«Έντα Γκάμπλερ», Χένρικ Ίψεν, Δημ. Καραντζάς: φρέσκια πνοή σ’ ένα κλασικό κείμενο (της Όλγας Σελλά)

0
3012

της Όλγας Σελλά

Παρά τη δεσπόζουσα θέση της στην παγκόσμια δραματουργία, η «Έντα Γκάμπλερ» του Χέρνικ Ίψεν είναι ένα έργο ερμητικά κλειστό. Έτσι η επιλογή του Δημήτρη Καραντζά να το σκηνοθετήσει φέτος και η πάγια τακτική του να φροντίζει να «συνομιλούν» με το σήμερα τα έργα με τα οποία καταπιάνεται, ήταν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο, αφού είχα και αρκετά χρόνια να δω το έργο στη σκηνή.

Ένα έργο που ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1890 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόναχο το 1891. Ένα έργο που «αποτελεί μία από τις πιο σκοτεινές και σύνθετες δημιουργίες του Ίψεν. Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του (πέθανε τον Μάιο του 1906) ο Ίψεν στράφηκε σε μια πιο εσωστρεφή δραματουργία, που επικεντρωνόταν λιγότερο στην κριτική της κοινωνίας και περισσότερο στα προβλήματα του ατόμου», λένε οι πηγές.

Βρισκόμαστε σ’ ένα σπίτι, παλιό αρχοντικό, που ανακαινίζεται. Εκεί θα κατοικήσουν η Έντα Γκάμπλερ (Ανθή Ευστρατιάδου), μια νέα, όμορφη αλλά αδιαφανής, κυκλοθυμική και απρόβλεπτη γυναίκα, και ο σύζυγός της Γέργκεν Τέσμαν (Φιντέλ Ταλαμπούκας), ένας ήπιος, ευγενικός αλλά βαρετός άνθρωπος, τυφλά αφοσιωμένος στην επιστήμη του, μανιακός με την αποδελτίωση σε ό,τι αφορούσε τις βιοτεχνίες στη μεσαιωνική Φλαμανδία και με φιλοδοξία να γίνει καθηγητής. Δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση στις επιθυμίες της Έντα, όμως στο ταξίδι του μέλιτος της διάβαζε «απ’ το πρωί ως το βράδυ μόνο για την ιστορία του πολιτισμού! Και ειδικά για τη χειροτεχνία στο Μεσαίωνα. Ό,τι χειρότερο!».

Το σκηνικό του θεάτρου «Προσκήνιο» είναι τοίχοι σαν χρωματολόγιο, δυο τρεις πολυθρόνες σε τυχαία θέση στο χώρο, ίσα για να κάθονται, κάτι σκόρπιες γλάστρες που αναζητούν την τελική τους θέση, ένα πικάπ, κάποιες στοίβες βιβλίων. Και μόνο ένας τοίχος είναι έτοιμος, βαμμένος και έχει ήδη υποδεχτεί τα αντικείμενα που θα τον στολίζουν: είναι τα όπλα του πατέρα της Έντα, που είχε σημαίνουσα θέση στο στρατό, και με τα οποία εξασκείται συχνά η Έντα  «πυροβολώντας το κενό». Είναι η σύνδεση της Έντα με το παρελθόν της, και με ό,τι την κάνει να νιώθει ισχυρή.

Στις συχνές επισκέψεις του σπιτιού περιλαμβάνονται η θεία του Γέργκεν, Γιουλιάνε Τέσμαν (Τζωρτζίνα Δαλιάνη), που είναι αθώα όσο και παρεμβατική, υποστηρικτική όσο και αδιάκριτη, συναισθηματική όσο και αμετακίνητη από τις αρχές της. Το δεύτερο πρόσωπο που έχει «ελευθέρας» εισόδου στο σπίτι των Τέσμαν είναι ο Δικαστής Μπρακ (Χρήστος Λούλης), ένας άνθρωπος πανέξυπνος, κυνικός αλλά χαριτωμένος, εξουσιαστικός και χειριστικός.

Σύντομα όμως εμφανίζεται και μια ακόμη επισκέπτρια, η Τέα Ελβστεντ (Ιωάννα Δεμερτζίδου), μια φοβισμένη και συγκαταβατική νέα γυναίκα, που μόλις το έχει σκάσει από το σπίτι του κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερου συζύγου της, στον οποίο «μάλλον (μόνο) του ήταν χρήσιμη» -για να φροντίζει το σπίτι και να μεγαλώνει τα παιδιά του. Γιατί ήρθε σ’ αυτή την πόλη; Μα γιατί ακολούθησε τον άνθρωπο που ερωτεύτηκε και ήταν ο δάσκαλος των παιδιών του άντρα της, τον Άιλερτ Λέβμποργκ (Έκτορας Λιάτσος), αλλά και ο νεανικός έρωτας της Έντα. Όλα πια γίνονται διαφορετικά για την Έντα και για όλους. Και περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν ο σύζυγος της Έντα και ο παιδικός της έρωτας διεκδικούν την ίδια θέση στο Πανεπιστήμιο της περιοχής. Όλα αλλάζουν, εκτός από τη θεία Γιουλιάνε, που κάνει πάντα αυτό που ξέρει, αλλά δεν δημιουργεί εκπλήξεις, μόνο δυσανεξία στην Έντα, ειδικά όταν ψάχνει την κοιλιά της και το στήθος της για να διαπιστώσει αν ετοιμάζει τον πολυπόθητο διάδοχο της οικογένειας.

Η Έντα αντέχει όλο και λιγότερο το συζυγικό περιβάλλον και ιδίως τον σύζυγό της, ο Άιλερτ λιώνει από πόθο για την Έντα, η Έντα τον ποθεί επίσης, αλλά του δείχνει το σκληρό της πρόσωπο, η Τέα διεκδικεί κι εκείνη τον Άιλερτ –είναι άλλωστε και βοηθός και γραμματέας στη συγγραφή της πρωτότυπης εργασίας του-, ο Γέργκεν Τέσμαν είναι διαρκώς απασχολημένος με την εργασία του και την υποψηφιότητά του στο Πανεπιστήμιο και ο δικαστής Μπρακ απολαμβάνει χαιρέκακα αυτή την ατμόσφαιρα, όταν δεν την ενορχηστρώνει για να γίνεται χειρότερη. Η κατάληξη είναι θλιβερή και αδιέξοδη για κάποιους από τους ήρωες.

Ο Ίψεν σ’ αυτό το έργο του «εξερεύνησε τη δυνατότητα της ανθρώπινης φύσης για αυτοκαταστροφή, τη βαθιά ανάγκη για εξουσία και έλεγχο, και παράλληλα έθεσε υπό αμφισβήτηση τις κοινωνικές και ηθικές νόρμες της εποχής του».

Κι ο Δημήτρης Καραντζάς τι έκανε μ’ αυτό το έργο; Κατ’ αρχήν μας το χάρισε ατόφιο κι έπειτα μας σύστησε τα πρόσωπα του Ίψεν σαν οικεία, γνωστά, αναγνωρίσιμα. Το ασταθές περιβάλλον -του σπιτιού και της κοινωνίας- τον απασχολεί κι εδώ ιδιαιτέρως. Εδώ εικονίζεται (από τη Μαρία Πανουργιά και πάλι) σαν κάτι μη ολοκληρωμένο, που δεν έχει σχήμα, δεν έχει υπόσταση, δεν έχει χαρακτήρα. Σαν κάτι που είναι στον αέρα, δεν έχει άξονες, πλαίσιο, αρχές, κατεύθυνση, δηλαδή δεν έχει γαλήνη. Όπως η Έντα… Με άλλους τρόπους, το πλαίσιο του σπιτιού που συνομιλεί ευθέως με το έργο, το συναντήσαμε ξανά στις τρεις προηγούμενες παραστάσεις του Δημήτρη Καραντζά («Το σπίτι μου», «Ο γλάρος», «Λεωφορείο ο Πόθος»).

Και διάβασε με ακρίβεια τους χαρακτήρες του Ίψεν και τις μεταπτώσεις τους, τις κακότητες, τις αναστολές, τις κυκλοθυμίες τους, τους εγκλωβισμούς τους σε σχέσεις, ή σε πλαίσια, ή σε εποχές (όπως η οικογένεια, όπως το παρελθόν), την υποταγή ή τη στωικότητά τους, τον κυνισμό, την απόρριψη, τη σκληρότητα ή την ακραία διεκδίκηση –έως εξοντώσεως του αντιπάλου. Όλα αναγνωρίσιμα, όλα δείγματα συμπεριφορών που διαρκούν. Μέχρι σήμερα. Ζωντάνεψε εκείνες τις σχέσεις που εγκλωβίζουν, που συνθλίβουν, που καταστέλλουν επιθυμίες, που ισοπεδώνουν ανθρώπους, που ακυρώνουν υποσχέσεις, που μεταμορφώνουν συμπεριφορές. Ο δισταγμός, η αμηχανία, ο καθωσπρεπισμός, η επιθετικότητα, αλλά και η απόγνωση κυριαρχούν σ’ αυτό το σπίτι της Έντα Γκάμπλερ. Και βεβαίως συνθλίβουν κυρίως τους πιο αδύναμους.

Τι ήταν η «Έντα Γκάμπλερ» του Δημήτρη Καραντζά; Ήταν η πινακοθήκη –μέσω του έργου του Χένρικ Ίψεν- συμπεριφορών, χαρακτήρων και επιλογών που βλέπουμε διαρκώς μπροστά μας τον 21ο αιώνα. Ήταν οι άνθρωποι που ασχολούνται εμμονικά με το στόχο τους, προσπερνώντας το συναίσθημα και ό,τι σημαίνει αφοσίωση και μοίρασμα, δείχνοντας όμως ένα συγκαταβατικό και ευγενικό πρόσωπο προς τα έξω (όπως ο Γέργκεν Τέσμαν). Άλλοι που ικανοποιούνται απολαμβάνοντας τη δύσκολη θέση που φέρνουν τους άλλους (όπως ο Δικαστής Μπρακ). Άλλοι που συνεχίζουν να κάνουν ό,τι έμαθαν, αδιαφορώντας για τις διαθέσεις των άλλων ή για τις αλλαγές που έχουν επέλθει (όπως η θεία Γιουλιάνε). Είναι οι άνθρωποι που θέλουν απλώς να στηρίζουν κάτι ή μάλλον κάποιον σημαντικό, επενδύοντας σ’ αυτό κι άλλα συναισθήματα και ξέρουν επίσης να μη διστάζουν να αλλάζουν στρατόπεδα από τη μια στιγμή στην άλλη (όπως η Τέα). Υπάρχουν κι εκείνοι που δίνουν τεράστια σημασία στις λέξεις αφοσίωση, αγάπη, πάθος. Την προσφέρουν και σε ανθρώπους και σε ό,τι καταπιάνονται. Συχνά είναι οι ηττημένοι (όπως ο Άιλερτ). Και είναι κι εκείνοι που δεν μεγαλώνουν.  Αναζητούν διαρκώς θαυμασμό, αγάπη και προσοχή,  θέλουν όμως να έχουν και τον κεντρικό ρόλο και λόγο σε μια σχέση. Που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές, που δεν μπορούν να προβλέψουν, που πέφτουν σε παγίδες που τους συνθλίβουν, όχι μόνο επειδή είναι γυναίκες, κυρίως γιατί παρέμειναν παιδιά. Κι όταν το συνειδητοποιούν αντιδρούν με οργή και πανικό και προκαλούν πόνο –όπως η Έντα. Και από θύματα γίνονται θύτες. Και τελικά αυτόχειρες, αφού με την αυτοκαταστροφή φλερτάρουν.

Έτσι πιστεύω ότι διάβασε την «Έντα Γκάμπλερ» ο Δημήτρης Καραντζάς. Αναδεικνύοντας το αδιέξοδο των σχέσεων, το έλλειμμα της επικοινωνίας, την απουσία της ειλικρίνειας και της διάφανης διάθεσης, τις εξουσιαστικές σχέσεις, συνειδητές ή ασυνείδητες, τις σαθρές και αδιέξοδες σχέσεις, την κυριαρχία του ανταγωνισμού, της δύναμης και της προσωπικής φιλοδοξίας. Τελειώνοντας η παράσταση, εξακολουθούσε το έργο να είναι ερμητικά κλειστό. Σα να έμενε κάτι απροσπέλαστο. Σε καλούσε να το ξανασκεφτείς. Να το ανακαλέσεις. Δύο-τρεις μέρες μετά είδα το πιο καινούργιο έργο του Ιβάν Βιριπάγιεφ, το «Απόρρητο». Και μια φράση του Ρώσου συγγραφέα μού ξεκλείδωσε την «Έντα Γκάμπλερ»: «Οι άνθρωποι είμαστε σαν τον κακό μύκητα. Βάζουμε το προσωπικό μας συμφέρον πάνω απ’ όλα και οριακά ξέρουμε ν’ αγαπάμε». Ο Ίψεν του 19ου αιώνα και ο Βιριπάγιεφ του 21ου συναντήθηκαν στην ίδια πικρή διαπίστωση.

Ο Δημήτρης Καραντζάς είχε και πάλι τους σταθερούς συνεργάτες του που εικονοποιούν, δίνουν ήχο, φως, όψη και κίνηση στην παράσταση (δηλαδή σκηνικά, μουσική, φωτισμούς, κοστούμια, κίνηση), οι οποίοι σμίλεψαν στη σκηνή τη σκηνοθετική προσέγγιση. Και φυσικά είχε και τους ηθοποιούς που κλήθηκαν να ζωντανέψουν τους ήρωες του Ίψεν σήμερα. Η Τζωρτζίνα Δαλιάνη υποδύθηκε εύστοχα τη θεία Γιουλιάνε, με μικρές δόσεις σαρκασμού και χιούμορ. Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας απέδωσε θαυμάσια τον εμμονικό, ψοφοδεή, αδύναμο, αλλά εντέλει εγωκεντρικό Γέργκεν Τέσμαν.  Ο Έκτορας Λιάτσος (τη δεύτερη φορά που τον βλέπω στο θέατρο) έδειξε τη σκηνική του άνεση, τη διαχείριση του σώματος και του λόγου του με τρόπο που μετέφερε στην πλατεία όλα τα συναισθήματα του ρόλου. Ήταν ο πιο διάφανος από τους ήρωες του Ίψεν, κι αυτός που τελικά ηττήθηκε. Ο Χρήστος Λούλης ήταν τόσο καλός ως Δικαστής Μπρακ, που κατάφερε να γίνει αντιπαθητικός. Η Ιωάννα Δεμερτζίδου ήταν για ακόμη μια φορά αποκάλυψη (μετά τον ρόλο της στον «Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν» του Μ. Μπρεχτ, που σκηνοθέτησε ο Δ. Καραντζάς στο ΚΘΒΕ): η Τέα της ήταν στην αρχή μια αδύναμη κοπέλα, που όμως κατάφερε να κάνει αυτό που δεν κάνει η Έντα (να φύγει από το συζυγικό σπίτι δηλαδή), θέλει οπωσδήποτε κάποιον άντρα δίπλα της για να θαυμάζει, να ερωτεύεται και να στηρίζει, και μέσω αυτής της διαδρομής καταφέρνει να επιβιώνει. Ωραίος ρόλος, ωραία ερμηνεία. Η πάντα πολύ καλή Ανθή Ευστρατιάδου είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη προσωπικότητα, αυτήν της Έντα Γκάμπλερ και το έκανε με την ευαισθησία και το ταλέντο που την χαρακτηρίζουν. Μετέδωσε τους κραδασμούς της, την απελπισία της, τη χειριστική της πλευρά. Έδειξε επιτυχώς όλες τις μεταπτώσεις αυτού του πλάσματος που ήταν και κακομαθημένο και αδύναμο. Ήταν πολύ καλή στις στιγμές που σχεδόν μονολογούσε, αλλά τόνισε λίγο παραπάνω τις εκρήξεις της.

Συνολικά ήταν μια παράσταση ολοκληρωμένη, δουλεμένη στην κάθε λεπτομέρεια, με άποψη, με ευαισθησία, με άξονα. Ο Δημήτρης Καραντζάς έδωσε φρέσκια πνοή σ’ ένα κλασικό κείμενο, μ’ έναν τρόπο υπαινικτικό, αλλά ουσιαστικό και στέρεο.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος, Moυσική: Γιώργος Ραμαντάνης, Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης, Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης, Βοηθοί σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη, Μαρία Σταθοπούλου, Artwork, Φωτογραφίες & Video: Γκέλυ Καλαμπάκα.

Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη

Παίζουν: Ανθή Ευστρατιάδου, Χρήστος Λούλης, Έκτορας Λιάτσος, Φιντέλ Καλαμπούκας, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Τζωρτζίνα Δαλιάνη.

Θέατρο «Προσκήνιο» (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 7μ.μ., Πέμπτη 8μ.μ., Παρασκευή 9μ.μ., Σάββατο 6μ.μ. και 9.15μ.μ.

 

Προηγούμενο άρθροΣώμα πάσχον οριακή καταφυγή (γράφει ο Νίκος Σιδέρης)
Επόμενο άρθροΗ λίστα με τα 13 επικρατέστερα μυθιστορήματα για το International Booker 2025 γράφει η Αλεξάνδρα Χαΐνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ