Μανχάταν, σελίδες μικρού χρονικού 4,5 (του Χρήστου Τσιάμη)

0
390

του Χρήστου  Τσιάμη

 

  

ΙV

 

Ρώτα!  Αλλάζουμε ρότα.

 Πρέπει να φύγω.  Ο υπολογιστής της δουλειάς, με όλα τα συστήματα ασφαλείας που μας προστατεύουν από την πληθώρα ιών άλλου είδους, βρίσκεται στο σπίτι μου στο βόρειο προάστιο, το ησυχαστήριο σε καιρούς καλύτερους.  Όμως πριν φύγω, βγαίνω για μια βόλτα. Να δω πώς έχουν τα πράγματα στη γειτονιά.

Με ρυθμούς πιο αργούς από συνήθως, σύντομα φτάνω στο Γουάσινγκτον Σκουέαρ.  Αραιός ο κόσμος πλην όμως αρκετός.  Περισσότερο νέοι, που λιάζονται όχι πια στο γρασίδι αλλά στα παγκάκια στον εξωτερικό κύκλο της περιοχής του σιντριβανιού. Έχουν πάρει τις θέσεις των ηλικιωμένων σε άλλες εποχές, δηλαδή μια δυο βδομάδες πριν που τώρα μοιάζουν, μέσα μας, με αιώνες.  Έτσι καθιστοί, ζωηροί στις φωνές και στις κινήσεις τους, φαίνονται να αψηφούν τις οδηγίες που τους προτρέπουν να κρατούν τις αποστάσεις μεταξύ τους. (Το ίδιο διαπιστώνω και στα μπαρ που προσπερνώ στον δρόμο της επιστροφής για το διαμέρισμα.)  Σκέφτομαι, σίγουρα θα έχουμε πρόβλημα αν συνεχίσουν την κοινωνική τους ζωή οι νεαροί αυτοί με τέτοια διάθεση.  Έχει βέβαια να κάνει και με την παραπληροφόρηση, πράγματα που έχουν διαδοθεί ανεύθυνα από τον πρόεδρο αυτής της χώρας και το σινάφι του.  Ότι πρόκειται μόνο για μια φονική επιδημία γέρων.  Ένας νέος λοιπόν δεν έχει τίποτα να φοβηθεί.  Κι έτσι δεν βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη τους, κολλημένη πια στο τηλέφωνο, την τύχη των παππούδων τους και των γονέων.  Δεν βλέπουν, δηλαδή, ακόμα τον ρόλο τους ως φορέων.  Είπα λοιπόν να μιλήσω σ’ έναν από αυτούς και να του πω: Ρώτα τι γίνεται τριγύρω σου!  Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει, αλλάζουμε ρότα.

 

Στην πλατεία αυτή και στο πάρκο της που βρίθει συνήθως από παραστάσεις μουσικών, κωμικών, γυμναστών και ακροβατών, ποιητών και ευαγγελιστών, σήμερα παίζει μόνο μια μικρή μπάντα τριών ατόμων κάτω από το ψηλό, μεταλλικό, με πράσινη πατίνα, άγαλμα του Ιταλού ήρωα Γκαριμπάλντι .  Φαίνεται να τους κοιτάζει από το ύψος του: τον νέο με το τρομπόνι, και τον άλλον με την τούμπα, το τεράστιο πνευστό με το φιδίσιο μπρούτζινο σώμα τυλιγμένο γύρω απ’ του νεαρού τον κορμό, που αστράφτει στον ήλιο μεγαλοπρεπώς, και από το πελώριο στόμα της, το σκοτεινό, να βγαίνει εκείνος ο ήχος, ο ξερός, ο στακάτος, ο καταπραϋντικός για τα νεύρα όλων, ειδικά την σήμερον… Εκείνος που δεν ταιριάζει (μιλώντας και πάλι στο πνεύμα των ημερών, όπως τουλάχιστον τις ζω εγώ) είναι ο τρίτος στο σύνολο αυτό. Εκείνος με το δυνατό τύμπανο.

 

  

V

 

Καθ’ οδόν,  North by Northwest

 Το σχέδιο ήταν: από την κίνηση του κόσμου στης γειτονιάς τους δρόμους, να αποφασίσω τι ώρα να φύγω για να αποφύγω τον συνωστισμό στα βαγόνια του υπόγειου σιδηρόδρομου.  Χρειάζεται να περπατήσω κάμποσα τετράγωνα για τη στάση, βαδίζοντας επί της οδού Σπρίνγκ προς ανατολή, τετράγωνα γεμάτα από μαγαζιά χλιδής, με πράγματα πανάκριβα που προφανώς απευθύνονται στα μέλη μιας ορισμένης τάξης, κυρίως στη νέα γενιά τους, στους ηδονοβλεψίες (ταξικά) μιας άλλης, και στους τουρίστες που προέρχονται από το περιβάλλον πλουσίων ή απλώς προτιμούν αυτά τα εκθέματα αντί εκείνα των μουσείων.

 ‘ Δεν έχω ξαναδεί τέτοια νέκρα.  Εδώ, ξέρεις τι γίνεται μέρα Σάββατο τέτοια ώρα;’

Ήταν ο νεαρός απ’ το ζευγάρι που με είχε πλησιάσει από πίσω.  Έστρεψα το κεφάλι μου και πρόσθεσα, ‘έτσι ήσυχα κι ωραία όπως ήταν εδώ παλιά’.  Δεν είπαν τίποτα, τα πρόσωπα τους ανέκφραστα.  Τι περιμένεις, είπα μέσα μου, αφού τότε θα ήσαν ακόμα αγέννητα.  Είχε δίκιο, όμως, ο νεαρός.  Δεν είχα δει τέτοια ερημιά εδώ από την εποχή των Δίδυμων Πύργων.

Αλλά υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δυο ερημιές, σκέφτηκα.  Στην περίπτωση των Πύργων, η μοναξιά και η θλίψη της, ο πόνος, είχαν ένα φυσικό παρόν.  Προσπέρναγες κάποιον και μια ανταλλαγή βλέμματος, ή ακόμα κι ο αέρας της περπατησιάς του καθενός, έλεγε «σε καταλαβαίνω», γιατί είχατε μοιραστεί την αργόσυρτη καταστροφή των πύργων με τόσους ανθρώπους μαζί, τις διαπεραστικές στριγκλιές των σειρήνων, ασταμάτητα ολημερίς, και αργότερα εκείνο το βραδάκι την εκκωφαντική σιωπή που κάλυψε τις γειτονιές μας από άκρη σ’ άκρη σαν της νύχτας το σκοτάδι, τους μοναχικούς πυροσβέστες που ανέβαιναν τις έρημες πια λεωφόρους χωρίς οχήματα, χωρίς συντρόφους, με τα μαλλιά τους γεμάτα στάχτες και τις ματιές τους άδειες ή φλεγόμενες από οργή, και τον καπνό, ναι εκείνον το φοβερό δηλητηριώδη καπνό, τον ουρανομήκη καπνό που ανέβαινε απ’ τα ερείπια επί τέσσερις μήνες σαν από διαβόλου θυμιατήρι.  Ετούτη η σημερινή η ερημιά είναι πολύ περίεργη.  Ναι, το ξέρουμε ότι πρόκειται για μια καταστροφή, αλλά δεν έχουμε γίνει ακόμα κοινωνοί της ομαδικά, μαζί σε όλες της τις εκφάνσεις.  Για την ώρα, ο θάνατος δεν έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο το δικό μας, είναι ένα έργο γκραν γκινιόλ που παίζεται αλλού και έχουμε ακούσει γι αυτό.   Απλώς, τρομάζουμε στιγμιαίως από κάποια του περιγραφή και συνεχίζουμε τον ρυθμό μας στη ζωή.  Δεν έχουμε δει τα πρόσωπα των χιλιάδων που έχουμε χάσει.  Δεν ξέρουμε καν πού και υπό ποιες περιστάσεις.  Τα γεγονότα δεν μας αγγίζουν κυριολεκτικά.  Να, όπως η στάχτη των Πύργων στα πεζοδρόμια, οι όψεις από λυγισμένα σίδερα, του καπνού  η μυρουδιά.  Υπάρχει μια αοριστία σήμερα και ταυτοχρόνως μια ανησυχία.  Γιατί ο τρόπος να εκτιμούμε την κατάσταση είναι με δημοσιευμένους αριθμούς.  Και επί πλέον, χρειάζεται να υποφέρουμε, θέλουμε δεν θέλουμε, γιατί εμφανίζεται παντού, τις άτοπες παραστάσεις ενός τα μάλα αήθους γελωτοποιού (τώρα καταλαβαίνω τον φόβο κάποιων μικρών παιδιών για τους κλόουν…).

 Το σχέδιο για να αποφύγω τον πολύ τον κόσμο στον υπόγειο είχε βάση, πλην όμως απεδείχθη μια αποτυχία μεγάλη.  Στην αποβάθρα, όντως, δεν υπήρχαν πλήθη αλλά, όταν το πρώτο βαγόνι, εκεί όπου στεκόμουν στης αποβάθρας την αρχή, αφίχθη, ήταν εμφανές ότι, παρόλο που υπήρχαν λίγες θέσεις αδειανές, το να καθίσω στριμωχτά δίπλα από κάποιους με μάσκες δεν θα ήταν σοφή επιλογή, αφού, πέραν από τους δικούς μου λόγους, προφανώς είχαν τον φόβο μέσα τους ήδη κι αυτοί.  Κι έτσι, βαδίζοντας μέχρι τη μέση του βαγονιού, όπου υπήρχε ένα άνοιγμα κόσμου, με την ανάσα (κυριολεκτικά) κομμένη, και με το χέρι κρυμμένο μέσα στο βάθος του μανικιού τυλιγμένο γύρω από τον στύλο τον μεταλλικό, έφτασα στον σταθμό των τραίνων που πηγαίνουν βόρεια και βορειοδυτικά τού Μανχάταν.

Συνήθως, τέτοια μέρα, τέτοια ώρα, το Γκράν Σέντραλ είναι σαν την Μέκκα τότε που γύρω απ’ τον τεράστιον ιερό λίθο αμέτρητοι πιστοί περιφέρονται χωρίς τέλος και αρχή.   Τώρα, του σταθμού η αίθουσα η κεντρική φάνταζε σαν ένα τεράστιο πάλκο, τέλεια γυαλισμένο, που είχε ετοιμαστεί, λες, για μια παράσταση χορευτική από τον  Φρέντ Αστέρ και το ταίρι του που ξέρουν πώς να καλύπτουν τέτοιες αποστάσεις, με χορευτική δεινότητα και χάριν, μέσα σε ένα ανοιγόκλεισμα στο μάτι.   Ίσως να μην ήμουν ο μόνος που έψαχνε στον νου για μιαν απόδραση από τα νέα του πίνακα του φωτεινού.  Γιατί, για  τους λίγους που διασταυρώνουμε τις πορείες μας εδώ, αυτή τη μέρα, σίγουρα θα είναι από ανάγκη ή από τρέλα.  Έννοιες λίγο πολύ ισοδύναμες αυτή τη στιγμή.

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤώρα που ερήμωσαν τα αεροδρόμια και οι σταθμοί… (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)
Επόμενο άρθρο10 + 1 «πειραγμένα» βιβλία μικρής φόρμας (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ