Πώς ξαναγίνεται ιστορία η σιωπή (του Δημήτρι Γαρρή)

0
673
27.3.1970. Πρώτη ημέρα της δίκης της Δημοκρατικής Αμυνας. Διακρίνονται από αριστερά, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Χαρ. Πρωτοπαππάς, Παν. Ανδριτσάκης, Παν. Τσαγκαράκης, Στρατηγός Γ. Ιορδανίδης και πίσω ο Σάκης Καράγιωργας.

 

του Δημήτρι Γαρρή (*) 

                                        Μια βόμβα και ένα ανατιναγμένο κτίριο είναι μια προκήρυξη στη «νιοστή δύναμη», Τάσος Δαρβέρης, Μια ιστορία της νύχτας, 1967-74

 

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του ιστορικού Πολυμέρη Βόγλη, ξέρεις πως έχεις διαβάσει κάτι σημαντικό. Η Δυναμική Αντίσταση: Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974 αποτελεί μια διεισδυτική, αναλυτική μελέτη για το φαινόμενο της δυναμικής αντιδικτατορικής αντίστασης, ένα έργο δύσκολο και σίγουρα όχι αυτονόητο. Το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα υπαρκτό ιστοριογραφικό κενό. Τα τελευταία χρόνια, με ιδιαίτερη πύκνωση την τελευταία δεκαετία, οι ιστορικοί έχουν αρχίσει να καταπιάνονται με πτυχές του αντιδικτατορικού αγώνα. Αψευδή μάρτυρα του αυξημένου ιστοριογραφικού ενδιαφέροντος συνιστούν τόσο οι διδακτορικές διατριβές που έχουν εκπονηθεί για σχετικά θέματα όσο και κάποιες εκδομένες μονογραφίες. Ωστόσο, στη συντριπτική τους πλειονότητα τα έργα αυτά ασχολούνται με το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα των ετών 1972-1973 και το Πολυτεχνείο ή εν γένει με τη συγκριτικά πιο μαζική αντίσταση της δεύτερης φάσης της δικτατορίας (ΕΜΕΠ, Κίνημα του Ναυτικού κ.ά.) Η δυναμική αντίσταση ενάντια στη χούντα, η αντιδικτατορική δράση που μετήλθε βίαια μέσα, είχε παραμείνει ερευνητικά αχαρτογράφητη, terra incognita ιστοριογραφικά. Όμως δεν είναι ίδια όλα τα ιστοριογραφικά κενά. Άλλα μοιάζουν με χιόνι απαλό κι απάτητο, χαράς ευαγγέλιο για τον ιστορικό. Άλλα με ναρκοθετημένα χωράφια, δεκαετίες αφημένα δίχως ξεχορτάριασμα. Τα πρώτα κάποτε καλύπτονται. Τα δεύτερα, ακριβώς λόγω της ακανθώδους και συχνά δηλητηριασμένης περιρρέουσας ατμόσφαιρας, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι θα βρουν τον ιστορικό τους.

Γιατί όμως είναι δύσκολο το θέμα του Βόγλη; Τι σημαίνει «δύσκολο θέμα» για έναν ιστορικό; Παρακάτω, εστιάζω σε τρεις συγκεκριμένες δυσκολίες της Δυναμικής Αντίστασης. Η πρώτη και μέγιστη δυσκολία έγκειται στο πέπλο σιωπής που έχει μεταπολιτευτικά καλύψει το ζήτημα της δυναμικής αντίστασης. Ο Βόγλης ιστορικοποιεί την πολιτική βία κατά της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974, αυτήν που εύστοχα ονομάζει δυναμική αντίσταση. Για τα δρώντα υποκείμενα αυτής της ιστορίας, η συγκεκριμένη μορφή αντίστασης συνιστά μια εμπειρία η οποία αρθρώθηκε ανάμεσα σε δυο μεγάλες ιστορικές μυλόπετρες, μια οπισθοβαρή και μια εμπροσθοβαρή, μια κληρονομημένη και μια «κληροδοτημένη», τον εμφύλιο και τη μεταπολιτευτική τρομοκρατία· η πρώτη επηρέασε για πολλούς, ιδίως για τους αριστερούς, την εμπειρία και τις αποφάσεις του τότε, ενώ η δεύτερη καθόρισε εν πολλοίς τη μνήμη, δηλαδή τη σιωπή, του μετά. Εδώ είναι αναγκαία μια διευκρίνιση: Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζομαι, ούτε βεβαίως ο Βόγλης, πως υπάρχουν κατευθείαν νήματα, ευθείες καταγωγικές γραμμές από τον εμφύλιο στη δυναμική αντιδικτατορική αντίσταση κι από εκεί στις οργανώσεις του μεταπολιτευτικού αντάρτικου πόλης. Κατηγορηματικά όχι. Εκείνο όμως που υπάρχει είναι σκιές, ιστορικά βαρίδια προς υπέρβαση, τραύματα, σιωπές, αποσπασματικότητες. Σε μερίδα του μεταπολιτευτικού Τύπου απαντούσε κατά καιρούς μια άλλοτε ευθεία, άλλοτε έμμεση συσχέτιση των τρομοκρατικών οργανώσεων με μέλη των οργανώσεων δυναμικής αντίστασης επί δικτατορίας. Οι διωκτικές αρχές, Αστυνομία και Ασφάλεια, συχνά μετά από χτυπήματα της «17 Νοέμβρη», λόγου χάρη, αναζητούσαν σε πρώην μέλη της δυναμικής αντίστασης τους υπόπτους. Με άλλα λόγια, άνθρωποι που συμμετείχαν στη δυναμική αντιδικτατορική αντίσταση στοχοποιήθηκαν εξακολουθητικά από τις μεταπολιτευτικές αρχές και τον Τύπο, με συνέπεια ακόμα και οι ίδιοι να προτιμούν την αποσιώπηση του παρελθόντος της αντιχουντικής τους δράσης. Ως εκ τούτου, η αναμέτρηση με ένα θέμα που –άδικα και στρεβλά– κατέληξε ταμπού καθίσταται προκλητική και δυσπροσπέλαστη. Απαιτεί από τον ιστορικό διαρκή εγρήγορση, επινόηση τρόπων διάρρηξης των σιωπών, όσο και συχνά χειρουργικής ακρίβειας διατυπώσεις.

Δεύτερη δυσκολία, συναρτημένη μερικώς με την πρώτη, προσδιορίζεται στο γεγονός πως οι μάρτυρες, τα δρώντα υποκείμενα της ιστορίας, βρίσκονται ακόμα κατά κανόνα εν ζωή. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι για τους οποίους μιλά το βιβλίο είναι εδώ, θα το διαβάσουν και θα το αντιπαραβάλλουν με τα βιώματα και τις μνήμες τους. Έτσι, έργα σαν αυτό του Βόγλη περνούν αναγκαστικά διπλή κριτική κρησάρα. Πρώτον, από εκείνη των ομοτέχνων τους της ιστορικής κοινότητας και, δεύτερον, αλλά όχι ήσσονος σημασίας, από εκείνη των μαρτύρων, των ζωντανών κι αληθινών πρωταγωνιστών του βιβλίου.

Μια τρίτη δυσκολία συνίσταται στο ανερεύνητο του θέματος. Η δυσκολία αυτή είναι διφυής και σχετίζεται, πρώτον, με την απουσία δευτερογενούς βιβλιογραφίας, με την εξαίρεση ολιγάριθμων μαρτυριών που γράφτηκαν αργότερα από ανθρώπους που μετείχαν σε οργανώσεις δυναμικής αντίστασης και, δεύτερον, με την απουσία πεπατημένης ερευνητικής μανιέρας. Τούτων δοθέντων, ο ιστορικός υποχρεούται, αφενός, σε μεγάλο βαθμό να φτιάξει ο ίδιος τις πηγές του –ο Βόγλης πραγματοποίησε δεκατέσσερις προφορικές συνεντεύξεις με μέλη οργανώσεων δυναμικής αντίστασης– και, αφετέρου, να στοχαστεί πάνω στους τρόπους πραγμάτευσης του υλικού και αποτύπωσης ερμηνειών, υποθέσεων και συμπερασμάτων.

Μια πιο αναλυτική κριτική της Δυναμικής Αντίστασης, θα όφειλε, στη συνέχεια, να σημειώσει, αφενός, τις αρετές της μελέτης και, αφετέρου, τα όποια ζητήματα χρήζουν πιθανόν περαιτέρω ανάλυσης σε μελλοντικές ερευνητικές απόπειρες. Εδώ, ωστόσο, θα επικεντρωθώ στις συμβολές του βιβλίου. Πέρα από τον προφανή φωτισμό του αγνοημένου, από τη γνώση δηλαδή που μας προσφέρει για τη συγκεκριμένη, ανερεύνητη, μορφή αντιδικτατορικής δράσης αλλά και για την υποερευνημένη περίοδο της δικτατορίας πριν την ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, για εκείνους τους ανθρώπους που μπήκαν στην αντίσταση όταν «ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει», μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις συμβολές, δύο πιο ειδικές και μία ευρύτερη.

Πρώτον, μια αρετή που διατρέχει και συνέχει το βιβλίο είναι η στιβαρή θεωρητική σκευή. Ο συγγραφέας, στην εισαγωγή, επεξηγεί και συζητά ιστορικά τις τρεις αναλυτικές του έννοιες, την πολιτική βία, την αντίσταση και την υποκειμενικότητα. Ως κεντρικό ερώτημα θέτει τη διερεύνηση των τρόπων μέσω των οποίων συγκροτήθηκε το πολυσχιδές συλλογικό υποκείμενο της δυναμικής αντίστασης. Το πιο εύγλωττο παράδειγμα, που αναδεικνύει πώς η θεωρία θωρακίζει την πραγματολογία και εμπλουτίζει εκλεπτύνοντας τις οπτικές και την κατανόηση, προσδιορίζεται στο εργαλείο της υποκειμενικότητας. Η έμφαση του Βόγλη τοποθετείται πρωτίστως στην υποκειμενικότητα των μελών των οργανώσεων δυναμικής αντίστασης και δευτερευόντως στις οργανώσεις. Η μέριμνα για την ανασύσταση της υποκειμενικότητας των αντιδικτατορικών αγωνιστών και αγωνιστριών αποτυπώνεται και στη διάρθρωση των κεφαλαίων. Η εκτύλιξη του αφηγηματικού νήματος εκκινεί από τις πρώτες εμπειρίες πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησής τους κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Με άλλα λόγια, το χρονικό άνυσμα του βιβλίου δεν περιορίζεται αυστηρά στα 1967-1974, αλλά αναζητά τη διαμόρφωση, την προϊστορία των μελών, αφού όπως ο ίδιος ο Βόγλης σημειώνει: «Η υποκειμενικότητα της αντιδικτατορικής αντίστασης ήταν νέα αλλά είχε και παρελθόν». Ανασυγκροτεί έτσι τη βιογραφική διαδρομή όσων μετείχαν στη δυναμική αντίσταση μέσα από τη διπλή σκοπιά εμπειρίας και μνήμης· πώς αντιλαμβάνονταν και νοηματοδοτούσαν τη δράση τους τότε και πώς μεταπλάστηκε αυτή μετέπειτα μνημονικά. Επί παραδείγματι, στο κεφάλαιο για τη βία του καθεστώτος προβαίνει σε μια λεπτουργική ύφανση θεωρητικών συμβολών περί βασανιστηρίων και τραύματος με τις προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των βασανισθέντων, κατορθώνοντας να αναδείξει, αφενός, πώς τα βασανιστήρια αποσκοπούσαν στον θρυμματισμό της υποκειμενικότητας των αγωνιστών με την απόσπαση ομολογίας και, αφετέρου, πώς μετά η στιγμή της απολογίας στα χουντικά στρατοδικεία μπορούσε να λειτουργήσει ως μια επανορθωτική διαδικασία ανασυγκρότησης και ανάκτησης της ταυτότητας του αντιδικτατορικού αγωνιστή.

Μια δεύτερη συμβολή έγκειται στον τρόπο που εντάσσει τον αντιδικτατορικό αγώνα στο ευρωπαϊκό και διεθνές συγκείμενο της μακράς δεκαετίας του 1960. Σκιαγραφεί τη διαρκή κινητικότητα του αντιδικτατορικού χώρου με την κυκλοφορία ανθρώπων, ιδεών και υλικών μέσα από την ανασύνθεση δικτύων, επαφών, σχέσεων και ταξιδιών. Παρουσιάζει την αντιδικτατορική δράση στο εσωτερικό της χώρας και αυτήν στο εξωτερικό όχι ως δύο διακριτούς, στεγανοποιημένους κόσμους, αλλά ως σχέση με αμοιβαία εξάρτηση και αλληλεπίδραση. Στο υποκεφάλαιο «Οι μέσα και οι έξω» χαρτογραφεί το σύνθετο ευρωπαϊκό διαμεθοριακό σύμπαν εντός του οποίου καλούνταν να δράσουν οι αντιδικτατορικές οργανώσεις, με συναρπαστικές και ριψοκίνδυνες διασχίσεις συνόρων, με εκδόσεις κειμένων κατευθείαν από το εξεγερσιακό κλίμα των Sixties, όπως του Μαρκούζε, του Φανόν και της Άρεντ, αναδεικνύοντας γλαφυρά το διαπερατό πολύπτυχο της αλληλεξάρτησης και ανατροφοδότησης των μέσα και των έξω.

Καταληκτικά, θα σταθώ σε μια τρίτη, σπουδαία συνεισφορά. Ο Βόγλης με το έργο αυτό προβαίνει σε μια συνηγορία για τη σύγχρονη ιστορία. Αποδεικνύει πως ο ιστορικός προσεκτικά, με τα εργαλεία της επιστημονικής του πειθαρχίας, μπορεί να κινηθεί ανάμεσα στις σιωπές και ώς ένα βαθμό να τις διαρρήξει. Αναδεικνύει πόσο η μνήμη της ιστορίας της δυναμικής αντιδικτατορικής αντίστασης είναι ένα κινούμενο και ζωντανό παλίμψηστο. Πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, ο Αντώνης Λιάκος έγραφε για τη «γραφή της ιστορίας ως την επιστροφή του απωθημένου». Ο Βόγλης αποδίδει φωνή και ανασυγκροτεί με σοβαρότητα την ιστορία όχι ακριβώς αυτών που δεν είχαν φωνή, αλλά εκείνων που, στον ρου των δεκαετιών της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, υποχρεώθηκαν σε μιαν απώθηση που έμοιαζε με φίμωση, εξαιτίας στοχοποίησης και συκοφαντιών. Υπηρετεί όμως ένα –με την ευρεία έννοια– πολιτικό πρόταγμα, την αναμέτρηση με τις κατά Πασερίνι «πληγές της μνήμης» ως μια στοχαστική άσκηση κατανόησης και σεβασμού, μια δυνάμει λυτρωτική κι απελευθερωτική εμπειρία για μια κοινωνία. Ο Βόγλης απευθύνει μια τολμηρή χειρονομία συζήτησης. Είθε να δεξιωθεί.

 

(*) Ο Δημήτρις Γαρρής είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΕΚΠΑ), με υποτροφία από το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. στο πλαίσιο της 3ης προκήρυξης ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για υποψήφιους/ες διδάκτορες (αριθμός υποτροφίας: 5406).

 

 

Πολυμέρης Βόγλης, Δυναμική Αντίσταση. Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974, Αλεξάνδρεια, 2022

 

 

Προηγούμενο άρθροΤο βιβλίο των καταστροφών  (της Ελένης Σβορώνου)
Επόμενο άρθροΗ επιστημονική φαντασία θρηνεί, πέθανε  ο Μάκης Πανώριος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ