της Όλγας Σελλά
Όταν πρόκειται να δούμε ένα καινούργιο έργο, μια πρώτη εντύπωση, μια πρώτη εικόνα είναι, ασφαλώς, τα δελτία Τύπου που φτάνουν. Αυτά δημιουργούν μια πρώτη εικόνα, ίσως και προσδοκία. Στην προκειμένη περίπτωση, στην παράσταση «Ο χορός των εραστών», του πολύ γνωστού μας, πια, σκηνοθέτη Τιάγκο Ροντρίγκες, ξέραμε ότι είχαμε να κάνουμε μ’ έναν σκηνοθέτη που φωτίζει τη λεπτομέρεια και χειρίζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία τις «μικρές» στιγμές. Ξέραμε ότι θα είχαμε στη σκηνή δύο ηθοποιούς που μπορούν να αποδώσουν στο πολλαπλάσιο το συναίσθημα και την τρυφερότητα (Νίκος Καραθάνος και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) –και το έκαναν. Δεν ξέραμε βέβαια το κείμενο. Και δεν ξέραμε πώς θα διαχειριζόταν σκηνικά το κείμενό του, το πρώτο του θεατρικό κείμενο, ο Πορτογάλος σκηνοθέτης και διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν. Ε, λοιπόν το σκηνικό αποτέλεσμα υπερέβη τις όποιες προσδοκίες.
Σχεδόν άδεια η Μικρή Σκηνή της Στέγης και στρωμένη με μαλακό κοκκινωπό χώμα. Και μόνο ένα τραπέζι με δυο καρέκλες στην άκρη της σκηνής. Και εμφανίζονται οι δύο ηθοποιοί, ένα ζευγάρι. Που μιλάει ταυτόχρονα, λέει τα ίδια λόγια, αλλά σε άλλο πρόσωπο: «ξύπνησε και με ρώτησε αν την ακούω /ξύπνησα και τον ρώτησα αν με ακούει», «η φωνή της χανόταν/ η φωνή μου χανόταν», «χρειάστηκε βοήθεια για να φορέσει το παντελόνι της / χρειάστηκα βοήθεια για να φορέσω το παντελόνι μου»… Ένα ζευγάρι σε μια κρίσιμη στιγμή.. Λίγο πριν φτάσει το ασθενοφόρο. Λίγο μετά από ένα χαλαρό βράδυ που έβλεπαν στον καναπέ, «χωμένοι στο πάπλωμα», μια ταινία του Αλ Πατσίνο, το «Scarface». Λίγο πριν από ένα τέλος. Όχι της ταινίας.
Έτσι ξεκινάει το έργο του Τιάγκο Ροντρίγκες. Με μια κατάσταση στην οποία δύο άνθρωποι μοιράζονται το άγχος, το φόβο, την έγνοια, την αγωνία, την ψυχραιμία, κι έναν τρυφερό πανικό (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο) μπροστά σε μια κατάσταση που δεν μπορούν να ελέγξουν, που αλλάζει τα πάντα, που δημιουργεί τέλος και αρχή. Και στην επόμενη ώρα –όσο διαρκεί η παράσταση- αυτοί οι δύο άνθρωποι που έχουν μάθει να βαδίζουν μαζί, ξανασυναντιούνται μέσα από την «απουσία (που) είναι τόσο παρούσα». Αναζητούν το χρόνο που δεν έχουν, ξαναβρίσκουν τον τρόπο να κερδίζουν τον χαμένο χρόνο, τις στιγμές που έζησαν, το τέλος της ταινίας που δεν είδαν, τη συνέχεια, που τελικά ανακαλύπτουν εκεί που δεν φαντάζονταν… Και σιγά σιγά αυτό το ταξίδι που ξεκίνησε με δύο και συνεχίζεται με έναν, που έχει όμως συντροφιά την κοινή διαδρομή και τις αναμνήσεις, μετατρέπεται σ’ έναν ύμνο στη συμπόρευση, στον έρωτα, στη συνέχεια, στον πόνο, στη θλίψη, την απελπισία, τη χαρά, το χιούμορ, το γλυκό τίποτα της καθημερινότητας, στον κύκλο της ζωής τελικά. Και στον κύκλο του θεάτρου και στον κύκλο της φύσης, γιατί όλα υπάρχουν σ’ αυτό το κείμενο. Ισχυρά ή υπαινικτικά.
Αφού αυτό το πρώτο θεατρικό του έργο, το πιο αυτοβιογραφικό, ο Τιάγκο Ροντρίγκες ξεκίνησε να το γράφει το 2006. Το ολοκλήρωσε το 2020, γράφοντας ένα νέο κεφάλαιο και αναζητώντας, μέσω της γραφής, και ο ίδιος τη συνέχεια: «Επανεξετάζοντας τους χαρακτήρες μου και το τι έχουν ζήσει, είναι σα να επανεξετάζω την πορεία του θεάτρου μου από τότε που ξεκίνησα να γράφω. Οι χαρακτήρες θα είναι ακόμα ερωτευμένοι; Ο νέος άντρας που ήμουν τότε, που τόλμησε να γράψει αυτό το έργο, θα έχει την ίδια ανάγκη να κάνει θέατρο; Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος να ακούσω την απάντηση, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω την ερώτηση».
Στ’ αλήθεια δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά περισσότερα, γιατί μάλλον δεν περιγράφεται εύκολα αυτή η «στιγμή» της μιας ώρας που χώρεσε δύο ολόκληρες ζωές, που έμεινε μία και ξανάγιναν δύο. Γιατί είναι ένα θέαμα, μια παράσταση, ένα έργο που αγγίζει αλλιώς τον καθένα και την καθεμιά, αλλά κανείς δεν μένει ανέγγιχτος. Και είναι ένας «δημιουργικός», αισιόδοξος και τρυφερός τρόπος να μιλήσει κανείς και για την απώλεια και για την αγάπη. Με τον τρόπο του Τιάγκο Ροντρίγκες. Τον οποίο υποστήριξαν με απέραντα γήινη φυσικότητα ο Νίκος Καραθάνος και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου. Χωρίς πολλές κινήσεις, με τη δύσκολη συνθήκη της ταυτόχρονης ομιλίας, με τις λέξεις, τις ανεπαίσθητες κινήσεις τους, την παρουσία τους.
Η μόνη μου ένσταση είναι ο τίτλος. Μου φάνηκε κάπως προβλέψιμος. Θα περίμενα κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι υπαινικτικό του κειμένου και του πλαισίου του έργου με τον τρόπο του Ροντρίγκες πάντα. Όπως εκείνος ο καλοκαιρινός «Hecuba, not Hecuba». Μια ένσταση που δεν αλλάζει καθόλου την ποιότητα της μετάφρασης, ούτε την ατμόσφαιρα της παράστασης, ούτε τα φώτα που «έλεγαν» πολλά, ούτε τη συγκίνηση που μετέδωσε αυτή η δαντελένια προσέγγιση της απώλειας και η γήινη προσέγγιση της ζωής.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Tiago Rodrigues, Ερμηνεύουν οι: Νίκος Καραθάνος και Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Καλλιτεχνική Συνεργάτρια: Αργυρώ Χιώτη, Σχεδιασμός Φωτισμών: Rui Monteiro, Καλλιτεχνική Βοηθός, Σκηνικά & Κοστούμια: Magda Bizarro, Μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, Βοηθός Σχεδιασμού Σκηνικών & Κοστουμιών: Μαργαρίτα Τζαννέτου , Εκτέλεση Παραγωγής: Ζωή Μουσχή – Ρένα Ανδρεαδάκη, Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος, Stephie Grape.
Παραγωγή για την Ελλάδα: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
Μικρή Σκηνή της Στέγης (Συγγρού 107)
Πέμπτη ως Σάββατο στις 9μ.μ., Κυριακή στις 5μ.μ.
Μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 2025