της Άννας Λυδάκη
Ένα ξενοδοχείο γίνεται τόπος για τους ήρωες της Λουκίας Δέρβη στο βιβλίο της Θέα Ακρόπολη. Ένας τόπος γεμάτος νοήματα, που φανερώνονται μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Ένας τόπος που εμπλέκεται με τις ζωές των ανθρώπων, που μορφοποιεί και παγιδεύει, που δημιουργεί εξαρτήσεις…
Όλα συμβαίνουν το καλοκαίρι του 1992 στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο Athens Excelsior, που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας με θέα την Ακρόπολη. Την Ακρόπολη, που στέκεται υποβλητική και κοιτάζει την πόλη και τους ανθρώπους της, αλλά οι πιο πολλοί Αθηναίοι αναβάλλουν την επίσκεψη σ’ αυτήν λέγοντας «εκεί είναι, δεν φεύγει, μέχρι που φεύγουν αυτοί για πάντα», γράφει η Δέρβη. Την Ακρόπολη που είναι τέλεια, έτσι όπως είναι. Ολόκληρη θα ήταν παραστολισμένη, βαριά. «Μεγάλο πράγμα οι ατέλειες, σχολιάζει. Αυτές ξεχωρίζουν τους ανθρώπους, από αυτές τους θυμόμαστε».
Τα πράγματα, όπως και ο χώρος, συνυφαίνονται, επίσης, με τις ζωές των ανθρώπων: Τσαλακωμένα, λεκιασμένα σεντόνια, μαύρες σακούλες σκουπιδιών, δωμάτια που πρέπει να καθαριστούν σε είκοσι λεπτά ή σε σαράντα, αν πρόκειται για αναχώρηση, πίνακες, «ζωγραφισμένοι από ζωγράφους που ίσως ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο. Γι’ αυτό ζωγράφιζαν…»
Γράφει η Δέρβη για την ηρωίδα της: «Μετά έμπαινε στα άδεια δωμάτια του ορόφου και άλλαζε τους πίνακες. Το έκανε αυτό έτσι, σαν επανάσταση, σαν να όριζε μ’ αυτόν τον τρόπο την κυριαρχία της, σαν ο όροφος να ήταν δικός της. Όταν της ερχόταν αυτή η παρόρμηση, οι πίνακες άλλαζαν δωμάτια, κυκλοφορούσαν σαν να διάλεγαν οι ίδιοι τους πελάτες. Στη θέση του ελαιώνα η Θέκλα έβαζε τη θαλασσογραφία και τούμπαλιν. Άλλαζε τις νεκρές φύσεις με τους καταπράσινους βασιλικούς και τα έλατα. Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι… Σ’ ένα πίνακα, ωστόσο, δεν τολμούσε να αλλάξει θέση, ήταν «Η προσμονή» του Νικηφόρου Λύτρα από το νησί της. Ήταν ο πίνακας που στόλιζε και το γραφείο του γυμνασιάρχη στο σχολείο της στην Τήνο».
Στο ξενοδοχείο εργάζονται ο Μάκης, η Θέκλα, ο Παρμενίων, η Χαρούλα, ο Στέλιος, ο πορτιέρης με τα λευκά γάντια και το πηλήκιο, Ο Τριπόδης της ασφάλειας, ο Μισέλ Πετί, ο Λάμπρος ο σεφ, σερβιτόροι που δεν επιτρέπεται να φορούν ακριβά κοσμήματα για να μη φαίνονται ίσοι με τους πελάτες («με τέτοιο κόσμημα δεν θα πάρεις ποτέ καλό πουρμπουάρ» συμβουλεύει ο σερβιτόρος τη νεαρή συνάδελφό του) και πολλοί άλλοι, σύνολο τρακόσιοι πενήντα κάτοικοι – υπάλληλοι.
Οι πελάτες, τακτικοί ή πρόσκαιροι τουρίστες και άλλοι για ημιδιαμονή, αποτελούν ένα διαφορετικό κόσμο: Η χήρα εφοπλιστή Ανδρόνικου που βάζει τη Θέκλα κάθε φορά που έρχεται να της κάνει αμίλητη ποδόλουτρο με ζεστό και κρύο νερό, ο Λουκάς Πριβάλοφ ο έμπορος όπλων, η Ρούλα Κάλφα που φεύγει ξαφνικά, αεροσυνοδοί της Ντέλτα, η κυρία Ραμίρεζ με τις τεράστιες φυτείες μπανάνας, ταξιδιωτικοί πράκτορες… Και πελάτες διάσημοι όπως ο Κέβιν Σπέισι, που ρωτάει τον Μάκη για το πόδι του και εκείνος λέει πάλι ψέματα, μη δείχνοντας στον ξένο το τραύμα της ψυχής του…
Όλοι οι χαρακτήρες διαγράφονται τέλεια, ακόμη και εκείνοι στους οποίους η συγγραφέας αφιερώνει μικρές παραγράφους. Όμως οι πρωταγωνιστές της (εκτός από το κυρίαρχο ξενοδοχείο που επιβάλλει τους όρους του στους ανθρώπους) είναι τέσσερις: Ο Μάκης, η Θέκλα, ο Παρμενίων και η Χαρούλα.
Ο Μάκης με το λυπημένο πρόσωπο είναι ο υπεύθυνος της ρεσεψιόν. Σέρνει ανεπαίσθητα το αριστερό του πόδι και το πιο αγαπημένο του πράγμα στο ξενοδοχείο είναι το τουρκικό χαλί που, σαν να ήταν μαγικό απορροφούσε τον ήχο από το βάδισμά του.
Όσο είχε τη μητέρα του της αφηγούνταν ιστορίες για τον κόσμο του ξενοδοχείου που, παρά τη συστέγαση, ήταν χωρισμένος στα δύο: στους εργαζόμενους που ήρθαν, έμειναν ή έφυγαν, και στους πελάτες με τις παραξενιές, τα γούστα, τα χούγια τους… Όμως, τα βράδια στον ύπνο του βλέπει ξανά και ξανά όσα ήθελε να ξεχάσει.
Ξέρει να πουλάει το όνειρο στους πελάτες κι αναρωτιέται ποιο είναι το όνειρο της Θέκλας, που σ’ αυτήν «είναι κολλημένος ο νους του σαν τη βελόνα της πυξίδας που δείχνει τον βορρά».
Η ωραία καμαριέρα, η Θέκλα («οι γυναίκες τη ζήλευαν για την ομορφιά της και οι άντρες την ποθούσαν κρυφά») ήξερε να διαβάζει τα μάτια των ανθρώπων και θυμάται τη Σάμη της Κεφαλλονιάς και την Αντίσαμο με τα σμαραγδένια μάτια. Θυμάται τη νύχτα του μεγάλου σεισμού και τις φωνές «δελέγκου, δελέγκου» (γρήγορα) των λιμενικών που ήρθαν για βοήθεια.
Η Θέκλα, γράφει η Δέρβη, «ζει με μια τρύπα στο στομάχι και περπατά στα γαϊδουράγκαθα με γυμνά πόδια γιατί ήταν φτιαγμένη για τα δύσκολα, Το στομάχι της, δείκτης αλάνθαστος, πρώτα δέθηκε κόμπο και μετά τρύπησε, σαν τον πίνακα στο δωμάτιο 708 με τη γυναίκα που αντί για στομάχι είχε μια τρύπα απ’ όπου διακρινόταν ένας κήπος. Η Θέκλα ήταν αυτή η γυναίκα και ο Παρμενίων ήταν η τρύπα στο στομάχι της, μόνο που από αυτή δεν πρόβαλλαν λουλούδια και δέντρα αλλά αγκάθια, δράκοι και τέρατα. Μόνο εκείνη μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα τους και κανείς άλλος δεν τους καταλάβαινε…»
Ο Παρμενίων είναι πρώην κολλητός του Μάκη που, παρά τις διαφορές τους (γιος εαμίτη ο ένας, εθνικόφρων ο άλλος) τους ένωνε η αγάπη για τον Ολυμπιακό. Φέρεται βίαια, αλλά με μαύρο σπρέι γράφει το όνομα της Θέκλας στον τοίχο του σπιτιού του. Είναι ένας Μανιάτης που δεν μπορεί να ξεφύγει από τη σκληρή μοίρα του. Αποζητά τη γαλήνη στα βαθιά νερά και, καθώς δεν την βρίσκει, κτυπά όπως έχει κτυπηθεί κι ο ίδιος.
Η Χαρούλα είναι ένα κορίτσι που μεγάλωσε στα πούπουλα και τώρα νιώθει χαμένη, με κομμένα φτερά. Μόνο στον Μάκη νιώθει ότι μπορεί να στηριχτεί, αλλά εκείνος ξέρει πως δεν είναι έρωτας, αλλά η συναίσθηση του κοινού τόπου που αναγνωρίζουν οι πληγωμένοι.
Το καλοκαίρι του 1992 οι ήρωες της Δέρβη δοκιμάζονται και παίρνουν τις αποφάσεις τους. Τον Σεπτέμβρη θα αρχίσει μια νέα περίοδος για όλους.
Η συναρπαστική πλοκή του έργου και ο εξαιρετικός τρόπος που παρουσιάζει τα γεγονότα η συγγραφέας κάνει τον αναγνώστη να μην μπορεί να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του αν δεν φτάσει στο τέλος του. Παράλληλα η συγγραφέας καταγράφει κοινωνικές διεργασίες, θίγει τις ταξικές διαφορές, στοχάζεται πάνω σ’ αυτές και, κυρίως, «βλέπει» την ανθρώπινη ψυχή.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο Θέα Ακρόπολη της Λουκίας Δέρβη είναι έργο μιας ώριμης συγγραφέως που μπορεί να κοιτάζει βαθιά μέσα στους ανθρώπους και να καταλαβαίνει και να καταγράφει άψογα τα συναισθήματα, τα πάθη και τα παθήματά τους με μια γραφή απέριττη, ανεπιτήδευτη, με λέξεις σωστά διαλεγμένες.
info: Λουκία Δέρβη, Θέα Ακρόπολη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2019.