της Ελένης Γεωργοστάθη
Ένα ιδιαίτερο βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις Εκδ. Καστανιώτη, αιφνιδιάζοντάς μας ευχάριστα για πολλούς λόγους : το νεαρό της ηλικίας της συγγραφέα του (μόλις δεκαεννέα ετών), ο υβριδικός, διηλικιακός χαρακτήρα του, οι ποικίλες επιρροές του, ο ενδιαφέρων διάλογος που ανοίγουν, εκκινώντας μάλιστα από διαφορετικές αφετηρίες, το κείμενο και η εικονογράφησή του. Ένα βιβλίο, με δυο λόγια, που θραύει εύλογες προσδοκίες, εκπλήσσοντας με τη γεμάτη αυτοπεποίθηση απλότητά του και την εντυπωσιακή χημεία των συστατικών του στοιχείων.
Στα Πουλιά – Карчата λοιπόν της Αναστασίας Σταματοπούλου, με την εμπνευσμένη εικονογράφηση του Βασίλη Κουτσογιάννη, ένα δεκάχρονο αγόρι που ζει κάπου στη Ρωσία ονειρεύεται να μάθει τη γλώσσα των πουλιών, έχει ωστόσο να αντιμετωπίσει τη σκληρή συμπεριφορά του κακοποιητικού πατέρα του, ο οποίος προσπαθεί να επιβάλει στο παιδί την άτεγκτη, ενήλικη λογική του εξωθώντας το σε πράξεις απίστευτης σκληρότητας και, τελικά, στη δολοφονία των ονείρων του και στην πρόωρη ενηλικίωσή του.
Αν θα ’θελε κανείς να περιγράψει τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η ιστορία της Σταματοπούλου, θα αρκούσε να ανατρέξει στο γιορτινό φαγητό της μαμάς του ήρωα – «Αγριόχορτα της λίμνης, βραστές πατάτες, χαμομήλι και ένα κοράκι για τον καθένα». Παράταιρα υλικά, αλλά ικανά να δέσουν σε ένα απρόσμενο όσο κι αξέχαστο γευστικό αποτέλεσμα, όπου η αγριάδα και το σκοτάδι συγκατοικούν με την επίγευση του ματαιωμένου ονείρου και τη συνθλιμμένη παιδικότητα. Οι επιρροές από την ουκρανική λαϊκή παράδοση, εμφανείς ήδη από τον τίτλο, οι αναφορές στη ρωσική τοπογραφία, η ατμόσφαιρα σκοτεινού παραμυθιού που κυριαρχεί στο κείμενο δεν καταπλακώνουν ασφυκτικά την ιστορία, περιχαρακώνοντάς τη σε παγιωμένα μοτίβα. Ίσα ίσα, διαμορφώνουν το ιδανικό μικροκλίμα για να εκτυλιχθεί αβίαστα, σε μια γλώσσα απλή, μια αφήγηση γεμάτη εντάσεις και ανατροπές – τα όνειρα του γιου, η άτεγκτη στάση του πατέρα, η εκβιαστική του πρόταση, η αποδοχή της από το παιδί, η βίαιη ενηλικίωσή του.
Υιοθετώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε παρελθοντικό χρόνο, η συγγραφέας μπαίνει άμεσα, σχεδόν βίαια, χωρίς εισαγωγές και προλόγους, στο ζουμί της ιστορίας της, στην αντιπαράθεση πατέρα και γιου, στην τραχιά πραγματικότητα του πρώτου σε αντιδιαστολή με τον ονειρικό κόσμο που θέλει να ταξιδέψει ο δεύτερος. Δεν ξοδεύεται σε εισαγωγικές συστάσεις, οι λιγοστές πληροφορίες που σκορπά εδώ κι εκεί στο κείμενο, σχεδόν τυχαία, παρεμπιπτόντως θα λέγαμε, αρκούν για να μας δώσουν το στίγμα: ο Νέβας, ο ξυλοκόπος πατέρας, το δεκάχρονο παιδί.
Αν οι δυο γονεϊκοί χαρακτήρες, η πατριαρχική φιγούρα του πατέρα, που εξαρχής δηλώνει απερίφραστα και εμμένει μέχρι τέλους στην άποψή του ότι «είμαστε από τη φύση μας αγροίκοι», και η επί της ουσίας σιωπηλή συνεργός μάνα, παραμένουν αμετακίνητοι στους ρόλους τους, ο αφηγητής, αδυνατώντας ως παιδί να διαμορφώσει ο ίδιος τους κανόνες του παιχνιδιού, αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στην επιθυμία και στην υποταγή, αναδιηγείται από ένα απροσδιόριστο «μετά» τα γεγονότα που οδήγησαν στη συντριβή του παιδικού του ονείρου και στη βίαιη ωρίμανσή του και στοχάζεται πάνω σε αυτά, άλλοτε με μια παγερή αποστασιοποίηση, άλλοτε πασχίζοντας να εκλογικεύσει, άλλοτε πικρά αυτοσαρκαστικός. Οι πινελιές αμφισημίας που στίζουν εδώ κι εκεί το κείμενο αποτελούν συστατικό στοιχείο της γοητείας του – όπως το διφορούμενο «τότε» ήδη στην πρώτη φράση του κειμένου, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είναι δηλωτικό κάποιου μακρινού παρελθόντος ή μιας αιφνίδιας εισβολής σε μια εν εξελίξει συζήτηση που μέρος της μόνο αποκαλύπτεται στον αναγνώστη. Ή ο τρόπος τον οποίο σκέφτεται στο τέλος ο αφηγητής για να γίνει πουλί – αυτοσαρκαστική ένδειξη υποταγής ή μήπως εμμονικό κυνήγι ενός ονείρου που μπορεί να γίνει πραγματικότητα έστω και μέσα από ένα καθεστώς σκλαβιάς; Η λογοτεχνία, έτσι κι αλλιώς, δε χτίζεται πάνω σε βεβαιότητες και οδηγίες προς ναυτιλλομένους, οι αμφισημίες της είναι εκείνες που ανοίγουν μέσα μας δρόμους.
Ο Βασίλης Κουτσογιάννης, στην καλύτερη κατά τη γνώμη μου εικονογράφησή του ως τώρα, «διαβάζει» και επεκτείνει την ιστορία –ή μάλλον, καλύτερα, εμβαθύνει σε αυτή– με τρόπο πολυδιάστατο.
Πρώτα απ’ όλα, εκπλήσσει ντύνοντας τη σκοτεινιά της με χρώμα. Χωρίς να αποφεύγει το μαύρο –τα μαύρα κοράκια έτσι κι αλλιώς παίζουν κομβικό ρόλο στα Πουλιά– τυλίγει αρκετές από τις εικόνες του με απίστευτης ατμοσφαιρικότητας φόντα σε φωτεινά ρόδινα, γαλάζια και μοβ, παίζοντας με αποχρώσεις, τόνους και φωτισμούς. Υιοθετώντας μια κινηματογραφική ματιά, έντονα ταρκοφσκική σε κάποια σημεία της, παίζει ανελέητα με την οπτική γωνία προσφέροντας διαφορετικές κι εναλλασσόμενες λήψεις του σκηνικού του –χαρακτηριστικά τα δυο συνεχόμενα σαλόνια με το δάσος ιδωμένο από την οπτική του αγοριού και κατόπιν από αυτή των πουλιών, όπως και η συγκλονιστική εικόνα με το παιδί ιδωμένο μέσα από το βαρέλι στο οποίο πάει να ξεπλύνει από πάνω του το έγκλημά του.
Οι πανέμορφες αυτές εικόνες ωστόσο δε στέκονται μόνο στον αφρό μιας φανταχτερής εντύπωσης. Πέρα από την αλλόκοσμη ατμόσφαιρα που διατρέχει το κείμενο, αποτυπώνουν τη δύναμη του ονείρου, αλλά και τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει ο αφηγητής. Παίζοντας εξαιρετικά με τις σκιές, ο εικονογράφος μάς δίνει μια μονίμως σκοτεινή, ασαφή, απειλητική πατρική φιγούρα που καραδοκεί πάντα στην άκρη του ονείρου του παιδιού, μια φιγούρα δίχως πρόσωπο, στοιχείο ενδεικτικό της τυφλής, άξεστης δύναμής της.
Αλλά ο Κουτσογιάννης πάει ακόμα παραπέρα, καθώς οι εικόνες του συχνά κινούνται σε χρόνο διακριτό από εκείνον την αφήγησης. Σε κάποιες περιπτώσεις προϊδεάζει τον αναγνώστη για όσα έπονται στο κείμενο, άλλοτε ζουμάροντας σε λεπτομέρειες, όπως οι σκιές των κορακιών μες στη σούπα που τρώει ο αφηγητής, άλλοτε μέσα από οπτικές ψευδαισθήσεις – το παιδί που αγκαλιάζει το κλουβί, δίνοντας ωστόσο την εντύπωση του εγκλεισμού του μέσα σε αυτό. Από την άλλη, η σουρεαλιστικής σύλληψης εικόνα του αγοριού στο οικογενειακό τραπέζι να τρώει με συνδαιτυμόνες του κοράκια λειτουργεί υποσυνείδητα ως υπόμνηση της έντονης επιθυμίας του στην αρχή της ιστορίας να νιώσει και αυτός «μέλος μιας οικογένειας που επικοινωνεί με έναν μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο».
Ο ποικιλόμορφος διάλογος που ανοίγει η εικονογράφηση με το κείμενο δημιουργεί μια άκρως γοητευτική σχέση, που αναδεικνύει την εξαιρετική χημεία τους. Τόσο γι’ αυτό το ευτυχές πάντρεμα όσο και για την ιδιαιτέρως προσεγμένη έκδοση τα εύσημα ανήκουν και στους συνήθως αφανείς συντελεστές ενός βιβλίου και πρωτίστως στον υπεύθυνο έκδοσης, ο οποίος επιπλέον έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην πρώτη λογοτεχνική απόπειρα μιας νεότατης συγγραφέα. Μια απόπειρα η οποία, όπως και η εικονογράφηση, αποτελεί δημιουργικό χωνευτήρι ποικίλων επιρροών, ενδεικτικών της εξοικείωσης της νεότερης γενιάς με μια πληθώρα ετερόκλητων ερεθισμάτων και παραστάσεων. Κι ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το συγκεκριμένο βιβλίο να ανοίγει μια φωτεινή χαραμάδα στη συνήθως απαισιόδοξη, ζοφερή εικόνα που έχουν την τάση να καλλιεργούν οι παλιοί για τους νέους, κάνοντάς μας να ελπίσουμε στην έλευση μιας νεότερης γενιάς δημιουργών που θα μας εκπλήξουν με φρέσκες, πρωτότυπες δουλειές, μακριά από μανιερισμούς και τυποποιήσεις.
Αναστασία Σταματοπούλου, Τα πουλιά – Карчата, Εικ. Βασίλης Κουτσογιάννης, Εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα 2021.
Βρες το εδώ