του Μάνου Κουμή
Ι.
Η επιστημονική φαντασία, ήδη από τα πρώτα της δείγματα, αποτελούσε προνομιακό πεδίο σμίλευσης νέων κόσμων και κριτικής των παρόντων κοινωνιών⸱ από την Ουτοπία του Τόμας Μορ, τον Φρανκενστάιν της Mary Shelley και τη μηχανή του χρόνου του H. G. Wells μέχρι τον Όργουελ και τους αδερφούς Strugatsky τα προτάγματα για παγκόσμια και αέναη ευδαιμονία συνδιαλέγονταν με οδυνηρές σκέψεις για τις καταστροφικές συνέπειες αυτών των εγχειρημάτων. Στον 20ο αιώνα, μετά από τις δραματικές συνέπειες που ακολούθησαν τη ματαίωση των ουτοπικών ονείρων του 19ου αιώνα, το κλίμα αισιοδοξίας έδωσε τη θέση του στην πεσιμιστική ενδοσκόπηση και κριτική, η οποία συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας. Μπορεί, βέβαια, οι σύγχρονες καταναλωτικές ευτοπίες της Δύσης να στηρίζονται σε ένα οξύμωρο δίπολο φαντασίας και τεχνολογίας και η φαντασμαγορία των εμπορευμάτων τους να εξακολουθούν να θαμπώνουν σε ανησυχητικό βαθμό τους συμμετέχοντες αυτών, οι νεωτερικές κοινωνίες στέκονται κριτικά απέναντι σε ολιστικά προτάγματα επιφανειακής ευφορίας: η μαρξιστική ανάλυση για το φετιχισμό του εμπορεύματος, η φροϋδική ενδοσκόπηση γύρω από τις ροπές του Θανάτου και του Έρωτα, τα προμηνύματα της σχολής της Φρανκφούρτης γύρω από τις ψευδαισθήσεις της προόδου, αλλά και οι αναλύσεις του Φουκώ για τα πανοπτικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών είναι μερικά από τα εργαλεία που το σύγχρονο υποκείμενο διαθέτει απέναντι στην εργαλειοποίησή του.[i]
Από τη δεκαετία του ΄70, λοιπόν, και εξής, καθώς οι φόβοι για την καταστροφή του κόσμου πληθαίνουν, παράλληλα αυξάνονται και οι φωνές που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα έργα αποκαλυπτικής και μετα-αποκαλυπτικής λογοτεχνίας κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο έδαφος. Πρόσφατο δείγμα αποτελεί το έργο Οι Κοιλάδες του Φόβου της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, μυθιστόρημα όπου και συνδυάζεται η οξεία κριτική του παρόντος συστήματος αξιών, ο φιλοσοφικός στοχασμός για το μέλλον του πολιτισμού, καθώς και προτάσεις για τη φυγή πέρα από τον φαύλο κύκλο προόδου και καταστροφής. Αν, βέβαια, οι σύγχρονες εξελίξεις της θεωρίας για την αιτιολόγηση της ολοένα αυξανόμενης παραγωγής δυστοπικής και μετα-αποκαλυπτικής λογοτεχνίας συμψηφίζονται σε δύο ευδιάκριτες τάσεις – εκείνης που ερμηνεύει τα πολλαπλά δείγματά της ως εκπλήρωση υποσυνείδητων επιθυμιών, και εκείνης που βλέπει στην επιστημονική φαντασία ίχνη κοινωνικής κριτικής[ii] – η Αλ. Δεληγιώργη συνδυάζει και τα δύο: από τη μία πλευρά, λοιπόν, έχουμε ήρωες που αν και βιώνουν την ολική μεταστροφή ενός γνώριμου πλανήτη, εν τέλει επιβιώνουν με τις δυνάμεις τους σε έναν, κατά τα άλλα, απλούστερο κόσμο νικητών και ηττημένων⸱ από την άλλη, η διαρκής αναζήτηση για τις αιτίες της καθολικής κρίσης οδηγεί τους ήρωες σε ένα δριμύ κατηγορώ για τις επιλογές, τις αποφάσεις και τις υποχωρήσεις τους.
Πιο συγκεκριμένα, μετά από τις πολλαπλές εκρήξεις βομβών σε μητροπόλεις του πλανήτη, ο παγκόσμιος πληθυσμός, για μία ακόμη φορά, χωρίζεται σε εξουσιαστές και σε εκείνους που παλεύουν για επιβίωση μέσα σε έναν κόσμο αέναης κίνησης και μεταβολής⸱ εάν οι πρώτοι παραμένουν για τον αναγνώστη αόρατοι, οι τελευταίοι εκπροσωπούνται από καταβεβλημένους ψυχικά και σωματικά ήρωες, την εικοσαετή πορεία των οποίων παρακολουθούμε, μέσα από μία περίπλοκη δομή δύο μερών, έντεκα κεφαλαίων, καθώς και ενός ιντερμεδίου. Τα κεντρικά πρόσωπα του έργου βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, ως άλλοι πλάνητες ενός κόσμου όμως απείρως διευρυμένου: πρόσφυγες όπως ο Σαμίρ και η Ρεξά διασχίζουν σύνορα εθνικά, ο Δημοσθένης και η Ειρήνη διασχίζουν σύνορα που χωρίζουν την πόλη από την επαρχία, ο Θοδωρής εκτροχιάζεται σε μια μακρινή χώρα του εξωτερικού, ενώ ένας αστροφυσικός βρίσκεται στο μεταίχμιο μίας υπαρξιακής διαστημικής οδύσσειας. Οι ταυτότητες αποδομούνται, ενώ οι σχέσεις επαναπροσδιορίζονται ως σύμπτωμα της παγκόσμιας κοινωνικής, οικονομικής, εν τέλει, ηθικής κρίσης. Ο παλαιός κόσμος φαίνεται να διαλύεται, στο βαθμό που οι οικογενειακές σχέσεις διασπώνται, η τεκνοποίηση γίνεται χρηματιστηριακό προϊόν στη μαύρη αγορά, η ανεργία μαστίζει και οι μηχανές αντικαθιστούν την ανθρώπινη εργασία σε μια κοινωνία ομοιωμάτων.
Ποικιλοτρόπως, λοιπόν, η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη προϋποθέτει και αξιοποιεί πολλαπλές συμβάσεις του είδους της επιστημονικής φαντασίας: προβολή στο μέλλον, διαστολή του χρόνου με πολλαπλά φλάσμπακ, διεύρυνση του χώρου εξέλιξης της ιστορίας σε ξένους πλανήτες, εξελιγμένες μηχανές στις οποίες ο άνθρωπος πασχίζει να μην καταλήξει υποχείριο, καταστροφική πολεμική τεχνολογία. Όλα τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την περίτεχνη δομή συνηγορούν στο αίσθημα αλλοτρίωσης που βιώνει το νεωτερικό υποκείμενο απέναντι σε μία πραγματικότητα που τον ξεπερνά. Η δομική αυτή ανοικείωση, η οποία παραπέμπει στο βασικό, κατά Darko Suvin[iii], χαρακτηριστικό της επιστημονικής φαντασίας, αφενός περιγράφει ένα κόσμο που έχει διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη⸱ αφετέρου ομοιάζει σε μία παγκόσμια κοινωνία αλληλοσυνδέσεων, ένα παγκόσμιο χωριό ενοποιημένων δικτύων, στο οποίο όπως θα το ήθελε η μεσαιωνική αλχημεία, το καθετί παραπέμπει σε κάτι άλλο, αν όχι στο όμοιό του. Δομή και περιεχόμενο λοιπόν, αποκτούν στις Κοιλάδες του Φόβου ένα ουσιωδέστερο ρόλο: σχηματίζουν το πεδίο μέσα στο οποίο αναζητείται η χαμένη ενότητα ενός έκκεντρου κόσμου.
Η γραφή στη προκειμένη περίπτωση, και ως εκ τούτου, η έννοια της τέχνης συνολικά πριμοδοτείται ως ο χώρος στον οποίο δημιουργείται το ανάχωμα που συγκρατεί την πορεία παρακμής. Κατά αυτό τον τρόπο φαίνεται να ερμηνεύεται και η κεντρική θέση του ιντερμέδιου στη συνολική δομή του έργου: οι χειρόγραφες σημειώσεις ενός σύγχρονου πλάνητα είναι η καθημερινή πρακτική που βοηθά το νεωτερικό υποκείμενο να ισορροπήσει σε έναν ασταθή κόσμο. Όπως θα το ήθελε η σχολή της Φρανκφούρτης, η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη με τις Κοιλάδες του Φόβου εξετάζει κριτικά την έννοια της επιστήμης, άρα και ολόκληρο το σχέδιο του Διαφωτισμού, ενώ αναδεικνύει την Τέχνη σε ζωογόνο δύναμη ελπίδας και χειραφέτησης.[iv]
ΙΙ.
Το 2020 συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από το θάνατο ενός από τους πλέον δραστήριους συγγραφείς του 20ου αιώνα: δημοσιογράφος, αρθρογράφος, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος ο George Orwell αποτελεί ίσως από τα πιο αναγνωρίσιμα ονόματα της επιστημονικής φαντασίας, ενώ το έργο του εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον κριτικών και θεωρητικών ενός ευρύ φάσματος επιστημών από τη λογοτεχνία μέχρι την κοινωνιολογία και την πολιτική. Εξάλλου, το ίδιο το όνομα του συγγραφέα όπως και ο τίτλος ενός από τα μυθιστορήματά του – 1984 – έχουν καταλογραφηθεί στο πολιτικό λεξιλόγιο ήδη από τα μέσα του 20ου αιώνα. Εάν το σταθερό ενδιαφέρον για το έργο και τις ιδέες ενός συγγραφέα εκφράζεται, πρωτίστως, με την επανέκδοση των έργων του, τότε το όνομα του George Orwell φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, στο βαθμό που ένα μεγάλος αριθμός εκδοτικών οίκων επέλεξε να προωθήσει το έργο του Βρετανού συγγραφέα. Τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα επανεκδίδονται, εμπλουτίζονται με κριτικά σχόλια, εισαγωγές και επίμετρα, ενώ παράλληλα, παιδικά βιβλία, graphic novels και κόμικ κάνουν την εμφάνιση τους, για μικρούς και μεγάλους θαυμαστές του συγγραφέα.
Με την πιο πρόσφατη βιογραφία του να εκδίδεται το 2020, τη ραγδαία αύξηση των πωλήσεων του στην Αμερική κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Τραμπ, την επαναφορά της συζήτησης γύρω από τις καταστρεπτικές συνέπειες της τεχνολογίας και του πολιτικού αυταρχισμού, το όνομα του George Orwell δεν απομακρύνθηκε από το δημόσιο βίο, ακόμα και τον 21ο αιώνα. Η αχίλλειος πτέρνα, βέβαια, των έργων και των συγγραφέων της επιστημονικής φαντασίας φαίνεται να είναι ο βαθμός επιτυχίας των προβλέψεων τους. Αγνοείται αρκετά συχνά η ακάματος προσπάθεια, η διαρκής επαγρύπνηση αλλά και το συνολικό έργο του συγγραφέα. Έτσι, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι ο συγγραφέας της Φάρμας των Ζώων και του 1984 εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αφενός αναδεικνύοντας τις κακουχίες της εργατικής τάξης, αφετέρου πασχίζοντας να βρει τις παγκόσμιες σταθερές που θα βοηθήσουν την ανθρωπότητα στους χαλεπούς καιρούς του μεσοπολέμου⸱ ταυτίστηκε και αγωνίστηκε στο πλευρό των Δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο, ενώ παράλληλα, συμμετείχε στις λογοτεχνικές διαμάχες γύρω από το ποιόν και τους σκοπούς της μυθιστορηματικής τέχνης μαζί με τον H. G. Wells και τον Henry James.
Ιδιαίτερη μνεία, λοιπόν, χρήζει η επιλογή των εκδόσεων Αίολος να φέρει στο φως ένα λιγότερο προβεβλημένο μυθιστόρημα του George Orwell, με τίτλο Ανάσες. Το έργο εκδίδεται το 1939 και η θέση του μετά την εμπειρία του Ισπανικού Εμφυλίου και πριν από τα ευρέως γνωστά Φάρμα των Ζώων και 1984, καθιστά το μυθιστόρημα από τα πλέον μεταβατικά στην εργογραφία του Βρετανού συγγραφέα. Η ανάγνωσή του, όμως, μόνο ως προπαρασκευαστική σπουδή για τα μετέπειτα κλασικά του έργα, αδικεί την άρτια δομή και σύνθεση του μυθιστορήματος, τον οξύ και καίριο προβληματισμό που το διαπερνά, τις ευφυείς προβλέψεις που υποδόρια το διατρέχουν και το συνολικό προβληματισμό του συγγραφέα για την τέχνη της μυθιστορηματικής γραφής. Μπορεί, λοιπόν, οι Ανάσες να κινούνται στις γραμμές των Dickens και H. G. Wells, διαφοροποιώντας τες από τα μετέπειτα αντιμυθιστορήματά του, συγχρόνως όμως, η τεχνική του σπάει τη ρεαλιστική γραφή, φέρνοντας το πιο κοντά στις συμβάσεις και τους τρόπους του εξπρεσιονισμού.
Οι Ανάσες, αρχικά, είναι η καταγραφή των σκέψεων ενός μεσήλικα που προσπαθεί να διαφύγει της ανιαρής του καθημερινότητας. Ο περιοδικός βόμβος από τα βομβαρδιστικά που σκεπάζουν τον ουρανό μετατρέπουν τις σκέψεις αυτές σε μία βαθύτερη ενδοσκόπηση τόσο προσωπική όσο και για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Είναι η απειλητική εικόνα της τεχνολογίας στην στρατιωτικοποιημένη της εκδοχή που και σε αυτό το έργο δημιουργεί ένα μανιχαϊκά διαμορφωμένο κόσμο παρελθόντος και μέλλοντος, νικητών και ηττημένων, νεκρών και ζωντανών. Εάν λοιπόν, ο κόσμος αλλάζει, τότε και η μυθιστορηματική γραφή οφείλει να προσαρμοστεί: με δημοσιογραφική, λιτή και κοφτή γραφή, με έναν λόγο που κινείται γρήγορα και άμεσα ο George Orwell περιγράφει ένα παρελθόν που χάνεται ανεπιστρεπτί. Το μέλλον, βέβαια, φαντάζει αβέβαιο και τρομαχτικό, αλλά ο άνθρωπος καλείται να προσαρμοστεί. Η ονειροπόληση για την επιστροφή σε μία παραδείσια Εδέμ, όμως, μεταμορφώνει τα ιστορικά υποκείμενα σε υπνοβάτες, περιορισμένα σε μία διαρκή στασιμότητα, όπως εξάλλου χαρακτήριζε ο Χίτλερ τους Γερμανούς πολίτες, καλώντας τους σε δράση.
Ένα από τα κυρίαρχα, λοιπόν, θέματα που διατρέχουν τις Ανάσες είναι το δημοφιλές από την εποχή της decadence αντικείμενο της παρακμής και της χαμένης αθωότητας: η κατασκοπευτική τεχνολογία, ο φανατισμός, η λατρεία του ηγέτη και η προπαγάνδα, οι φονικές μηχανές και η διαρκής κίνηση είναι μερικά από τα στοιχεία που ο George Orwell υποψιάζεται ότι θα επικρατήσουν στα χρόνια μετά τον γενικευμένο πόλεμο που παραμονεύει. Ως εκ τούτου, σμιλεύει έναν ήρωα οποίος νιώθει να απειλείται περισσότερο από τον κόσμο που κυοφορείται παρά από τον πόλεμο που φαίνεται ότι θα ξεσπάσει, στο βαθμό που συμπεραίνει ότι η ριζική εκβιομηχάνιση αλλά και η ραγδαία μηχανοποίηση της ζωής θα αποτελέσουν τις βάσεις του μελλοντικού ολοκληρωτισμού. Ο βομβαρδισμός, εξάλλου, μίας αγροτικής περιοχής από ανθρώπινο λάθος αποδεικνύει περίτρανα τον παραλογισμό του πολέμου και την καταστρεπτική πορεία της εργαλειοποιημένης Λογικής. Ο υποβόσκων πεσιμισμός δεν είναι αδικαιολόγητος, καθώς ο νεωτερικός μονοδιάστατος άνθρωπος καλείται να υποταχθεί πλήρως για να επιβιώσει, αφού η μηχανοποίηση της ζωής αλλά και η βαθύτερη τεχνική φύση του μοντερνισμού επηρεάζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας και των κοινωνικών συμβάσεων.
Στο μυθιστορηματικό, δομικό σχήμα παγίδευσης και απογοήτευσης που George Orwell κληρονομεί από συγγραφείς όπως οι H. G. Wells, Henry James και Aldous Huxley, ο συγγραφέας προσθέτει αυτό της διαφυγής. Μπορεί οι Ανάσες να μην ξεχειλίζουν από την εξεγερσιακή δυναμική άλλων έργων επιστημονικής φαντασίας, όμως παρέχουν στον αναγνώστη εργαλεία χειραφέτησης: όπως το ήθελε ο Michael de Certeau είναι οι καθημερινές πρακτικές που δημιουργούν το πεδίο του εφικτού μέσα στο οποίο ο άνθρωπος θα βρει το στήριγμα απέναντι σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Έτσι, το ψάρεμα, η ονειροπόληση, η περιπλάνηση, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται από τον George Orwell, είναι οι ανάσες ελευθερίας που το απολυταρχικό καθεστώς δεν μπορεί να στερήσει από το άτομο.
Οι Ανάσες του George Orwell είναι μία ανατρεπτική πολιτική σάτιρα που χάρη στην άρτια μεταφραστική εργασία του Πάνου Τομαρά το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει την ευκαιρία να γνωρίσει και να απολαύσει τη ζωντάνια, τη ροή και τον λεπτό χειρισμό της γλώσσας του Βρετανού συγγραφέα. Ο καλαίσθητος σχεδιασμός του εξωφύλλου από την Κάτια Κουτσαφτή έρχεται να συμπληρώσει έναν ακόμα αξιόλογο τίτλο για λογαριασμό των εκδόσεων Αίολος.
Βρες τα εδώ
George Orwell, Ανάσες, μτφρ. Π.Τομαράς, Αίολος
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Κοιλάδες του φόβου, Εκκρεμές
[i] Carl Freedman, Critical Theory and Science Fiction, Wesleyan University Press, 2000
[ii] M. Keith Booker, The Dystopian Impulse in Modern Literature: Fiction As Social Criticism, Praeger, 1994.
[iii] Ο Darko Suvin μιλά για γνωστική ανοικείωση – cognitive estrangement. Darko Suvin, Metamorphoses of Science Fiction. On the Poetics and History of a Literary Genre, Yale University Press, 1979.
[iv] Michael Lowy, Walter Benjamin: προμήνυμα κινδύνου. Μια ανάγνωση των θέσεων «για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας», μετάφραση: Ρεβέκα Πεσσάχ, επιμέλεια: Πολυτίμη Γκέκα, Πλέθρον, 2004.