Η Παρή Σπίνου γράφει στην Εφημερίδα των Συντακτών (26.01.2014) για τη βραδιά που οργάνωσε ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ια τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο στο Μέγαρο Μουσικής.
Ο κορυφαίος μινιμαλιστής, που μας έχει παραδώσει γύρω στα εβδομήντα μικρά αριστουργήματα, μίλησε για τη ζωή και το έργο του ανάμεσα σε φίλους και συναδέλφους του – συγγραφείς και… στρατιωτικούς γιατρούς,
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, σαράντα από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων του «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη». Κορυφαίος «μινιμαλιστής» συγγραφέας της μεταπολίτευσης, ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά στη γλώσσα μας τη μικρή φόρμα, έντονα βιωματικός, πάντα ουσιαστικός, ο χαμηλών τόνων Η.Χ.Π., όπως τον αποκαλούν, αποφεύγει τις συνεντεύξεις. Γι’ αυτό και είχε ιδιαίτερο βάρος η παρουσία του -και ο λόγος του ασφαλώς- στο αφιέρωμα, που οργάνωσε την Πέμπτη το βράδυ το Megaron Plus σε συνεργασία με το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης», που διευθύνει ο Γιάννης Μπασκόζος.
Δυο ηθοποιοί που αγαπούν ιδιαίτερα το έργο του, ο Στέλιος Μάινας και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, διάβασαν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από διηγήματά του. «Τον θεωρώ τον πιο τσεχοφικό διηγηματογράφο γιατί καταφέρνει και δίνει με γλαφυρότητα όλα τα χρώματα της ζωής», είπε η τελευταία. Ο Γ. Μπασκόζος μίλησε για τον διακεκριμένο Πυργιώτη συγγραφέα, που ανήκει σε όλη την Ελλάδα. Η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά σκιαγράφησε τα μοναδικά συστατικά των μικρών, λιτών, απέριττων κειμένων του «στο κέντρο των οποίων βρίσκεται κάθε φορά ο ίδιος ο συγγραφέας». Μίλησε για το πώς η ανάμνηση, η παρατήρηση, η συνάντηση, η φαντασίωση γεννούν παλέτα συγκινήσεων, ενώ το φιλοπαίγμον βλέμμα και η σπαραχτική λύπη συνυπάρχουν στα 70 και περισσότερα μικρά αριστουργήματα που έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα.
Η βραδιά άνοιξε με απόσπασμα από την ταινία του Λευτέρη Ξανθόπουλου «Σπίτι δίπλα στη θάλασσα». Ο Η. Παπαδημητρακόπουλος μιλάει για τον Πύργο Ηλείας, ενώ μας ξεναγεί στο κτήμα του στην Πάρο, φορτωμένο με κάθε είδους δέντρα, εκεί όπου ζει τον περισσότερο χρόνο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, μαζί με τη γυναίκα του Νιόβη.
Φίλοι του, ο Τίτος Πατρίκιος, η Ρέα Γαλανάκη, ο Φίλιππος Δρακονταειδής, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, αλλά και πολύς κόσμος από την Πάρο -«μισό βαπόρι έχει έρθει», είπε γελώντας ο αγαπητός διηγηματογράφος- γέμισαν την αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής. Ο ίδιος περιέγραψε πως μεγάλωσε με Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα, με τους Γάλλους και Ρώσους κλασικούς, ενώ αργότερα ανακάλυψε τους Αμερικανούς συγγραφείς. Αναφέρθηκε στο πώς συνδύασε το επάγγελμα του στρατιωτικού γιατρού με το γράψιμο. Δεν έκρυψε την αγάπη του για τη φύση, εξέφρασε όμως τις επιφυλάξεις του για τα «οικολογικά προϊόντα». Σήμερα, στα 84 του χρόνια, έχει συνείδηση του βάρους του έργου του, αλλά υπενθύμισε τα λόγια του ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι: «Από της Ρωσίας τον μεγάλο κορμό εγώ είμαι το μικρότερο κλαδί».
Τα πρώτα βήματα: «Από μικρός μουτζούρωνα χαρτιά, αργότερα έγραφα κείμενα για το θέατρο και τον κινηματογράφο και το 1962, όταν υπηρετούσα στην Καβάλα, οι φίλοι μου που έβγαζαν το περιοδικό «Αργώ» μου ζήτησαν να τους γράψω ένα διήγημα. Ηταν «Οι Φρακασάνες». Τότε υπήρχε νόμος οι στρατιωτικοί να μη δημοσιεύουν χωρίς άδεια της υπηρεσίας για να μην εμπλακούν με την πολιτική, εγώ όμως τον αγνόησα. Μετά η υπηρεσία το αποδέχτηκε λόγω της ιδιορρυθμίας μου, καθώς ήμουν ο μοναδικός στρατιωτικός γιατρός στην Καβάλα. Πολλοί στρατιωτικοί ένιωθαν περήφανοι γιατί μέσα από τα σπλάχνα τους είχε βγει και ένας συγγραφέας. «Ιατροφιλόσοφο» με αποκαλούσαν».
«Ροζαμούνδη»: «Τα άθλια χρόνια στο τέλος του ’40 είχαμε χάσει τα σπίτια και τις περιουσίες μας, δεν μπορούσαμε να σπουδάσουμε. Τότε ένας συμμαθητής μου μού είπε για τη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. «Δεν θα πληρώνουμε, θα έχουμε στολές, σπαθάκια, γκόμενες…». Ηξερε πιάνο και του άρεσε να παίζει τη «Ροζαμούνδη», στο τέλος πάντα χτυπούσε επιδεικτικά το κλαβιέ και έκανε υπόκλιση. Δυστυχώς εκείνος δεν πέρασε στη σχολή». (Η «Ροζαμούνδη» του Η.Χ.Π. κυκλοφόρησε το 1995 από τις τις εκδόσεις «Νεφέλη» και βραβεύτηκε από το λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω».)
«Σκληρά θέματα»: «Μου λένε πως συνυπάρχει η καθημερινότητα με φριχτά θέματα στο ίδιο κείμενο. Είναι ό,τι έχω δει, δεν σκηνοθετώ τίποτα. Παιδί ήμουν και έπαιζα ποδόσφαιρο όταν είδα να σφάζουν 12 αντάρτες στη σειρά. Ο 13ος τη γλίτωσε γιατί έσπασε το μαχαίρι. Με ρωτάνε επίσης γιατί πολλοί πεθαίνουν στο τέλος των ιστοριών μου. Είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα. Εχω χάσει πολλούς συγγενείς, φίλους, δικούς μου ανθρώπους και στα διηγήματά μου μπορώ να συνομιλώ μαζί τους».
Μυθιστόρημα: «Δεν είμαι ικανός να γράψω μυθιστόρημα. Ευτυχώς δεν υπέκυψα στις πιέσεις φίλων οι οποίοι από νωρίς μου έλεγαν ότι ήταν καιρός να το κάνω. Είχα συνείδηση του τι μπορώ και του τι δεν μπορώ να γράψω. Ούτε ποίηση μπορώ να γράψω. Οι ποιητές όμως είναι δάσκαλοι, σε μαθαίνουν να γράφεις αποφεύγοντας την πολυλογία και τα περιττά».
Κινηματογράφος: «Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος, ενώ με γοητεύει η κινηματογραφική αφήγηση στο βιβλίο. Εξάλλου ολόκληρη η νεοελληνική λογοτεχνία στηρίζεται στην περιγραφή, δηλαδή στην εικόνα».
Η πρώτη μου αναγνώστρια: «Η σύζυγός μου η Νιόβη με έκανε να ξεπεράσω τις προκαταλήψεις μου για τα ζώα. Τα μάζευε στο κτήμα στην Πάρο, τα τάιζε, με έκανε να τα αγαπήσω. Η ίδια ήταν πάντα η πρώτη αναγνώστρια των διηγημάτων μου. Οταν γράφω κάτι σπαραξικάρδιο και την ακούω μέσα στο δωμάτιο να κλαίει, τότε καταλαβαίνω ότι έχω γράψει κάτι καλό».