Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Κάθε εποχή έχει τις θεωρίες της, που αντιστοιχούν στους καιρούς. Κάποιες από αυτές τις θεωρίες αλληλεπιδρούν με τους τρόπους τις κοινωνίας, κάποιες μένουν και εξελίσσονται, κάποιες φεύγουν μαζί με τους ανθρώπους που τις συναναστράφηκαν…
*
Σκεφτόμουν αυτές τις μέρες που τα αεροδρόμια και οι σταθμοί άδειασαν από κόσμο, το ίδιο και οι πτήσεις και οι διαδρομές, τον Marc Augé, Γάλλο ανθρωπολόγο της εποχής της υλικής ευημερίας της μαζικής δημοκρατίας ,της “πολυτέλειας” πριν από την αναστάτωση των κρίσεων, και τον χαρακτηρισμό από τον Augé, στο βιβλίο του «Non-places, introduction to an anthropology of modernity», των αεροδρομίων, των σταθμών, των κοινόχρηστων χώρων των ξενοδοχείων ως των “μή τόπων” της υπερμοντερνικότητας- με αρνητική, υποτιμητική σημασία σε σχέση με την έννοια του “τόπου” που κατ’αυτόν ορίζεται ως “τόπος σχέσεων, ιστορίας και ταυτότητας”…
Πέρα από το ότι σήμερα με την άνεση της απόστασης φαίνεται επιστημονικά μετέωρη η σύγκριση δύο καταστάσεων διαφορετικής φύσης, αυτής της πόλης ή του χωριού, με τους σταθμούς, που είναι εκ των πραγμάτων κόμβοι τεράστιας ρευστότητας, αφού εξυπηρετούν μετακινήσεις και δεν είναι τόποι διαβίωσης ή επαγγελματικής ενασχόλησης, η δική μου αίσθηση για τους σταθμούς ήταν διαφορετική, άλλου τύπου, καθώς με έθελγαν πάντοτε όλα εκείνα που κατ’αυτόν- και άλλους θεωρητικούς της εποχής- είχαν αρνητική σημασία: το προσωρινό, το ρευστό, το στιγμιαίο, η κινητικότητα, η (προσωρινή) αποξένωση από το οικείο και το συνηθισμένο, οι πολλαπλές τομές και ασυνέχειες που άφηναν χαραμάδες για νέες θεωρήσεις των πραγμάτων μακριά από τη συνέχεια των καθιερωμένων, μια άνετη συναναστροφή- ακόμα και βλεμμάτων ή συνηθειών, αν όχι και κουβεντών- με τόσο διαφορετικούς, καινούριους ανθρώπους…Δεν θα κατοικούσα βεβαίως μόνιμα εκεί (άλλωστε δεν προβλεπόταν χώρος γι’αυτό), μα ήταν ένας σχεδόν γιορτινός, εμπνευστικός αναβαπτισμός, πολύτιμος όταν θα γύριζα στον τόπο μου, αυτόν των σχέσεων, της ιστορίας, της ταυτότητας…
Την αίσθηση αυτή εκφράζει με τον καλλίτερο τρόπο ο εμβληματικός Αγγλος συγγραφέας του 20ου αιώνα J.G.Ballard στο κείμενό του “Airports: The True Cities of the 21th Century”. Σχετικό και πολύ ενδιαφέρον, ως διεισδυτική και γλαφυρή κοινωνιολογική κριτική αφήγηση, βασισμένο σε πρωτότυπη “μεθοδολογικά” έρευνα πεδίου, είναι το βιβλίο του Allain de Botton ” A week at the airport: a Heathrow diary”. Για το σύγχρονο διεθνές αεροδρόμιο και την υπόστασή του ως κεφαλαιώδους σημασίας και μεγάλων δυνατοτήτων οικονομικό, κοινωνικό, τεχνολογικό και πολεοδομικό σύστημα, γράφει επιστημονικά ο ΚαθηγητήςJ.D. Kasarda, που δημιούργησε γύρω στο 2000 τον όρο Aerotropolis, με το βιβλίο του αναφοράς ” Aerotropolis: The way we’ll live next”.
*
Τώρα, με τα αεροδρόμια και τους σταθμούς ερημωμένους, και ενώ πολλά σημάδια- πέραν του κορονοϊού- δείχνουν ότι περνάμε σταδιακά σε μια εντελώς νέα, αχαρτογράφητη περιοχή, έχει νόημα να αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι στις οριακές καταστάσεις τα πράγματα φαίνονται πιο καθαρά, οπότε είναι ευκαιρία να ξαναδούμε όλες τις θεωρήσεις μας από την αρχή και να χτίσουμε ό,τι μπορεί να είναι λειτουργικό στη νέα, κατά τα φαινόμενα όχι και τόσο εύκολη, εποχή…
*
Μέρες που είναι και επειδή πολλά γύρω μας θέλουν να μας σπρώξουν σε ενοχικές και αυτομαστιγωτικές στάσεις – όπως συμβαίνει στην αποκαλυπτική “Πανούκλα” του Καμύ-, ότι δηλαδή μας καταδιώκει για τις αμαρτίες μας ένας πολύ τιμωρητικός Θεός ή σύγχρονα υποκατάστατά του όπως μια ανθρωπομορφική “Μάνα Γή” (πόσο τιμωρητικό πρέπει να είναι τότε το ευρύτερο Σύμπαν που είναι γεμάτο με τρομερή ραδιενέργεια), αν είναι “να αποχαιρετήσουμε την Αλεξάνδρεια”- την παλαιότερη εποχή- ας το κάνουμε υψιπετώς με τον τρόπο του Καβάφη, και με την επιδίωξη να στήσουμε μια καινούρια, καλλίτερη. Όχι μόνο δεν έχει νόημα να αυτομαστιγωνόμαστε για όσα ζήσαμε, μα αντίθετα έχει σημασία να κρατάμε τις φωτεινές, γιορτινές εμπειρίες του παρελθόντος μας, ως απαραίτητα ψυχικά αποθέματα στις δοκιμασίες που μας επιφυλάσσει το μέλλον, μα και για να φωτίζουν τα άγνωστα μονοπάτια που έχουμε μπροστά μας…Στο τέλος τέλος, ενδέχεται να θυμόμαστε την εποχή του καταναλωτισμού και της μαζικής δημοκρατίας όπως οι Ελληνες τη Σμύρνη πριν από την καταστροφή της…
Αν δεν μας κάνουν οι παλιοί δρόμοι, πάμε από καινούρια μονοπάτια
Προκειμένου να ανταποκριθούμε αποδοτικά στις ριζικά νέες συνθήκες, είναι κατ’αρχάς απαραίτητο να αποκτήσουμε μία συνολική εποπτεία της πραγματικότητας στο πεδίο, αλλιώς θα προσομοιάζουμε στον εκ γενετής τυφλό του Αριστοτέλη, που διατυπώνει συλλογισμούς για τα χρώματα. Για παράδειγμα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς περιηγούμενος σε μεγαλουπόλεις του πυρήνα της Ευρώπης, υπάρχουν αχαρτογράφητες για την κοινωνιολογία θεωρητικών σαν τον Ause, μεγάλες «περιοχές- κούτσουρα», με την έννοια της ελάχιστης κοινωνικής κινητικότητας. Στη χειρότερη εκδοχή τους πρόκειται για χωματερές ανθρώπων, όπως τις έχει χαρακτηρίσει ο Zygmunt Baumann σε πολλές αναλύσεις του και στο βιβλίο «Σπαταλημένες ζωές- οι απόβλητοι της νεωτερικότητας». Σε όλες τις εκδοχές τους πάντως, είναι αποτελματωμένες περιοχές, με σφραγισμένους και διπλοκλειδωμένους τους ναούς τους, με αφόρητα βρώμικες τις μπυραρίες τους, και με μόνο το σούπερ μάρκετ- με προιόντα που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη περιοχή- να λάμπει στο βάθος: ένας Τρίτος ή Τέταρτος Κόσμος, στην καρδιά του Πρώτου. Είναι εκεί που οι άνθρωποι όταν εξεγείρονται- στην Αγγλία ή στη Γαλλία- καίνε τα δικά τους κτίρια, όπως περίπου συμβαίνει στις αδιέξοδες, απελπισμένες εξεγέρσεις των φυλακών.
Είναι σαφές ότι αυτά τα μέρη δεν έχουν σχέση με τους πολυτελείς, γυαλισμένους, λειτουργικούς «μη τόπους» του Marc Augé. Οι «περιοχές-κούτσουρα» είναι τόποι μεν, τραγικά καθηλωμένοι δε. Το οποίο σημαίνει ότι πέρα από την ανάγκη για μια συνολική εποπτεία της κατάστασης, είναι απαραίτητο επίσης να ορίσουμε από την αρχή τις έννοιες, τις λέξεις που χρησιμοποιούμε ώστε να μην είναι μετέωρη, και εν τέλει άχρηστη, οποιαδήποτε επαγωγή επιχειρούμε. Δεν είναι εύκολο, πολύ περισσότερο που οι ορισμοί ισχύουν σε σχέση με ένα σταθερό σύστημα αναφοράς, το οποίο στις μέρες μας δεν υφίσταται, και όχι μόνο εξ αιτίας του κορονοιού: εδώ και καιρό η υπερρευστότητα είναι ο κανόνας. Αυτό που μπορεί να γίνει, όπως συνέβαινε πάντοτε σε ανάλογες εποχές «χασμάτων του χρόνου», όπως θα έλεγε ο Alain Badiou, είναι να χρησιμοποιούμε ως γέφυρες ορισμούς του παρελθόντος δηλώνοντας όμως το πλαίσιό τους, όπως και να επιχειρούμε νέους ορισμούς εικάζοντας τη φύση του πλαισίου αυτού που (πιθανώς) έρχεται.
*
Στις συνθήκες αυτές την πρωτοβουλία έχουν εμπνευσμένοι εικαστικοί, λογοτέχνες, ποιητές, σκηνοθέτες- καθώς αυτοί έχουν την διαίσθηση και την ελευθερία να εισέλθουν δια του έργου τους σε μέχρι τώρα «ακατοίκητες περιοχές». Οι επιστήμονες ασφαλώς είναι πολύτιμοι, αυτοί θα μας δώσουν τα στοιχεία, και έχουν ασφαλώς βαριά δουλειά στη συνέχεια, όταν συμφωνήσουμε για το πλαίσιο του μέλλοντός μας.
Πολύτιμοι σ’αυτή τη συγκυρία είναι μεταξύ αρκετών άλλων, λογοτέχνες όπως ο εμβληματικός άγγλος συγγραφέας του 20ου αιώνα J.G. Ballard, τον οποίο, για τις ανάγκες ταξινόμησης των ειδών, κατέταξαν στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι μία καίρια, κοινωνική, διαισθητική φαντασία: με βάση ειδικά χαρακτηριστικά του παρόντος, διαισθάνεται αυτό που έρχεται. Για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου εντοπίζουμε κάποια σημεία ενδιαφέροντος στο έργο του συγγραφέα των βιβλίων « The concrete island», «The ultimate city», «Running wild», «Crash», «Rushing to paradise», «High Rise», «Kingdom come». Κατ’αρχάς, ο χώρος είναι κρίσιμος στις θεωρήσεις του, ως τόπος κοινοτήτων που ζουν περιφραγμένες και απομονωμένες από τους άλλους αναλόγως του εισοδήματός τους ή της επαγγελματικής θέσης τους, σε εμπορικά κέντρα, σε οικο-ουτοπίες ή σε οικιστικά απομεινάρια καταστροφών. Εχει σημασία η έμφαση στον τόπο και τα ψυχοδυναμικά χαρακτηριστικά του, όπως και στην εδραία υλικότητά του, σε μια εποχή όπου η κυρίαρχη φιλολογία αναφέρεται ad nauseam στην α-τοπικότητα και στο ά-υλο των σχέσεων. Είναι μάλιστα κρίσιμη η ανάδειξη της ψυχοπαθολογίας των περίκλειστων χώρων των κατά τεκμήριο ευπόρων στρωμάτων που μας κάνει να δούμε πιο σφαιρικά και συνολικά την κατάσταση της κοινωνίας σήμερα: « η κόλαση στην οποία ζούν σε μεγάλες περιοχές του κόσμου οι μη έχοντες, δεν συνεπάγεται απαραίτητα και τον παράδεισο για τους έχοντες». Η πανδημία του κορονοιού κάτι διαφωτιστικό έχει να μας πει γι’αυτό.
Γενικότερα, ο κόσμος στο έργο του Ballard καταρρέει, και καταρρέει όχι από μια αργή φθορά ή από μία έκρηξη που έρχεται απ’έξω, μα από μια ενδόρρηξη (implosion είναι ο όρος στα αγγλικά), δηλαδή από μία έκρηξη από μέσα προς τα μέσα. Οι πρωταγωνιστές του Ballard βρίσκονται σε ένα περιβάλλον αποκομμένο από τον πολιτισμό, όπου δοκιμάζονται τα αποθέματα του ψυχισμού τους στην προσπάθειά τους να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω από το νερό, και αν τα καταφέρουν, να προετοιμάσουν το έδαφος για την εγκαθίδρυση μιας άλλης κατάστασης, ενός ριζικά νέου περιβάλλοντος. Ο πρωταγωνιστής είναι μοναχικος, όχι επειδή ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για τη συλλογικότητα, μα επειδή αναγνωρίζει τα πραγματικά χαρακτηριστικά της κατάστασης: είναι ο θετικός ήρωας σε έναν κόσμο που μοιάζει όλο και περισσότερο με την ατμόσφαιρα της ταινίας Mad Max του Τζορτζ Μίλλερ με τον Τομ Χάρντι και τη Σαρλίζ Θερόν, κατά κάποιο τρόπο το ανάστροφο του Joker στην πρόσφατη ταινία με τον Χοακίν Φίνιξ. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ο Ballard, κατά δήλωσή του, εμπνέεται από τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον Γκιούλιβερ, το θεατρικό έργο «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, την πρωτόγνωρη εμπειρία μοναχικών ανθρώπων όχι μόνο να επιβιώσουν σε πολύ τραχιά περιβάλλοντα αποκομμένα από τον πολιτισμό, μα και να βρούνε τις διόδους ώστε να προκύψει ένα καινούριο περιβάλλον επανασυνδεδεμένο με ό,τι έχει σημασία για τις νέες συνθήκες, από τον πολιτισμό που έχτισε μέχρι τώρα η ανθρωπότητα κατά τη μακρά περιπέτειά της.
Είναι ένας μπούσουλας. Και αν ο J.G. Ballard έχει ως πρότυπό του τον Ροβινσώνα Κρούσο ή τον Πρόσπερο στην «Τρικυμία», εδώ στα καθ’ημάς υπάρχουν οι οικείες αναφορές: ο Οδυσσέας του Ομήρου, κινούμενος από τη νοσταλγία του τόπου και εξοπλισμένος με τα βιώματα και τις εμπειρίες του από την συμμετοχή του στην περιπέτεια του βίου που του αντιστοιχούσε, μας δίνει κάποιες πολύτιμες άκρες γι’αυτή την εποχή.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας