της Βαρβάρας Ρούσσου
«Με λόγια και τσιγάρα κάθε βράδυ/σκιές υφαίνω μέσα στο σκοτάδι»
Το μακρινό 2017 ο Μιχάλης Γκανάς είχε προσκληθεί στον Άγιο Νικόλαο από την Ένωση Φιλολόγων ν. Λασιθίου, (ίσως, αν θυμάμαι καλά, και με συνεργασία του δήμου της πόλης). Μου είχε ζητηθεί τότε να μιλήσω για την ποίησή του παρουσία και του ίδιου. Το κείμενο αυτό διατηρεί τον προφορικό και άμεσο χαρακτήρα του καθώς απευθυνόταν στο κοινό της πόλης και χωρίς αλλαγές δημοσιεύεται ως φόρος τιμής στον σημαντικότατο ποιητή.
Ό,τι θα πρόσθετα σήμερα είναι αναφορές σε νεότερους ποιητές που περισσότερο από άλλους πέρασαν στο έργο τους διακριτά και άμεσα αναγνωρίσιμα στοιχεία από την ποίηση του Γκανά και που, ρητά ή όχι, τον αναγνωρίζουν ως άμεσο πρόγονό τους.
***
Ομολογώ την αμηχανία μου εμπρός στον ίδιο τον ποιητή και το έργο του και επειδή τόσα έχουν γραφτεί γι’ αυτό έχω την αγωνία ότι θα φανώ ολίγη σήμερα. Ωστόσο θα επιχειρήσω μια σκιαγράφηση του ποιητικού έργου του Μιχάλη Γκανά. Καθώς σκεφτόμουν έναν κάπως περιεκτικό χαρακτηρισμό για την ποίηση του για να αρχίσω απόψε, στο νου μου ήρθαν λόγια και νήματα από το έργο του, με τα οποία ο ίδιος δίνει το ποιητικό του στίγμα. Διάλεξα δύο από τα πολλά: ένα από το ποίημα με τίτλο «Το κοτσύφι»: «…φωνή που το ξαφνιάζει θρεμμένη από σιωπή και στέρηση» (Γυάλινα Γιάννενα). Και ως δεύτερο διάλεξα τους στίχους που τιτλοφόρησαν αυτό το κείμενό μου: «Με λόγια και τσιγάρα κάθε βράδυ/σκιές υφαίνω μέσα στο σκοτάδι/» (Ο ύπνος του καπνιστή). Τέτοια λοιπόν η ποίηση του Μιχάλη Γκανά. Αρθρωμένη σε νύχτα σκοτεινή, στη σιωπή του τσιγάρου, μάχεται να αδράξει τις σκιές μας και να τους δώσει ύφανση με νήματα τις λέξεις, πλέκοντας και ξαναπλέκοντας εαυτόν και όλους μας. Σαφώς πρόκειται για ποίηση που απλώνει τις ρίζες της στο χώμα (Ας θυμηθούμε εδώ τον Ανέστη Ευαγγέλου: «Η ποίηση δεν πέφτει από τον ουρανό∙ είναι ταπεινής καταγωγής: έχει ρίζες και χώμα»). Η ποίηση του Γκανά ξεκινώντας από τη χοϊκότητα δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις που μας οδηγούν στο ρίγος της γνήσιας συγκίνησης και ελπίζω ότι αυτό θα γίνει σαφέστερο παρακάτω.
Μίλησα ως τώρα σε α΄ πληθυντικό επειδή τα ποιήματα του Γκανά, κι εδώ θα συμπεριλάβω και τους στίχους των τραγουδιών του φτιαγμένους από το ίδιο υλικό με τα ποιήματα, έχουν βρει το στόχο τους και τη θέση τους στην ψυχή μας αφού αποτελούν έκφραση συλλογικής εμπειρίας και αυτό δεν είναι πάντα αυτονόητο με την ποίηση, έτσι ώστε όταν επιτυγχάνεται να αποτελεί την ευτυχή εξαίρεση. Έχουν εκπληρώσει τον προορισμό τους αυτά τα ποιήματα, μας οδηγούν δηλαδή «να ανακτούμε το παρελθόν ή να προοικονομούμε το μέλλον» κατά τον Μπόρχες. Και να κατανοούμε το παρόν θα πρόσθετα.
Πώς γίνεται αυτό, πώς μπορεί το δύσκολο είδος της ποίησης να εκφράζει ένα πολυάριθμο κοινό; Αυτό, νομίζω, γίνεται αντιληπτό εάν ανιχνεύσουμε τρία στοιχεία της ποίησης του Γκανά. Το πρώτο είναι τούτο: από την πρώτη εμφάνιση έως σήμερα το ατομικό στοιχείο δεν διολισθαίνει σε ιδιωτικό για να οριοθετήσει μια ποίηση περιχαρακωμένη και δυσπρόσιτη, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε σύγχρονα έργα, κυρίως ποιητικά, αλλά μεταλλάσσεται σε καταγραφή κοινής εμπειρίας και έτσι συμπλέουμε με τον ποιητή στο χρόνο, στην απόπειρα να εκτιμήσουμε το τότε και να αναλογιστούμε το μετά, πάντα ορίζοντας το στίγμα μας στο τώρα. Ένα δείγμα του τρόπου με τον οποίον ο Γκανάς απευθύνεται στη συλλογική μας μνήμη και μας καλεί να τον ακολουθήσουμε είναι οι περισσότεροι τίτλοι των συλλογών του. Ας τους παρακολουθήσουμε σκιαγραφώντας με αυτόν τον τρόπο και τη συνολική πορεία του ποιητή: Ακάθιστος Δείπνος (1978) όπου συναιρούνται από την εκκλησιαστική παράδοση δύο κορυφαίες θρησκευτικές μνήμες Ακάθιστος Ύμνος –που συνάπτεται και με την ιστορική μνήμη ανακαλώντας την Κων/πολη- και Μυστικός Δείπνος. Ο υπογειωμένος θυμός και οι κορυφώσεις σε καταγγελτικό τόνο που εμφανίζονται στον Ακάθιστο Δείπνο ενέχουν την πικρή συνειδητοποίηση του παρόντος που έρχεται με την ηλικιακή ωρίμανση και που απέχει πόρρω από τα ματαιωμένα όνειρα και σχέδια της νεότητας. Η πάλη, η βιοπάλη και η πόλη γίνονται η αφορμή για ποίηση. Τα Μαύρα Λιθάρια έπονται δυό χρόνια αργότερα το 1980 και επιχειρούν να διευθετήσουν, πάνω στις βάσεις που έθεσε η πρώτη συλλογή, ανοιχτούς λογαριασμούς με προγόνους μακρινούς και κοντινούς, προγόνους λογοτεχνικούς και οικογενειακούς ή με φίλους που άλλαξαν ρότα ή χάθηκαν: «Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή/μακριά απ’ τα βοσκοτόπια της πατρίδας. Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια/ στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει». Σε αυτήν τη συλλογή ο Γκανάς επιχειρεί να δημιουργήσει τα νήματα σύνδεσης του τόπου και των ανθρώπων του μέσα στο χρόνο, στην αρχή μιας δεκαετίας που η σημασία της για την ιστορική συνέχειά μας και την παγίωση της νεοελληνικής ταυτότητας είναι ορατή σήμερα: «Ελλάδα ’80. Μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο/με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.». Με τα Γυάλινα Γιάννενα του 1989 ο Γκανάς σταθεροποιεί το ποιητικό του σύμπαν και τους τρόπους του. Μια δεκαετία μετά την πρώτη συλλογή ο ποιητής σε τόνο περισσότερο εξομολογητικό συνθέτει και επανασυνθέτει τα νήματα των κόσμων του, αντιθετικών αλλά και τεμνόμενων. Οι οφειλές και οι μνήμες συνεχίζουν να εξοφλούνται και να δημιουργείται το Εικονοστάσιο ανωνύμων (για να θυμηθούμε τον Ρίτσο) όμως εδώ και επωνύμων αγίων. Με τον τίτλο Παραλογή του 1993 και πάλι ο Γκανάς αναμοχλεύει τον λογοτεχνικό μας ορίζοντα φέρνοντας στο προσκήνιο το ιδιαίτερο είδος δημοτικών, τις παραλογές, ενώ συνεχίζει από το σημείο που έκλεισαν τα Γυάλινα Γιάννενα. Δίνοντας το λόγο σε άλλα πρόσωπα του εικονοστασίου του και διαλεγόμενος μαζί τους έχει από την αρχή της συλλογής, στο δεύτερο κιόλας ποίημα, ορίσει τον τρόπο του: «Και προφητεύω παρελθόν/λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ/και λέω». Οι αντιθετικοί και τεμνόμενοι κόσμοι του, ένα όλον, επανέρχονται συνδεδεμένοι μεταξύ τους: «και μην ακούς πάνω και κάτω κόσμος-είσαστε η πατρίδα μας κι εμείς ξενιτεμένοι» λένε οι νεκροί. Τα μικρά του 2000 αποτελούν αναφορά στη χρησιμοποιούμενη μικρή φόρμα, μια επίπονη άσκηση στην πύκνωση του λόγου που υπηρετεί το ακαριαίο χτύπημα του ποιήματος στο στόχο του. Αλλά και ο φαινομενικά ιδιωτικού χαρακτήρα Ύπνος του καπνιστή το 2003, ανακαλεί ένα κοινό συμβάν, τον δύσκολο, συχνά διακοπτόμενο ή και ασθματικό ύπνο του καπνιστή παραπέμποντας στον δύσκολο ύπνο/έργο; του ποιητή. Για να ολοκληρωθεί το ποιητικό σύμπαν υπεισέρχεται και ο αρχαιοελληνικός μύθος μαζί με τους λοιπούς προσωπικούς μύθους (Αγαμέμνων, Ιφιγένεια, Ούτις/Οδυσσέας). Τέλος, η προφητική Άψινθος του 2012 καθώς διαλέγεται με ένα θρησκευτικό αλλά και προβληματικό κείμενο, την Αποκάλυψη, ιχνηλατεί την αρχετυπική ανθρώπινη σχέση, αυτήν με τη φύση και διατυπώνει το φόβο του άγνωστου μέλλοντος που το παρόν το προοικονομεί δυσοίωνο χωρίς να πάψει και σε αυτήν τη συλλογή ο διάλογος με πρόσωπα, ζώντα και τεθνεώτα.
Το δεύτερο στοιχείο του έργου του Γκανά, που συνδέεται με τα παραπάνω, είναι η παρουσία της μικροϊστορίας. Εννοώ εκείνες τις απλές, καθημερινές ανθρώπινες στιγμές, όπου χωρίς να γίνεται αντιληπτό απ’ αυτούς που το ζουν, η Ιστορία έχει περάσει και έχει συμπαρασύρει την καθημερινότητά τους. Όταν μιλώ για Ιστορία δεν εννοώ μόνον τη σκιά των μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως π.χ. ο πόλεμος, που αναμφίβολα μας επηρεάζουν αλλά και εκείνα τα κοινωνικοοικονομικά συμβάντα που σταδιακά οδηγούν νομοτελειακά σε αλλαγές τη ζωή όλων μας, όπως οι κοινωνικές μεταβολές της δεκαετίας του ’80, τέτοιες που δρουν παρασκηνιακά στο έργο του Γκανά. Υπάρχει δηλαδή η διαπλοκή του μεγάλου ιστορικού γεγονότος που θα περάσει στα βιβλία ιστορίας με την απλή ζωή των απλών ανθρώπων, που δεν θα την καταγράψουν τα βιβλία και μάλιστα αυτά σε στενή σύνδεση με τον τόπο. Όλα αυτά είναι μέρος του υλικού του Γκανά. Έτσι, η ξενιτιά, η αποδημία, η νεοελληνική ταυτότητα, περνούν ως απλές καθημερινές στιγμές ίζημα όμως μεγάλων ιστορικών γεγονότων που έχουν λειτουργήσει υπόγεια, χωρίς να φαίνονται στο ποίημα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο «Μ. Γκ. 1888-1979» (Μαύρα Λιθάρια), όπου η Ιστορία ενός αιώνα γίνεται η μοίρα μιας οικογένειας και αυτή η προσωπική μικροϊστορία καταλήγει σε τρεις στίχους-εικόνα όπου αποτυπώνεται μια λεπτομέρεια: «…κλειστό το σπίτι για καιρό,/ τα δυό σκυλιά θα τα ταΐζουν οι γειτόνοι./Ξένο ψωμί θα τρώνε τα σκυλιά μας.».
Στο παραπάνω ποίημα αυτή η προβολή του απλού, και δη του μη ανθρώπινου (σπίτι-σκυλί), που όμως αποτελεί το ανθρώπινο ίχνος, φέρει το συναίσθημα ατόφιο δημιουργεί μια λυρική αιχμή καθώς κορυφώνεται στο τέλος του το ποίημα. Όμοια και στο διαλογικό απόσπασμα, πάλι λυρική κορύφωση στο τέλος ποιήματος: «-Θάρθω μανούλα νοικοκύρης με κούρσα κόκκινη και με γραβάτα –Θάρθεις παιδί μου μουσαφίρης με δυό βρυσούλες στα πικρά σου μάτια».
Με τα δύο παραπάνω παραδείγματα περνώ στο τρίτο στοιχείο της ποίησης του Γκανά, πιο σύνθετο, πιστεύω, συγκριτικά με τα δύο προηγούμενα αλλά και πιο χαρακτηριστικό του ύφους του: η σχεδόν παραμυθιακή, καίρια, άμεση αφήγηση και ο συνδυασμός αφηγηματικότητας-διαλογικότητας/διαλόγου-λυρισμού. Και αυτά, σε οικεία, απλή γλώσσα, χωρίς τίποτε το πεποιημένο, που εξωτερικεύει και δεν συστρέφεται στον εαυτό της για να δημιουργήσει ένα ποίημα ερμητικό, είναι ο κύριος τρόπος του Γκανά. Η θλίψη που επιφέρει η αποκοπή από πρόσωπα και τόπους, η φθαρτότητα και η βίωση της απώλειας/θανάτου, γενικά η σκληρή πραγματικότητα, διαπλάθεται με κοινόχρηστες λέξεις, θεμελιώνεται πάνω στην οικεία εμπειρία αλλά αιφνιδιάζει καθώς λειαίνεται από το λυρισμό της εικόνας. Λέει ο ποιητής: «Οι λέξεις είναι σαν τα σκάγια. Ποιες βρίσκουνε το στόχο τους/ποιες δεν τον βρίσκουν» (Τα μικρά). Αυτοί οι τρόποι, που προσπάθησα να τους σκιαγραφήσω, κάνουν τα ποιήματα του Γκανά ευθύβολα, να πετύχουν, όπως είπα και πριν, το στόχο τους, τη γνήσια άμεση συγκίνηση, σκάγια που βρίσκουν την ψυχή αλλά δεν τραυματίζουν, δείχνουν το τραύμα και το χαϊδεύουν.
Χωρίς να φιλοδοξώ να είμαι πρωτότυπη για ένα έργο επαρκώς σχολιασμένο θα ήθελα να μιλήσω κλείνοντας για μια πτυχή, ένα από τα νήματα που υφαίνουν τον κόσμο του ποιητή που με απασχολεί ιδιαίτερα: το θηλυκό στοιχείο. Δεν μιλώ μόνο για τη γυναίκα και συνακόλουθα για τον έρωτα, βασικό θέμα ολόκληρης της λογοτεχνίας, αλλά για όλα τα θηλυκού γένους πρόσωπα, όχι κατ’ ανάγκην φυσικά πρόσωπα, που διατρέχουν την ποίηση του Γκανά. Ας θυμηθούμε και το Γυναικών μικρές και πολύ μικρές ιστορίες. Η γυναίκα βρίσκει την απεικόνισή της ως γυναίκα-έρωτας-αγάπη αλλά και ως μητέρα και μετασχηματίζει ουσιαστικά τη συγκεκριμένη μία γυναίκα, είτε αγαπημένη είτε μάνα, σε συμβολική, αρχετυπική μορφή παραπέμποντας σε οριακές ανθρώπινες εμπειρίες, την ερωτική και τη μητρική. Ο έρωτας καθώς χάνει την ορμητικότητα που επιβάλλει η σάρκα, καθώς υποχωρεί σταδιακά, μετασχηματίζεται σε αγάπη, έννοια κομβική, που έρχεται στα Γυάλινα Γιάννενα «ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης» και κάνει περισσότερο αισθητή την παρουσία της στην Παραλογή ως απομονωμένη φράση-ποίημα δύο φορές «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη», τροφοδοτώντας βέβαια και άλλα ποιήματα. Η φράση ξαναβρίσκεται και στην Άψινθο προχωρώντας από τον μεταλλαγμένο σε αγάπη έρωτα στην γενική έννοια της αγάπης.
Γυναικεία μορφή και η φύση και ο ποιητής επανέρχεται διαρκώς σε αυτήν ως σημείο αναφοράς, ως πηγή και καταφυγή και σκοτεινή ρίζα που κρύβει τη χαρά και το φόβο: «Σκοτεινή μητέρα/ χτυπάει ακόμα η ζεστή σου καρδιά» (Άψινθος). Γυναίκες λοιπόν υπηρετεί ποιητικά ο Γκανάς και αυτό δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον προσεγγίζει τις ανθρώπινες γυναικείες μορφές, περίπου όπως τη φύση. Πρόκειται για μια αναγωγή στο αρχέγονο: ένα είδος προσκυνήματος στην πρωταρχική μήτρα της ζωής στην οποίαν επιστρέφουμε ξανά και ξανά στις οριακές μας στιγμές. Και βέβαια, σε μια προέκταση αυτής της σκέψης μου, γυναίκες είναι και η μνήμη και η Ιστορία και πάνω απ’ όλα η Ποίηση.
Σταματώ εδώ. Δεν θα πω για όσα η κριτική έχει συζητήσει και η φιλολογική επιστήμη έχει αναλύσει. «Τα θέματα παλιώσανε κι οι ρίμες κουράστηκαν και ζούνε με τις μνήμες/». Θα ήθελα κλείνοντας να μεταφέρω τη σκέψη που προέκυψε καθώς έγραφα, μια «διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος», όπως λέει ο Καρούζος. «Τι σημαίνουν όλα αυτά που γράφω;» Συχνά φοβάμαι ότι είναι φιλολογικά σχόλια που απομακρύνουν τον αναγνώστη, όλους μας, από το ποίημα αν και στόχος τους είναι να τον καθοδηγήσουν προς αυτό και εκεί να τον αφήσουν. Ποια είναι η ουσία; όταν ο ποιητής έχει βρει τον τρόπο να πει για όλα όσα αποτελούν τα προαιώνια ανθρώπινα θέματα και να μην γίνει ο σοβαροφανής κατασκευαστής ποιημάτων αλλά ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στις λέξεις και τους ανθρώπους, αυτός που ρίχνει τα σκάγια-λέξεις και βρίσκει τρόπο να πετύχει το στόχο του. Ο τρόπος είναι λοιπόν μια αιτία που μας κάνει να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στο Μιχάλη Γκανά.*
Νομίζω ότι η ποίηση του Μιχάλη Γκανά έχει, ως ένα βαθμό κατηγοριοποιηθεί και κατά συνέπεια «οριοθετηθεί» ως επιστροφή στην παράδοση και με αυτό εννοείται η παραδοσιακή, δηλαδή έμμετρη ποίηση και οι τρόποι της. Επίσης έχει χαρακτηριστεί ως αναβίωση και προβολή του χαμένου κόσμου της ελληνικής υπαίθρου. Αν μείνουμε μόνο σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς, κατά τη γνώμη μου, το έργο του Γκανά αδικείται καθώς εγγράφεται σε ένα σχήμα και μια συγκεκριμένη πρακτική. Έχω την άποψη ότι ο ποιητής αποδεικνύει ότι η καλή ποίηση δεν χρειάζεται να εντάσσεται, αρκεί που βρίσκει το στόχο της. Η εμμετρότητα του Γκανά έχει πρόθεση, σχέδιο και η συνομιλία της με το παρελθόν είναι πολύπλευρη.
Όμως, νομίζω, ο συσχετισμός του έργου αυτού με το μεταιχμιακό πεδίο, τις τομές των δύο ποιητικών τάσεων, παράδοσης και μοντερνισμού, (εάν δεχτούμε ότι αυτά τα δύο είναι στεγανά και απόλυτα διακριτά) και ο επιλεκτικός χειρισμός στοιχείων από τις δύο αυτές ροπές αντί να δημιουργεί ένα κλειστό πεδίο, αντίθετα διανοίγει τη θεματολογία, τη στιχουργική και κυρίως τους ποιητικούς τρόπους του Γκανά επιτρέποντάς του να χρησιμοποιήσει τις φόρμες ποικιλότροπα.
Το έργο του Μ. Γκανά για μένα είναι μια ρωγμή στον αρραγή κόσμο που θέλουν να χτίσουν μερικοί τύποι γύρω μας σαν αυτούς του ποιήματος «αυτοί παιδί μου δεν/δεν ξέρουν ν’ αγαπούν/ξέρουν μονάχα ν’ απαιτούν/» από την Άψινθο. Τι είδους ρωγμή είναι επιτρέψτε μου να μην την περιγράψω αλλά να αφήσω να διαφανεί, με ένα ποίημα από την Παραλογή που συμπυκνώνει ορισμένα συστατικά στοιχεία της ποίησης του Γκανά και, κατά τη γνώμη μου, αποδεικνύει αυτό που υποστήριξα για τη χοϊκότητα και τον ευθύβολο χαρακτήρα των ποιημάτων του:
«Ξημέρωσε. Αθέατος βασιλικός μυρίζει/ αλλά η μέρα δίβουλη γεμάτη έγνοιες./ Προτού με γονατίσει/ καλωσορίζω εδώ το φως/ ανοίγοντας χαραματιά στη μνήμη./ Που θα μου φέγγει κάποτε κι εμένα/ αν αγαπήθηκα ποτέ./ Και σβήνω δίπλα μου τη λάμπα./».