της Έφης Κατσουρού
Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε το 2016 ως ανακοίνωση για το Συνέδριο της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών με τίτλο: ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ – ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ – ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ: «αλλά και φρενών πτέρωμα». Ξαναδιαβάζοντάς το σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, κάτω από το συγκινησιακό φορτίο της φυγής του με τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης να αναδημοσιεύουν στίχους ποιημάτων και τραγουδιών του, βεβαιώνομαι για κάτι που από καιρό πίστευα, ότι ο Μιχάλης Γκανάς υπήρξε ένας από τους επιδραστικότερους ποιητές της γενιάς του. Η Γενιά του 70 έχει κομίσει στην ελληνική λογοτεχνία πολλούς πολύ σημαντικούς ποιητές που επηρέασαν ιδιαίτερα τους νεώτερούς τους συγγραφείς, και αποτέλεσαν τόσο μεμονωμένα όσο και ως γενιά, αντικείμενο θεωρητικών μελετών και λογοτεχνικού διαλόγου. Λόγω ωστόσο, των κοινωνικών συνθηκών οι στίχοι των περισσοτέρων εξ αυτών δεν κατάφεραν να γίνουν κτήμα της συλλογικής ποιητικής μας μνήμης. Γενεαλογικά αναπόσπαστο κομμάτι της, υφολογικά και θεματολογικά έχοντας ένα απολύτως ξεχωριστό ποιητικό αποτύπωμα, ο Γκανάς αφήνει πίσω του μία ποίηση τόπο ριζώματος και ένα καράβι, τους στίχους των τραγουδιών του, για να μεταφέρει εκεί κάθε έναν που επιθυμεί να κατοικήσει ή και απλά να παραθερίσει στον τόπο του.
***
Ἡ ποίηση καὶ ἡ στιχουργικὴ ἀποτελοῦν σαφέστατα δυὸ τέχνες συγγενεῖς τα ὅρια μεταξὺ τῶν ὁποῖων δὲν εἶναι πάντα εὐδιάκριτα. Συχνά, στίχοι σπουδαῖων ποιητῶν μελοποιοῦνται καὶ καταγράφονται στὸ συλλογικὸ ἀσυνείδητο ὡς τραγούδια, ἀποκομμένοι σχεδόν ἀπό το ποιητικό σύνολο στὸ ὁποῖο ἀνήκουν καὶ στίχοι τραγουδιῶν καταλαμβάνουν μία θέση δίπλα σὲ μεγάλα ποιητικὰ ἔργα μὲ μόνο ὅπλο την ποιητική τους ρώμη. Θυμόμαστε χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη ἀπὸ τὰ Ρῶ τοῦ ἔρωτα ὅπου ποιητικὰ ἐκφράζει αὐτὴν τὴν ἐκλεκτικὴ συγγένεια: “Οἱ ἄγγελοι τραγουδᾶνε.” μᾶς λέει “Καὶ οἱ ἐρωτευμένοι ἐπίσης. Πίσω ἀπὸ κάθε ἀνάταση, ἀπὸ κάθε μεράκι, μιὰ κιθάρα περιμένει ἕτοιμη νὰ πάρει τὰ λόγια καὶ νὰ τὰ ταξειδέψει ἀπὸ χείλη σὲ χείλη. Δὲν εἶναι λίγο αὐτό. Εἶναι ἡ χαρὰ νὰ δίνεις χαρὰ στοὺς ἄλλους, εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς βαστάει στὴ ζωή. Γι’ αὐτὸ κοντὰ στὰ ποιήματά μου, δοκίμασα νὰ γράψω καὶ μερικὰ τραγούδια, χωρὶς νὰ τὰ ὑποτιμῶ καθόλου. […]”
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὴν περίπτωση τῆς ἑλληνικῆς ποίησης, ἡ σχέση αὐτή καὶ ἡ ἀέναη ὤσμωση μεταξὺ τῶν δύο τεχνῶν κρύβει τὶς ρίζες της πολὺ βαθιά στὴν ἱστορία. Ἀπό την ἀρχαιότητα καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἔνταση στὴν περίοδο ἄνθισης τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, μουσικὴ καὶ λόγος, ποίηση καὶ στιχουργικὴ συμπορεύονται καὶ ἀποτελοῦν σύνολο σχεδὸν ἀδιαίρετο. Ἀργότερα, καὶ ὅσο ἡ ποίηση ἀρχίζει νὰ προσωποποιεῖται, νὰ καταγράφεται καὶ νὰ ἀποτελεῖ προϊὸν τοῦ ἑνὸς δημιουργοῦ καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα ἑνὸς περισσότερο συμμετοχικοῦ τρόπου δημιουργίας καὶ καταγραφῆς, ποιητὴς καὶ στιχουργὸς διαχωρίζουν σταδιακὰ τους ρόλους τους καὶ σπανιότερα καὶ λελογισμένα πιά, ὁ ἕνας εἰσχωρεῖ στὴν τέχνη τοῦ ἄλλου. Ὡστόσο, ἐκείνη ἡ περίοδος ἄνθισης τῆς δημοτικῆς ποίησης ἔχει παραδόσει σπουδαῖα γιὰ την ποιητικὴ ἱστορία τοῦ ἑλληνισμοῦ ἐπιτεύγματα βαθειὰ ριζωμένα στὸ ἔνστικτο τῆς συλλογικῆς ζωῆς καὶ ἐμπειρίας.
Σὲ αὐτό ἀκριβῶς τὸ σημεῖο ἔγκειται ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ καὶ ἡ οὐσία τῆς ποιητικῆς δύναμης τῶν στίχων καὶ τῶν ποιητικῶν συνθέσεων τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ, στὸν ὁποῖο ἄν θέλαμε νὰ δώσουμε ἕναν καὶ μόνο χαρακτηρισμὸ -ποὺ θὰ ἀποτύπωνε τὸν πυρῆνα τοῦ ποιητικοῦ του κόσμου- θὰ λέγαμε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν ποιητὴ πλασμένο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ δημώδους ἄσματος. Ἀποτελεῖ τὴν ἐνσάρκωσή του στὸ σύγχρονο ποιητικὸ τοπίο. Οἱ στίχοι τόσο τῶν ποιημάτων, ὅσο καὶ τῶν τραγουδιῶν του, εἶναι ἐμποτισμένοι μὲ τὸ αἴσθημα της λαϊκῆς παράδοσης, ἐνῶ ταυτόχρονα, ἀπὸ αὐτοὺς ἀναβρύζει γάργαρο καὶ ἀνανεωτικὸ τὸ κῦμα τῆς ποιητικῆς του, ἀπόλυτα μάλιστα συντονισμένο με τό κλίμα τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ ἄστεως στὸ ὁποῖο ζεῖ καὶ δημιουργεῖ.
Ὁ Μιχάλης Γκανᾶς, γεννημένος στὸν Τσαμαντὰ Θεσπρωτίας, φέρει, καλὰ ριζωμένο μέσα του, τὸ τραῦμα τοῦ Ἠπειρώτη καὶ τὴν παρρησία τῆς ἑλληνικῆς ἠπειρωτικῆς ὑπαίθρου καὶ ἱστορίας. Ἐκεῖ ὅπου ὁ θάνατος κι ὁ ἔρωτας ἄλλοτε ἀντιμάχονται κι ἄλλοτε συμμαχοῦν κι ἡ ξενιτειὰ, ὡς ξεριζωμὸς ἀπὸ τὸν τόπο, τὸ χρόνο ἤ τὸν ἄνθρωπο ἀκολουθοῦν την ἀνθρώπινη φύση σὰν προαιώνια κατάρα γεννᾶται καὶ ἁπλώνει τὶς ρίζες του ὁ ποιητὴς. Τα μοιρολόγια, τὰ τραγούδια τῆς ξενιτιᾶς καὶ τοῦ ἀνεκπλήρωτου – τοῦ ματαιωμένου ἔρωτα – θεματολογικὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν δώσει κάποια ἀπὸ τα σπουδαιότερα δείγματα στὸ δημοτικὸ τραγούδι ὁλόκληρης τῆς Ἑλλάδας καὶ ἰδιαίτερα τῆς Ἠπείρου. Αὐτός ὁ τραυματισμένος κόσμος, ὁ συλλογικὸς καημὸς τῆς ὕπαρξης, καλὰ χωνεμένος ἐπανέρχεται καὶ ἀναγεννᾶται πάντα στὰ ποιήματα καὶ τοὺς στίχους τοῦ Γκανᾶ. Ὁ ξεριζωμὸς καὶ τὸ ἀνεκπλήρωτο μεταναστεύουν με τὴ σειρά τους ἀπὸ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ μὲ θαυμαστὴ δυναμικὴ μετουσιώνονται στὸ σύγχρονο ἀστικὸ τοπίο μέσα ἀπὸ τὴν ποιητικὴ του Γκανᾶ, ὡς ἕνα στοιχεῖο, ψυχὴ τε καὶ σώματι ἀναστημένο.
Ἡ ξενιτειά, συνθήκη ἐπιβεβλημένη ἀπὸ μιὰν ἀνάγκη ποὺ δὲν ἔπαψε μέχρι καὶ τὴ σύγχρονη ἱστορία τοῦ ἐμφυλίου νὰ ἀναγεννᾶται στὴν γενέθλια γῆ τοῦ ποιητὴ, ἀκολουθεῖ ὡς Ἐρινύα ὁλόκληρο το γένος. Στὸ ἔργο του ὁ Γκανᾶς μετενσαρκώνει τὸ μαράζι αὐτό, ἀπὸ αἴσθημα συλλογικὸ σὲ θέμα προσωπικὸ καὶ βαθειὰ ὑπαρξιακό, ὅπως τοῦ τὸ ἐπιτάσσει ἡ σύγχρονη συνθήκη του ἀστικοποιημένου τρόπου ζωῆς καὶ ἀντίληψης τοῦ ὄντος. Ἔχοντας ἀνδρωθεῖ στὴν ὕπαιθρο ἀλλὰ ζήσει καὶ δημιουργήσει στὸ ἄστυ ἔχει ἔρθει ἀντιμέτωπος με μία σωρεία ξεριζωμῶν ἀπὸ τόπους, ἀνθρώπους καὶ συναισθηματικὲς καταστάσεις. Ἡ τριβή του λοιπόν, μὲ αὐτὸ τὸν ἀέναο ξεριζωμό, τὸ κάνει νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ μεταγγίζει στὴν ποίηση του τὴν ξενιτειὰ (τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ) ὡς ὑπαρξιακὴ συνθήκη ἀκούσιας ἀποκόλλησης ἀπὸ την ἀθωότητα καὶ τὴν καθαρὴ ἐπιθυμία.
Γιὰ νὰ γίνουμε, ὅμως, λίγο πιὸ σαφεῖς, θὰ προσεγγίσουμε τοὺς ἴδιους τοὺς στίχους του. Γράφει στὰ Γυάλινα Γιάννενα “Ἔχουν ἀλλάξει ὅλα/κάτω ἀπ’ τὸν ἴδιο οὐρανό.” ἐνῶ νωρίτερα στὸν Ἀκάθιστο Δεῖπνο καὶ στὸ ποίημα “Καλὸ φεγγάρι” μᾶς λέει: “Οἱ φίλοι ξέρεις λιγοστεύουν,/γίνονται δικηγόροι, γιατροί, καθηγητές,/ξαφνιάζεσαι μιὰ μέρα,/ἀρχίζουν νὰ μιλᾶνε γι’ αὐτοκίνητα, ταξίδια στὴν Εὐρώπη,/αὐτὰ δὲν εἶναι ἄσχημα,/μονάχα ἀσυνήθιστα, πρωτάκουστα.” καὶ στὸ “Βουβὰ χτυπήματα” “σκοντάφτοντας πάνω σὲ ξεχασμένους φίλους.” τοὺς βρίσκει νὰ εἶναι “Ἐπιφυλακτικοὶ συνήθως/καὶ κάποτε ἀνειλικρινεῖς,/γεμᾶτοι ἀπὸ βουβὰ χτυπήματα.”. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ὅμως παράπονο, ἐκφράζει καὶ στοὺς στίχους τῶν τραγουδιῶν του πολλάκις, καὶ μὲ τὴν ἀμεσότητα πλέον τὴν ὁποῖα ἐπιτάσσει τὸ εἶδος. Γράφει χαρακτηριστικὰ “χρῶμα δὲν ἀλλάζουνε τὰ μάτια μόνο τρόπο νὰ κοιτᾶνε” καὶ συνεχίζει “κι ἄν ἄλλαξαν οἱ φίλοι μας λιγάκι ἀλλάξαμε κι ἐμεῖς με τὴ σειρά μας” ἐκφράζοντας τὸ ἀποτύπωμα ποὺ ἀφήνει ὁ χρόνος πάνω στὸν ἄνθρωπο καὶ σχεδὸν χωρὶς νὰ προλάβει νὰ τὸ συνειδητοποιήσει ἀλλοτριώνεται. Μᾶς καταδεικνύει μὲ τοὺς στίχους του, κινητοποιῶντας τὸ αἴσθημα ποὺ ἐγείρουν, τὶς δύο πιὸ σκληρὲς μορφὲς ξεριζωμοῦ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, τὸν ξεριζωμὸ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ καὶ τὸν πλησίον. Στὸ τραγούδι του πάλι “Στὸ Σουμιτζοὺ κάποια βραδιὰ” ἡ ξενιτειὰ ἀποτυπώνεται με τρόπο ρεμπέτικου λυγμοῦ ὅταν γράφει στὴν τελευταῖα στροφὴ “Δὲν εἶχα ὄρεξη ποὺ λὲς/νὰ μάθουν ὅλες οἱ φυλὲς/πὼς ἤμουν λυπημένος/βρῆκα στὸ μπὰρ ἕνα ρωμιὸ,/εἶπα νὰ ξομολογηθῶ,/μὰ ἤτανε πιωμένος.”. Ἡ κοινὴ καταγωγὴ γιὰ τὸν Γκανᾶ ἀποτελεῖ μιὰ a priori, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, συνθήκη συγγένειας. Ἡ ἀνάγκη του γιὰ ρίζωμα, καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς κοινωνίας μὲ τὸν πλησίον ἔχουν πάντοτε κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τὸν τόπο. Στὴν γενέτειρα γῆ καὶ στὰ συγκείμενα ποὺ αὐτὴ φέρει ἐντοπίζεται ἡ συνδετικὴ ὕλη τῆς ποιητικῆς του ἔκφρασης.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύντομη ἀντιβολὴ στίχων ποιημάτων καὶ τραγουδιῶν τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ γίνεται σαφὲς ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕναν ποιητὴ ποὺ πατῶντας γερὰ στὸ ποιητικὸ παρὸν καὶ ἀτενίζοντας πάντα τὸ ποιητικὸ παρελθὸν του, τὸ γενεαλογικό του δέντρο, θὰ ἔλεγε κανεὶς, ἔχει οἰκοδομήσει τὸ προσωπικό του ποιητικὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ζωντανεύει σὲ κάθε κίνηση τῆς πένας του. Ἀπὸ τὰ ποιήματα καὶ τὰ τραγούδια του, πάντα, γεννᾶται ὁ ποιητὴς. Ἐκεῖνος ποὺ ἀδράχνει τὸ ὅλο, τὸ διαμελίζει παραδίδοντας τὴν προσωπική του θέαση, τὸ μερικὸ δηλαδή, μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ἀφορᾶ καὶ πάλι τὸ καθολικό. Ἐπιτυγχάνει τὴν πολυπόθητη γιὰ τὴν ποιητικὴ δημιουργία μετουσίωση τοῦ βιώματος.
Ἐπιστρέφοντας στὴν ρίζα ὅμως, ἐκείνη ποὺ τὸν γέννησε, καὶ ἐκεῖνος ὁπλίστηκε μὲ τὴν πένα του γιὰ νὰ τὴν ἀναζωογονήσει, ἐπιστρέφουμε καὶ στὸ χῶρο τοῦ ἔρωτα. Ὅπως προαναφέρθηκε, ὁ δύσκολος, ὁ ματαιωμένος, ὁ ἀνεκπλήρωτος ἔρωτας, ἤ πιὸ σωστὰ καὶ μὲ ἕναν λόγο “ἡ κραταιὰ ὥς τὸν θάνατο ἀγάπη” εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴ λαϊκὴ παράδοση τῆς καταγωγῆς τοῦ ποιητῆ. Τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα ποὺ ἐπικρατοῦσαν μέχρι καὶ τὴν πολὺ πρόσφατη ἱστορία τοῦ τόπου αὐτοῦ (καὶ τῆς πρώτης νεότητας τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ) στοίχειωναν τοὺς γηγενεῖς καὶ γεννοῦσαν μικρότερης καὶ μεγαλύτερης ἔκτασης ποιητικὲς ἀφηγήσεις ποτισμένες μὲ αὐτὸ τὸ μαράζι. Σὲ αὐτές, ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρωτας, ἀκόμη καὶ ὁ πόθος, μποροῦσαν νὰ ὁδηγήσουν μέχρι τὸ θάνατο. Ἐνδεικτικὰ μόνο, σημειώνω τραγούδια ὅπως τὸ “Δὲ μπορῶ μανούλα”, “Στῆς πικροδάφνης τὸν ἀνθὸ”, “Βασιλικὸς θὰ γίνω στὸ παραθύρι σου” ἤ τὸ “Ὁ Μενούσης”. Ὁ Γκανᾶς ὄντας μεγαλωμένος μὲ αὐτὰ τὰ ἀκούσματα ἐμβαπτίζεται στὴν βαθειὰ ἀνάγκη τῆς πλήρωσης τῆς ἀνάγκης τοῦ ἀνθρώπου γιὰ κραταιὰ ὥς τὸ θάνατο ἀγάπη. Αὐτὴν ἀναζητᾶ καὶ αὐτὴν ὑμνεῖ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ποίησής του.
Ἐξαιρετικὲς κορυφώσεις τῆς ἀναγέννησης τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἀποτελοῦν τόσο ἡ ποιητικὴ συλλογὴ Παραλογή, ὅσο καὶ ἡ ἀπόδοσή του στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων. Στὴν Παραλογὴ βρίσκεται μετουσιωμένη ὅλη ἡ παράδοση τοῦ τόπου τῆς Ἠπείρου καὶ ὁ σπαραγμὸς τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ποὺ δύναται νὰ λυτρωθεῖ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Ὁ Γκανᾶς μᾶς καθιστὰ κοινωνοὺς αὐτῆς του τῆς ἀλήθειας ὅταν γράφει “Ἄν εἶναι νὰ μιλήσει κάποιος ἄς πεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη” καὶ ὅλης τῆς ποιητικῆς του μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ τελευταῖου χωρίου τῆς Παραλογῆς: “Χλωρίδα μου πατρίδα μου/γέννημα θρέμμα σου βορὰ τῶν ψυχανθῶν/βασιλικὸς πλατύφυλλης ἀποδημίας/σγουρὸ μελισσοβότανο τῆς μνήμης”. Πρόκειται γιὰ στίχους ποὺ μεταφέρουν αὐτούσια την ἀτμόσφαιρα τοῦ τόπου καὶ τὸ αἴσθημα τῆς ἀποδημίας, ἡ ὁποία γίνεται δυνάστης τῆς ὕπαρξης. Ἑνῶ μὲ τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων πλουτίζει τὴν ποιητική μας παράδοση μὲ ἕνα ἄρτιο μετρικὰ καὶ νοηματικὰ καινούργιο προσωπικό, δικό του ποίημα καὶ μᾶς κληρονομεῖ ἕνα νέο ἐρωτικὸ ἆσμα, κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση ἐκείνων μὲ τὰ ὁποῖα ἀνδρώθηκε. Φυσικὰ καὶ Ποιητικά. Ὑπενθυμίζει κατ’ οὐσίαν, στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο, ποὺ ὁλοένα ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν ὕπαρξή του, τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐπαναφορὰ στὸν κόσμο τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ἄνευ ὅρων μοιράσματος. “Τόσο δικό σου καὶ δικό μου/ποὺ δὲν χωρίζεται μικρό μου” γράφει στὸ τραγούδι “Ἀγάπη διχασμένη” ὑπογραμμίζοντας τὴν ἀπόλυτη συσπείρωση τῶν δύο σὲ μία ψυχοσωματικὴ ἑνότητα, ποὺ συντελεῖται στὴν τέλεια ἔκφανση τοῦ ἔρωτα. Μᾶς ξαναδιδάσκει θὰ ἔλεγε κανεὶς τὸν τρόπο νὰ ἐρωτευόμαστε.
Τὸ ἴδιο αἴτημα γιὰ τὴν ἀγάπη βλέπουμε λοιπόν, νὰ προβάλει ὁ Γκανᾶς καὶ μέσα ἀπὸ τοὺς στίχους των τραγουδιῶν του. Τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι, ἕνα εἶδος ποὺ συχνὰ ἀναζητᾶ τὴν εὐκολία στὰ νοήματα, τὰ ἐκφραστικὰ μέσα, ἀκόμη καὶ τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ καταστεῖ πιὸ εὔπεπτο καὶ ἀρεστὸ στὸ εὐρὺ κοινό, ὁ Μιχάλης Γκανᾶς τὸ ὑπηρετεῖ μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια συνομιλῶντας πάντα μὲ τὴ ρίζα ποὺ τὸν γέννησε ποιητικά, τὸ δημοτικὸ τραγούδι. Στίχοι ὅπως ἐκεῖνοι ἀπὸ το τραγούδι του “Σὲ χάνω” στὸ ὁποῖο γράφει “τὸ δίκιο στὴν ἀγάπη δὲ μετράει/κι ἄν ἤτανε δικό μου σ’ τὸ χαρίζω” ἤ “ἕνα κορμὶ δὲν εἶναι μόνο ἀγκαλιὰ/εἶναι μία πατρίδα ποὺ θὰ γίνει ξενιτειὰ” ἀπὸ τὸ “Τὰ κορμιὰ καὶ τὰ μαχαίρια” φέρουν ἀνόθευτη τὴν οὐσία τῆς ποιητικῆς του φύσης. Εἶναι μιὰ ἄλλη ἀπόδοση τῶν ἴδιων νοημάτων ποὺ διατηρεῖ ὅμως ἀμείωτη τὴν ποιητικὴ δύναμη.
Ἀπὸ τὸ τελευταῖο θυμόμαστε ἐπίσης, τοὺς στίχους: “Τὰ κορμιὰ καὶ τὰ μαχαίρια/μὴ βρεθοῦν σὲ λάθος χέρια,/κάποιο φονικὸ θὰ γίνει/καὶ ποιὸς παίρνει τὴν εὐθύνη” ποὺ ἐγκαλοῦν συνειρμικὰ τὸ ἕτερο φονικὸ τῆς στιχουργίας του τὸν “Μικρὸ Τιτανικὸ” ὅπου γράφει “Δὲν εἶναι ἀγάπη αὐτὸ ποὺ ζοῦμε,/ἐγὼ τὸ λέω φονικό,/μὴν πάει ὁ νοῦς σου στὸ κακὸ/μὲ τὸ μπαμπάκι θὰ σφαχτοῦμε.”. Θὰ ἦταν παράλειψη νὰ μὴν ἀναγνώσουμε σὲ αὐτοὺς τοὺς στίχους, πέρα ἀπὸ τὸ συναισθηματικὸ φορτίο καὶ τὴν συγκινησιακὴ ἔνταση ποὺ μεταγγίζουν, καὶ τὸ διακειμενικὸ στοιχεῖο ποὺ μὲ ἀπόλυτη δεξιοτεχνία εἰσάγει ὁ ποιητὴς μεταφέροντας μας καὶ πάλι στὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἠπείρου, ὅπου συχνὰ ἡ σφοδρότητα τῆς συνθήκης τοῦ ἔρωτα, ἄλλοτε λόγῳ ζήλειας καὶ ἄλλοτε λόγῳ ἀδυναμίας ἐκπλήρωσής του, ἦταν συνυφασμένη μὲ τὸ φονικό. Σημαντικότερο ἴσως δεῖγμα τὸ τραγούδι “Ὁ Μενούσης”, ὅπου ὁ ἄντρας, μεθυσμένος καὶ τυφλωμένος ἀπὸ ζήλεια, σφάζει τὴ γυναίκα του ἐπειδὴ κάποιος ἄλλος ὁμολόγησε ὅτι τὴν κοίταξε καὶ θαύμασε τὴν ὀμορφιά της καὶ τὸ ἄλλο πρωί σφοδρὰ μετανοημένος γιὰ τὸ πάθος του τὴν κλαίει τραγουδῶντας της: “Σήκω πάπια μ’/ σήκω χήνα μ’/ σήκω πέρδικά μ’./Σήκω λούσου καὶ χτενίσου/κι ἔμπα στὸ χορό.”.
Μέσα ἀπὸ τοὺς στίχους τῶν ἐρωτικῶν του τραγουδιῶν ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν ποιητὴ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἕνα ρίζωμα. Τὴ θέση τοῦ τόπου λαμβάνει τώρα τὸ σῶμα τοῦ ἀγαπημένου προσώπου, ὡς δοχεῖο πάντοτε τῆς ψυχῆς του καὶ κάθε μικρὸς ἡ μεγάλος χωρισμὸς ἔρχεται νὰ προστεθεῖ στὴν γεωμετρία τῆς ξενιτειᾶς. “Κλαίω γιατὶ σὲ ξέχασα/καὶ ὄχι ποὺ δὲ σὲ ἔχω” τραγουδᾶ στὸ “Λιανοτράγουδο” καὶ στὸ “Πᾶμε ξανὰ στὰ θαύματα”: “Ὄνειρο θὰ γίνω καὶ θὰ ‘ρθω νὰ σὲ κοιμίσω/καὶ ὅσα ὀνειρευτήκαμε μαζὶ νὰ σοῦ θυμίσω.//Ὄνειρα ποὺ κάναμε κι οἱ δυὸ/πάνω στὸ ἴδιο μαξιλάρι.//Σῶμα βαθὺ σὰν προσευχὴ/μοῦ ‘λειψες πολύ.” . Μὲ ὅμοιο τρόπο, ὅπως ποτὲ δὲν ξεχνᾶ τὴν καταγωγή, τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε, δὲν ἐπιτρέπει καὶ τὴν λησμονιὰ τοῦ σώματος τοῦ ἔρωτα. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπέρχεται ἕνα κατὰ συνθήκην ξερίζωμα ὁ Γκανᾶς ἐπιλέγει τὴ μνήμη ὡς ὅπλο γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ σὲ αὐτό. Ἡ λήθη θὰ σήμαινε τὴν ἀποκόλληση ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ταυτότητά του. Μᾶς διδάσκει, λοιπόν, κατὰ τρόπον ποιητικό, ὅτι ἡ μνήμη εἶναι ὁ μόνος τόπος ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ ἀκούσια νὰ μᾶς ἀποκόψει καὶ ἡ μόνη δικλίδα ἀσφαλείας γιὰ τὴν διατήρηση τῆς συναισθματικῆς καὶ ἀξιακῆς μας ἀκεραιότητας.
Ἀνακεφαλαιώνοντας λοιπόν, ὁ Μιχάλης Γκανᾶς μὲ τοὺς στίχους, ἄλλοτε τῶν ποιημάτων καὶ ἄλλοτε τῶν τραγουδιῶν του, μελετᾶ πάντα τὴν ἀέναη ἐκείνη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ρίζωμα σὲ ἕναν τόπο, σὲ ἕνα πρόσωπο, σὲ μία συνθήκη. Μιὰ ἀνάγκη, ποὺ σε κάθε ἐποχὴ ἀναδιατυπώνεται, παίρνει ἄλλη μορφὴ ἀλλὰ πάντα, ἀειθαλὴς καὶ παροῦσα, εἶναι ἐκείνη ποὺ κατατρώει καὶ τελικὰ ἐξυψώνει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ ἴδιου πάντα κόσμου τὶς πόρτες μᾶς ἀνοίγει ὁ Γκανᾶς καὶ μᾶς εἰσάγει σὲ αὐτόν, πότε μέσα ἀπὸ τὴν ποίησή του, σιωπηλὰ καὶ μυσταγωγικά, καὶ πότε μὲ τὸν αὐθορμητισμὸ καὶ τὴν ἀμεσότητα ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ κανόνες τῆς στιχουργικῆς. Κάθε του ὅμως γραφὴ ἀποτελεῖ τὸ λυρικὸ ἀποτύπωμα τοῦ ἀρχέτυπου τραύματος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Στὴν προμετωπίδα τοῦ βιβλίου τῶν Στίχων του, αὐτοαποκαλεῖται “στὸν κόσμο τοῦ ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ ὀφειλέτης” ἀλλὰ κοιτῶντας τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του μᾶλλον βρίσκεται νὰ νιώθει ὀφειλέτης στὸν κόσμο τοῦ ἑλληνικοῦ καημοῦ.