Ρεαλιστικό αισθηματικό μυθιστόρημα ή νουάρ; (γράφει ο Παναγιώτης Κουρούπης)

0
321

 

γράφει ο Παναγιώτης Κουρούπης

Στην πρώτη κιόλας ανάγνωση του βιβλίου του Παναγιώτη Μαργώνη «Ανάστροφη ροή», τρία βιβλία ήρθαν και κόλλησαν αμέσως στη σκέψη μου. Μην ανησυχήσετε, ξεκόλλησαν σύντομα. Είναι ένα προσωπικό μου πρόβλημα αυτό, που πιθανολογώ ότι το μοιράζομαι με αρκετούς άλλους φιλαναγνώστες. Σκέφτομαι με βιβλία, για βιβλία, και χωρίς να είμαι απολύτως σίγουρος, υποψιάζομαι ότι -μάλλον- φταίνε τα βιβλία.

Το πρώτο λοιπόν είναι οι «Ασκήσεις Ύφους» του Γάλλου συγγραφέα και σκηνοθέτη Ρεϊμόν Κενό. Ένα απλό καθημερινό περιστατικό, κάποιος ασήμαντος καβγάς σε ένα παρισινό λεωφορείο, γίνεται η αφορμή για ένα πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι εναλλαγής της οπτικής γωνίας, του αφηγηματικού προσώπου, και υφολογικών ή και λεκτικών ακροβασιών, με 99  -κι όχι 100, γιατί όλοι καταλαβαίνουμε την υπερβολή σε αυτό- διαφορετικές εκδοχές του περιστατικού. Ένα βιβλίο, στο οποίο, συχνά, ξενίζει η ασφυκτική του ομοιότητα με τον δημοσιογραφικό λόγο, ή το ρεπορτάζ, ή και το απλό γραπτό ντοκουμέντο ή τη θεατρική συνθήκη – η κατάθεση ενός αστυνομικού, για παράδειγμα, η είδηση καταγεγραμμένη στην εφημερίδα, ένας απλός διάλογος δύο άσχετων με το ζήτημα προσώπων, έξω, στον δρόμο που αναφέρονται σχεδόν αδιάφορα στο περιστατικό. Πολλοί δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουν τη λογοτεχνικότητά του στην αρχή. Είχαν, ίσως, στο μυαλό τους, ότι η λογοτεχνία είναι κάποια αισθαντική θεϊκή έμπνευση, που μέσω ενός καθοδικού σωλήνα δαψιλεύεται στους κατ’ επάγγελμα ταλαντούχους θνητούς, οι οποίοι καταντούν έτσι το μέντιουμ της δι’ αποκαλύψεως δημιουργίας. Ωστόσο, είχαν λάθος. Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Και ο Κενό, σκηνοθέτης άλλωστε, ήξερε πως δεν έχει σημασία τι αφηγείσαι. Το πώς είναι το θέμα. Και, γενικά ομιλώντας, στην τέχνη ο διάβολος είναι συχνά ένας εξαιρετικά βολικός και βοηθητικός συνοδοιπόρος. Στο νεκροκρέβατό του, λένε, ρώτησε ένας ιερέας τον ετοιμοθάνατο Βολταίρο αν αποτάσσεται τον Σατανά. Κι ο γέροντας σοφός του απάντησε: «Καλέ μου άνθρωπε, δεν νομίζω ότι λίγο πριν τον θάνατο είναι η κατάλληλη στιγμή για να χαλάσει κανείς μια τέτοια καλή σχέση με το συγκεκριμένο πρόσωπο».

Το δεύτερο βιβλίο είναι τα «Στοιχεία για τη Δεκαετία του ‘60». Ο Θανάσης Βαλτινός παρουσιάζει την δραματική -πολιτικά και κοινωνικά -και θα τολμήσω να το πω, συναρπαστική- δεκαετία του ‘60, μέσα από μια σειρά πλαστών ντοκουμέντων, που σκιαγραφούν ωστόσο με δεινότητα το περιβάλλον μιας εποχής, όχι μέσ’ από τα μάτια των ισχυρών προσωπικοτήτων της εποχής ή των επιδραστικών κορυφαίων γεγονότων που την διαμόρφωσαν, αλλά ψηλαφίζοντας τα αποτυπώματά της στην πεζή καθημερινότητα: διαφημίσεις, μικρο-ειδήσεις, καταχωρίσεις του Καζαμία, επιστολές καθημερινών ανθρώπων, ανάμεσα σε πολλά-πολλά άλλα. Η δημιουργία όλου αυτού του όγκου των πλαστών πειστηρίων αναδιαμορφώνει εμφατικά το σύμπαν της δεκαετίας, κατ’ αντιδιαστολή προς εκείνο της επίσημης ιστορικής καταγραφής. Ο Βαλτινός κοσκινίζει· και κρατώντας την ήρα αντί για το στάρι, διαφυλάσσοντας και εκτρέφοντας το φαινομενικά μικρό και το επουσιώδες, ανακτά εν τέλει ατόφια την αλήθεια της βιωμένης εμπειρίας. Αποτέλεσμα είναι ακριβώς αυτό. Όχι ένα non fiction λογοτέχνημα πειστηρίων, αφού όλα τα τεκμήρια είναι κατά συγγραφική ειρωνεία διαμορφωμένα, ώστε να περιγελούν την ίδια την έννοια του τεκμηρίου για οτιδήποτε παρελθοντικό – και άρα, αξιωματικά απρόσιτο. Ένα ψυχογράφημα όμως, αυτό ανακύπτει από την ανάγνωση, ψυχογράφημα όχι των ηρώων -δεν υπάρχουν-, αλλά του κοινού μεταπολεμικού ελληνικού κοινοτικού ιδιώματος. Μια δονούμενη, απτή απογραφή της εντατικής καθημερινότητας. Μια αληθινή νεοελληνική Πομπηία, αν το θέλετε κι έτσι. Τα απανθρακωμένα απολιθώματα του ‘60 μιλούν ακόμα, με τις άναρθρες κραυγές και τα ψελίσματά τους, στο σήμερα. Συχνά μάλιστα το καθορίζουν, αν κάνουμε τον κόπο να  ρίξουμε μια ματιά στους αρτηριοσκληρωτικούς πολιτικούς μας και στις νεοχουντικές τους καθηλώσεις. Ή, και σ’ όσα τόσο σοφά αποτύπωσε ο Νικολαΐδης, στο υπέροχο «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα».

Το τρίτο βιβλίο είναι ακριβώς αυτό που διαμόρφωσε την λογοτεχνία πειστηρίων, το non fiction gentre, που παραμένει εξαιρετικά ανθηρό και στις μέρες μας, γεμίζοντας τις πλατφόρμες του Netflix με αστυνομικά θρίλερ. Ο Τρούμαν Καπότε και το μυθιστόρημά του «In cold blood», το «Εν ψυχρώ» στην ελληνική του μεταγραφή. Ένα αληθινό έγκλημα. Η δολοφονία μιας οικογένειας παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας, εν τη γενέσει της. Κι ακόμα πιο πολύ -και το κρατώ αυτό για παρακάτω- όλα, κάθε στοιχείο, αποτυπώνονται, ως και στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, όπου τίποτε δεν μένει αναπάντητο. Ο Καπότε παρακολουθεί τους ενόχους, μετά τη σύλληψή τους, στις τελευταίες τους μέρες στη φυλακή, μέχρι και στην περιγραφή της εκτέλεσής τους δι’ απαγχονισμού. Εκεί μπαίνει η σφραγίδα. Η αποτύπωση του storyline γίνεται με τα τεκμήρια φυσικά, τα επίσημα έγγραφα, τις καταγραφές, τις συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών, των υπαλλήλων, των μαρτύρων, των θυτών. Μόνο που η απόδοση των κινήτρων, η βυθομέτρηση των ανθρώπινων ορίων, το διάγραμμα της τερατογένεσης, τα «πώς» και τα «γιατί» του εγκλήματος, αυτά διαμορφώνονται με λογοτεχνικούς, δημιουργικούς, πάει να πει πλαστούς, όρους. Είναι πλαστογραφία; Φυσικά. Είναι το κατά Καπότε Ευαγγέλιο. Είναι η δική του οπτική για την πραγματικότητα. Κι όπου δεν του αρέσει, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Γιατί άλλο είναι το θέμα. Ο συγγραφέας δεν είναι κάμερα ασφαλείας. Είναι σκηνοθέτης. Διαλέγει τι θα δει και πότε θα το δει η κάμερά του. Κι άλλωστε, για να αρχίσουμε επιτέλους να ασχολούμαστε και με το βιβλίο του Μαργώνη: ο Καπότε δεν γράφει -ούτε κι ενδιαφέρεται να γράψει- για το έγκλημα. Τέτοια γίνονται εκατό τη μέρα στην Αμερική. Ο Καπότε γράφει για την Αμερική. Την Αμερική, στην οποία η ζωή κοστίζει λιγότερο από μια σφαίρα. Την Αμερική που οπλίζεται για να κρατάει τα παιδιά της ασφαλή μέχρι να τα σκοτώσει, για να μπορεί να συνεχίσει να πουλάει· όχι τα όπλα. Αλλά την ανάγκη να νιώθει ο  απλοϊκός hillbilly αρκετά ασφαλής. Κι αυτό δεν γίνεται χωρίς όπλο, όλοι το ξέρουν. Ο Κάποτε περιγράφει μια Αμερική γεμάτη σφαίρες, άλλες στο πιστόλι της κι άλλες στο στήθος της. Ο άνθρωπος θα σκοτώνει ως το τέλος. Θα το αποκαλεί ανάγκη, φόβο, ελευθερία, ασφάλεια για τα παιδιά του. Η Αμερική, στο βιβλίο του Καπότε γίνεται, με όρους συνοπτικής αλληγορίας, ένα οικουμενικό είδωλο του σύγχρονου ανθρώπου, στο ύστερο-ιμπεριαλιστικό μομέντουμ.

Με όρους μιας ανάλογης συνοπτικής αλληγορίας, μιλάει και για την Ελλάδα του σήμερα ο Παναγιώτης Μαργώνης στην «Ανάστροφη ροή» του. Παρουσιάζει, κατά την τακτική και την τεχνική του non fiction τα τεκμήρια του. Όμως είναι πλαστά, όπως εκείνα του Βαλτινού. Και τα επάλληλα αφηγηματικά μοτίβα, ακροβατούν μεταξύ μιας άσκησης ύφους και μιας μοντερνιστικής αναπαραγωγής, ενός μεταμοντέρνου μάλιστα θα πω, παστίς ντοκουμέντων. Είναι αστυνομική ιστορία; Είναι κοινωνική παραβολή; Είναι social study; Είναι όλα αυτά και τίποτε; Μα πόσο ελληνική έκφραση. Όλα και τίποτε. Ο ορισμός, φευ, της ελληνικότητας.

Το πιο ενδιαφέρον στην «Ανάστροφη Ροή», και κατά κατάχρηση της ευγένειάς του, θα τολμήσω να μαντέψω ότι το γνωρίζει κι ο ίδιος και γι’ αυτό το έκανε και τίτλο στο έργο, είναι αυτή η σύλληψη της παρουσίασης του χρονικού, από το παρόν προς τα πίσω. Η γυναικοκτονία, το βασικό αφηγηματικό θέμα του έργου, ψηλαφίζεται ως ένα έτοιμο πλεκτό, ως η απτή, ολοκληρωμένη, τετελεσμένη πραγματικότητα του παρόντος. Μόνο και μόνο για να οδηγηθεί ο αναγνώστης, ξηλώνοντας κλωστή-κλωστή την ύφανση, στην αποκάλυψη των κινήτρων, στην ανακάλυψη κρυμμένων τρόμων, στο να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, στις ακροτελεύτιες πια δύο σελίδες του βιβλίου. Στο μεσοδιάστημα, ο χρόνος σπάει και πάλι, επαναληπτικά και απροειδοποίητα, έτσι ώστε τελικά ο σκηνοθέτης-συγγραφέας να παίζει με τις προσδοκίες του αναγνώστη ως το τέλος. Να πειραματίζεται με τις διαφορετικές κάμερες – οπτικές γωνίες και την επίδρασή τους στον ψυχισμό του αναγνώστη και των εμπλεκόμενων αφηγητών. Να μπλέκει τα αφηγηματικά είδη, μηχανευόμενος καταθέσεις αστυνομικών και πυροσβεστών, ιατροδικαστικές εκθέσεις, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, πρατάσσοντας μαρτυρικές καταθέσεις ή εκχωρώντας τη σκηνή στην ανάρτηση φιλικών -ή και απλώς of the record- συζητήσεων. Να διογκώσει προσδοκίες, να ξεφουσκώσει βεβαιότητες, και τελικά αντί για ένα real time αστυνομικό νουάρ, να αφήσει χώρο για να διαφανεί, μέσα από πέπλα και κουρτίνες, το χρονικό μιας αληθινής, καθημερινής, πεζής σχεδόν και χιλιοειπωμένης, ερωτικής σχέσης που τρέχει παράλληλα με όλα τα άλλα. Γιατί, θα τολμήσω να το δηλώσω κι αυτό. Το έργο του Παναγιώτη Μαργώνη είναι πολύ περισσότερο ένα ρεαλιστικό αισθηματικό μυθιστόρημα, μια ερωτική ιστορία με δραματική κατάληξη, απ’ όσο ένα αστυνομικό νουάρ. Και πολύ περισσότερο μια σαρκαστική κοινωνική σάτιρα ενός κλειστοφοβικού κοινοτικού βαλκανικού πατριαρχικού πειραματικού υβριδικού συστήματος, απ’ όσο ένα αγωνιώδες θρίλερ. Μπορεί γι’ αυτό να πήγε το μυαλό μου και στο ‘60. Μια καθήλωση στη μούχλα ενός πεισιθάνατου επαρχιωτισμού που αγωνιά να επιβιώσει, μαϊμουδίζοντας το ευρωπαϊκό φαίνεσθαι, και απολαμβάνοντας το υστεροβυζαντινό του είναι. Αγωνιώντας να επιβιώσει· και μαζί επιχειρώντας, με κάθε ευφάνταστο, συχνά μάλιστα αριστουργηματικά διαστροφικό τρόπο, να αυτοκτονήσει.

Είναι η Ανάστροφη Ροή κοινωνική σάτιρα; Ή μήπως περισσότερο η πικρή αποδοχή της κοινωνικής ήττας; Υπάρχουν στοιχεία για να υποστηριχθούν και οι δύο διαδρομές της δημιουργίας. Με το νυστέρι όπου χρειάζεται, με το πυροσβεστικό του τσεκούρι όπου απαιτείται, ο Μαργώνης κομματιάζει, και στη συνέχεια ανασυνθέτει, με τους δικούς του πάντα όρους, το παράταιρο πανηγύρι που είναι η -αθάνατη όπως φαίνεται, με όρους Λερναίας Ύδρας- ελληνική πραγματικότητα.

Τι παίρνουμε λοιπόν, από την πρώτη κιόλας, ωμή περιγραφή του βιασμού στις φυλακές, ως την θριαμβευτική σχεδόν ομολογία του συμβολαίου θανάτου στο τέλος; Μια πανοπτική, δυναμική, λεπτομερή, φωτοτυπική σχεδόν αποτύπωση της ελληνικής εμπειρίας κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, σε όλες της τις εφιαλτικές, άρρωστες, δηλητηριώδεις, τοξικές -και όπως φαίνεται, αλίμονο, αναπόδραστες- εκφάνσεις της. Από το πρώτο τραπέζι πίστα στο σκυλάδικο με την κονσομασιόν εν είδει δυτικοπρεπούς bachelor party, ως την οικογενειακή και κοινωνική ασφυκτική πίεση για την παραγωγή των πολυπόθητων οικογενειακών διαδόχων στο άτεκνο ζευγάρι, από την μικροκατίνα της γειτονιάς ως την εύσχημη ψυχολόγο και την επιτυχημένη φιλόδοξη δικηγόρο, από τον μεγαλοαγρότη ως τον καθηγητή του πανεπιστημίου, από το νεογέννητο βρέφος ως την γηραιά γειτόνισσα, τίποτε δεν ξεφεύγει από τον πανεπόπτη οφθαλμό του ενορχηστρωτή των ιστοριών της «Ανάστροφης Ροής». Παράλληλες ιστορίες, περισσότερο αφηγηματικά μοτίβα που συγκρούονται για να συγχωνευθούν, και μετά να θρυματιστούν, ακριβώς όπως οι ζωές όλων των ανθρώπινων σκιών στο βιβλίο. Σκιές που παριστάνουν για λίγο τους αφηγηματικούς ήρωες, και μετά οπισθοχωρούν, στέκονται σιωπηροί μάρτυρες της υπόθεσης, ώσπου να αποδειχθεί ότι υπήρξαν το ίδιο θύματα και το ίδιο θύτες, σε μια ιστορία που δεν είναι ποτέ -τελικά- και πολύ διαφορετική από τη δική τους, ανείπωτη και χιλιοειπωμένη ιστορία.

Και τι δεν έχει το μενού του Μαργώνη: σε πανστρατιά προσκεκλημένοι όλοι οι συνήθεις ύποπτοι του σύγχρονου ελληνικού κοινωνικού κολάζ, με όλα τους τα δηλωμένα και τα αδήλωτα. Ντοπιολαλιές από την Κρήτη ως το Αγρίνιο, αργκό της φυλακής και lingo των Σωμάτων Ασφαλείας, προσεγμένα ελληνικά του σαλονιού, μπέσα του λιμανιού και μικροαστική ξεφτίλα. Μια κανονική πυριτιδαποθήκη κοινωνικών τύπων και τυπικών στάσεων. Άλλοι αστυνομικοί ευαίσθητοι κι άλλοι συνεργάτες της φυλακόβιας μαφίας. Μαζί τους, φυλακισμένοι επαγγελματίες κολομπαράδες που πιστεύουν ακράδαντα πως με τη φαλλική τους ευλογία αποδίδουν θεία -τουλάχιστον- δικαιοσύνη. Παραδίπλα δικηγόροι, με άκαμπτη ηθική όταν τους χρειάζεται για την έξωθεν καλή μαρτυρία, αλλά και όσο επαγγελματίες απατεώνες απαιτείται για να επιβιώσουν στο διάτρητο σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης. Θεούσες γριές, που δεν τους ξεφεύγει, ωστόσο, τίποτε από τη μεσοτοιχία του τυπικού νεοελληνικού διαμερίσματος. Καθ’ όνομα αδέρφια, ζηλόφθονα στην επιτυχία και αληθινά δρεπανηφόρα άρματα στο στραβοπάτημα. Ε, ας αφήσουμε και κάτι για τον αναγνώστη. Γιατί ο Μαργώνης του στήνει με μαεστρία τον ιστό του: ένα σκηνικό πανταχού παρούσας κατάρρευσης, μιας σκοταδιστικής, θνησιγενούς, τελειωμένης κοινωνίας που θυματοποιεί κάθε τι που δεν χωρεί στην προκρούστεια κλίνη των κανονιστικών της ψευδαισθήσεων. Και μέσα εκεί, ο αναγνώστης, ναι, μετέωρος αντικρίζει, όχι από απόσταση πια, όχι στο σύνηθες εν κρυπτώ και παραβύστω, αλλά ξεβρακώνοντάς το και σε απόσταση αναπνοής, το παρόν και το μέλλον, του τόπου, του εαυτού του, και κάθε του βιολογικής ή ψυχολογικής προέκτασης.

Κάθε φορά που αφήνεσαι να νομίσεις πως διέβλεψες μια δειλή αχτίδα φωτός, σε περιμένει στη γωνία σαρκαστικό και γκροτέσκο, πανηγυρικός κλαυσίγελως, το έρεβος. Ο ντροπαλός καθηγητής, θα ερωτευτεί χωρίς αιδώ κι ενδοιασμό τη φοιτήτριά του, κι ύστερα, ντροπαλός ακόμα, αλλά και ικανά ξεδιάντροπος, θα πηδήξει ωστόσο και την πουτάνα – έτσι πρέπει, αυτό περιμένουν από αυτόν, τι άντρας θα ήταν διαφορετικά, εδώ είναι βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε. Η γλυκιά κοπελίτσα, καταπιεσμένη ερωτικά στο έπακρο, στις αυστηρές συμπληγάδες του ανατολίτικου πουριτανισμού, δοκιμάζει τον σαπφικό έρωτα με τη φίλη της, αλλά τελικά παραδίδεται στον θεόσταλτο γαμπρό, που παρουσιάζεται ως μονόδρομος για την ευλογημένη στους ναούς οικογενειακή ευτυχία – η προσωπική ούτως ή άλλως δεν είναι ζητούμενο για τις γυναίκες, έχουν χρέη και καθήκοντα. Κι όταν η δυστυχία θα την βρει, θα είναι επειδή δεν εκπλήρωσε τις προϋποθέσεις του φύλου της. Τονίζω το «επειδή». Η σύγχρονη ρητορική των alt right, των MAGA και των -ας το πούμε ανοιχτά- φιλοφασιστικών νεοναζιστικών νεκραναστημένων ιδεολογημάτων, πάλι με τη μήτρα της γυναίκας έχει να κάνει. Σε think tanks εξοπλισμένα με κανονικά tanks, που είναι έτοιμα να σκοτώσουν για το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, η μήτρα παραδόξως αναγνωρίζεται επιτακτικά ως κρίσιμη κοινοτική ιδιοκτησία. Κρίσιμη για να μπορεί να ελπίσει κι ο φτωχούλης φασίστας σε ένα γενετικό διπλότυπο της ανεπάρκειάς του. Κάπως πρέπει να περάσει κι αυτός τη ζωή του, κάτι πρέπει να βρει να κάνει, κατά κοινώς λεγόμενο, και σοφό κάποτε, «δουλειά δεν είχε διάολος», κλπ. Να τος πάλι ο φίλος μας ο εξαποδώ, πιστός στο λογοτεχνικό του καθήκον.

Γιατί, εδώ που τα λέμε, όλα στο βιβλίο έχουν το σκοτεινό τους, δαιμονικό, όλο και πιο δυσοίωνο, σελίδα τη σελίδα, βάθος. Ακόμα και η κάθαρση στο τέλος. Δεν είναι κάθαρση. Γιατί, όπως παντού στη χώρα, η δικαιοσύνη αναζητείται στο διηνεκές. Η αδυναμία να αποδοθεί δικαιοσύνη, η μεγάλη πληγή της σύγχρονης Ελλάδας, οφείλεται άραγε στην αδυναμία μας να διαχειριστούμε την ενοχή; Μπορεί ένα έγκλημα να φέρει στα ίσα ένα άλλο έγκλημα; Είναι η εκδίκηση ή η αντεκδίκηση, επαρκής όρος απόδοσης δικαιοσύνης, χωρίς μάλιστα ευθύνη, χωρίς καμία ανάληψη της ευθύνης και χωρίς επιπτώσεις στον εκδικητή άγγελο; Μήπως διαβάζουμε ένα βαλκανικό γουέστερν; Οι απαντήσεις και πάλι είναι δουλειά του αναγνώστη. Εκείνο που μπορεί να γίνει ξεκάθαρο πάντως, είναι ότι η φυλακή ανάγεται τελικά σε σύμβολο απόδοσης της δικαιοσύνης, ακριβώς τέτοιο που αξίζει στη συγκεκριμένη κοινωνία, όπου το «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή» θα μπορούσε να αντικαταστήσει μια χαρά το «Σε γνωρίζω από την κόψη». Ας μην ξεχάσουμε εδώ και την όμορφη σκέψη του Μυριβήλη, ότι η δικαιοσύνη πρέπει να κρατάει σπαθί μαζί με τη ζυγαριά, γιατί ζυγαριά έχουν και οι μπακάληδες. Πάντως ο νόμος της ζούγκλας στη μια περίπτωση, το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» στην άλλη, αφήνουν την κατάληξη του βιβλίου μετέωρη. Γιατί τελικά κάποιος πλήρωσε με την ενοχή του, ώστε ο ένοχος να πληρώσει για όσα έκανε. Για να θυμηθούμε και τον αρχαίο Φωκίωνα, στην Αθήνα, ούτε να πεθάνει κανείς δεν μπορεί δωρεάν. Κι ακόμα επιτακτικότερα, δεν μπορεί να σκοτώσει δωρεάν. Και καθένας έχει τη δική του άποψη για το δίκαιο – φυσικά. Αλλά καμία εκδοχή της δικαιοσύνης δεν είναι δωρεάν. Το κόστος, το βάρος της, το βλέπουμε παντού γύρω μας. Μια δικαιοσύνη εκτροχιασμένη, σε χώρα χωρίς ράγες, χωρίς μηχανοδηγό, χωρίς σταθμό, χωρίς προορισμό, που την μάρανε το σύστημα τηλεδιοίκησης, τη απουσία φυσικά -ακόμα και της ψευδαίσθησης- διοίκησης. Και τόσο δυνατά, και τόσο ανάγλυφα, με τόση τρομακτική ακρίβεια, αποτυπώνει το χάσμα, η «Ανάστροφη Ροή» του Μαργώνη.

Γιατί όχι γραμμικά; Γιατί αυτός ο σπασμωδικός, ο διαταραγμένος, ο κομματιασμένος αφηγηματικός χρόνος; Γιατί επιλέχθηκε εξαρχής; Δεν το ξέρω. Μπορώ όμως να μιλήσω για αυτά που φέρνει η επιλογή, ως αποτέλεσμα, στη λογοτεχνική πρόσληψη της ιστορίας. Η επική σκιαγράφηση της παταγώδους αποτυχίας των κοινωνικών, κοινοτικών δομών μας να διαμορφώσουν επαρκείς, αναγνωρίσιμες, συντεταγμένες συνθήκες ευτυχίας για τα μέλη τους, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει ιδανικότερα, από αυτή ακριβώς την επιλογή της συντριβής του χρονικού συνεχούς. Η χρονική τάξη, και κάθε τάξη, κάθε νομοτέλεια και κάθε λογική νόρμα, στο ελληνικό σήμερα είναι δομικός εχθρός. Όλα είναι ανάποδα στη χώρα μας. Ο χρόνος είναι ενοχλητική συνθήκη που πάντα ψάχνουμε τρόπο να την υπερβούμε. Μια απλή κατάθεση φορολογικής δήλωσης μετατρέπεται κατ’ ενιαυτόν σε αληθινή Οδύσσεια για φορολογούμενους και φορομπήχτες. Αναβολές, καθυστερήσεις, νέες προθεσμίες, παρατάσεις. Ναι, είμαστε μια χώρα σε απελπισμένη παράταση λειτουργίας. Παίζουμε τα τελευταία λεπτά του αγώνα, από την Άλωση και μετά. Και ζούμε το μεγαλείο του Γένους -ως εθνοτικός προσδιορισμός, με αφήνει πάντοτε άλαλο-, αποκλειστικά προς τα πίσω. Το νέο, το καινούριο, δαιμονοποιείται εντατικά, κατά σύστημα, κι απόλυτα. Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είναι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Μην είναι τα μεσαιωνικά βυζαντινά παρακμιακά ανεμομαζώματα της Μεγάλης Ιδέας; Μην είμαστε κι εμείς, τα καταληκτικά σύγχρονα διαβολοσκορπίσματα; Τι πιο ταιριαστό; Μπράβο Παναγιώτη Μαργώνη, μας διάβασες σαν ανοιχτό βιβλίο. Ανάστροφη ροή, πράγματι. Γιατί, τι λειτουργεί στη σειρά στη χώρα; Ο καθένας μας μαθαίνει σύντομα και με τον σκληρό τρόπο την αναντίρρητη αλήθεια του ελληνοπρεπούς ανάποδου. Η ελληνική εμπειρία είναι, για να παραφράσουμε τον Όσκαρ Ουάιλντ, το είδος του δασκάλου, που πρώτα σε εξετάζει, και μετά την παταγώδη αποτυχία, σου κάνει το μάθημα.

Ποιο είναι όμως τελικά το μάθημα;

Είναι διδακτικός ο Μαργώνης; Γράφει ένα διδακτικό εγχειρίδιο κοινωνιολογίας; Ευτυχώς όχι. Κουμαντάρει τα συναισθήματά του εξαιρετικά για να ξεπέσει στον διδακτισμό. Είναι αρκετά ελαστικός για να σε αφήνει να διαλέξεις, και αρκετά έμπειρος για να ξέρει ότι θα πέσεις στην παγίδα να νομίσεις ότι διαλέγεις εσύ.

Κρατώ για το τέλος μια πικρά, αιματηρά, διατρητικά όμορφη σκηνή στο βιβλίο, που την ξεχώρισα. Η φάτνη του βρέφους, τα Χριστούγεννα. Δεν προδίδω την πλοκή, ο αναγνώστης είναι ασφαλής. Απλώς αυτό διαλέγω για να κλείσω. Αν το έργο μπορούσε να αποτυπωθεί ως ένα μόνο συναίσθημα, είναι νομίζω αυτός ο σύγκορμος φόβος ότι η ελπίδα της χώρας πεθαίνει στα σπάργανα. Στο τέλμα όπου βρίσκεται το εθνικό παρόν, εδώ, στην κινούμενη άμμο, στον δυσώδη βάλτο, όλα διαστρέφονται. Η ζωή είναι θάνατος. Η ελπίδα είναι απελπισία. Τα παιδιά γεννιούνται απονεκρωμένες αντανακλάσεις των νεκρών σχέσεων, που τους υπόσχονται φως και τα βυζαίνουν σκοτάδι. Μια αίσθηση επικρέμεται, σκιάζει τον τόπο, ότι δεν υπάρχει πια ροή, ούτε ανάστροφη, ούτε όποια άλλη. Και μια σιωπηρή παραδοχή, πως αυτή η καθήλωση, η σοβούσα και πανταχού παρούσα ακινησία, το βάλτωμα, παριστάνει την πρόοδο για πολύ καιρό τώρα. Τόσον πολύ καιρό, αλήθεια, που φαίνεται πως το έχει πιστέψει κι η ίδια.

 

 Παναγιώτης Μαργώνη, Ανάστροφη ροή, Γκοβόστης

Προηγούμενο άρθροΟ Jonathan Coe για τον Jonathan Coe (Αλεξάνδρα Σαμοθράκη- ανταπόκριση)
Επόμενο άρθροΗ διπλή ανάγνωση της Διπλής Ζωής (του Γιάννη Παπαθεοδώρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ