Της Κωνσταντίας Σωτηρίου(*).
Τη Δοξούλα και τον Κωστάκη τους είχαμε στα χωρίσματα. Λίγο πριν τον πόλεμο, τους είχαμε στα χωρίσματα. Δεν τον ήθελε, δεν ταίριαζαν τα χνώτα τους. Της τον έδωσε η μάνα της με προξενιά, πες με το ζόρι. Η Δοξούλα ορφανή από πατέρα από τα δέκα της, τον δάγκωσε φίνα στο χωράφι και πέθανε. Έτσι απότομα πέθανε. Είχε πάει το ξημέρωμα να ποτίσει τις πορτοκαλιές στο χωράφι, τον δάγκωσε το κακό το φίδι και πέθανε. Είχαν αυτοί ένα μεγάλο περιβόλι με πορτοκαλιές τότε, ωραιότατο, σε ένα υψωματάκι δίπλα από τη θάλασσα. Είχανε και μελίσσια δίπλα να τρυγούνε οι μέλισσες τους ανθούς τις πορτοκαλιές, έκαναν μέλι πορτοκάλι. Τι να πεις. Σπάνιο. Έτσι μέλι. Μόνοι εμείς έτσι μέλι, έλεγε η μάνα της Δοξούλας και καμάρωνε, είναι που το μελίσσι τρώει από τα άνθη του περιβολώνα μας. Σπάνιο μέλι. Από τους ανθούς τώρα της πορτοκαλιάς. Έκανε ωραία πορτοκάλια ο περιβολώνας τους, έκανε και κιτρόμηλα έκανε και φράπες και πηγαίναμε όλες να αγοράσουμε να κάνουμε γλυκό. Και τα πορτοκάλια που τα χτυπούσε η βροχή ή το χαλάζι και δεν τα παίρνανε στην αγορά. Εμείς τα αγοράζαμε, δίναμε πέντε μπακίρες, ένα τίποτα. Και κάναμε ωραία μαρμελάδα πορτοκάλι. Και φράπα γλυκό. Τις συνταγές μας τις έδινε ο πατέρας της Δοξούλας. Μερακλής άνθρωπος. Να ξέρει το είναι του. Να σου πει πώς να βράσεις την φράπα να μην σου κόψει το γλυκό. Να την αφήσεις λίγο να πικρίσει. Αλλιώς δεν είναι φράπα. Η φράπα πικρίζει. Αν δεν είναι να πικρίσει λίγο, δεν είναι φράπα. Μερακλής άνθρωπος. Από όλα ήξερε. Και το περιβόλι του, πολύ το φρόντιζε. Αξημέρωτα πήγαινε να ποτίσει την ώρα που γύριζε κοντά του το νερό. Με την τσάπα, μόνος του, να φροντίσει περιβόλι ολόκληρο. Περπατημένος του χωραφιού. Λεβέντης. Πώς έγινε και πάτησε το φίδι, την πατσαλωτή οχιά, αυτός. Τόσα χρόνια ο άνθρωπος αγρότης. Στα χωράφια μεγαλωμένος τώρα. Πάππου προς πάππου γεωργός. Γύρισε την πάτησε, δεν την είδε. Η ώρα η κακιά. Του φιδιού. Τον βρήκανε το πρωί κοκαλωμένο. Μην κοιτάς τώρα με τα νοσοκομεία. Τότε να σε δαγκώσει η φίνα, τέλειωσε. Τέλος. Η μάνα της Δοξούλας έσκουζε. Την κακιά την ώρα. Την ώρα του φιδιού. Το μελίσσι. Το μέλι το πορτοκάλι. Το σπάνιο. Μέσα σε λίγες μέρες τα ξεπάστρεψε. Τον περιβολώνα, τα πορτοκάλια, τις μέλισσες, όλα. Που της πήραν τον άντρα της. Τα έδωκε όσον όσον. Και έπιασαν εκεί και έχτισαν ξενοδοχείο. Στον περιβολώνα τώρα. Εκεί που ήταν τα πορτοκάλια και οι φράπες. Και τα κιτρόμηλα. Και μείναμε εμείς να μεν έχουμεν να κάνουμε την φράπα γλυκό. Ούτε την μαρμελάδα το πορτοκάλι. Ούτε κανέναν να πας παραγγείλει να αφήσουμε την φράπα να πικρίσει. Επειδή αν δεν είναι να πικρίσει λίγο, δεν είναι φράπα. Και η μάνα της Δοξούλας, πούλησε και το σπίτι στο χωριό μετά το περιβόλι και αγόρασε άλλο δίπλα, στην πόλη. Και την Δοξούλα την έστειλε σε μεγάλο σκολείο. Και πολύ την φρόντιζε. Ετούτη είναι τώρα η έγνοια μου, έλεγε. Η Δοξούλα. Το παιδί. Να μεγαλώσει, να ευτυχήσει, να το παντρέψω. Και που μεγάλωσε και την επάντρεψε. Τι εκαταλάβε; Από την αρχή εμείς το είδαμε. Δεν ταίριαζαν τα χνώτα τους. Με τον Κωστάκη τώρα. Τον δάσκαλο. Στα χωρίσματα. Από την αρχή. Όλο το λέγαμε. Τώρα να δεις. Θα τον αφήκει, θα την αφήκει. Τώρα. Στα χωρίσματα. Ούτε τον άφηκε, ούτε την άφηκε. Συνέβη πόλεμος. Ο Κωστάκης άφαντος. Τον πήραν αιχμάλωτο. Η Δοξούλα να οδύρεται. Η μάνα να σκούζει. Η κακιά η ώρα, η ώρα του φιδιού. Στο τέλος τον βρήκανε. Μην κοιτά τώρα πώς. Τον βρήκανε. Ήτανε στις επιστροφές. Στους αιχμαλώτους που ήρθανε. Στην τρίτη σειρά, την τυχερή. Στους τελευταίους. Όποιος δεν ήρθε εκεί. Καπούτ. Τέλειωσε. Έχασες. Χάθηκες. Χάθηκε. Η κακιά η ώρα. Η ώρα του φιδιού. Για τους άλλους. Η Δοξούλα, μετά που ήρθε ο Κωστάκης τον χάρηκε. Ταίριαξαν τα χνώτα τους. Και που ήταν δάσκαλος, τα παράτησε. Αγόρασαν δίπλα από την θάλασσα περιβολάκι και βάλανε πορτοκάλια και μέλισσες. Κάνουν και μέλι τώρα. Μέλι πορτοκάλι. Σπάνιο. Έτσι μέλι, λέει τώρα η Δοξούλα. Που τον είχε τότε τον Κωστάκη στα χωρίσματα. Που τον αγάπησε με τον πόλεμο. Εγώ, που τον άντρα μου τον ήθελα, έμεινα. Εμείς, που μέλι γάλα στον γάμο, τον αρραβώνα. Εμείς, τον πήρε ο πόλεμος και χάθηκε. Έμεινε η Δοξούλα να έβρει τον άντρα της να αγαπήσει μετά τον πόλεμο. Να κάνουνε και μέλι. Μέλι πορτοκάλι. Σπάνιο. Που ήταν στα χωρίσματα. Εμείς. Εγώ. Καπούτ. Τέλειωσε. Έχασες. Χάθηκες. Χάθηκε. Η κακιά η ώρα. Η ώρα του φιδιού.
(*) Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στην Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τµήµατος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η πρώτη της νουβέλα με τίτλο «Η Αϊσέ πάει διακοπές», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.