψιάζεται ότι ο πατέρας του ήταν εκείνος που είχε ερωτική σχέση με τον φίλο τους Βέργο και όχι η μητέρα του, που φαινόταν να τον διεκδικεί. Ένα παιδί που ενηλικιώνεται και αποκτά την αυτοσυνειδησία του μέσα από την αναψηλάφηση αυτών των σχέσεων, για την οποία καταλύτες γίνονται δύο νέα πρόσωπα στη ζωή του: ο νέος σύντροφος της μητέρας Θεόφιλος που συχνάζει στα δημόσια ουρητήρια και η νεαρή του κόρη, η οποία φαίνεται πως μοιράζεται παρόμοια βιώματα με του αφηγητή, δηλαδή μιας οικογένειας που καθόλου «συνηθισμένη» δεν φαίνεται να είναι…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ