της Κατερίνας Ηλιοπούλου
To “Ίσως φύγεις στο εξωτερικό” (εκδόσεις Θράκα, 2024) είναι το τρίτο ποιητικό βιβλίο του Νικόλα Κουτσοδόντη. Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του “Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι”, ο τίτλος είναι μια μετέωρη μισοτελειωμένη πρόταση, πιθανώς κομμάτι ενός διαλόγου. Το δεύτερο πρόσωπο που υπονοείται εδώ, αποτελεί και τον πυρήνα της απεύθυνσης και μας προετοιμάζει για ένα βιβλίο-επιστολή, μια επιθυμία διαλόγου με το “εσύ” της πρότασης, που εμπλουτίζεται με ποικίλα παράλληλα νήματα τα οποία διαπλέκονται και συνιστούν τον χαρακτήρα της ποιητικής του Κουτσοδόντη.
Προχωρώ με μια σύντομη περιγραφή της δομής και των θεματικών του βιβλίου. Τα 24 ποιήματα της συλλογής αρθρώνονται σε 4 ενότητες: “Το ταξίδι που θα σε πάω”, “Πλήρης ουρλιαχτών”, “Κτίριο σε μετασεισμική περίοδο”, “Βαλκανικό κρύο”, στις οποίες παρεμβάλλονται 3 ιντερλούδια μοναχικών ποιημάτων, τα “Άρπαξε τη μέρα”, “Με κερδίζεις”, “Σχεδόν δύο χρόνια”.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε σε πρώτο επίπεδο την μη γραμμική αφήγηση μιας ερωτικής ιστορίας μεταξύ δύο αγοριών-αντρών: την παραδείσια ένωση, την τρυφερότητα και τον πόθο, το μοίρασμα τόπων, κειμένων και στιγμών, την αμφιβολία και τον δισταγμό, τον χωρισμό, την αφόρητη απώλεια, την καυτή ερωτική οδύνη, την λαχτάρα που δεν λέει να φύγει.
Γύρω από αυτό το κεντρικό μοτίβο υφαίνονται με το βλέμμα του αφηγητή τα υπόλοιπα στοιχεία που αποτελούν πλέον, μετά και από τα δύο προηγούμενα βιβλία, την ποιητική στόφα του Νικόλα Κουτσοδόντη, το υλικό που χρησιμοποιεί, που παρατηρεί, που μετουσιώνει γλωσσικά: το αστικό τοπίο, βρώμικο, μίζερο, βίαιο, με στιγμές ομορφιάς να το διασχίζουν αξεχώριστα ·τους ανώνυμους ανθρώπους της πόλης που συνοδεύουν συχνά τις περιπλανήσεις του αφηγητή, και τους οποίους παρατηρεί και αναδεικνύει. Τα πρόσωπα αυτά είναι άτομα περιφρονημένα και χωρίς φωνή, πωλητές και πωλήτριες, πλανόδιοι, εργάτες, γέροι και αποσυνάγωγοι, ένα ανθρώπινο μωσαϊκό το οποίο συνήθως προσπερνάμε.
(…) Για τούτο και θέλω να ρωτήσω τη νεαρή υπάλληλο
του ψιλικατζίδικου
εάν ισχύει πως όλα τα θηλυκά
ήρθαν, σαν την ηρωίδα της Βαρντά, από τη θάλασσα
αν είναι εντάξει, μήπως κάποια στιγμή κάπου
τρόμαξε στο δρόμο έχασε το κουράγιο
στην τελική τι σοκολάτα προτιμά
Και να γελά καθώς μου απορρίπτει
μια προς μια τις μάρκες
του φραντσάιζ που δουλεύει. (…)
[Μου αρέσει η θυληκή σου πλευρά], σελ. 37
Ο Κουτσοδόντης ανασύρει ταπεινά γεγονότα στο επίπεδο των αισθήσεών του κι έτσι τα εξυψώνει και τους αποδίδει την αξία τους και αυτό αποτελεί την πολιτική διάσταση της ποίησής του. Ο καλλιτέχνης-ποιητής περιπλανιέται στον ορίζοντα των γεγονότων της μαύρης τρύπας του πραγματικού. Τα γεγονότα είναι αντιφατικά, δυσνόητα, περίπλοκα, κυρίως είναι αφανή μέσα στην καθημερινότητα. Το να ανασύρω το γεγονός στο επίπεδο της αντίληψής μου, σημαίνει να εφεύρω μία γλώσσα που να το περιγράφει. Η ύλη μολύνει την ποίηση αλλά και η ποίηση μολύνει τη γλώσσα. ο ποιητής δεν χάνει τη δυνατότητα της διερώτησης και της αμφιβολίας, ένα είδος βαθιάς ευαισθησίας που δημιουργεί συνενοχή και γειτνίαση με την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις του κόσμου, ακόμα και με το χάος της πολυμορφίας, η οποία εμπεριέχει τη σκέψη του σώματος, τη δρώσα αίσθηση. Εδώ συναντιέται με την τρυφερότητα της Τοκάρτσουκ, “Η τρυφερότητα είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής· υπερβαίνει κατά πολύ τη συγγενή της ενσυναίσθηση ….”
το απόσπασμα από τον λόγο της τελευταίας στην τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ, άλλωστε, είναι το εισαγωγικό κείμενο στο βιβλίο, τρυφερότητα στον τρόπο που πλησιάζει τον κόσμο, που αποτελεί και αυτή μια αρθρωμένη πολιτική θέση.
Στις τρεις τη νύχτα ο Θερμαϊκός
είναι μια λίμνη με δεκάδες τηλεοράσεις αναμμένες
Να βγεις κρυφά να δεις
τη μοναξιά της σκόνης στα κλειστά περίπτερα
μα και τ’ αμάξια που στην Βασιλίσσης Όλγας
μοιάζουν αυτόβουλα
σαν την Κριστίν του Κάρπεντερ.
Αυτό δεν φτάνει να πειστείς πως όλα
περπατούν στο σύμπαν
και πως κι αυτή την ώρα ακόμα υπάρχει
η αρχιτεκτονική των αραχνών
επάνω στα μικρά πευκάκια.
Μα όλα σε διαρκή ταραχή κι ας μην ακούγεται
το ελάχιστο κύμα της μεταμεσονύχτιας τέκνο απ’ το μάρκετ
με τον φοιτητή υπάλληλο παρά μονάχα οι ήχοι
από το πέρασμα μιας ποδηλάτισσας
όπως μαζεύει απ’ τα σκουπίδια γυαλικά
και τα ηλεκτρικά πατίνια των νυχτερινών περαστικών
με μαύρα μαρτιάτικα πλεκτά σκουφιά ηλεκτρισμένα απ’ τα μαλλιά τους. (…)
[Δίχως να το ξέρει- Βόλτα στον Θερμαϊκό] σελ. 13
Το ίδιο, δηλαδή την εξύψωση- αποκάλυψη του ταπεινού, κάνει και με γωνιές, δρόμους, υπόγεια μίζερα διαμερίσματα, λιμάνια και παγκάκια, καφενεία, αλλά και με ταπεινά φυτά, σκυλάκια και τσουκνίδες, αδέσποτα σκυλιά, χωρίς κανένα στοιχείο εξωραϊσμού, ούτε γραφικής αισθητικοποίησης, αλλά με γυμνότητα, ακρίβεια και ευρηματικότητα στον τρόπο που τα περιλαμβάνει στα ποίηματά του.
Το σύμπαν του Κουτσοδόντη είναι ταξικά προσδιορισμένο χωρίς να είναι στρατευμένο, πράγμα αξιοθαύμαστο. Τα υποκείμενα των ποιημάτων, οι δύο νεαροί εραστές είναι φτωχοί, κατατρεγμένοι από το αδιέξοδο της επιβίωσης, ο κόσμος γύρω τους, το παρόν της ελληνικής πόλης είναι απελπιστικά κλειστό, δεν υπάρχει μέλλον, διαφυγή, όραμα. Σε αυτή την δυστοπία αντιπαραβάλλει την τρελή αποκοτιά της αγάπης, του μοιράσματος, της εμπιστοσύνης προς ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα.
(Κλουβί για ένα λουλούδι)
Με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον
δεν μας είναι ορατοί
οι πάσσαλοι που έχουνε μπήξει
στα εσωτερικά χωράφια μας
αυτή τη γη τη χωρισμένη
σε ιδιοκτησίες
Με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον
κρέμονται τα χέρια μας ημερολόγια τοίχου
σε τούτο το παγκάκι της Παραλίας
ενόσω φεύγουνε μπροστά τα σύννεφα
σαν σκύλοι απ’ το λουρί τους
κι όλο φεύγουνε
γίνονται απέραντες λαμέ ανταύγειες
πάνω απ’ τα καράβια του Θερμαϊκού
Μα εμείς λίγο λίγο γνωριζόμαστε
εκεί που δεν υπάρχουνε ποτάμια
κι έχουν υλοτομηθεί όλα τα δέντρα
λίγο λίγο γνωριζόμαστε
με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον
όσο ωθούμαστε ο ένας μες στον άλλο
βαθιά ως να πονέσει.
Λοιπόν, σε αγκαλιάζω
όχι όπως χαλάς στα χέρια σου ένα σταφύλι
σε αγκαλιάζω με την αίσθηση πως μας ανήκει ένα μέλλον
δίχως να το σφίγγω δίχως να το λιώνω
το σταφύλι
μα σου χαρίζω
το πλαστικό τετράγωνο γλαστράκι με την ζέρμπερα
είναι εντάξει κλουβί για ένα λουλούδι.
Είναι ένα κουήρ βιβλίο; Σίγουρα. Πρόκειται για των έρωτα δύο αντρών, ο οποίος εδώ παρουσιάζεται εντελώς φυσικά και απενοχοποιημένα, δύο νέων αντρών που συζούν και δοκιμάζουν μια κοινή ζωή που περιέχει τον σεξουαλικό πόθο, μαζί με το νοιάξιμο και το μοίρασμα. Εδώ δεν τους αντιμάχεται τόσο ο κοινωνικός περίγυρος ως διαφορετικούς (αν και υπάρχουν αναφορές στην εχθρότητα της οικογένειας προς την ομοερωτική σχέση στα δύο κεντρικά ποιήματα του βιβλίου ένα προς την μητέρα κι ένα προς τον πατέρα) αλλά κυρίως η κοινή με άλλους νέους της ηλικίας τους έλλειψη δυνατότητας να ζήσουν και να οραματιστούν ένα κοινό μέλλον μέσα στις αλλεπάλληλες κρίσεις του σύγχρονου μετακαπιταλιστικού κόσμου.
Άλλα νήματα που διαπλέκονται στον καμβά των ποιημάτων είναι η ιστορία και η μικρο- ιστορία, αλλά και αναφορές σε πολλά επώνυμα πρόσωπα, συγγραφείς, φιλοσόφους, καλλιτέχνες, και διακειμενικές αναφορές με την μορφή μότο που συνοδεύουν τα ποιήματα, για την θέση των οποίων θα άξιζε να γίνει μια πιο εκτεταμένη αναφορά. Θα αναφέρω μόνο κάποια ονόματα, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Μιχαήλ Μπαχτίν, Ζαν Ζακ Ρουσώ, Σολ Μπέλλοου, Λεύκιος Ζαφειρίου, Σαμψών Ρακάς, Βύρων Λεοντάρης. Όμηρος μαζί με ονόματα συγγραφέων που εμφανίζονται και στα ποιήματα μέσα από αναφορές στην βιογραφία τους, όπως ο ακτιβιστης αμερικανός πεζογράφος Τζέιμς Ρόμπερτ Μπέικερ, και ο γάλλος καταραμένος ποιητής Ζεράλντ Νεβέ.
Τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο. Η πρωτοπρόσωπη ποίηση αποτελεί ένα πολύ συχνό φαινόμενο στην σύγχρονη ποίηση της εμπειρίας, στην οποία εντάσσεται με τις δικές του ιδιαιτερότητες το βιβλίο του Νικόλα Κουτσοδόντη. Ίσως ποτέ πριν από την διακήρυξη για το θάνατο του υποκειμένου, μέσα στο ρεύμα του μεταπολεμικού μεταμοντέρνου, δεν είχαμε τόσα πολλά υποκείμενα να μιλούν για την υποκειμενικότητά τους! Φαίνεται ότι το απόσπασμα δεν θα σταματούσε να μιλά, επειδή του έλειπε η συγκρότηση και είχαν κλυδωνιστεί οι οικουμενικές ερμηνείες για την εμπειρία του κόσμου.
Αντιθέτως θα στρεφόταν στον εαυτό του κάνοντας τα καθημερινά του δράματα κέντρο και ταυτόχρονα εργαλείο ερμηνείας και νοηματοδότησης του κόσμου και την μερική αλήθεια του παρόντος του, υποκατάστατο της απολεσθείσας ολότητας. Μεγάλο κομμάτι αυτής της ποίησης της εμπειρίας μοιάζει να υποστηρίζει πως η αφετηρία για την ποιητική έκφραση είναι ένα ψυχολογικό εγώ (πολλές φορές ο ίδιος ο κοινωνικά προσδιορισμένος εαυτός του ποιητή-τριας) που μέσω της μαρτυρίας του ατομικού, αντανακλά και διεγείρει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μια συλλογική αίσθηση για τη μνήμη, το θάνατο, τον έρωτα, την παιδική ηλικία, την απώλεια κ.λ.π. Ο κίνδυνος που ενέχει ένα τέτοιο πρόγραμμα που μοιάζει λίγο με συνταγή, είναι ότι η ποίηση που επιμένει ότι πραγματικό αντικείμενό της είναι ο εαυτός, μπορεί εύκολα να μεταμορφωθεί στο πιο αδιέξοδο κατασκεύασμα που είναι ένα δωμάτιο με καθρέφτες, εκεί όπου κάθε προοπτική είναι κίβδηλη. Ένα θερμοκήπιο «αληθινών» εμπειριών όπου αναπόφευκτα θα ευδοκιμήσουν ο συναισθηματισμός, η νοσταλγία και τα κλισέ, η εγωπάθεια και η επιδειξιμανία, καταλήγοντας σε ποίηση που εκφέρεται αλλά και απευθύνεται στον ίδιο άνθρωπο.
Εδώ όμως το ποιητικό υποκείμενο είναι περισσότερο παίκτης παρά κατακτητής και ο κόσμος δεν είναι το παιχνίδι το οποίο είναι δυνατόν να εποπτεύσει από μια προνομιούχα θέση, αλλά ένας από τους παίκτες κι αυτός. Η πρωτοπρόσωπη ποίηση του Νικόλα Κουτσοδόντη προκρίνει το φυσικό, οργανικό εγώ, ως πολύπλευρο ζωντανό άνθρωπο, την αμεσότητα, την αυθεντική ομιλία, την σωματική εμπειρία του κόσμου, το ρυθμό της αναπνοής και την ιδιαιτερότητα της χειρονομίας. Διαφορετικά θα μιλούσαμε για λόγο που είτε θωπεύει τις βεβαιότητες του αναγνώστη κολακεύοντάς τον είτε τον εκβιάζει (συναισθηματικά και πνευματικά), τον θέλει ασάλευτο αποδέκτη και ικανοποιημένο πελάτη καθιστώντας τον ανενεργό. Τα ποιητικά κείμενα όπως αυτό που εξετάζουμε αντιστέκονται στην αφομοίωση και στην τυποποίηση και απαιτούν ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη.
Η πολλαπλότητα των οπτικών, η αναζήτηση του διαπροσωπικού και ιστορικού αλλά και του μη ανθρώπινου στοιχείου, η ισχυρή εικονοποιία και η γλωσσική τόλμη, χωρίς να θυσιάζει την ευαισθησία, ακόμα και το λυρικό στοιχείο είναι η κατεύθυνση που προτείνει η ποιητική εργασία του Νικόλα Κουτσοδόντη.
Ενώ τα ποιήματα περιγράφουν με απόλυτο ρεαλισμό τα σκόρπια επεισόδια ενός έρωτα και τον αναπόφευκτο χωρισμό, ταυτόχρονα ο ίδιος ο ποιητής και αφηγητής διαλογίζεται πάνω στα ζητήματα της ομορφιάς, της απώλειας, του φύλου, της πολιτικής, της τέχνης, των οικογενειακών σχέσεων και πολλά άλλα. Τα ποιήματα αναπτύσσονται σαν ένα περίπλοκο δίκτυο γλωσσικών νημάτων και ιδεών, συναισθημάτων, αναμνήσεων και στοχασμού. Αυτό που συνιστά την ποίηση του Νικόλα Κουτσοδόντη πολυεπίπεδη εκδηλώνεται στη σύγκρουση των οπτικών. Με τις παράλληλες ιστορίες, την διεισδυτική παρατήρηση, τα πολλά διαφορετικά πρόσωπα, εισάγει ένα είδος εκφραστικού ελιγμού που ανοίγει περισσότερους χώρους μέσα στο ποίημα, που μετακινεί τη θέση- στάση του γράφοντος, εισάγει παράλληλα ρεύματα λόγου και επιχειρημάτων. Η ποίηση που ενσωματώνει αυτές τις μετατοπίσεις, ακόμα κι αν έχει ως σημείο εκκίνησης το προσωπικό αφηγηματικό στοιχείο, κλονίζει μάλλον παρά χαϊδεύει τις δεδομένες πεποιθήσεις, τις κρυφές προσδοκίες για επιβεβαίωση της κοινοτοπίας που ορίζει λίγο πολύ το ανθρώπινο είδος.
Η θέση του είναι ενός ενεργού παρατηρητή που βλέπει τα πάντα γύρω του χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα, επιλέγει, δημιουργεί συνδέσμους και αναπόφευκτα δημιουργεί αφηγήσεις, παραμένοντας ανήσυχος και ερωτηματικός. Ο εαυτός μπορεί να διαβρώνεται, να διασχίζεται από την εμπειρία, αλλά μέσα στη γραφή αποκαλύπτεται η αμφισημία όλων των συμβάντων, καθώς φανερώνεται ο λαβύρινθος των συνδέσεων και η απειρία των λεπτομερειών που τα συνθέτουν. Η εσωτερική αναζήτηση που εκφράζεται με τον ποιητικό λόγο αμφισβητεί τα όρια ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο και ακολουθεί μία πορεία διερεύνησης των σχέσεων του εαυτού με τον άλλο, με το σώμα, τον νου, τα όνειρα, την κοινωνική ή φυλετική ταυτότητα, κ.λπ.
Η ποίησή του δεν «εκφράζει» απλώς τα συναισθήματα ή τα γεγονότα της ζωής του γράφοντος, ή και της ιστορικής στιγμής στην οποία τυχαίνει να γράφει, γιατί δεν προϋποθέτει κάτι δεδομένο, αλλά κινείται σε αναζήτηση του νοήματος και το δημιουργεί με υλικό του την γλώσσα. Αναπεριγράφοντας την εμπειρία, μας παρασύρει στο να κατανοήσουμε πως ο εαυτός παραμένει δυναμικό πεδίο, ίλιγγος δυνατοτήτων, πως οι εμπειρίες μου δεν μου «ανήκουν», δεν πιστοποιούνται ως ταυτοτικά γεγονότα, παρά περισσότερο αποτελούν εκφάνσεις μιας συνείδησης σε εγρήγορση που συμμετέχει σε ένα γενικότερο γίγνεσθαι.
Η φόρμα είναι ήδη πολιτική και μέσα στην φόρμα και στον τρόπο εκφοράς του λόγου ενσωματώνονται οι ιδέες. Γι’αυτό είναι σημαντικό να ονομάζουμε, να αποτιμούμε να διαμορφώνουμε νέα κριτήρια και να αναζητάμε τους τρόπους, τα εργαλεία, τα μέσα που μπορούν να επιστρατευτούν για να διαχειριστούμε αποτελεσματικά το ποιητικό υλικό που είναι αναλλοίωτο. Με τη γλώσσα της ποίησης ανακαλύπτουμε διόδους και τρόπους να είμαστε μέσα στον κόσμο, όμως αυτή η ανακάλυψη επαναλαμβάνεται ως δυναμική διαδικασία που μας επιτρέπει να επιμένουμε. Και τι είναι αυτή η επιμονή; Ίσως ένας τρόπος να ζούμε όντας μέρος του γίγνεσθαι, χωρίς να παραχωρούμε άνευ όρων την παρτίδα.
Νικόλας Κουτσοδόντης, “Ίσως φύγεις στο εξωτερικό”, Θράκα