Ο Σκρουτζ όπως (δεν) θέλετε να τον δείτε (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

0
960

της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη

Δεν προλάβατε να κλείσετε εγκαίρως εισιτήριο για το all star υπερθέαμα των φετινών Χριστουγέννων αλλά θέλετε να έχετε άποψη; Εγώ είμαι εδώ για εσάς. Είδα το Scrooge and Ghosts and Rock & Roll για να σας βγάλω από τον κόπο. Ένα θα σας πω: ο Κάρολος Ντίκενς, που δεν έχει δει και λίγες διασκευές των έργων του, πλέον στροβιλίζεται τόσο γρήγορα στον τάφο του, στη Γωνιά των Ποιητών, στο αβαείο του Westminster, που πλέον καλύπτει στο 100% τις ενεργειακές ανάγκες της πατρίδας του.

Το ότι η παράσταση είναι sold out λέει πολλά για τις ψυχαγωγικές ελπίδες των Αθηναίων αλλά όχι και πολλά για το πώς περνάς ενώ τη βλέπεις: ο ήχος είναι απελπιστικά κακός, θυμίζοντας περισσότερο μπουζούκια επαρχιακής πόλης παρά την ποιότητα που θα περίμενε κανείς από το Μέγαρο Μουσικής. Ακόμη και για τους απλούς διαλόγους καταφεύγαμε στο να διαβάζουμε τους υπέρτιτλους γιατί δεν καταλαβαίναμε τι έλεγαν οι ηθοποιοί.

Ο Σκρουτζ, της γνωστής ιστορίας είχε μετατραπεί σε ξεπεσμένο ροκ σταρ και 3 φαντάσματα, νεκρών ροκ σταρ τον συνόδευαν στα  εφιαλτικά Χριστούγεννα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος μέχρι που, κλασσικά, αντιμετώπιζε τις συνέπειες της τσιγκουνιάς και την σκληροκαρδία του μέχρι που αλλάζει και γίνεται καλός.

Το πραγματικά εφιαλτικό και σκληρόκαρδο όμως ήταν ο τρόπος με τον οποίον οι ηθοποιοί είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους σε μια τεράστια άδεια σκηνή και ο τρόπος που η κάμερα on stage τους καταδίωκε παντού μιμούμενη τεχνικές που ο Thomas Ostermeier εφάρμοζε στην Επίδαυρο όταν ήταν αμούστακος. Θα μου πείτε τι κακό έχει αυτό; Τίποτε εκτός του ότι το αξύριστο κολακεύει τον Thomas και πως η συγκεκριμένη παραγωγή διατεινόταν ότι απευθυνόταν και σε παιδιά (και συγκεκριμένα υπήρχαν προς πώληση παιδικά εισιτήρια). Έτσι έπεισα μια παιδική μου φίλη, που βλέπω σπάνια επειδή παντρεύτηκε στην Κρήτη, και την κουμπάρα μου να πάρουμε τα παιδιά μας και να πάμε. Τα παιδιά μας δεν είχαν ιδέα πως είχαμε μεγαλώσει και οι τρεις ακούγοντας 24 ώρες την ημέρα Κορκολή στο γουοκμαν και έμειναν με ανοιχτό το στόμα όταν μας είδαν να υστεριάζουμε σα μαινάδες μόλις πήρε τη θέση του στο πιάνο.

«Αυτός με την κοτσίδα είναι ο συνθέτης. Είναι φοβερός πιανίστας.» είπα στα παιδιά μου αναψοκοκκινισμένη.

«Και γιατί κάνεις έτσι;» με ρώτησε ο γιος μου.

«Είναι σαν τον Andrew Lloyd Weber, άλλα όμορφος» εξήγησα στο ανίδεο βλαστάρι μου.

Το βαφτιστήρι μου δυο θέσεις δίπλα, που είχε σχεδόν λιποθυμήσει από την κούραση όταν τον ανάγκασα να δει το Φάντασμα της Όπερας, καπάκι μετά το Βρετανικό Μουσείο, καπάκι από το Μαντάμ Τισώ, καπάκι από περιήγηση σε όλο το Λονδίνο, αναστέναξε στη θέση του.

«Μαμά, δεν μου αρέσει η νονά»,  ψιθύρισε στην κουμπάρα μου.

«Σταμάτα» του είπε η αδελφή του «Εσένα σε βάφτισε, εγώ τι να πω; Τι φταίω;» Μετά όμως είδε τον Κορκολή καλύτερα και σώπασε.

Η φίλη μου από την Κρήτη την είχε πατήσει άσχημα γιατί εκτός από την κόρη της είχε και τον άνδρα της μαζί, οπότε το έπαιζε ψύχραιμη που έβλεπε τον Κορκολή να σολάρει στο πιάνο για να αποφύγει σκηνή ζηλοτυπίας. Τους ξέρετε τώρα τους Κρητικούς, δεν έχουν κάνει και λίγους φόνους επειδή κάποιος έπαιζε καλύτερο πιάνο από αυτούς.  Νομίζω αυτή θα είναι και η υπόθεση του τρίτου κύκλου του Σασμού.

Η δια-θεατρικότητα της παράστασης, που ξεκινούσε από την διαδικασία κράτησης του εισιτηρίου που λόγω της τιμολόγησης σε έκανε να ταυτιστείς με τον Σκρουτζ, συνεχιζόταν με το αίσθημα ότι είχαν πετύχει τέλεια την ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων- πολλή φανφάρα για αγάπη αλλά τελικά είναι όλα μια αρπαχτή του καταναλωτισμού και του γκλίτερ.

Ένα από τα ροκ φαντάσματα ήταν ο Φρέντι Μέρκουρι- ατυχής έμπνευση δεδομένου ότι τον ανιψιό του Σκουτζ επίσης τον έλεγαν Φρέντ και το μπέρδεμα ήταν αναπόφευκτο.

«Μαμά, πως γίνεται να είναι ανιψιός του Σκρουτζ αυτός που τραγουδούσε το We will rock you;», με ρώτησε κάποια στιγμή η κόρη μου.

Μετά συνέχισε να δίνε στην μπροστινή της εμπειρία 4D, κλωτσώντας το κάθισμα της στο ρυθμό της μουσικής και ανασαίνοντας δίπλα στο αυτί της όποτε η σκηνή γέμιζε καπνούς.

Ακούσαμε όσα αστεία μπορούσε να φανταστεί κανείς με τον King (Elvis) και τους Queen. Μέχρι και το φάντασμα της Ελισάβετ εμφανίστηκε στη σκηνή ξεκάρφωτα – άλλο ένα αστείο με βασίλισσες.

«Μαμά, αυτή πέθανε πρόσφατα και το παραμύθι είναι παλιό, γιατί την βάλανε μέσα;» με ξαναρώτησε η κόρη μου.

Στον projectora απανωτές σκηνές αστυνομικής βίας, φουσκωτών με τσαμπιά προσφύγων, διαδηλώσεων, καρτούν που αιμορραγούν κόβοντας τις χάρτινες σάρκες τους, μονοκονδυλιά ξέγραψαν τα 8 χρόνια που δεν έχουμε δει ειδήσεις στο σπίτι μας για να πιστέψουν τα παιδιά μας σε ένα καλύτερο κόσμο.

Ο γιος μου έκλαιγε και η κόρη μου κοίταζε την πλάτη της καρέκλας της.

Προς το τέλος, εκεί που η on stage κάμερα καταγράφει τι τρέχει στα καμαρίνια και η Μέρλιν τον παίρνει στα όρθια, η κόρη μου με ξαναρώτησε τι συμβαίνει.

«Ο κύριος τη βοηθάει να σφίξει τον κορσέ της», της είπα.

«Α νόμιζα πως έκαναν σεξ όπως τα γατιά μας», με τάπωσε το 8χρονο.

Προτείνω στην εταιρία Λυκόφως να αποσπά την κόρη μου έναντι αμοιβής από εδώ και πέρα για να τσεκάρει την συνοχή των έργων και την καταλληλόλητα τους για παιδιά.

Το κύριο πρόβλημα της παράστασης ήταν πως δεν ήξερε πού απευθυνόταν με αποτέλεσμα ορισμένες σκηνές να κάνουν κοιλιά και ορισμένα τραγούδια να πασχίζουν να τις ενώσουν σαν απεγνωσμένοι πλαστικοί χειρουργοί.

Για την ίδια τη μουσική, άμουση ούσα, δε μπορώ να εκφέρω γνώμη. Κάποια κομμάτια μου άρεσαν πολύ, σε κάποια χαιρόμουν που βαριακούω από το ένα αυτί.

Σε μια χριστουγεννιάτική γιορτή χωράνε όλοι-και για οικοδεσπότης ο Πάνος Μουζουράκης είναι ιδανικός. Παρά τις ελλείψεις που πηγάζουν από το γεγονός ότι δεν είναι ηθοποιός, διαθέτει το χάρισμα να καθιστά συμπαθή όποιον ρόλο ενσαρκώνει, ακόμη και τον γεροτσιφούτη Σκρουτζ. Του προτείνω του χρόνου να κάνει το Γκριντς, το πλάσμα που μισούσε ακόμη περισσότερο τα Χριστούγεννα και τα έκλεψε. Ο Θοδωρής Μαραντίνης Έλβις πολύ διασκεδαστικός και η Κατερίνα Παπουτσάκη ως Μπέλλα αξιοπρεπέστατη. Ένα από τα μότο της παράστασης: « να ξοδεύεις το ταλέντο σου σαν να είσαι εκατομμυριούχος που θέλει να πτωχεύσει», ενσαρκωνόταν καλύτερα στα πρόσωπα του Πιατά και της Πατεράκη που αναπόφευκτα ξεχώριζαν όπως τα αγγελάκια στις κορυφές των χριστουγεννιάτικων δένδρων. Ο Πιατάς μπορεί να συνδεθεί με το κοινό του όποιο και αν είναι το κοινό, όποιες και αν είναι οι ατάκες, ακόμη και χωρίς ατάκες. Η Πατεράκη ήταν ένας πολύ προσωπικός θάνατος- παγερή αλλά οικεία. Μου θύμισε τα νιάτα μου που τρομαγμένοι πηδούσαμε να κρυφτούμε πίσω από τα έπιπλα όταν περνούσε από τους διαδρόμους του Εθνικού. Να τη βλέπω να σολάρει με μπάσο ήταν ό,τι πιο ανέλπιστο ρισπεκτ έχω δει τα τελευταία χρόνια.

Στο τέλος της παράστασης όλοι χειροκροτούσαν όρθιοι. Ο Κορκολής ανέβηκε στη σκηνή.

«Καλέ χειροκροτήστε» είπα στα παιδιά μου. «Αυτός είναι ο μαέστρος».

«Αυτός είναι;» με ρώτησε έκθαμβη η κόρη μου. «Αυτός ο ταλαντούχος πιανίστας που καταστράφηκε από τη σχέση του με την πιτσιρίκα;»

Έμεινα να την κοιτάω σα χάνος.

«Αυτός είναι μαμά;» με ρώτησε πάλι τσιρίζοντας ενθουσιασμένη; «Αυτός είναι ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης;»

 

Προηγούμενο άρθρο«Τα φώτα της πόλης»: συγκινητική απόλαυση (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΘα έχουμε πάντα την ποίηση (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ