της Κατερίνας Δ. Σχοινά
Ι. Στον δρόμο προς την ποίηση
Ήταν σοφή προ διετίας η ιδέα να συμπεριληφθούν σε κοινό τόμο οι τέσσερις ποιητικές συλλογές του Δραμινού ποιητή Κυριάκου Συφιλτζόγλου (Αντίποδες, 2023), καθώς έτσι ο αναγνώστης που το επιθυμεί μπορεί εύκολα να παρακολουθήσει την ποιητική του συγγραφέα ως ένα ενδιαφέρον έργω εν προόδω. Το συνολικό λογοτεχνικό έργο του Συφιλτζόγλου συμποσούται, άλλωστε, στις συλλογές αυτές, στο υβριδικό Δραμάιλο και στο πεζογράφημα Σπίτι Παιδιού, σε μια γραφή που δεν εφησυχάζει στις δάφνες της, επιδιώκει να μην επαναλαμβάνεται, εξελίσσεται, εκπλήσσεται κι εκπλήσσει και δεν επαναπαύεται ούτε σε ειδολογικές περιχαρακώσεις. Τρανή απόδειξη αποτελεί το πρόσφατο βιβλίο του Ακατοίκητα (Ποταμός, 2024), σύνθεμα εικαστικό και ποιητικό, εν είδει τρίτου μέρους μιας άτυπης (;) τριλογίας που συνδιαμορφώνουν τα τρία τελευταία έργα του συγγραφέα και, από το 2013, φωτογράφου.
Μία κατά το δυνατόν σύντομη περιήγηση κατ’ αρχάς στην ποιητική παραγωγή του Συφιλτζόγλου από το 2007 ως το 2015, όταν ο ποιητής λαμβάνει το βραβείο ποίησης του περιοδικού Aναγνώστης για τη συλλογή Στο σπίτι του κρεμασμένου (τότε από τις εκδόσεις Θράκα), μπορεί εύκολα να αποκαλύψει ότι στη διαδρομή του στις τέσσερις ποιητικές συλλογές του ποιητή ο αναγνώστης δεν πλήττει ποτέ. Από το πρωτόλειο ακόμα Έκαστος εφ’ ω ετάφη (Γαβριηλίδης, 2007), ο νεαρός ποιητής αναζητά τη θέση του ανάμεσα στους τάφους των άλλων, στις ερειπωμένες πόλεις-νεκροταφεία της ελληνικής επαρχίας και των εργολάβων της ή στους σκαπανείς της διαφθοράς, της γραφειοκρατίας, της πατριδοκαπηλίας, μέλη εκλεκτά μιας «μητέρας πατρίδας», μιας «σκύλας» που αναθρέφει τα παιδιά της «σκυλεύοντάς» τα. Ο ποιητής, όμως, δηλώνει ένας «άπελπις ονειροπόλος», «όλος μια ανοιχτή πληγή», που δεν βρίσκει θέση στο ρεύμα, δεν στεγάζεται κάτω από καμία ταμπέλα, δεν φοβάται να χαρακτηριστεί «ένας απολιτίκ της λεωφόρου». Περνά στο αντίθετο ρεύμα κι η σύγκρουση είναι μοιραία μετωπική. Σε αυτό το μπαμ, στο σημείο της πρόσκρουσης της ευαισθησίας του με τον περιρρέοντα κόσμο είναι που γεννιέται το ποίημα, «πυορρούν» και πληγωμένο, ακόμα αβέβαιο, τοποθετημένο σε μεταίχμιο ανάμεσα στο μέσα της ψυχής και στο έξω της λεωφόρου. Η πρώτη αυτή ποίηση του Συφιλτζόγλου τάσσεται σε μεταίχμιο όχι μόνον χωρικά, αλλά και ειδολογικά (μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας). Ο ποιητής, λοιπόν, «ετάχθη» εξαρχής σε αυτόν τον λογοτεχνικό ενδιάμεσο χώρο, για να μην ταφεί.
Και έτσι συνεχίζει, παρά την αβεβαιότητα του εγχειρήματος, όπως διαπιστώνεται στην επόμενη συλλογή Μισές αλήθειες (Μελάνι, 2012), όπου, διερωτώμενος για την αλήθεια, καταλήγει πως ολόκληρη η αλήθεια ποτέ δεν ανευρίσκεται. Για αυτό κι ο σκορπιός που αναπαύεται στα γρανάζια της γραφομηχανής στο 25ο ποίημα της συλλογής κρατά στη δαγκάνα μισή μόνον αλήθεια, θραυσματική σαν τους στίχους που πληκτρολογούνται. Στίχοι σπασμένοι («κατά ριπάς οι λέξεις», «μασώ τα πριονίδια των λέξεων»), ελλειπτικοί, γίνονται σκαλοπάτια, γίνονται «βαρίδια», κατεβαίνουν από το ποιητικό ύψος στο «αστικό τοπίο που δεν βιώνεται», στην «αστική ηθική που δεν τρώγεται», στην «αστική ευθύνη» που ποτέ «δεν ευθύνεται». Αναμετρώμενος με τις περιστάσεις της καθημερινότητας αλλά και της Ιστορίας, μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, ο ποιητής χωρίς υψιπέτεια μετατρέπει τους στίχους του σε «πεζά ποιήματα», που ανακαλύπτουν στο υπόγειο «μια πεταλούδα που συνομιλεί με ένα εγχάρακτο μαμούθ». Μόνον μία είναι εντέλει η αλήθεια που λέγεται ολόκληρη: ότι «επείγει μια Ανάσταση», γιατί «η παράκρουση βροντά την πόρτα», ίσως ο λόγος που πρέπει να ειπωθεί είναι ο λόγος του κατεπείγοντος, στα έσχατα όρια του μύθου και του δράματος.
Το επείγον έρχεται όταν τον Μάιο του 2012 ο Συφιλτζόγλου καλείται επίστρατος στον Έβρο, την εποχή που πέφτει η στάθμη του ποταμού και ανακαλύπτονται τα νεκρά σώματα των προσφύγων. Αυτές οι «περιστάσεις» της ιστορίας, οι «στιγμές/φλεγμονές» της ιστορικής ροής οδηγούν στη συλλογή Με ύφος Ινδιάνου (Μελάνι, 2014, Αντίποδες,2023). Από τον ποταμό Έβρο ως τις πατρίδες των προσφύγων εκτείνεται ένα τοπίο σπαρμένο με νεκρούς, μια απέραντη νεκρά θάλασσα. Συνοριακή γραμμή, μεταίχμιο τόπων και συναισθημάτων, διαρρηγμένα σύνορα• εδώ δεν μπορείς να σιωπήσεις: θα θρηνήσεις ελεγειακά ή οι καπνοί του νέου αυτού ολέθρου είναι σήματα για κατεπείγουσα πρόσκληση σε δράση; Ο ποιητής «με ύφος Ινδιάνου» στη χάρτινη σκηνή των γραπτών του αποφασίζει μετά τον θρήνο του το δεύτερο, αναπέμπει ποιήματα-σήματα καπνού, χωρίς αλληγορίες και «μισές αλήθειες». Ο ποιητής «Ινδιάνος» δεν είναι πολεμοχαρής. Πρώτα συνθέτει συγκλονισμένος μια ελεγεία, δηλαδή παραθέτει νεκρόδειπνο, μια μακαριά για τους νεκρούς χωρίς σύνορα, όχι μόνον γεωγραφικά αλλά και χρονικά, καθώς από τη μικροϊστορία, την ιστορική «περίσταση» που πυροδοτεί τη συλλογή, τα σήματα του Ινδιάνου ποιητή ταξιδεύουν στην ιστορία (εξάλλου ως νομάς περιφέρεται διαρκώς). Και μετά εκφέρει τον λόγο του κατεπείγοντος, με πυρετώδη ένταση και διανοητική αγωνία. «Φούσκωσαν οι λέξεις και ξεφλουδίζουν» γράφει ο Συφιλτζόγλου, απογυμνώνονται, πυροβολούν τις αλήθειες ολόκληρες: γίνονται καταγγελτικές της πατριδοκαπηλίας και της πολιτικής ρητορικής, της αναλγησίας των ιθυνόντων, της κυνικής αποποίησης ευθυνών, της μετατροπής της μεθορίου σε χωματερή ανθρώπων.
Και έναν χρόνο μετά, με ένα συναξάρι των αγίων του ποιητή υπό τον μακάβριο τίτλο Στο σπίτι του κρεμασμένου (Θράκα, 2015), ειρωνικώς συνομιλούντα με τον πρωτόλειο Έκαστος εφ’ ω ετάφη του 2007, η ποίηση του Συφιλτζόγλου δείχνει να αλλάζει άρδην. Ειδολογικώς «ανυπάκουα» κείμενα, με παιγνιώδη χαρακτήρα και απείθαρχη φύση συνιστούν μικροεικόνες-μικροεπεισόδια σαν σύντομα θεατρικά σκετσάκια ή κινηματογραφικά γκανγκς όπου γίνονται οι πιο απρόσμενες συναντήσεις (φαινομενικά ετερόκλητες και ασύμβατες μεταξύ τους) από όλο το φάσμα της τέχνης και της ιστορίας: έτσι, ο μεθυσμένος Έντουαρντ Χόπερ καβγαδίζει με τον Ρέιμοντ Κάρβερ στο αεροδρόμιο του Όρεγκον, ο Μπέκετ συναντά τη Μέλπω Αξιώτη σε ένα υπαρξιακό φλερτ που διακόπτεται βίαια, ο και γιατρός Μανώλης Αναγνωστάκης κρατά τις ακτινογραφίες του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, ο άδοξα αναληφθείς Γκαγκάριν, ο εκτελεσθείς Μπουχάριν κι ένα ασθενοφόρο που το έλεγαν «Λακάν», αυτά και πολλά άλλα συνείρονται σε συναντήσεις ποιητικές, με γνώση και φαντασία, με χιούμορ κυρίως πικρό, σε μια παράλογη(;) συνένωση από εκλεκτά κομμάτια ενός σύνθετου κατακερματισμένου κόσμου, ενδεικτικού όμως των επιρροών στην ποίηση του Συφιλτζόγλου. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας αναδημιουργεί παίζοντας τον κόσμο των δικών του οροσήμων στη διαδρομή της τέχνης και της σκέψης του, με τον τρόπο ενός παιδικού παζλ ή, περισσότερο, με τον τρόπο των Ρώσων φουτουριστών και τον «καλλιτεχνικό χουλιγκανισμό» τους, όπως αυτός είχε χαρακτηριστεί από τον τύπο της εποχής τους.
ΙΙ. Στον δρόμο προς τη Δράμα
Τότε φαίνεται να κλείνει ένας κύκλος ποιητικών μυθολογιών, καθώς κατά το διάστημα 2018-2019 ο Συφιλτζόγλου αλλάζει δρομολόγιο, βαδίζοντας τον δρόμο προς την ιδιαίτερη πατρίδα του Δράμα, πρώτα με το υβριδικό έργο Δραμάιλο (παραφθορά του τουρκικού Δραμάγιογλου που σημαίνει «ο δρόμος για τη Δράμα»), όπου η ποίηση (κυρίως «πεζοποιήματα») συνομιλεί με φωτογραφίες του συγγραφέα/φωτογράφου• ακολουθεί η σπασμένη σε 32 αφηγηματικά θραύσματα νουβέλα Σπίτι Παιδιού, αμφότερα από τις εκδόσεις Αντίποδες. Στην ενδοχώρα των κειμένων του βιβλίου Δραμάιλο κατοικεί αταβιστικά μία Βαβέλ, στιβαρή πολιτισμικά και πολύβουη γλωσσικά[1]. Τη λανθάνουσα μνήμη, ό,τι δηλαδή παρέμεινε για χρόνια αδρανές, καθώς και σπάνια μνημονικά ίχνη ανασκάπτει με υπομονή ο συγγραφέας, από προφορικά και γραπτά μνημεία περισυλλέγει προσεκτικά λέξεις, φράσεις, ήχους, αισθήσεις, παλίμψηστα από γενιά σε γενιά, αξιοποιώντας τα ως ψηφίδες μιας αφήγησης που δεν μπορεί παρά να είναι θραυσματική. Ψελλίσματα, εικόνες, βίαια, πικρά και γλυκά επεισόδια/σκηνές, λέξεις κάθε ντοπιολαλιάς που μιλήθηκε στην περιοχή, αυτόνομες και ενίοτε επεξηγούμενες, ονόματα, χρονολογίες, όλα συμπράττουν στην κομματιασμένη αφήγηση, που συνομιλεί με φωτογραφίες της διπλανής σελίδας, απεικονίσεις κι αυτές θραυσμάτων, κενών, απουσιών: ακατοίκητα από χρόνια κι ερειπωμένα σπίτια, λιγοστά εναπομείναντα αντικείμενά τους, έρημα παλιά νεκροταφεία. Η μεικτή, θρυμματισμένη αφήγηση συνιστά μια δύσκολη διαδρομή στην προγονική εστία: «σκέφτηκα πως θα κάνω τους νεκρούς να ξαναπάρουν το δρόμο για τη Δράμα δεύτερη φορά και ως νεκροί να μιλήσουν», ομολογεί ο συγγραφέας[2], συμπληρώνοντας πως με αυτόν τον «παραμυθητικό νεκρόδειπνο» η παραμυθία είναι λυτρωτική περισσότερο για τον ίδιο («τακτοποιώ κάπως το παρελθόν μέσα μου, για να ‘μαι πιο ψύχραιμος στο σήμερα»). Το Δραμάιλο είναι αφιερωμένο στη θανούσα μητέρα του συγγραφέα.
Τόσο το Δραμάιλο όσο και η συνέχειά του, η νουβέλα Σπίτι Παιδιού(Αντίποδες)[3], γίνονται επιτελέσεις, μικρές μνημονικές οδύσσειες σε ένα ατελείωτο ταξίδι στο παρελθόν, αφηγηματοποιήσεις για την απόδοση όχι μόνον της ατομικής ταυτότητας του συγγραφέα, αλλά κυρίως της συλλογικής. Η παιδική αφηγηματική ματιά στο Σπίτι Παιδιού εισδύει σε απαγορευμένα από τους ενήλικες άβατα της Πλατανιάς, δηλαδή σε ξέφραγα χορταριασμένα οικόπεδα, σε κλειστά σπίτια μεταναστών στη Γερμανία, σε «στοιχειωμένα» ερειπωμένα οικήματα υπό κατάρρευση, σε ημιεγκαταλελειμμένα νεκροταφεία όπου οι σάπιοι σταυροί «ούτε για προσάναμμα δεν κάνουν», σε προσωπικούς χρονοτόπους απ’ όπου, στη συνομιλία με τους νεκρούς, αναδύονται ιστορίες της μαμάς, του μπαμπά, της χαμένης αθωότητας των παιδιών, της Δέσποινας από την Καππαδοκία, της λυπημένης κυρα-Τίγκως, του μαυροφορεμένου μπαρμπα-Ντοντόκη, του επιβλητικού Τσουρούκ-Νικόλα, του τουρκόφωνου θείου Παναγιώτη κι όσων περίπου κατοικούσαν στα έρημα σπίτια του τελευταίου υβριδικού (ποίηση/φωτογραφία) βιβλίου του Συφιλτζόγλου Ακατοίκητα (Ποταμός, 2024), στα φωτογραφικά κάδρα του οποίου κάποιες εναπομείνασες πενιχρές οικοσκευές θυμίζουν πως κάποτε «η σόμπα στο δωμάτιο μπουμπούνιζε και τα κάστανα πάνω της ξεφλούδιζαν και μοσχοβολούσε ο τόπος».
Παραπλήρωμα, λοιπόν, των δύο προηγούμενων βιβλίων του Συφιλτζόγλου τα Ακατοίκητά (Ποταμός, 2024) του κινούνται στην ίδια ενδοχώρα, στην πολιτισμικώς παλίμψηστη Δράμα, στην Πλατανιά και στα πέριξ ή, εμμέσως, στη Γερμανία των γκασταρμπάιτερ και των σημερινών νέων μεταναστατών της ελληνικής επαρχίας. Αν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στο Δραμάιλο συνομιλούσαν με τα πεζά ποιήματα της άλλης σελίδας, οι έγχρωμες φωτογραφικές αφηγήσεις του τελευταίου βιβλίου διαστίζονται από λιτές ποιητικές φράσεις-υπογραμμίσεις της ποιητικότητας των εικόνων και διακριτικούς οδοδείκτες στη μυσταγωγική περιήγηση του αναγνώστη στον κόσμο και τον λόγο της απουσίας. Μέσα στον εικονορρυπαντικό καταιγισμό της εποχής μας, οι ποιητικές εικόνες με τα δυσεύρετα μνημονικά ίχνη, αμνημείωτα πριν από την κιβωτό μνήμης (ή μάλλον μεταμνήμης) που τους επιφύλαξε ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, μοιάζουν ακριβές. Θυμίζουν ίσως στην ποιητικότητά τους κάτι από τον μαγικό ρεαλισμό των φωτογραφιών του Josef Sudek ή ακόμα και από τις εθνο-ηθογραφικές φωτογραφίες του Edward S. Curtis, που, υιοθετώντας «ύφος ινδιάνου», εγκιβώτισε στις φωτογραφίες του τον απειλούμενο από τον αφανισμό βίο των ινδιάνικων φυλών στις αρχές του 20ού αιώνα, διασώζοντάς τον από τη λήθη. Με τον τρόπο περίπου που μετέρχεται στην τελευταία τριλογία του κι ο Συφιλτζόγλου. Όσο «για λίγο ακόμη ξεφλουδίζεται ο χρόνος» στα σκονισμένα δωμάτια των ερημωμένων σπιτιών που φωτογραφίζει ευλαβικά ο φωτογράφος ποιητής, νυχοπατώντας για να μη διαταράξει τη γαλήνη τους, καθώς «κάθε τριγμός σφιγμός» είναι και ο «τελευταίος ασπασμός», τόσο ακόμη «ψιθυρίζουν τα κτερίσματα»-μάρτυρες της μάταιης προσμονής για την επιστροφή αυτών που εγκατέλειψαν βίαια τα «ακατοίκητα» για μια καλύτερη τύχη: τέτοια είναι, για παράδειγμα, μια φθαρμένη κουρτίνα στο σπασμένο τζάμι του παραθύρου, σκονισμένα αντικείμενα, στρωμένα κρεβάτια ή το κουφάρι τους, σβησμένα τζάκια, άδεια ράφια, ξεθωριασμένες φωτογραφίες, εικονοστάσια, επιζήσαντα πλαστικά λουλούδια κι ένα μπουκάλι κονιάκ Μεταξά σαν έτοιμα για μνημόσυνο. Φωτισμένα με τις τελευταίες «εκπνοές φωτός», αυτά τα «ακατοίκητα» επιμένουν να κατοικούνται αποπνέοντας «χνώτο ζεστό». Κατοικούνται από την καλλιτεχνική ευαισθησία του αποθησαυριστή τους, που τα προφυλάσσει από τη λήθη διασφαλίζοντάς τους, μέσω του έργου του, έναν ισχυρό μνημονικό τόπο. Με τον τρόπο τους λειτουργούν σαν εκείνα τα αρχαία επιτύμβια που απευθύνονταν στον περαστικό (εδώ στον αναγνώστη), ο οποίος μπορούσε έτσι να συμμετάσχει σε έναν νοητό διάλογο με τον τιμώμενο νεκρό, παραβιάζοντας τα οντολογικά του όρια.
ΙΙΙ. Παραμυθητικές συναντήσεις
Αν ανακαλέσουμε τη διάκριση ποίησης και πεζού λόγου που επιχείρησε ο Πωλ Βαλερύ, ο οποίος παρομοίασε την πρώτη με χορό και τον δεύτερο με βάδισμα, έχουμε αυτήν τη διπλή αίσθηση στα έργα του Συφιλτζόγλου. Ο χορός τους μου θυμίζει έναν άλλον χορό, στο κλείσιμο του βιβλίου Πόλεως και Νομού Δράμας Παραμυθία (Άγρα, 1986), όπου ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης παρουσιάζει την εξής σκηνή: χίλιοι σφαγμένοι νεκροί από το Δοξάτο μεταφέρουν σε έναν μεταιχμιακό τόπο, ανάμεσα σε ένα λαϊκό καφενείο και στο κοιμητήριο της πόλης Δράμας, ένα πήλινο ακέφαλο σώμα γυναίκας, μαζί με ένα κεφάλι, μπορεί και άλλου αγάλματος. Το παραδίδουν σιωπηλοί στον αιωνόβιο κυρτωμένο γέροντα περιπατητή, κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου, την ώρα που χόρευε μερακλωμένος τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, κι εκείνος υπόσχεται να ανασυγκολλήσει τα σπασμένα μέλη του αγάλματος με την αγάπη του. «Οι νεκροί τότε πήραν μέρος στο χορό και κανείς πια δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τους πεθαμένους απ’ τους ζωντανούς. ‘Δόξα τω Θεώ’, αναφωνούσαν οι πάντες με φωνή στεντόρεια». Αυτός ο βαθιά παραμυθητικός χορός είναι, νομίζω, κι ο χορός που συναντά κανείς στις ευρηματικές συγκολλήσεις θραυσμάτων που επιχειρούνται στην ποιητική πεζογραφία, στην πεζόμορφη ποίηση ή στις ποιητικές φωτογραφίες του Κυριάκου Συφιλτζόγλου.
[1] Οι πολιτισμικές διασταυρώσεις που απαντούν στο βιβλίο είναι μεταμνημονικά βιώματα του ίδιου του συγγραφέα, που διαθέτει καταγωγικό στίγμα από τουρκόφωνους (από πατέρα) και Πόντιους, από πλευράς μητέρας, πρόσφυγες, ενώ είχε μεγαλώσει στο προσφυγικό χωριό Πλατανιά Δράμας.
[2] Στη στήλη «Ένας συγγραφέας, ένα βιβλίο», επιμ. Μαρίας Σφυρόερα, ertnews, 9/2/2019.
[3] Ο τίτλος παραπέμπει στα μεταπολεμικά ιδρύματα Βασιλικής Πρόνοιας και μετέπειτα κέντρα νεότητας, όπως εδώ σε αυτό της Πλατανιάς Δράμας, όπου εργαζόταν η μητέρα του συγγραφέα.