Η μοδίστρα (χριστουγεννιάτικο διήγημα της Αναστασίας Κάτσικα)

0
30
Spread the love

χριστουγεννιάτικο διήγημα της Αναστασίας Κάτσικα  

 

Τα μαύρα, καμπυλωτά της πόδια, ξεφλουδισμένα σε μερικές μεριές, έχαναν το σχήμα τους μέσα στο σκοτάδι της αποθήκης. Ακουμπούσαν βαριά στο πάτωμα. Βαριά και σταθερά. Είχαν αφήσει τα σημάδια τους  και μπορούσες να φανταστείς που ήταν η θέση της, ακόμα και με κλειστά φώτα. Και με κλειστά μάτια. Μόνο το λουστραρισμένο, ξύλινο καπάκι της γυάλιζε στο λιγοστό φως. Ήταν ασήκωτη κι η μητέρα δυσκολευόταν κι ήθελε βοήθεια για να τη σύρει στο σαλόνι. Συνήθως ήταν κλεισμένη στη σιωπηλή, μικρή αποθήκη του σπιτιού που παλιά την έλεγαν δωμάτιο υπηρεσίας.

Η μητέρα την τραβολογούσε στο σαλόνι πάντα τις παραμονές των Χριστουγέννων. Την έβαζε στο κέντρο, για να έχει χώρο ελεύθερο γύρω-γύρω, έφερνε μια καρέκλα από την κουζίνα και το κουτί με τις κλωστές, τις καρφίτσες και το τσόχινο φακελάκι με τις ψιλές βελόνες που σπάνια έβγαινε από το κουτί αφού η μητέρα ποτέ δεν είχε χρόνο να ράψει ή να επιδιορθώσει τα ρούχα μας. Της άρεσε όμως, τα βράδια, να ξεφυλλίζει τα περιοδικά μόδας, τα φιγουρίνια όπως τα έλεγε, να διαλέγει υφάσματα και σχέδια και να περιμένει την ίδια πάντα μοδίστρα.

Η μοδίστρα ήταν κοντή, μελαχρινή, λίγο μεγαλύτερη από τη μητέρα. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και κάποιες λεπτές ρυτίδες περιτριγύριζαν τα μάτια της και κάποιες πιο βαθιές τα βαμμένα χείλια της. Μπορούσε να μιλάει με τις ώρες και να εξηγεί τα καινούργια σχέδια των ταγιέρ ακόμα και με το στόμα μπουκωμένο με καρφίτσες. Όταν ερχόταν, έραβε για όλους μας, η μητέρα δεν αγόραζε ποτέ ρούχα από τις βιτρίνες, ετοιματζίδικα όπως τα έλεγε, γιατί της φαίνονταν χωρίς γούστο και φινέτσα ραμμένα.

Ο μόνος που δεν υποχωρούσε ήταν ο πατέρας, αφού είχε το δικό του ράφτη, κάπου στο κέντρο ήταν το μαγαζί του κι εκεί έραβε, στο ίδιο πάντα σχέδιο και σε σκούρο χρώμα τα φαρδιά κουστούμια του. Από το ίδιο μαγαζί αγόραζε και γραβάτες που τις διάλεγε ο ίδιος ο ράφτης και άσπρα μαντίλια που τα έκρυβε στις βαθιές τσέπες του παντελονιού του. Όταν όμως ήταν η μοδίστρα ήταν στο σπίτι, του άρεσε να βυθίζεται στην πολυθρόνα του με ανοιχτή την εφημερίδα και να παρακολουθεί αθόρυβα το πηγαινέλα των γυναικών, τα γέλια και τις κουβέντες τους. Δεν πήγαινε ούτε στο καφενείο μόνο ρουφούσε αθόρυβα τον καφέ του, θρυμμάτιζε τον κουραμπιέ του και κάρφωνε τα μάτια του στο πάτωμα εκεί που τα σφιχτά πόδια της μοδίστρας πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Ενώ το πρόσωπό της έμενε ανέκφραστο, το στόμα της γεμάτο καρφίτσες και τα χέρια της ακούραστα έσπρωχναν το ύφασμα, τα πόδια της τυλιγμένα στις μαύρες διάφανες κάλτσες είχαν τη δική τους ζωή.

Όταν μεγάλωσα, κάθε Χριστούγεννα, στεκόμουν κι εγώ όρθιος πίσω από την πολυθρόνα του πατέρα και παρακολουθούσα τα πόδια της μοδίστρας να σπρώχνουν με δύναμη το πετάλι, να κινούνται στο δικό τους ρυθμό κι ένιωθα το λαιμό μου να ξεραίνεται. Μια χρονιά μάλιστα ένας πόντος έφυγε από τις γυαλιστερές της κάλτσες που μεγάλωσε γρήγορα κι ανέβηκε όλο και πιο ψηλά μέχρι που κρύφτηκε κάτω από τη φούστα της. Η μοδίστρα όμως τον είδε και ζήτησε από τη μητέρα ένα μπουκαλάκι με βερνίκι νυχιών. Τον σταμάτησε με μια σταγόνα κόκκινο βερνίκι πολύ πιο πάνω από το γόνατο. Εκείνη τη χρονιά της πρότεινε ο πατέρας να τη γυρίσει σπίτι με το καινούργιο αυτοκίνητό του που το είχε παρκάρει κάτω από τις νεραντζιές του δρόμου. Εκείνος άργησε να γυρίσει κι εγώ άναψα το πρώτο μου τσιγάρο στο μπαλκόνι.

Κάθε Χριστούγεννα, ακόμα και τώρα που μένω στο δικό μου σπίτι και νιώθω δίπλα μου την ανάσα της κοιμισμένης γυναίκας μου κι αν στήσω αυτί θα ακούσω τα μουρμουρητά του νεογέννητου γιου μου, θυμάμαι εκείνο τον πόντο να ανεβαίνει και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σηκώνομαι αργά, προχωράω αθόρυβα προς το σαλόνι, κοιτάζω για λίγο τα φώτα του χριστουγεννιάτικου δέντρου που αναβοσβήνουν κι ανοίγω το παράθυρο. Νιώθω τον κρύο αέρα στο πρόσωπό μου που το σηκώνω ψηλά και βλέπω χιλιάδες πόντους να διασταυρώνονται στον ουρανό. Ξεκουμπώνω δυο-τρία κουμπιά απ’ τη μπιζάμα μου, ανασαίνω βαθιά κι ανάβω τσιγάρο.

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΣιχαίνομαι τα Χριστούγεννα! (διήγημα του Αχιλλέα ΙΙΙ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ