γρἀφει η Αγάθη Γεωργιάδου.
Cabaret Voltaire ονομάζει τη νέα του ποιητική εμφάνιση ο Αχιλλέας Κατσαρός παραπέμποντας στο περίφημο καμπαρέ που εγκαινίασε o Hugo Ball το 1916 στη Ζυρίχη, τον χώρο συγκέντρωσης μιας επαναστατικής ομάδας καλλιτεχνών που δημιούργησαν το κίνημα του Ντανταϊσμού. Η ποιητική συλλογή απεικονίζει μάλιστα στο εξώφυλλο τον Hugo Ball σε παράσταση στο καμπαρέ.
Τι άραγε θέλει να μας υποβάλει με τον τίτλο και τη φωτογραφία ο ποιητής; Ίσως την αισθητική αναρχία του ντανταϊσμού, την ανατρεπτικότητα της τέχνης, την άρνηση των κατεστημένων συμβάσεων και των πνευματικών και ποιητικών αγκυλώσεων. Κρίνοντας και από το μότο της συλλογής «Είμαστε τα γράμματα ψηφιακής εκτύπωσης / σε δυο τρία χρόνια δεν θα υπάρχουμε / και θα ρωτάμε ο ένας τον άλλο: / το ακούς αυτό το τραγούδι;» κατανοούμε ότι ο ποιητής αντιδρά με την ποίησή του στην απώλεια μιας αληθινής φωνής σ’ αυτή την εικονική εποχή.
Όλη η ποιητική συλλογή συνομιλεί χωρίς αμφιβολία με το Νταντά χωρίς, ωστόσο, να υποτάσσεται πλήρως σ’ αυτό. Ο ποιητής απομυθοποιεί, προκαλεί, σαρκάζει αλλά δεν κατεδαφίζει το νόημα, τη λογική συνοχή του ποιήματός του. Γι’ αυτό και η ποίηση του Αχιλλέα Κατσαρού έχει τον δικό της προσωπικό, χαρακτήρα και τη δική της ιδιοτυπία. Η γραφή του μεταφέρει την ποίηση σε άλλο επίπεδο, σε μια νέα ποιητική γενιά που θα ονομάζαμε: «πέραν του μεταμοντέρνου».
Τα ποιήματα είναι όλα σχεδόν άτιτλα για να μπορούν να διαβαστούν συνεχόμενα, ως ένα πολύπτυχο ποίημα. Το πολύπτυχο αυτό ποίημα έχει τρεις ενότητες, κάθε μία από τις οποίες φέρει έναν αντισυμβατικό τίτλο. Κάθε ποίημα είναι μια σύνθεση εικόνων δυναμικών, ποιημένων με λέξεις συναισθηματικά φορτισμένες. Και κάθε ποίημα μοιάζει, έτσι, με πίνακα σουρεαλιστικής ζωγραφικής.
Στην πρώτη ενότητα με τον ειρωνικό τίτλο «Ορχήστρες Αθηνών και πάσης Ελλάδος» εισάγεται η Ημέρα πρώτη που παρουσιάζει την Κάθοδο στον Άδη, στον χώρο των νεκρών, όπου όμως δεν υπάρχει Ανάσταση παρά μόνο σιωπή και σκιές. Οι άνθρωποι απουσιάζουν, «μιλούν τα ζώα».
Η Ημέρα πρώτη παρουσιάζει μια πολύφωνη, παράξενη συναυλία ζώων. Ο ποιητής υποδύεται ποικίλα ζώα. Ήδη από την πρώτη ενότητα γίνεται φανερό ότι επιλέγει να δώσει στη συλλογή του μια αίσθηση παραλόγου. Κάθε ζώο που τραγουδά, πραγματεύεται κάτι νέο, μια αξία, μια επιθυμία. Ο μικρός αχινός την ομορφιά, η καμηλοπάρδαλη τον έρωτα και τον θάνατο, ο αλητόγατος την επαναστατικότητα, το άλογο τη φιλία, ο πύθωνας τη συγγραφική τέχνη:
[…]
θα δεις ακόμα
εκείνο το γέρικο τρομπόνι
που δεν μου αντιστάθηκε
κι όσο για την ουρά μου την κοσμεί
κροτάλισμα γραφομηχανής
αφού κι οι κροταλίες
ξέρουν να γράφουν.
Είναι μια παράξενη συμφωνία με ένα ακόμα πιο παράξενο μαέστρο που προσπαθεί να συντονίσει ασύμβατα ζώα και να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις. Παραφωνία; Μα η ζωή η ίδια είναι μια παραφωνία:
[…]
στο αριστερό μπράτσο κάθεται
πορτοκαλί σκυλί
με καπέλο δέκατου ένατου αιώνα
μουστάκι μακρύ
και στην ουρά κουτάλι
κάθε που ανασηκώνεται χαρούμενο
μια νότα ξεμυτίζει από το πάτωμα
προς το ταβάνι
κρατά ο μαέστρος σπαθί
εκεί τη μελαγχολία του σκύλου ισορροπεί
τρία άλμπατρος με μύτες φαγκότα […]
Και όμως, μέσα σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη σύναξη με το ενίοτε ακατανόητο τραγούδι, σ’ αυτό το αντισυμβατικό λεκτικό collage, το εξασκημένο μάτι μπορεί να ξεχωρίσει τη λύπη του ποιητή για τον γρίφο της ζωής:
ένα για κάθε αλήθεια που δεν είπαμε
στον δρόμο για το τελωνείο
απόκρυφα φυτρώνουμε
αινιγματικά αναχωρούμε
Η δεύτερη ενότητα έχει τον τίτλο «Η κυρία Νταντά Σουρεάλ» και μας μεταφέρει στην Ημέρα δεύτερη. Όπως και το πρώτο ποίημα της πρώτης ενότητας, το θέμα του είναι πάλι ο «τόπος των κεκοιμημένων». Ο ποιητής ξορκίζει τον θάνατο με χιούμορ σκωπτικό, με σουρεαλιστική διάθεση. Επικαλείται τον Μπρετόν και τις λέξεις με τις οποίες προσπάθησε να «νιώσει το βάρος»:
[…]
μαύρο χιούμορ του θανάτου
το διαβατήριο στο χάος
άναρχος άγγελος
οδύνης και ηδονής
Η ενότητα αυτή «τραγουδά» μια «γιορτή νεκρών». Μια πολύχρωμη, αλλοπρόσαλλη γιορτή, άλλη μια παράξενη συγκέντρωση λύκων, γάτων, παιδιών. Η ποιητική γραφή ανακαλεί τον Έλιοτ και το κλίμα της «Τετάρτης των Τεφρών». Θυμίζει ακόμα την «Έρημη Χώρα», μόνο που το κλίμα της διανθίζεται με ζωηρές πινελιές «νταντά σουρεάλ». Ρεαλισμός και παρωδία της δημοκρατίας, υπερπραγματική ατμόσφαιρα gothic που δηλώνει ερημιά, παραλογισμό και ψυχική απομόνωση.
Η γλώσσα επιστρατεύεται με φαντασία για να εκφράσει σουρεάλ καταστάσεις χωρίς την παρέμβαση του συνειδητού, όχι όμως και με ταυτόχρονη απελευθέρωση του ασυνειδήτου. Υπάρχει στην σπονδύλωση των ποιημάτων μια κραυγή αγωνίας και διαμαρτυρίας, μια αντίδραση στον σύγχρονο ανορθολογισμό.
Η τρίτη ενότητα με τον τίτλο «Λαβίδα» εγκαινιάζει την Ημέρα τρίτη. Από τον θάνατο και τη γιορτή του Άδη περνάμε στην Ανάσταση. Μια Ανάσταση, ωστόσο, πύρινη σαν φωτιά στην Κόλαση που προμηνύει ζωή σε βομβαρδισμένο τόπο. Έρημο τοπίο, τεφρωμένο, έρημη χώρα. Πόλεμοι, θερισμός ψυχών, απουσία ανθρώπων, μόνο προσομοιώσεις τους. Και η ποιητική συλλογή κλείνει με αναπάντητα ερωτήματα, απορίες και θλιβερές διαπιστώσεις που ταλανίζουν τον ποιητή:
[…]
Υπάρχουν αντίδοτα στον Άδη;
Προσομοίωση μάνας υπάρχει;
Ας είναι έστω μια απροσδιόριστη μορφή.
Δρεπάνι;
Ξανθό ξύλο να καίγεται;
Μέρες μικρές;
Τόποι ευτυχισμένοι;
Αγάπη πέρα από την αγάπη,
ποίηση πέρα από την ποίηση;
Υπάρχει άνθρωπος
μετά το τέλος του ανθρώπου;
Ας ευχηθούμε να υπάρχει η αγάπη, ο άνθρωπος, η ευτυχία, η ποίηση. Ίσως η ποίηση τελικά να είναι η μόνη ελπίδα, αφού αποτελεί το μοναδικό αντίδοτο του θανάτου, τη μοναδική υπόσχεση ζωής μετά τη ζωή.
Αχιλλέας Κατσαρός
Cabaret Voltaire
Εκδόσεις Μίνθη 2016