της Όλγας Σελλά
Είναι μια τραγωδία ερμητικά κλειστή για όλους όσοι καταπιάνονται με αυτήν. Πραγματικά «το έργο αυτό είναι αχαρτογράφητο και ναρκοθετημένο από άπειρες ερμηνείες». «Βάκχες» του Ευριπίδη. Μια τραγωδία που γράφτηκε στο τέλος της ζωής του ποιητή, το 406 π.Χ., όταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφτανε στο τέλος του, και η ήττα της Αθήνας (το τέλος αυτού που ήταν δηλαδή) είναι πλέον ορατή. Ο Ευριπίδης ζούσε τότε στην Πέλλα της Μακεδονίας, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου. Οι «Βάκχες» παραστάθηκαν το 405 π.χ. στην Αθήνα, μετά το θάνατο του Ευριπίδη.
Και ήταν η δεύτερη φετινή παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, την οποία ανέθεσε στον Θάνο Παπακωνσταντίνου να τη σκηνοθετήσει (στη δεύτερη κάθοδό του στην Επίδαυρο). Ήταν η μόνη παράσταση που δεν είδα στην Επίδαυρο. Την πρόλαβα στο «Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παπά», στις τελευταίες παραστάσεις της περιοδείας της.
Είναι μια τραγωδία που πραγματεύεται το τέλος, τη διάλυση, την παράλογη βία, τη διαρκή εχθρότητα, ακόμα κι όταν εκπορεύεται από έναν θεό. Γιατί σ’ αυτή την τραγωδία πρωταγωνιστεί ένας εχθρικός θεός, και κανείς δεν έχει να πιαστεί από κάπου… Κυριαρχεί η απόγνωση και η ανθρωποφαγία.
Η ιστορία είναι γνωστή. Ο θεός Διόνυσος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) φτάνει στη Θήβα, αλλά ο βασιλιάς Πενθέας (Αργύρης Πανταζάρας) αρνείται να δει τον πρώτο του εξάδελφο ως θεό και απαγορεύει τη διάδοση της νέας θρησκείας. Αυτή η στάση του Πενθέα προκαλεί την εκδικητική συμπεριφορά του Διόνυσου, που ξεγελάει τον Πενθέα -παρά τις συμβουλές του Τειρεσία (Μαριάννα Δημητρίου) και του παππού του, Κάδμου (Θέμης Πάνου)- και τον οδηγεί στον Κιθαιρώνα όπου βρίσκονται οι γυναίκες της Θήβας σε κατάσταση βακχείας φυσικά. Ο Πενθέας βρίσκει φρικτό θάνατο από τα χέρια της μητέρας του Αγαύης (Αλεξία Καλτσίκη) που επιστρέφει στη Θήβα κρατώντας το κεφάλι του σκοτωμένου, από την ίδια, παιδιού της, νομίζοντας ότι έχει σκοτώσει ένα λιοντάρι.
Είναι μια πικρή τραγωδία οι «Βάκχες», σχεδόν απεγνωσμένη. Αυτή την απόγνωση καταγράφει ο Ευριπίδης, ότι τίποτα δεν μένει στη θέση του, ότι τίποτα δεν είναι πια όπως το ξέραμε. Ούτε οι θεοί, ούτε οι άνθρωποι, ούτε η πόλη, ούτε η ίδια η τραγωδία, έτσι όπως ο ίδιος την είχε προσεγγίσει τουλάχιστον. Γι’ αυτό και σε τούτην εδώ, την τελευταία του, επιστρέφει στις απαρχές της. Στο τέλος μένει στη σκηνή ένα διαμελισμένο σώμα…
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου προσεγγίζει εικαστικά τις παραστάσεις που σκηνοθετεί, με συγκεκριμένη φόρμα και ακρίβεια και συνήθως αποστασιοποιημένη από λυρισμούς και συναισθηματισμούς. Τι έκανε στις «Βάκχες»; Μας έδωσε απλόχερα το κείμενο στην κλασική και πάντα γοητευτική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, και έντυσε όλη την παράσταση με τα χρώματα του Ουράνιου Τόξου της διαφορετικότητας. Πολύχρωμες οι μπούργκες των γυναικών του χορού, που ακολουθούν τον Διόνυσο από την Ανατολή, πολύχρωμες οι κορδέλες στην πύλη του παλατιού. Διάβασε τις «Βάκχες», όπως γράφει και στο σκηνοθετικό του σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης, ως διαμελισμό του ανοίγματος στην ετερότητα. Και έμεινε μόνο εκεί. Παρότι και υλικό καλών συντελεστών είχε στη διάθεσή του, και ωραίες ιδέες είχε. Είχε έναν ωραίο χορό, με καλή κίνηση και με τη συμβολή της μουσικής του Δημήτρη Σκύλλα, που σε σημεία ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά η εκφορά των χορικών δεν βοηθούσαν τη σύνδεση με το λόγο. Είχε την ιδέα οι αγγελιαφόροι να είναι πάντα τρεις (Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός). Νομίζω ότι εγκλωβίστηκε στην ανάγνωση που έκανε στο κείμενο από τη μια, και στην αφοσίωσή του στη φόρμα από την άλλη. Ποτέ δεν συναντήθηκε όμως η βακχεία η πολύχρωμη και η ατίθαση, με την αυστηρή φόρμα που θέλησε να δώσει, ιδίως στις ερμηνείες. Και ποτέ δεν άγγιξε κάτι από τα πάρα πολλά θέματα, τόσο διαρκή, τόσο σημερινά, που θίγει ο Ευριπίδης. Τα πολιτικά, τα ψυχαναλυτικά, τα κοινωνικά… Ούτε αυτή η αίσθηση του τέλους που τόσο συχνά συναντάμε και σήμερα, σε πολλά πεδία…
Κι έτσι οι καλοί ηθοποιοί που είχε στη διάθεσή του, έκαναν ό,τι μπορούσαν χωρίς όμως να μεταδώσουν πολλά πράγματα από τις δονήσεις, την απελπισία, την οδύνη, τον σπαραγμό. Χωρίς να φτιάξουν χαρακτήρες. Κενό έφτανε στ’ αυτιά μας το συναρπαστικό κείμενο του Ευριπίδη. Πιο μακριά από το ρόλο τους έμειναν ο Αργύρης Πανταζάρας και ο Θέμης Πάνου. Και μόνο στο τέλος, όταν η Αγαύη έρχεται στα συγκαλά της και αρχίζει να συνειδητοποιεί τι έχει κάνει και τι έχει συμβεί, αλλάζει η ατμόσφαιρα. Αλλάζει και το ύφος ερμηνείας. Όλοι είναι αντιμέτωποι με τη φρικτή πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα δεν χρειάζεται φτιασίδια.
Συνολικά, η παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου ήταν μια φιλότιμη και εργώδης προσπάθεια, που παγιδεύτηκε όμως στη ματιά με την οποία προσεγγίζει τις παραστάσεις του, χωρίς να αγγίξει ουσιαστικά τα πολυεπίπεδα ζητήματα που θέτει το έργο.
Η ταυτότητα της παράστασης
|
|