της Άννας Λυδάκη (*)
Ένα βράδυ, το 1997, ο Μανούσος Μανουσάκης είχε νυχτερινό γύρισμα στα Άνω Λιόσια για τη σειρά Ψίθυροι καρδιάς, στην οποία συμμετείχαν και πολλοί Τσιγγάνοι ως κομπάρσοι. Το συνεργείο ήταν έτοιμο και τους περίμενε για να αρχίσει το γύρισμα. Η ώρα περνούσε, είχε πάει 9.00, και δεν φαινόταν κανένας. Απορημένος ο Μανουσάκης ρωτάει: «Τι συμβαίνει; Πρέπει να αρχίσουμε». Ένας παρευρισκόμενος Τσιγγάνος του απάντησε: «Δεν θα έρθει κανένας τώρα. Βλέπουν τη σειρά. Μόλις τελειώσει θα έρθουν».
Αυτή δεν είναι απλώς μια χαριτωμένη ιστορία. Φανερώνει επιπλέον ότι οι Τσιγγάνοι αναγνώριζαν εαυτούς και τον τρόπο ζωής τους μέσα στα επεισόδια της ιστορίας και αυτό, ανάμεσα στα άλλα, αποτελεί μια ένδειξη της μελέτης και της επιτόπιας έρευνας που είχε προηγηθεί.
Ο Μανουσάκης πάντα διάβαζε πολύ και μελετούσε πριν αρχίσει οτιδήποτε και μπορώ να αναφέρω μερικά από αυτά που ξέρω «από πρώτο χέρι»: Όταν σχεδίαζε τα γυρίσματα της σειράς Μη μου λες αντίο μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στην Κομοτηνή, όπου πήγαινε για να γνωρίσει από κοντά πρόσωπα και πράγματα. Ήξερε ότι είχα μελετήσει τη ζωή των Πομάκων και ήθελε τη γνώμη ενός κοινωνιολόγου για τα ζητήματα των Μουσουλμάνων της Θράκης. Τη βδομάδα που μείναμε εκεί διαπίστωσα με πόση ευγένεια, προσήνεια και αγάπη πλησίαζε τους ανθρώπους και εκείνοι το ένιωθαν και ανταποκρίνονταν, όπως είχε συμβεί με τους Τσιγγάνους που τον αγάπησαν πολύ.
Για τη σειρά με έργα Ελλήνων διηγηματογράφων, πέρα από αυτά που είχε διαβάσει ήδη, ο Μανούσος ενημερωνόταν ασταμάτητα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή σκοπεύοντας με νέα έργα να συνεχίσει σε επόμενα επεισόδια. Όταν ετοίμαζε το Κόκκινο ποτάμι μου ζήτησε να του συστήσω επιστήμονα ιστορικό ειδικευμένο στα θέματα των Ποντίων για να τον συμβουλεύεται…
Ο Μανούσος, που «έφυγε» ξαφνικά από κοντά μας προκαλώντας θλίψη σε γνωστούς και αγνώστους σε φίλους και συνεργάτες, ξέρουμε ότι είχε εξαιρετικές κινηματογραφικές σπουδές, ταινίες που διακρίθηκαν σε φεστιβάλ του εξωτερικού, ταινία που απαγορεύτηκε από τη χούντα… Ίσως, όμως, οι περισσότεροι από εκείνους που παρακολουθούσαν τις επιτυχημένες σειρές του να μη φαντάζονταν τη σκληρή προετοιμασία που προηγούνταν κάθε δουλειάς του.
Ο Μανούσος, ο σκηνοθέτης που το όνομά του αποτελούσε εγγύηση για την επιτυχία μιας τηλεοπτικής σειράς, δεν έκανε τίποτα απαίδευτα. Σειρές όπως Τμήμα ηθών, Ψίθυροι καρδιάς (το ρεκόρ τηλεθέασης που έγινε τότε δεν έχει ξεπεραστεί), Άγγιγμα ψυχής, Η αγάπη ήρθε από μακριά, Μη μου λες αντίο και πολλές άλλες (πρόσφατα το Δίχτυ), είχαν επιτυχία γιατί, πέρα από το ταλέντο και τις γνώσεις, ο Μανούσος μελετούσε και δούλευε σκληρά‧ γι’ αυτό κατόρθωσε να είναι ποιοτικός και εμπορικός ταυτόχρονα.
Όμως πιστεύω ότι, αν ο Μανούσος Μανουσάκης δεν ήταν καταξιωμένος σκηνοθέτης, σίγουρα θα ήταν ένας εξαιρετικός κοινωνικός επιστήμονας και, οπωσδήποτε, θα ήταν ανάμεσα σε εκείνους που ασπάζονται τη δημόσια επιστήμη και θεωρούν ότι η γνώση δεν πρέπει να μένει ανάμεσα στους ειδήμονες, αλλά με απλά λόγια να φθάνει στο ευρύ κοινό.
Μέσα από τις σειρές του φαίνεται ο κοινωνικά ευαισθητοποιημένος Μανουσάκης, ο πολίτης Μανουσάκης που ενδιαφέρεται για τα κοινά. Στα έργα του αίρονται τα στερεότυπα που συνήθως συνοδεύονται από προκαταλήψεις, οι οποίες δημιουργούν μια συγκεκριμένη στάση και μας προδιαθέτουν για μια αρνητική συμπεριφορά απέναντι σε κάποιες κατηγορίες ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ανθρώπινο χαρακτηριστικό αποτελεί και η τάση εύρεσης ενός αποδιοπομπαίου τράγου που θα του φορτώσουμε τα δικά μας ανομήματα για να αισθανθούμε εμείς καλύτεροι. Συνέπεια αυτών των γνωστικών μας λειτουργιών είναι εύκολα να ετικετοποιούμε συχνά τον Τσιγγάνο ως παραβατικό, τον μετανάστη ως κακοποιό, τον Μουσουλμάνο ως Τούρκο και ίσως δυνάμει εχθρό…
Ο Μανουσάκης με τις σειρές του κατήγγειλε εμμέσως, πλην σαφώς, τον ρατσισμό. Και αυτό πιστεύω ότι είναι μια σημαντική πλευρά του έργου του. Με τις σειρές του έφερε τον Τσιγγάνο, τον Μουσουλμάνο, τον οικονομικό μετανάστη στο σπίτι μας. Μας έδειξε την ανθρώπινη πλευρά τους και θέλοντας και μη μας έβαλε να αναθεωρήσουμε τις προκαταλήψεις μας γιατί στα έργα αυτά είδαμε τα πρόσωπα, πέρα και πίσω από τα στερεότυπα. Τα πρόσωπα που πονούν, θλίβονται, χαίρονται, αγαπούν, κλαίνε, γελούν… όπως κάθε άνθρωπος. Ο Μανουσάκης έγινε το διάμεσο για να ακουστεί η δική τους φωνή που συνήθως δεν έχει τρόπο, δεν έχει βήμα‧ μας έδειξε ότι πίσω από τις ετικέτες και τους χαρακτηρισμούς, ο βαθύτερος ανθρώπινος πυρήνας είναι κοινός, όμοιος σε όλους μας και, παρουσιάζοντας διαφορετικές πολιτισμικές αξίες, είναι σαν να μας άνοιξε παράθυρα σε κόσμους διαφορετικούς μεν, αλλά πάντα ανθρώπινους και άξιους σεβασμού και αναγνώρισης.
Επίσης, στην ταινία Ουζερί Τσιτσάνης, πίσω από την ερωτική ιστορία, αναδύεται η μισαλλοδοξία, το μίσος για εκείνον που πιστεύει διαφορετικά πράγματα από εμάς και γίνεται το εξιλαστήριο θύμα, του οποίου βέβαια η επιλογή δεν είναι ποτέ τυχαία: Είναι σχεδόν πάντα, ο διαφορετικός, εκείνος τον οποίο θα εκμεταλλευτούμε ποικιλοτρόπως. Τα παραπάνω θεωρώ ότι αποτελούν σημαντικές πλευρές του έργου του, εκτός από την καλλιτεχνική τους αξία.
Ο Μανούσος Μανουσάκης, ο «ποιοτικά εμπορικός σκηνοθέτης» ήταν και ένας σπουδαίος άνθρωπος. Είχα την τύχη το 1997-1998 να τον γνωρίσω και να γίνουμε στενοί φίλοι με εκείνον και τη Μαρία, το alter ego του, τον φύλακα-άγγελο του, τη για πάνω από 50 χρόνια σύντροφό του. Η Μαρία με σπουδές κοινωνικής ανθρωπολογίας ήταν πάντα πολύτιμη βοηθός και σύμβουλος στο έργο του. Άνθρωποι ευαίσθητοι και οι δύο, σπάνιας ευγένειας και καλοσύνης με βαθιά αγάπη και στοργή μεταξύ τους και προς τα παιδιά τους, την εικαστικό Κλεώνη και τον μουσικό Μανώλη, και τα εγγόνια τους.
Ο Μανούσος αγαπούσε τη γη και καλλιεργούσε ελιές στη Σελασία και χαιρόταν πάντα όταν φιλοξενούσε εκεί φίλους, όπως και όταν τους δεχόταν στο Πόρτο Ράφτη και στο Χιλιομόδι. Ήταν ένας δημιουργός αλλά και ένας άνθρωπος φιλόξενος και γενναιόδωρος, που «έφυγε» αφήνοντας ένα σπουδαίο έργο για όλους και ένα απέραντο κενό σε εκείνους που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν.
(*) Η Άννα Λυδάκηε είναι καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο