της Κατερίνας Σχινά
Ο Ανδρέας, ο κεντρικός ήρωας της σπαρακτικής νουβέλας του Γιώργου Μητά, ένας νεαρός υδροβιολόγος με θαμπή εμφάνιση και εύθραυστη υγεία, μονήρης, ευαίσθητος, αλλά με κρυφή ροπή προς την περιπέτεια, μετά από μια σοβαρή ασθένεια στην εφηβεία που τον απέκλεισε από τις εκστατικές διαβατήριες τελετές προς την ενηλικότητα, τραυματισμένος από την προδοσία του σώματός του και από τις συναισθηματικές ματαιώσεις που έχει γευτεί στα πρώτα του νιάτα, έχει αυτοπεριοριστεί στις «δύο επικράτειες που θεωρούσε δικές του, τις χάρες των οποίων μπορούσε να απολαμβάνει χωρίς σημαντικούς περισπασμούς από τον έξω κόσμο: τη λογοτεχνία και την ιχθυολογία». Απολαμβάνει την αγάπη του για τη θάλασσα μέσα από τις έρευνες του πολύμορφου και μυστηριώδους κόσμου του βυθού, τον έρωτά του για τη λογοτεχνία ως αναγνώστης και επίδοξος συγγραφέας. Αυτή η μοναχική –ικανοποιητική, ωστόσο και αυτάρκης– καθημερινότητα θα διαταραχθεί από την άφιξη, στο Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών όπου εργάζεται ο ήρωάς μας, μιας νεαρής ιχθυοπαθολόγου, της Μύρρας. Ακτινοβόλα παρουσία, σκορπίζει αφειδώλευτα το ζεστό της φως, γοητεύει τους πάντες, μεταμορφώνει την ατμόσφαιρα του Κέντρου, διαλύει την ψυχρή συμβατικότητα του εργασιακού περιβάλλοντος. Στο πλησίασμά της, ο Ανδρέας κυριεύεται «από το αίσθημα μιας συντελεσμένης καταστροφής»: καταλαβαίνει ότι δέχεται επίθεση «από τον εχθρό που φοβόταν περισσότερο, αυτόν ενάντια στον οποίο είχε οργανώσει, με τόσο κόπο, αδιαπέραστες άμυνες, είχε υψώσει ανυπέρβλητα τείχη». Αλλά ο εχθρός αυτός είναι ακαταμάχητος. Κι όταν, σχεδόν τυχαία, Ανδρέας και Μύρρα θα βρεθούν σ’ ένα συνέδριο ιχθυολογίας στη Μπανγκόκ, μέσα στη φαντασμαγορία και το ανοίκειο αυτού του υποβλητικού τόπου, θα φουντώσει ο έρωτας του βιολόγου για την ωραία συνάδελφό του.
Ο Γιώργος Μητάς περιγράφει με σπάνια λεπτότητα και ψυχολογική ακρίβεια τις μεταπτώσεις των συναισθημάτων του ήρωά του: από τη σαγήνη στην εσωτερική παραφορά και από την στιγμιαία ελπίδα στην συνειδητοποίηση ότι αυτός ο έρωτας θα μείνει ανεπίδοτος, ιδίως όταν στην ευαίσθητη, αμφίρροπη σχέση την οποία έχει αναπτύξει ο ήρωάς μας με την Μύρρα, εισβάλλει ο Λουκάς, ένας παλιός φίλος του Ανδρέα, επιβλητικός μέσα στην ανεπίγνωστη, θερμή αρρενωπότητά του.
Διαβάζοντας την ιστορία αυτού του ανεπίδοτου έρωτα, επανερχόταν συνεχώς στο νου μου μια φράση που διάβασα κάποτε στα γραπτά του Μπενζαμέν Κονστάν: «Υπάρχει κάτι στην ενατένιση του ωραίου που μας αποσπά από τον εαυτό μας, προκαλώντας μας το συναίσθημα ότι η τελειότητα αξίζει παραπάνω από εμάς». Είναι αλήθεια: η ομορφιά μάς κάνει να αναστέλλουμε κάθε άλλη σκέψη για τον χαρακτήρα, τις επιθυμίες, τη βούληση του προσώπου που την ενσαρκώνει. Ωθεί το μυαλό να κινηθεί χρονολογικά προς τα πίσω σε αναζήτηση παραλληλιών και συνδέσεων με άλλες ενσαρκώσεις του ωραίου που μας συγκλόνισαν. Κι αυτό το μείγμα μνήμης και επιθυμίας δημιουργεί μια ριζική μετακίνηση από ό,τι θεωρούμε πυρήνα της ύπαρξής μας. Αντικρίζοντας την ομορφιά στην καθαρή, την πιο ατόφια της έκφραση, ο κόσμος μας μεταμορφώνεται και η δική μας σημασία μειώνεται. «Δεν είναι ότι παύουμε να βρισκόμαστε στο κέντρο του κόσμου, γιατί ποτέ δεν βρισκόμαστε πραγματικά εκεί», γράφει χαρακτηριστικά η καθηγήτρια του Χάρβαρντ Ελέιν Σκάρι, στο βιβλίο της «On beauty and being just». «Είναι ότι παύουμε να στεκόμαστε ακόμα και στο κέντρο του δικού μας κόσμου. Παραχωρούμε οικειοθελώς το έδαφος στο ωραίο που βρίσκεται μπροστά μας».
Έτσι ακριβώς αντιδρά και ο Ανδρέας όταν αντιλαμβάνεται πόσο μάταιο είναι να ελπίζει. Παραχωρεί το έδαφος στον φίλο του, τον Λουκά, αναγνωρίζοντας σιωπηρά ότι η ομορφιά επιζητεί τη συμμετρία. Και αποσύρεται. Αλλά η ιστορία του δεν τελειώνει εδώ. Ναι, ο Ανδρέας, κεραυνοβολημένος από το συναπάντημά του με το κάλλος και ηττημένος από τη συνειδητοποίηση ότι θα είναι δια παντός εξόριστος από την επικράτειά του, βιώνει οδυνηρά την απώλεια. Ωστόσο, όπως μας έμαθε ο Σίλερ, ο καθένας μπορεί να μεταμορφώσει τη ζωή του υποβάλλοντάς την στις απαιτήσεις της ομορφιάς. Η ομορφιά μπορεί να μας αλλάξει, να γίνει ο δεύτερος δημιουργός μας. Κι αυτό γιατί η δημιουργική εργασία που εμπνέεται από το ωραίο δεν υποτάσσεται σε κανέναν εξωτερικό σκοπό, βρίσκει την τελικότητά της στον ίδιο τον εαυτό της, είναι αυτοτελής, γίνεται μια ενσάρκωση της ελευθερίας.
Ο Ανδρέας θα κρατήσει απ’ αυτήν την συγκλονιστική συνάντηση το άγχος και την αδυναμία μπροστά στην τυραννία του κάλλους αλλά και την ευδαιμονία και την πληρότητα στην επαφή μαζί του, «μια θριαμβική αίσθηση ζωής, μια άγνωστη, απροσδόκητη, ολοζώντανη σκληρή ευτυχία», όπως θα γράψει στη Μύρρα. Και θα μετουσιώσει αυτό το δώρο στη γραφή. Το δεύτερο δώρο της Μύρρας είναι η σπίθα της δημιουργικότητας που πυρακτώνει την ψυχή του Ανδρέα. Είναι ένα δώρο που έρχεται αργά και δεν έχει υλική υπόσταση, δεν αποβλέπει στην απόλαυση του αισθητικά εντελούς αντικειμένου του πόθου του, αλλά το μετασχηματίζει και το μεταμορφώνει σε ένα άλλο αισθητικό αντικείμενο, αυτή τη φορά σ’ ένα λογοτεχνικό βιβλίο.
Ο Γιώργος Μητάς έγραψε μια πολύ όμορφη, βαθιά, γλυκόπικρη νουβέλα πάνω σ’ ένα θέμα που δύσκολα θίγεται και ακόμα πιο δύσκολα αναπτύσσεται: το πόσο άδικα είναι μοιρασμένο δώρο της ομορφιάς· το πόσο πόνο μπορεί να προκαλέσει σ’ εκείνους που δεν ευλογήθηκαν από το χάδι της, είτε ως επίδοξοι κάτοχοί της, είτε ως επίμονοι θηρευτές της· το πόσο μπορεί να καθορίσει η ζωή του σώματός μας τις επιλογές, τον ερωτισμό, τη δημιουργικότητά μας. Έγραψε, εν τέλει, ένα βιβλίο για τη συχνή διάσταση πνεύματος και σώματος και για τη συμφιλίωσή τους στο πεδίο της δημιουργίας.
Γιώργος Μητάς, α δύο δώρα, Στερέωμα Βρες το εδώ