Σώμα πάσχον οριακή καταφυγή (γράφει ο Νίκος Σιδέρης)

0
123

 

Γράφει ο Νίκος Σιδέρης (*)

                 Και αυτό το βιβλίο του Σάββα Σαββόπουλου , όπως και το «Επτά παραμύθια ζωής», έχει τρία γνωρίσματα: Ήθος της γραφής, διανοητική ισχύς και αγάπη της γλώσσας.

Το ήθος δομεί το βιβλίο ως επιχείρημα, όχι ως δόγμα-μετακένωση έτοιμων σχημάτων ή απολίθωμα της δικής του εμπειρίας. Υλικό, επεξεργασία των δεδομένων, στοχαστικές επαγωγές και αναστοχαστική διάθεση αισθητή σε όλο το κείμενο, διαμορφώνουν ένα λόγο πολυεπίπεδο, αποδεικτικά πλούσιο και ισχυρό   ̶  και ταυτόχρονα ανοιχτό στον αναστοχασμό του αναγνώστη.

Η δομή του βιβλίου είναι ψηφιδωτή, με σκελετό 35 κλινικές ιστορίες που συγκλίνουν, αλληλοεμπλουτίζονται και ταυτόχρονα αναδεικνύουν την ιδιοπροσωπία κάθε περίπτωσης και τις ιδιότυπες κλινικο-θεωρητικές της αντηχήσεις. Δομή συμφωνική, όπου το βασικό μοτίβο της ψυχοσωματικής θεώρησης αναπτύσσεται και επιχρωματίζεται με παράλληλες ή αντιστικτικές μελωδίες, αντανακλώντας και την πνευματική ελευθερία του συγγραφέα και την αυστηρότητα του έγκυρου στοχασμού. Ισοζυγίζει συνθετικά τη θεωρία  με την εμπειρία, αναγνωρίζοντας στη δεύτερη την πρωτοκαθεδρία  — στάση που καθιστά το διάβημά του «έργο σε εξέλιξη» και όχι τοτεμική υπαγόρευση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, γράφει (στη σελ. 327) : «Σε αυτές τις συνθήκες άρχισε για την [ασθενή] μια σιωπηρή ψυχική αποδιοργάνωση, η οποία ενδεχομένως συνέβαλε στην εκδήλωση του καρκίνου» (υπογράμμιση ΝΣ). Ενώ εκ προοιμίου εκδηλώνει ευγνωμοσύνη προς «τη διδασκαλία των ασθενών μου, οι οποίοι καθημερινά δοκιμάζουν την κλινική και θεωρητική μου συγκρότηση και με καλούν να βγω από την αγκύλωση του ‘γνωρίζω’» (σελ. 10). Προσθέτοντας κι έναν τρίτο πόλο: Τη σκέψη και τα πάθη του ψυχαναλυτή επί το έργον, καθώς καλείται να αντέχει κλυδωνισμούς και καταπονήσεις, ως θεματοφύλακας της αγάπης για την αλήθεια του υποκειμένου σε άγριους καιρούς, τόπους και τρόπους. Όπως ο ίδιος έχει πει στο σεμινάριό του στο Ινστιτούτο Γαληνός, η θεραπεία ψυχοσωματικού ασθενούς δεν είναι μια πορεία σε χαραγμένους δρόμους, αλλά εκστρατεία στο Αφγανιστάν…

Όσο για την αγάπη της γλώσσας, θα θυμίσω ότι ο Σ.Σ. γράφει και δημοσιεύει και ποιήματα. Δεν έρχονται λοιπόν από το πουθενά φράσεις θεωρητικά αυστηρές και μαζί ενδεδυμένες τη λογοτεχνική ευαισθησία, όπως “Η νόσος είναι ένα υπαρξιακό άχθος, αλλά ένα ‘πολύτιμο άχθος’, γιατί χάρη σε αυτήν καθηλώνεται στο σώμα η ενόρμηση καταστροφικότητας και έτσι σταματάει η προϊούσα αποδιοργάνωση του ψυχισμού, που σαρώνει τα πάντα αποξηραίνοντάς τον»…” (σελ. 10).

Θάρρος και γενναιοδωρία

Όπως ο ίδιος γράφει «Ο θεραπευτής θα συμπορευτεί με τον ασθενή σε απρόσιτους μέχρι τότε τόπους, όπου θάφτηκαν κομμάτια του εαυτού του, τα οποία περιμένουν να ξαναβρούν το ψυχόσωμα, από το οποίο βίαια αποκόπηκαν» (σελ. 10). Τολμά, και μάλιστα από θέση ευθύνης για τον άλλον, ταξίδια ακόμη και εκεί όπου δεν έχει προϋπάρξει ένας παράδεισος για να τον χάσεις, να τον πενθήσεις, να τον νοσταλγείς, να τον φαντασιώνεσαι, να τον κάνεις μετωνυμικά και μεταφορικά ζωή και έργο. Επισκέπτεται υπάρξεις που γέννησε η αστοχία του ζωτικού άλλου, η στέρησή του και η ψυχική ερημία που φέρνουν τέτοια κενά μνημονικής ανάκλησης και ψυχής, πριμοδοτούμενα από τη ναρκισσιστική έρημο των καιρών μας, που μας ρίχνει να ζήσουμε σε έναν κόσμο χρήσιμο ή ευχάριστο, αλλά όχι αγαπητό – ήτοι χρηστικό, όχι αγαπητικό, όχι ανθρώπινο, για να μην πω ούτε καν ζωώδη με την έννοια του έμψυχου, αφού ακόμη και τα ζώα τρέφονται από την αγάπη και μαραγκιάζουν χωρίς αυτήν. Έτσι ο Σ.Σ παλεύει να ανακαινίσει τη στρεβλή, διάτρητη κατοικία μιας ψυχής, όπου και η ίδια τρέμει να κατοικήσει, συντροφιά με απειλητικές μαύρες τρύπες και ανεξημέρωτα φαντάσματα, τα οποία διαρρέουν από τα ψυχικά δίκτυα της απεικόνισης, της αναπαράστασης και της γλώσσας.

Ο Σάββας Σαββόπουλος αφιερώνεται υποδειγματικά σ’ αυτή την καταβύθιση σε εκφάνσεις κόλασης του ανείπωτου και του ανείκαστου, του Πραγματικού που αποδομεί όποιον έρθει σε επαφή μαζί του. Και επιστρέφει πλουσιότερος, ένας άλλος Ορφέας που αυτή τη φορά άντεξε και δεν έχασε την Ευρυδίκη του. Γενναιόδωρα, μοιράζεται μαζί μας την εμπειρία του και τον στοχασμό του, αλλά και τα πολύπλοκα αισθήματά του κατά τη διαδρομή, με τελικό αποτέλεσμα μία ιδιότυπη κάθαρση τόσο για τους θεραπεύοντες, όσο και για τους πάσχοντες. Κάθαρση που το νόημά της θα ήταν «Στον εαυτό σου θα φτάσεις όχι από χαραγμένο δρόμο, αλλά από τον δρόμο που εσύ θα πλάθεις προχωρώντας», για να συναντήσουμε και τους στίχους του Αντόνιο Ματσάδο.

Από τον πλούτο που μας προσφέρει το παρόν έργο του, κρατώ κάποια στοιχεία που μου μίλησαν ιδιαίτερα.

Η πρωταρχική μητέρα ως περιβάλλον-μήτρα εαυτού

Γράφει ο Σ.Σ: «Ο ψυχισμός πλάθεται μαζί με το σώμα. Το σώμα έχει κάτι από την ψυχή και η ψυχή κάτι από το σώμα. (…) Τη δημιουργία του ψυχοσωματικού ανθρώπου, δηλαδή την ενιαία οντότητα σώματος-ψυχής διασφαλίζουν οι γονείς του παιδιού με την πλαισίωση, τη φροντίδα και την οριοθέτηση που του παρέχουν. / Ο ψυχισμός αναπτύσσεται στο πλαίσιο της σχέσης μητέρας-παιδιού» (σελ. 8).  Η μητέρα αντιπροσωπεύει το πρώτο και μαζί, ως αποτύπωμα ψυχικό, το πρωταρχικό και αιώνιο περιβάλλον ύπαρξης, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως πυκνωτής εμπειρίας και λόγου, ως τελεστής και διάκονος της σχέσης του παιδιού με τον κόσμο, υποστηρίζοντας παράλληλα και τη συγκρότηση των δεσμών και την ιστορική αναδιατύπωση και υπέρβασή τους κατά την πορεία αυτονόμησης του παιδιού. Σ’ αυτή την πολύπτυχη πορεία των εκάστοτε μοναδικών και πρωτόφαντων όντων, που αντιπροσωπεύουν το κάθε συγκεκριμένο παιδί και η συγκεκριμένη εκδοχή μητρότητας ως προς αυτό το μοναδικό παιδί, αστοχίες καραδοκούν. Προφανώς, η εξέλιξη του είδους έχει προνοήσει ώστε οι περισσότερες από αυτές τις προβλεπόμενες αστοχίες να απορροφώνται και να αφομοιώνονται από τις διεργασίες της ομοιοστασίας και της ανάπτυξης του διπτύχου ψυχή-σώμα (μηχανισμοί ανάκαμψης – resilience). Οι περισσότερες – όχι όμως όλες. Ο Σ.Σ επικεντρώνεται στο αποδομητικό έργο αυτών των αναφομοίωτων αστοχιών, αναζητώντας με τη σκέψη και με την πράξη τρόπους ανάκτησης των απολεσθέντων ή και ανεύρετων ζωτικών συστατικών του ψυχοσώματος, μέσα από τις δραματικές θεραπείες τόσων ψυχών.

Έτσι, η αναπόφευκτα αυτοαναφορική λειτουργία του ιστορικά και δομικά πρωταρχικού μητρικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο της θεραπείας επανεγκαθιδρύεται στο πεδίο της παρουσίας, της σχέσης και της επίδρασης του λόγου και κάθε επικοινωνίας από την πλευρά του θεραπευτή. Αυτή η διπλή αυτοαναφορικότητα βρίσκεται στη βάση κάθε μεταβιβαστικού και αντιμεταβιβαστικού φαινομένου, ταυτόχρονα ανασταλτική και προωθητική δύναμη της θεραπείας, όπως εύγλωττα δείχνει ο Σ.Σ μέσα από το ανεξάντλητο υλικό που μοιράζεται με τον αναγνώστη.

 Μια μοιραία ναρκισσιστική αυταπάτη

Γράφει ο Σ.Σ: Σε περιπτώσεις ανεπανόρθωτων ψυχικών τραυματισμών, ρηγμάτων και ελλειμμάτων, το παιδί αλλοτριώνεται. Καθίσταται αξεσουάρ ενός άλλου, «γίνεται πρώιμα ‘ενήλικας’ για να προστατεύσει την εύθραυστη μητέρα του και την οικογενειακή ασταθή ισορροπία. (…) αναπτύσσει έναν φαλλικό ναρκισσισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μια ενεργητική συμπεριφορά που διαψεύδει κάθε αδυναμία» (σελ. 9, 352).  Όλοι μας μάλλον γνωρίζουμε κάποιους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους επειδή δεν μπορούσαν να πουν «Δεν μπορώ», τόσο στους άλλους όσο και στον εαυτό τους. Πέρα από τις όποιες άλλες περιπλοκές που εκφύονται από μια τέτοια ναρκισσιστική αυταπάτη, ο Σ.Σ εικονογραφεί και αναλύει απτά τη μοιραία επίπτωσή της και στο ίδιο το σώμα, που μπορεί να απολήξει και σε σωματική νόσο, η οποία μετατρέπει την αυταπάτη σε αρνητικό βιολογικό πεπρωμένο – αν δεν υπάρξει έγκαιρη αφύπνιση.

Η  ανάγκη και η δύναμη του «Δεν μπορώ» είναι σωτήρια και λυτρωτική – η απάρνησή της αυτοεγκλωβισμός και αυτοτιμωρία, που προσεκβάλλει διαβρωτικά και στο σώμα.

 Παράδοξες υποβέλτιστες διευθετήσεις

Γράφει ο Σ.Σ: «Το σώμα που αρρωσταίνει καθίσταται το έσχατο ανάχωμα ώστε να διατηρηθεί η ψυχοσωματική ενότητα και, παραδόξως, η νόσος μπορεί να θεωρηθεί ευκαιρία για ψυχική επαν-οργάνωση. Η νόσος είναι υπαρξιακό άχθος, αλλά ‘πολύτιμο άχθος’…» (σελ.9-10).

Οι συνθήκες του βίου και οι περιορισμοί των ανθρώπινων παιγνίων και σχέσεων σπάνια επιτρέπουν να επιλέγεται καθαρά η εκάστοτε βέλτιστη στάση απέναντι στις προκλήσεις της προσωπικής και της ευρύτερης ιστορίας. Ο κανόνας είναι να υιοθετούνται εκάστοτε υποβέλτιστες διευθετήσεις – συχνά και ως εκδοχή του «το μη χείρον βέλτιστον» ή «το άριστο είναι εχθρός του καλού». Από τον Φρόυντ και έπειτα, το παραλήρημα, ως δημιουργία νεο-πραγματικότητας στην αναπαράσταση και νεολογισμού στη γλώσσα, αντιπροσωπεύει απόπειρα αυτο-ίασης ενός ψυχισμού που διαρρέει έξω από τα όρια της δομικής επάρκειας και της ομοιοστασίας του, ανήμπορος να καινοτομήσει προσαρμοστικά-υπερβατικά. Κατ’ αντιστοιχία, ανάλογη υποβέλτιστη διευθέτηση καλείται να διαμορφώσει και η σωματική νόσος με ψυχικές καταβολές. Καλείται δηλαδή να εξισορροπήσει, με τρόπο παράδοξο και με τίμημα κάποιες φορές αφόρητο και ανείπωτο,  ένα ψυχοσωματικό σύστημα που παραδέρνει. Και επιδιώκει να ανεύρει μια κάποια ευστάθεια προσφεύγοντας στη νόσο ως ιδιόμορφο ισοδύναμο ενός ιδιότυπου καθεστώτος, όπου ένας άνθρωπος πνίγεται στα κενά της ιστορίας του και, για να μην πνιγεί τελείως, αρχίζει (ή κατορθώνει!) να παραληρεί με το σώμα του – μετασημαίνοντας την επίκληση του Άγγελου Σικελιανού στο «μυστικά κατορθωμένο σώμα/ σώμα της θυσίας/ αντίδωρο άμετρων ψυχών»…

Οι κλινικές αφηγήσεις και αναλύσεις του Σ.Σ μας δείχνουν, με τρόπο καλειδοσκοπικό, τους τρόπους και τους δόλους αυτών των ψυχοσωματικών υποβέλτιστων διευθετήσεων, καθώς και πιθανές μεθόδους για την ανάταξη της αναλογίας «ψυχοσωματική νόσος – παραληρητικός νεολογισμός» και την αποδέσμευση της εξελικτικής-αναπτυξιακής ανασυγκρότησης (ή και πρωτογενώς μερικής συγκρότησης) ενός υποκειμένου που κατορθώνει, αναδεχόμενο τους πόνους της ιστορίας του και αναλαμβάνοντας τους κόπους της πορείας του, να εξανθρωπίσει το σώμα του, να το επανιδιοποιηθεί ως τρόπο ευχαρίστησης και χάρης, αντί για φάντασμα κάποιας θαμμένης οδύνης και χορό της καταστροφικότητας.

 Στην πηγή

Ο Σάββας Σαββόπουλος εξερευνά οριακές εκφάνσεις της ύπαρξης, με ρίσκο κι απόλαυση. Της ύπαρξης εκεί που είναι, εκεί που δεν είναι, εκεί που κάπως κατορθώνει να είναι. Συναντά το Πραγματικό, ήτοι το άφατο και ανείκαστο που αφορά το υποκείμενο – αυτό που καταδεικνύει όταν γράφει (στη σελ. 327) : «Το ‘πάθος’ που εξαφανίζεται (αρνητικοποιείται) συνιστά μια αμνημομική διαδικασία (Green, 2000), η οποία τοποθετείται εκτός συνείδησης και εκτός μνήμης του δυναμικού ασυνειδήτου και αντιστοιχεί σε αυτό που αποκλήθηκε μη-αναπαραστάσιμο». Προβαίνει ανοιχτός σε αυτή τη συνάντηση, συλλέγει «πάθη», νάματα φρικτά χαμένα που σιωπηλά αιμορραγούν —  και, δι’ ελέου και φόβου, τα αφομοιώνει όσο γίνεται στη σκέψη του. Κι έπειτα, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν, προσφέρει το δουλεμένο έργο του στον κόσμο μας σε λόγο κοινό, μάλιστα σε ηδυσμένο λόγο – συστατικό της αναγκαίας, όσο και διόλου ευπρόσδεκτης στους καιρούς μας, τραγικής κάθαρσης.

Θα κλείσω τη δική μου περιδιάβαση στο βιβλίο σου, Σάββα Σαββόπουλου, καθώς και στα συμφραζόμενά του, με ένα αντίφωνο στον τίτλο του «Σώμα από ουρανό, ψυχή από χώμα». Αρύομαι το αντίφωνο από το σονέτο του Blas de Otero “Άνθρωπος”. Και το αντίφωνο λέει:

 

Αυτό είναι άνθρωπος: Φρίκη με τις φούχτες.

Είμαστε – και δεν είμαστε – αιώνιοι, φευγαλέοι

Άγγελος με πελώρια φτερά απ’ αλυσίδες !

***********

(*) Ο Νίκος Σιδέρης είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας “Γαληνός”

 

Σάββας Σαββόπουλος, Σώμα από ουρανό, ψυχή από χώμα, H δημιουργία του ψυχοσωματικού ανθρώπου, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2024

Προηγούμενο άρθροΓιώργος Μιχαηλίδης: In memoriam (24 Φεβρουαρίου 2025, στις 18.00, στο Ηράκλειο Αττικής)
Επόμενο άρθρο«Έντα Γκάμπλερ», Χένρικ Ίψεν, Δημ. Καραντζάς: φρέσκια πνοή σ’ ένα κλασικό κείμενο (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ