Μια βραδιά του Οδυσσέα μπορεί και να ‘ναι πλουσιότερη από το ποίημα που αφηγείται τους άθλους του (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

0
858

 

(μια δοκιμή πάνω στο ζήτημα της σχέσης κουλτούρας και υλικότητας)

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

 

Κυκλοφόρησε αυτή την περίοδο στην Αγγλία ένα βιβλίο του Patric Joyce με τίτλο «Remembering Peasants: a personal history of a vanished world», που θα το μεταφράζαμε στα ελληνικά «Ενθυμούμενοι τους χωρικούς: μια προσωπική Ιστορία ενός εξαφανισμένου κόσμου», εκδόσεις Allen Lane (το προσωπικό στοιχείο έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο συγγραφέας προέρχεται από αυτόν τον κόσμο).

Το βιβλίο συγκέντρωσε την προσοχή των κριτικών και προβλήθηκε αρκετά στις σελίδες ειδικών περιοδικών. Το έργο αυτό, παρά το ότι επικαλείται την επιστήμη, κατά βάση συντονίζεται με τη γοητεία που έχει σταθερά στους τελευταίους αιώνες των διαρκών και ραγδαίων αλλαγών (από τον 19ο και μετά) η έννοια του «χαμένου κόσμου»: από την επίκληση του συμβολισμού της μυθικής, χαμένης Ατλαντίδας, στην αναπόληση προηγούμενων τρόπων ζωής, στην εξαφάνιση φυλών, εθνών, γλωσσών, αλλά και ειδών του ζωίκού και φυτικού βασιλείου, στην χωρίς επιστροφή μεταβολή της φυσιογνωμίας των πόλεων και των τοπίων, μέχρι την εξαφάνιση της αγροτιάς και του αγροτικού τρόπου παραγωγής.

****

Όπως συμβαίνει συνήθως σ’αυτές τις περιπτώσεις, η μελαγχολία που συνοδεύει την «αίσθηση της μάλλον τελεσίδικης απώλειας», συνοδεύεται από εκ των υστέρων αιτιάσεις για παραλείψεις και αστοχίες που συνδέονται με την «απώλεια», μαζί με την ατμόσφαιρα μιας αιωρούμενης «συγνώμης» από μας τους μεταγενέστερους, παρ’όλο που δεν θα μπορούσαμε εκ των πραγμάτων να έχουμε σχέση με τα γεγονότα την ώρα που εξελισσόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Patric Joyce, ο συγγραφέας του βιβλίου για την εξαφανισμένη αγροτιά, φτάνει να γράψει: «όμοια με τα θύματα του ρατσισμού, οι χωρικοί έπρεπε να λειτουργήσουν με την εικόνα του εαυτού τους, όπως αυτή φτιάχτηκε από άλλους».

Σε ανάλογη ατμόσφαιρα παρελθοντολογιών και απολογιών για παλιές παραλείψεις προκατόχων που είχαν τότε την πρωτοβουλία, Πάπας του 20ου αιώνα ζήτησε δημόσια συγνώμην για τη Σταυροφορία του 13ου αιώνα που κατέληξε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης για λογαριασμό των Δυτικών και πρακτικά διέλυσε την βυζαντινή αυτοκρατορία. Σε παρόμοιο κλίμα- αν και ενίοτε τέτοια εγχειρήματα συνδυάζονται με σοβαρές επιστημονικές έρευνες για τα τοτινά, και αυτό αναμφισβήτητα συνεισφέρει στην αυτοσυνειδησία της ανθρωπότητας- κινούνται οι απανωτές «συγνώμες» για τα δεινά που κάποτε προκάλεσε η Αποικιοκρατία σε λαούς κυρίως της Αφρικής, λιγότερο της Ασίας, και σχεδόν καθόλου της Μέσης Ανατολής.

Συχνά, τέτοιες ιστορικές αναδιφήσεις είναι μετέωρες και ρηχές, ιδίως όταν είναι αποκομμένες από τον σημερινό ιστορικό χρόνο. Ποια είναι, για παράδειγμα, η σημασία της συγνώμης για τον τρόπο που έδρασε η αποικιοκρατία τον 19ο αιώνα στην Αφρική (συνδέοντας μάλιστα την όποια συγνώμη με την καταστροφή των αγαλμάτων των παλιών αποικιοκρατών, μαζί με ό,τι άλλο τους θυμίζει, εξαλείφοντας έτσι την βαρειά ιστορική μνήμη και μηδενίζοντας τον χρόνο- κι αυτή η εξάλειψη δεν είναι βέβαιο υπέρ ποίου λειτουργεί, αν αυτό είναι το θέμα), όταν οι σημερινοί απόγονοι εκείνων των δυνάμεων συνεχίζουν, με άλλον, σύγχρονο τρόπο- συγγενή πάντως του παλιού, να καταδυναστεύουν την Αφρική;

Το μετέωρο και το ρηχό των προσεγγίσεων, με κύριο χαρακτηριστικό την αποκοπή από την οργανική συνέχεια μα και την υλικότητα των πραγμάτων, έχει τις επιπτώσεις του. Το ότι έτσι τα κοιτάσματα των εμπειριών της ανθρωπότητας μετατρέπονται σε υπόβαθρο για «παιχνίδια του μυαλού», κάτι σαν υλικό για video games που παριστάνουν ότι έχουν «σάρκα και οστά», τα καθιστά όλο και περισσότερο πρόσφορο έδαφος για «πεδία θυελλωδών δραμάτων» (όσο πιό αποκομμένο, τόσο πιο πολύ προσφέρεται στη θύελλα των παθών) με πολύ αδύναμη σχέση με την πραγματική πραγματικότητα τόσο της τοπικής όσο και της παγκοσμιοποιημένης συνολικής κοινωνίας των ανθρώπων, και με πολύ θολό διακύβευμα ως προς την κατεύθυνση που μπορεί να πάρει η αντιμετώπιση των κρίσιμων σημερινών αναγκών της κοινωνίας.

Η αποκοπή από την οργανική ουσία των πραγμάτων δεν αφορά μόνο τη διαχείριση της Ιστορίας, μα πρακτικά όλα τα πεδία των δραστηριοτήτων των ανθρώπων, της Τέχνης συμπεριλαμβανόμενης: από τη μουσική της Eurovision, το Θέατρο που μοιάζει με «θέατρο» μα δεν είναι, τα μυθιστορήματα που πρωταγωνιστούν σκιές χωρίς υλική υπόσταση, χωρίς επάγγελμα ή σπίτι που να επηρεάζει την πλοκή, ως τα μυθιστορήματα που δηλωμένα εξελίσσονται ως video games, όπως το πολύ γνωστό στην Αμερική «Snow Crash» του Νηλ Στήβενσον, που αποτελεί τη βάση αναφοράς του δημοφιλέστατου παιχνιδιού του Διαδικτύου «Δεύτερη Ζωή». Σε αυτές τις συνθήκες, παρά τις ευάριθμες νησίδες που ακόμα λειτουργούν αλλιώς, ο δρόμος, ή μάλλον η λεωφόρος προς την απόλυτη βασιλεία της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι διάπλατα ανοιχτός. Και βεβαίως η Τεχνητή Νοημοσύνη- με τα καλά της και τα κακά της- δεν είναι κάποιος ανεξάρτητος αυτοσκοπός, ή κάτι που κατά σύμπτωση «έπεσε από τον ουρανό», μα το εργαλείο μιας συνολικότερης βασιλείας μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων.

Φυσικά, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι «ήλθε το τέλος του Κόσμου». Οι μεταβολές των συνθηκών ύπαρξης κάθε άλλο παρά καινοφανείς είναι ως διαδικασία, και οπωσδήποτε δεν αφορούν μόνο την εποχή μας, ίσα ίσα συνιστούν πάγιο χαρακτηριστικό της Ιστορίας της Ανθρωπότητας. Το ζήτημα είναι ότι κάθε φορά που συμβαίνουν είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε τη φύση τους και τις επιπτώσεις τους, ώστε να μπορέσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας να επεμβούμε σ’αυτές τις εξελίξεις, να μην είμαστε μόνο οι παθητικοί αποδέκτες τους.

Τί ακριβώς συμβαίνει λοιπόν;

****

Ας επιχειρήσουμε να ξεκινήσουμε με τη θεμελιώδη αιτία της κυριαρχίας αυτών των φαινομένων που συνυφαίνονται με την αποκοπή από την περιρρέουσα υλική πραγματικότητα. Το θεμελιώδες συνδέεται σε όλες τις φάσεις της Ιστορίας της ανθρωπότητας με την παραγωγή, τον τρόπο της παραγωγής. Συνειρμικά, η χρηματιστηριακή οικονομία, με όλο το σύνολο των προίόντων της, όπως είναι οι μετοχές, τα ομόλογα, τα παράγωγα, και τα σχετικά, είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό ως η κύρια τάση παραγωγής πλεονάσματος στις δυτικές κοινωνίες του καιρού μας, και συμβαίνει ως προσομοίωση να έχει μεγάλες αναλογίες με τα αποκομμένα φαινόμενα που προαναφέραμε.

Με τα λόγια του αγγλοσάξονα διανοούμενου Terry Eagleton, από το βιβλίο του «Υλισμός», εκδόσεις Θύραθεν/ Yale University Press, 2020: «…Δεν είναι δύσκολο να δούμε πόσο καλά συγχρωτίζεται με τη φύση της μεταβιομηχανικής οικονομίας- μ’έναν κόσμο στον οποίο η εργασία και το κεφάλαιο έχουν αποϋλοποιηθεί μετατρεπόμενα σε σημεία, ροές και κώδικες. Τα κοινωνικά φαινόμενα είναι σε κίνηση, πολλαπλά και διαρκώς μεταβλητά, ενώ οι εικόνες, τα ομοιώματα και οι εικονικές πραγματικότητες κυριαρχούν πάνω σε οτιδήποτε χονδρικά απλουστευμένο όπως τα υλικά αντικείμενα”. Και ο συγγραφέας συνεχίζει: “Σε αυτό το απείρως ρευστό, πλαστικό περιβάλλον, και μόνο η ανυποταξία της ύλης φαίνεται σαν κάτι το σκανδαλώδες. Μια τέτοια κοινωνία δεν τρέφει μεγάλη αγάπη για το υλικό, καθώς αυτό μπορεί πάντοτε να προβάλλει κάποιον βαθμό αντίστασης στους σκοπούς της”.

Όμως, η ανυποταξία της ύλης, μαζί με τους βαθμούς (συχνά απρόβλεπτης, γι’αυτό ακόμα πιο ενδιαφέρουσας) ελευθερίας που προσδίδει στη λειτουργία του συστήματος- που αλλιώς ενδέχεται να το υφιστάμεθα ως μονότροπο, και γι’αυτό ολοκληρωτικό-, επί της ουσίας προάγει τον σεβασμό του άλλου και του συνόλου του κόσμου, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο στην εποχή μας ναρκισσισμό που, όπου κι αν κοιτάξει, δεν βλέπει τίποτα άλλο παρά μόνο αντανακλάσεις του εαυτού του. Με αυτή την έννοια, η επίγνωση της ανυποταξίας της ύλης προάγει τον ρεαλισμό.

Και βεβαίως, εδώ έχει σημασία να τονίσουμε ότι η έννοια της «μετα-βιομηχανικής κοινωνίας» που εκφέρεται με έπαρση στις λεγόμενες προηγμένες χώρες- κάτι σαν να έχουμε προχωρήσει στην επόμενη φάση της ανθρωπότητας, έχοντας αφήσει πίσω τη «βρωμιά», τη «μόλυνση» και την ένταση της «άκαμπτης εργασίας» της βιομηχανίας- δεν έχει σχέση με τη συνολική πραγματικότητα, αφού η ανθρωπότητα (και πρώτα απ’όλους ο δυτικός κόσμος) έχει απόλυτη ανάγκη τη βιομηχανία, μόνο που εδώ και αρκετές δεκαετίες την έχει μεταφέρει σε τρίτες χώρες. Ενώ μάλιστα αυτή η μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής αλλού, φάνηκε ότι εξαϋλώνει την εργατική τάξη και τις διεκδικήσεις της, και μαζί μ’αυτή τη δομή και τη λειτουργία των κοινωνιών στη βάση του κεϋνσιανού μοντέλου και της διευρυμένης, μαζικής δημοκρατίας, τα ζητήματα στις μέρες μας έχουν αλλάξει μορφή με τον πολλαπλασιασμό της ισχύος των συγκροτημένων τρίτων χωρών, κυρίως της Ασίας, που έχουν στο έδαφός τους τη βιομηχανική παραγωγή.

****

Να συμπληρώσουμε τα παραπάνω: η παραγωγή είναι θεμελιωδώς κεντρική στον σχηματισμό των χαρακτήρων και του είδους των σχέσεων, μα ασφαλώς δεν είναι ο μόνος παράγοντας. «Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει ο έρωτας» έλεγαν στον Μάη του 68, αναφερόμενοι στην πολυσυνθετότητα της ανθρώπινης κατάστασης.

Επί πλέον, η κριτική αναφορά μας προηγουμένως στα «από-υλοποιημένα» συστήματα ροών, κωδίκων και σημείων, δεν συνεπάγεται κάποια υποτίμηση, πόσο μάλλον μια διάθεση ακύρωσής τους. Πρόκειται οπωσδήποτε για θαυμαστά δημιουργήματα της συλλογικής ανθρώπινης διάνοιας, πολύτιμα για τη λειτουργία των σύγχρονων κοινωνιών, με τη διαφορά ότι όπως όλα τα εργαλεία είναι διπλής όψης και κόψης- αναλόγως από ποιους και για ποιους σκοπούς χρησιμοποιούνται.

****

Το σώμα και οι αισθήσεις σε σχέση με την κυριαρχία των «παιχνιδιών του μυαλού»

Αφού αποκαταστήσαμε μια επαφή με την υλικότητα, ήλθε η ώρα να αξιοποιήσουμε, για τις ανάγκες της διερεύνησής μας, κάποια βασικά της στοιχεία: το σώμα και τις αισθήσεις.

«Δια του σώματος κατασκευάζουμε τη σχέση μας με τον Κόσμο» γράφει ο σύγχρονος ψυχίατρος και φιλόσοφος Umberto Galimberti στο βιβλίο του «Τοπία ψυχής», εκδόσεις Ίταμος, που μετέφρασε από τα ιταλικά η Έφη Καλλιφατίδη. Αν το σώμα κατέχει αυτή την κρίσιμη θέση, πάντως από τις πέντε αισθήσεις, γράφει ο σύγχρονος Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agaben στο βιβλίο του «Γούστο», εκδόσεις Πατάκη, που μετέφρασε από τα ιταλικά η Άντα Κλαμπατσέα, ο δυτικός πολιτισμός αποδίδει προνομιακό καθεστώς στην όραση και στην ακοή, που έχουν σχέση με τη νόηση, τη διάνοια. Οι υπόλοιπες αισθήσεις, δηλαδή η αφή, η όσφρηση και η γεύση έχουν τρεχόντως, αξιολογικά, μια πολύ κατώτερη θέση, σε σχέση με τις δύο προνομιακές. Υπάρχουν μάλιστα επιστημονικές έρευνες που καταδεικνύουν ότι οι τρεις υποτιμημένες αισθήσεις αμβλύνονται δραστικά -ενίοτε μέχρις εξαφανίσεως- στα υπερπροστατευμένα και απολυμασμένα περιβάλλοντα του δυτικού τρόπου ζωής: από τα γραφεία και τα κλιματιζόμενα σπίτια, ως τα σούπερ μάρκετ και αεροδρόμια.

Με δεδομένη βεβαίως την όντως κρίσιμη σημασία της όρασης και της ακοής, που έχουν συνάφεια όπως προείπαμε με το το πνεύμα, τη διάνοια του ατόμου, το ζήτημα είναι ότι οι άλλες αισθήσεις σχετίζονται με τα συν-αισθήματα, και επομένως με τον σχηματισμό μιας ευρύτερης, πολυδιάστατης, πολυδύναμης προσωπικότητας, μα και με τη σύνδεση του εαυτού με τα σύμπαντα των άλλων- δια της αφής, της όσφρησης, και της γεύσης. Όπως επίσης και με τη γέννηση μιας άλλου είδους γνώσης. Στο πολύτιμο βιβλίο «Γούστο» του Agaben, αναδεικνύεται η ιδιαιτερότητα, δηλαδή τα ειδοποιά χαρακτηριστικά μιας «άλλης, έτερης γνώσης» και θεμελιώνεται η αυτονομία της ως προς τη συνοδό διανοητική γνώση (cognitio sensitiva πλάι στη λογική, διαίσθηση πλάι στην έννοια).

Μια προσωπικότητα που συνδυάζει αυτά τα χαρακτηριστικά, τείνει προς την ολοκλήρωση, ενώ η δομική αποκοπή της από ένα από αυτά, συνιστά ένα είδος αναπηρίας, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό στην ποιότητα της ζωής μας, προσωπικής και συλλογικής.

Καθώς μάλιστα οι αισθήσεις δεν λειτουργούν ανεξάρτητα μα συνδυαστικά, στο πεδίο της περιρρέουσας κατάστασης ακόμα και η θεωρούμενη μεγάλη έμφαση στην όραση και την ακοή χάνει τη σημασία της, όταν αυτές δεν αφορούν την πραγματική πραγματικότητα, μα αυτή των video games και των «παιχνιδιών του μυαλού».

****

Μια εγκαθιδρυμένη, πάγια κατάσταση αποκοπής συνιστά, εκ των πραγμάτων, μια κατάσταση εσωτερικής ανισορροπίας, κάτι σαν να καθόμαστε στην ακριανή γωνία της καρέκλας, ή- παραστατικότερα- να προσπαθούμε να λειτουργήσουμε ως αυτοκίνητο που του έχουν βγάλει κάποιες ρόδες. Δεν είναι τυχαίο ότι τα βιβλία  «ψυχικής αυτό-βοήθειας» έχουν κατακλύσει τα βιβλιοπωλεία που έχουν απομείνει, και βεβαίως βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων διά του Διαδικτύου.

Σχετικά μ’αυτό το θέμα, έχει ενδιαφέρον ένα άρθρο του Καθηγητή της Ιατρικής στην Αμερική John Clark, στο περιοδικό «Philosophy Now- a magazine of ideas», Απρίλιος/Μάίος 2024. Σύμφωνα με τον Clark, η ανθρώπινη κοινωνία στον δυτικό κόσμο βρίσκεται στη δίνη του φαινομένου του «hyperintellectualization», όπως ονομάζει τη σχεδόν ολοκληρωτική έμφαση στη λειτουργία του «μυαλού» σε ένα περιβάλλον κατά το δυνατόν αποστειρωμένο από αισθήσεις και συναισθήματα. Σχολιάζουμε εδώ, για να διευκολύνουμε την προσέγγιση, ότι αυτή ήταν η κατάσταση του Φάουστ, στο κλασικό έργο του Γκαίτε, όταν έχοντας φτάσει στα απώτατα ψυχοδιανοητικά όρια της ύπαρξης, έχοντας ζήσει σ’αυτό το μονότροπο κλίμα για μια ολόκληρη ζωή, αποφασίζει να πουλήσει την ψυχή του στον Διάβολο μήπως και προλάβει να ζήσει την «άλλη ζωή» πριν πεθάνει.

Στο ίδιο άρθρο, ο Clark εστιάζεται στην αρχή της Αταραξίας (ή ζεν) που προβάλλεται ως το γιατρικό για τις παθογένειες τύπου Φάουστ, και την οποία αρχή όλο το σύστημα της «ψυχικής αυτό-βοήθειας» προβάλλει ως την υπέρτατη επιδιωκόμενη συνθήκη για τον άνθρωπο στις μέρες μας (μην ξεχνάμε ότι θεμέλιο αυτού του συστήματος είναι το άτομο, ο ατομικισμός, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στο «συν-άλληλο», στην κοινωνία).

Κατά τον  Clark, μολονότι η συγκεκριμένη ιδέα περί «αταραξίας» διαφημίζεται ως μια αναγέννηση της Επικούρειας αρχής περί μιας ηρεμίας μακριά από αρνητικά αισθήματα ή, συνηθέστερα (ό,τι είναι ευκολότερο) της Στωϊκής αρχής περί απελευθέρωσης από κάθε σκέψη για ό,τι ενδέχεται να μας αναστατώσει (προσοχή: απελευθέρωση από τη σκέψη, όχι από το αναστατωτικό γεγονός καθ’εαυτό), στην ουσία της συνιστά μια αδιέξοδη βαρειά παθολογική κατάσταση του νου. Με αυτή την έννοια, ακόμα και η ονομασία «αταραξία» μοιάζει με εύρημα μάρκετινγκ, ενώ στην ουσία θέλουν να πουν «αφασία».

Εχει τη σημασία του ότι ακόμα και την μακρινή εποχή που τέτοιες ιδέες εθεωρούντο φιλοσοφικές (ενώ στη σημερινή λειτουργούν ως ψυχικά παυσίπονα), ένας από τους σημαντικότερους Στωϊκούς του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, ο Σενέκας, αυτοκτόνησε όταν ο μαθητής του, ο αυτοκράτωρ Νέρων, του το ζήτησε. Η απομάκρυνση των δυσάρεστων σκέψεων καθ’εαυτή δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την απομάκρυνση δυσάρεστων εξελίξεων στο πεδίο.

Επιχειρώντας να δώσω μια εναργέστερη εικόνα της σύγχρονης εικόνας της «Αταραξίας» (δηλαδή της «αφασίας»), όπως και των μέσων που προσφέρονται για την επίτευξή της, παραθέτω στη συνέχεια απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2018:

Μυρίστε τον εαυτό σας!

Το πλάνο του δρόμου γεμίζει τη μικρή οθόνη με κακοριζικιά. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είναι πολλά. Κάποια από αυτά έχουν μισοχαλασμένες λαμαρίνες και μπορεί να είναι παρατημένα εκεί για χρόνια. Στις σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων είναι ακουμπισμένα σκουπίδια, σε σακούλες ή χύμα. Γάτες ψάχνουν τις σκισμένες σακούλες, ενώ σαν το ποτάμι που κυλάει πάνω από τις πέτρες μια πυκνή ανθρώπινη ροή περνάει πάνω από τα σκουπίδια. Η λίγδα διαποτίζει ότι έχει σχέση με το μέρος και οι περαστικοί που εισπνέουν τη μυρωδιά της κάνουν γκριμάτσες δυσφορίας ή και απελπισίας.

Η εικόνα παγώνει και πάνω της τυπώνονται τα μηνύματα:

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΤΟΣΟ ΟΣΟ Η ΣΥΣΚΕΥΗ ΣΑΣ ΝΑ ΜΕΤΑΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΟΣΜΗ. ΕΥΤΥΧΩΣ.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΟΝ ΔΕΚΤΗ ΣΑΣ ΔΕΝ ΦΟΡΑΝΕ ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΣ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ.

ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΕΠΙ ΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΚΑΤΑΘΛΙΒΕΣΤΕ ΜΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΑΣ.

ΠΡΟΤΙΜΗΣΤΕ ΜΑΣ!

«Con ditto, con ditto, orgasmo garantito!», σχολίασε πονηρά ο Ιταλός μαγαζάτορας, βέβαιος πως οι άλλοι δεν θα τον καταλάβουν. Ο σύμβουλος κοίταξε το ρολόγι του. Πλήρωσε κι έφυγε για το ξενοδοχείο.

Μήπως, παρ’όλα αυτά, η επίτευξη της Αταραξίας (δηλαδή της Αφασίας) είναι «σωτήρια» στο σύγχρονο περιβάλλον;

Είναι τόσο εμπεδωμένη και γενικευμένη η προτίμηση στα «παιχνίδια του μυαλού» αντί της θέασης (πόσο μάλλον της επέμβασης) της πραγματικής πραγματικότητας στο υλικό πεδίο, που έχει νόημα να επεξεργαστούμε περαιτέρω το σύστημα των συνθηκών διαβίωσης της κοινωνίας σε σχέση με την «αταραξία» διά της αποκοπής.

Μήπως λοιπόν- παρά τις όποιες ενστάσεις και επισημάνσεις- είναι δυνατή, βιώσιμη μια κατάσταση αφασίας στα πλαίσια μιας «προστατευμένης ζωής», έστω με σχετικά χαμηλωμένο τον ποιοτικό δείκτη, έστω με την αποδοχή και υιοθέτηση μιας προσωπικότητας που να απέχει από την «ολοκληρωμένη»;

Μιλάμε βεβαίως για μια επιλογή (ή καταφυγή σε) ενός τρόπου του βίου που να είναι πλησιέστερα στην «επιβίωση» παρά στη «ζωή», στο σκέτο «ζην» παρά στο «ευ ζην». Η ανθρωπότητα, στη διαχρονία της, έχει βιώσει κατά καιρούς τέτοιους τρόπους, στο συλλογικό ή στο προσωπικό επίπεδο, μα όχι ως μια μόνιμη, επ’αόριστον αποδοχή τέτοιων συνθηκών, αλλά ως μια προσωρινή παθητικότητα μέχρι να φανεί κάποια διέξοδος.

****

Στην εποχή μας, και για τις κοινωνίες του λεγόμενου «Δυτικού Κόσμου», όπως βεβαίως και τη δική μας με όλες τις δυσκολίες ένταξής της σε κάποια κατηγορία, η έννοια της «προστατευμένης ζωής» (που συνοδεύεται από ένα άτυπο συμβόλαιο αναφοράς, που περιέχει όλες τις απαραίτητες προσαρμογές για τη συμμετοχή σ’αυτή), έχει πολλά σοβαρά προβλήματα: το αφήγημα είναι κατά κάποιο τρόπο διάτρητο. Αναφέρουμε παρακάτω σχηματικά κάποια από τα προβλήματα στο πεδίο της πραγματικότητας, που καθιστούν ακόμα και το «ζην» αναστατωμένο, ταρακουνημένο και επισφαλές:

-Η τεράστια διάδοση των ναρκωτικών (τόσο των κατευναστικών, ψυχο-προσαρμοστικών, «θεραπευτικών», όσο και των παράνομων «αυτό-καταστροφικών») είναι πλέον σχεδόν κατακλυσμιαία για την κατηγορία των κοινωνιών που εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας. Μάλιστα, η δεύτερη κατηγορία, αυτή των «παράνομων» ναρκωτικών, συνδέεται με μια ένταση της εγκληματικότητας, πέρα από τις επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή από τα «σκοτεινά κέρδη» αυτών των δραστηριοτήτων.

-Η βία -κάθε λογής, από την ενδοοικογενειακή, την αδέσποτη βία των δρόμων, και τις συμμορίες, ως τις δολοφονίες πολιτικών ή άλλων- σε καιρούς ειρήνης έχει γίνει πλέον ενδημική στις πόλεις, και μάλιστα με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Οι καθημερινές ειδήσεις το πιστοποιούν.

-Η μόνιμη πιά πολεμική βία, διάχυτη σε όλο τον πλανήτη- και μάλιστα χωρίς την επίσημη, κανονική κήρυξη πολέμου, που θα δημιουργούσε υποχρεώσεις ως προς την τήρηση διεθνών ανθρωπιστικών πρωτοκόλλων-, δεν έχει ως επίπτωση μόνο την εξοικείωσή μας με επαναλαμβανόμενα στυγερά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας- χωρίς οποιαδήποτε κάθαρση-, μα και την ερήμωση και αποψίλωση ολόκληρων περιοχών – τόσο που να αντιστοιχούν στα τοπία των ταινιών Mad Max-, μα και την τρομακτική επιβάρυνση του περιβάλλοντος (το αναφέρουμε επειδή το θέμα αυτό, καθώς το περιβάλλον είναι πολύ ψηλά στην επίσημη ατζέντα προτεραιοτήτων).

– Η τεράστια πια ένταση των εν δυνάμει μέσων καταστροφής της ανθρωπότητας.

– Η υπερεντατική ρευστότητα των εξελίξεων, συνέπεια της οποίας είναι- όπως ωραία το διατυπώνει ο Zygmund Baumann σε όλα τα βιβλία του- να κοιμάσαι το βράδυ με κάποιες απόλυτες βεβαιότητες, και το πρωϊ να μην ισχύει καμμία απ’αυτές. Απόρροια της μόνιμης πιά υπερ-ρευστότητας, είναι η ενδημική  εγκαθιδρυμένη «ανησυχία» (όπως συμβατικά μεταφράζουμε εδώ τον όρο της ψυχολογίας «anxiety»), ένα αναστατωτικό χαρακτηριστικό της πλειονότητας των ανθρώπων στις δυτικές κοινωνίες.

– Τελευταίο, μα χαρακτηριστικό: με την κυριαρχία του αποκομμένου ή, με μια εναλλακτική ονομασία, του «ανέπαφου» (η με άϋλο τρόπο επικοινωνία αντί της φυσικής επαφής)- εκτός όλων των άλλων- ακόμα και στο πεδίο των συναλλακτικών σχέσεων, η καθημερινότητα γίνεται όλο και πιο δυσανεκτική. Από την οδύσσεια που σε περιμένει μιλώντας με ρομπότ του συστήματος αν χάσεις ή σου κλέψουν την πιστωτική κάρτα, ως τη σχετικά συχνή πιά συνθήκη «να πέσει το σύστημα» και να ακυρωθούν οι πτήσεις οπότε να εμπλακείς σε μια πολύ αβέβαια επικοινωνία- πάλι με ρομπότ- προκειμένου κάποτε να πετάξεις, χωρίς να υπάρχει τρόπος απεύθυνσης για μια αποζημίωση, μέχρι το σχετικά πρόσφατο χρηματιστηριακό «κραχ» που πάρα πολλοί άνθρωποι καταστράφηκαν χωρίς να μπορούν να βρούν κάπου το δίκιο τους, όλα αυτά μαζί με άλλα σχετικά  εισάγουν μια μόνιμη δυσφορία στην καθημερινότητα, μαζί με μια αναγκαστική παθητικότητα μπροστά στις εξελίξεις, συνθήκες που δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη μαζική δημοκρατία των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.

****

Τα σοβαρά προβλήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω συνοπτικά- και ενδεικτικά, μεταξύ πολλών άλλων- δεν αναιρούν το γεγονός ότι η ζωή στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, όπως έχει διαμορφωθεί μετά από αιώνες δράσεων και αντιδράσεων πολύ υψηλής έντασης, και συχνά πολύ υψηλής ποιότητας, έχει τεράστια και ποικίλα πλεονεκτήματα, σε σχέση με τη ζωή σε άλλες περιοχές του κόσμου: από την (ακόμα) «ανοιχτή κοινωνία» μέχρι τις δυνατότητες της ιατρικής, της εκπαίδευσης, του (σχεδόν) εξασφαλισμένου «ζην». Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, πάρα πολλοί άνθρωποι από πολλά σημεία του πλανήτη, κάνουν τα πάντα προκειμένου να μεταναστεύσουν στον λεγόμενο «δυτικό κόσμο».

Όλα αυτά ισχύουν. Μα παράλληλα, είναι πολύ επισφαλή. Και επί πλέον, αν ο όρος συμμετοχής σε μια «προστατευμένη κατάσταση» είναι η «αποκοπή», η αποδοχή μιας «κολοβωμένης» προσωπικότητας- κάτι το πρωτοφανές στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού-, που σημαίνει ότι επιλέγουμε την εκδοχή της επιβίωσης (με ερωτηματικό),αυτό συνεπάγεται ότι επί της ουσίας παραιτούμαστε από κάθε προσπάθεια επέμβασης στη μηχανική της κοινωνίας, ακόμα και για την άρση έστω της επισφάλειας.

Έτσι όμως θα ζήσουμε τη μια και μοναδική ζωή που μας δόθηκε;

****

Ο ρόλος της κουλτούρας

Σε όλη τη διαδρομή της ανθρωπότητας, η κουλτούρα υπήρξε πάντοτε το δυναμό της εξέλιξης, όπως και του πολέμου κατά των αντιξοοτήτων. Παραλείποντας σχοινοτενείς αναλύσεις και ορισμούς, που δεν είναι του παρόντος, προκρίνουμε εδώ την έννοια «κουλτούρα» αντί του «πολιτισμού», καθώς αυτή συνδέεται ευθέως με το «εν δυνάμει», με το «υπό εξέλιξη». Μ’αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι προσβλέπουμε στην κουλτούρα προκειμένου να βγούμε από αυτή την κινδυνώδη, και βεβαίως ανηδονική, λασπουριά.

Η κουλτούρα της Eurovision και των «παιχνιδιών του μυαλού» που μοιάζουν μόνο ως εικόνες με την πραγματικότητα- με μεγάλη γκάμα εφαρμογών: από την πολιτική επιστήμη και τις επιστήμες του ανθρώπου, ως τη λογοτεχνία και το θέατρο-, μα επί της ουσίας είναι αποκομμένα από αυτή, είναι αναπόφευκτο να είναι μαζί μας: διαχρονικά η ανθρωπότητα είχε ανάγκη και την ελαφρότητα, ακόμα και στη χαμηλότερη έκφανσή της, την κουλτούρα της αφασίας. Αυτό που δεν είναι αναπόφευκτο, είναι το να καταστεί αυτή η κουλτούρα ολοκληρωτική, δηλαδή να κυριαρχεί παντού καθιστώντας αδιανόητη οποιαδήποτε εναλλακτική. Μια τέτοια προοπτική, εκτός από το ότι θα ήταν ασφυκτική για τη ζωή, θα αποστερούσε από την κουλτούρα κάθε δυνατότητα συνεπικουρίας στις όποιες προσπάθειές μας να βγούμε από τη λασπουριά.

*****

Πώς μπορεί λοιπόν η κουλτούρα να λειτουργήσει δημιουργικά; Είναι προφανές ότι είναι αδιανόητο ακόμα και να προσπαθήσουμε να δώσουμε στο παρόν κείμενο συνολικές απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Αυτές μπορεί να προκύψουν μόνο από συνθέσεις προσεγγίσεων πολλών και διαφορετικών ανθρώπων με επίγνωση της φύσης των προβλημάτων.

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε για την ώρα, ολοκληρώνοντας την παρούσα δοκιμή, είναι να συμβάλλουμε με κάποιες ιδέες προς συζήτηση, όπως παρακάτω:

^  Να επιχειρήσουμε- κατά της αποκοπής- να επανασυνδέσουμε ουσιαστικά την κουλτούρα με την υλικότητα, επιχειρώντας μια φρέσκια σύνθεση που να έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα.

Μεταξύ άλλων, η παραγωγή (πώς βγάζουμε το ψωμί μας; ποιο είναι το υπόβαθρο της δουλειάς μας; πώς και μέσα από ποια διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής συντηρούνται τρεχόντως, αλλά και με ποιες προοπτικές, οι ανθρώπινες κοινωνίες;) συνιστά μια εδραία διάσταση της υλικής πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο το χτισμένο περιβάλλον στο σύνολό του και στις λεπτομέρειες, όσο και τα επαγγέλματα των ανθρώπων, συνιστούν ένα παντελώς αόρατο και μη επιδραστικό πεδίο για κάθε μορφής Τέχνη στην Ελλάδα. Ένα βιβλίο ή μια ταινία για το πώς γίνονται οι δουλειές στην Ελλάδα (όχι ρηχά καταγγελτικό, μα ανατέμνοντας και εμβαθύνοντας στη σύνθετη πραγματικότητα), θα ήταν ριζικά καινοτόμο ως προς την αντίληψή μας των πραγμάτων- σε μια κοινωνία που ακόμα δεν γνώρισε τους δικούς της Ντίκενς ή Μπαλζάκ.

Να επωφεληθούμε από τη συναναστροφή μας με την περιρρέουσα αδέσποτη υλικότητα. Για παράδειγμα, είδα πρόσφατα ένα παλιό ντοκυμαντέρ για τη ζωή του λαμπρού, εξαιρετικά καλλιεργημένου μουσικού παραγωγού Γιάννη Πετρίδη. Με συγκίνησε ο τρόπος που μιλούσε για το πόσα χρωστάει στα βιώματα της Ομόνοιας, της περιοχής της Αγίας Σοφίας στον Πειραιά, και της Κυψέλης, τα μέρη που έζησε με την οικογένειά του ως παιδί. Κοιτάσματα μεστά εμπειριών, που μπορεί να μείνουν χέρσα ή να καλλιεργηθούν με απροσδόκητα δημιουργικά αποτελέσματα. Εγώ θα πρόσθετα, μεταξύ άλλων, για τον Πετρίδη, ότι κατάφερε να μετατρέψει τη θητεία του στον στρατό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (ό,τι πιο στριμωχτικό, εκ των πραγμάτων) σε μια θαυμάσια προσφορά μύησης των ανήσυχων νέων της εποχής, στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική, κάνοντας μουσικές εκπομπές από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων της Λάρισας!

Ζούμε σε μια χώρα που δεν έχει σοβαρές δομές για τον πολιτισμό, όπως έχουν οι ευρωπαϊκές χώρες, μα έχει τουλάχιστον το πλεονέκτημα να διαθέτει αδέσποτα μη αποστειρωμένα πεδία πρωτογενών βιωμάτων, η αδιαμεσολάβητη (και παράλληλα προσεκτική, μελετημένη) επαφή με τα οποία μπορεί να συμβάλλει στον σχηματισμό μας.

Η ανάδειξη της αδιαμεσολάβητης σχέσης με την υλικότητα (το να ανάβεις φωτιά για να δεις στη διάρκεια της νύχτας, είναι διαφορετικό από το να γυρίζεις τον διακόπτη του ηλεκτρικού για νάχεις φως) δεν συνεπάγεται την εξιδανίκευση του αδιαμεσολάβητου: δεν θα αντικαταστήσουμε μια μονομέρεια με μια άλλη.

Ίσα ίσα, με την ευκαιρία εδώ πρέπει να εξάρουμε τη σημασία του τεχνολογικού πολιτισμού και τη χρησιμότητά του για τον άνθρωπο: «Από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στη Γη, ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την τεχνολογία» γράφει ο ψυχίατρος και φιλόσοφος Gallimberti. Το ζήτημα είναι ότι η τεχνολογία δεν είναι παρά ένα εργαλείο: το πώς θα χρησιμοποιηθεί εναπόκειται κάθε φορά στους ανθρώπους.

Η υλικότητα χάνει τη σημασία της όταν τη διαχειριζόμαστε ως φετίχ: τότε μετατρέπεται σε άλλο ένα «παιχνίδι του μυαλού». Η σκέτη, ωμή υλικότητα χαρακτηρίζεται από μια αντι-πνευματικότητα ανάλογη με αυτή της Eurovision, ή ενδεχομένως και με αυτή του πορνό, όπως θα έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ. Ακόμα και ευγενικοί σκοποί, όπως για παράδειγμα η διατήρηση αντί της κατεδάφισης κατασκευών παλαιότερων εποχών, μπορεί να καταλήξουν σε κακόγουστες παρωδίες αν η ενέργεια αφορά στενά την φετιχοποίηση του «σκελετού» του κτιρίου (δηλαδή των τούβλων, του ξύλου, του κονιάματος), χωρίς μια φρέσκια νοηματοδότηση του αντικειμένου (αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν «κούτσουρο», δηλαδή χωρίς ψυχή).

Το ιδανικό είναι να συνυπάρχει το συμβολικό και το υλικό, και μάλιστα σε μια τέτοια απόσταση ώστε από τη μια να μην είναι υπερβαλλόντως απόμακρα, και από την άλλη να αφήνεται ένας χώρος ώστε και το ένα και το άλλο να μπορούν να αναπνέουν.

Να μπορούμε, κατά το δυνατόν, να κάνουμε τη διάκριση. Υφίσταται γύρω μας, μεταξύ άλλων, ένα είδος «κίβδηλης πνευματικότητας», την οποία ενστερνίζονται, για λόγους ψυχολογικής ανακούφισης,είτε άνθρωποι που έχουν μια υπερπληθώρα υλικών αγαθών, είτε άνθρωποι που έχουν μια μεγάλη έλλειψη τέτοιων αγαθών. Το κίβδηλο εδώ συνίσταται στην επίκληση υποτίθεται αρχαίων ανατολικών δοξασιών του τύπου «η ζωή είναι μια ψευδαίσθηση»- οπότε «όλα είναι ανεκτά, (και υποφερτά), δεν τρέχει τίποτα».

Έχει κι άλλες χρήσεις μια τέτοια προσέγγιση. Όπως γράφει κάπου ο Άγγλος διανοούμενος Terry Eagleton: «Επιφανείς Άγγλοι αποικιοκράτες στην Ινδία κυκλοφορούσαν με ένα βιβλίο του αρχαίου ινδικού πολιτισμού, όπως το «Μπαγκαβάτ Γκιτά», ερμηνεύοντάς το ρηχά, ότι αφού η ζωή είναι μια ψευδαίσθηση, θα μπορούσαν άνετα να δέρνουν τους ντόπιους!»

Το αφήσαμε τελευταίο για να αναδείξουμε κάτι το εξαιρετικά σημαντικό: το συν-άλληλο. Όσο μένουμε μόνοι, τα «παιχνίδια του μυαλού» έχουν εκ των πραγμάτων την πρωτοκαθεδρία. Η κουλτούρα φύεται, ανθίζει, καρποφορεί με τους άλλους. Κι αυτή είναι η καλλίτερη μορφή υλικότητας.

 

Υστερόγραφο

Έχει τη σημασία του, ότι τόσο το Διαδίκτυο, όσο και η Τεχνητή Νοημοσύνη, σημαίες του κατ’εξοχήν άϋλου πολιτισμού, έχουν ζωτική ανάγκη, προκειμένου να λειτουργήσουν, από τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και από τεράστιες κτιριακές εγκαταστάσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα όπου στεγάζονται τα (πολύ υλικά) μηχανήματα υποστήριξής τους.

Το ά-υλο, χέρι- χέρι με το υλικό.

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων» κυκλοφορεί από τον Ιούλιο του 2024, από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΜε τα μάτια και το μυαλό ανοιχτά (της Ελένης Γεωργοστάθη)
Επόμενο άρθροΗ Μαρία Λαϊνά γράφει, ανθολογεί, μεταφράζει (αφιέρωμα, 11/12/24)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ