«Λεωφορείο ο Πόθος», Τ. Ουίλιαμς, Δ. Καραντζάς – Η Μπλανς στον κήπο του μαγικού ρεαλισμού (της Όλγας Σελλά)

0
761

της Όλγας Σελλά

 

«Δεν θέλω ρεαλισμό. Θέλω μαγεία!»

Είναι πολλά τα έργα που έχουμε δει πολλές φορές. Και κάθε φορά αναρωτιόμαστε τι καινούργιο θα δούμε. Κάθε φορά βρίσκουμε κάτι διαφορετικό: το βλέμμα του σκηνοθέτη, τη σύνδεση με το σήμερα, κ.ά. Την πλήρη απάντηση την πήρα στην παράσταση «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά: βλέπουμε κάθε φορά τα ίδια έργα, ανάλογα με τον τρόπο που έχουμε αλλάξει ή μπορούμε να αλλάζουμε εμείς, οι θεατές, οι συνομιλητές της θεατρικής διαδικασίας. Κρίνουμε τους χαρακτήρες-ήρωες με τα μάτια και τα κριτήρια του σήμερα, δεν αρκούμαστε στα καλούπια που τους συνοδεύουν –συχνά δεν μας αρκούν καθόλου εκείνα τα καλούπια. Είναι κι αυτός ένας ακόμα λόγος που δηλώνει μεγαλόφωνα για το πόσο ζωντανή τέχνη είναι το θέατρο, ιδίως σε ό,τι αφορά τα σπουδαία κείμενα. Γιατί το διακύβευμά τους, οι αιτίες των συγκρούσεων που τα διαπερνούν, οι χαρακτήρες και τα πάθη τους «διαβάζονται» αλλιώς από τους θεατές κάθε εποχής. Φυσικά συμβάλλει σ’ αυτό και η σκηνοθετική προσέγγιση, ή καλύτερα ο τρόπος που φωτίζει τους ήρωες, τα λόγια τους, την προσωπικότητά τους. Στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, στο θέατρο «Προσκήνιο» είδαμε αλλιώς (επειδή φωτίστηκαν αλλιώς) την Μπλανς Ντυμπουά, τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι, τη Στέλλα, τον Μιτς… Σαν ανθρώπους που σίγουρα έχουμε συναντήσει, που ζουν δίπλα μας, στη γειτονιά μας, ίσως και στην πολυκατοικία μας. Ο τόπος της δράσης, στην προκειμένη παράσταση, δεν είναι «μια κατασκευή της φαντασίας», είναι όμως «μια μεταφορά για τον χαοτικό καθορισμό της ταυτότητας. (…) Για τον Ουίλιαμς, ο τόπος είναι τόσο ευμετάβλητος, όσο και η προσωπική ταυτότητα», λέει στο πολύ διαφωτιστικό, για το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, πρόγραμμα της παράστασης, ο John Timpane.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά από ένα ασφυκτικά μικροσκοπικό διαμέρισμα που ίσα ίσα χωράει τα στοιχειώδη ενός σπιτιού. Αφού και η ντουλάπα στην κρεβατοκάμαρα είναι κρεμαστή, από εκείνες τις παλιές τις πλαστικές, με θήκες γύρω γύρω. Η κουζίνα είναι και καθιστικό. Εκεί βλέπουμε τη Στέλλα Κοβάλσκι (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) ν’ αράζει, απλώνοντας τα πόδια της στο τραπέζι. Μιλάει με τη φίλη της, τη γειτόνισσα Ευνίκη Χάμπελ (Ιωάννα Ραμπαούνη), που καπνίζει στην «αυλή», λένε αδιάφορα πράγματα, κυρίως για τους συζύγους τους (πού είναι, πότε θα έρθουν…). Η ανία της καθημερινότητας, θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της σκηνής. Κάποια στιγμή με θόρυβο, φωνές, μαγκιές και ψεύτικες αντεγκλήσεις μπαίνουν στο σπίτι ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι (Άρης Μπαλής) και ο Στηβ Χάμπελ (Γιάννης Κόραβος). Μπαίνουν, αλλά ξαναφεύγουν για το μπόουλινγκ. «Να ‘ρθω μαζί σας να βλέπω», λέει η Στέλλα, αναζητώντας κάτι να γεμίσει τον κενό χρόνο της ή και κάτι ακόμα για να θαυμάσει τον Στάνλεϊ. Αλλάζει βιαστικά παπούτσια και τρέχει το κατόπι τους. Μένει μόνο η Ευνίκη –στην αυλή. Σιωπή. Και από το πάνω μέρος της πλατείας, σε λίγο, ακούγεται ένας θόρυβος. Κατεβαίνει μια γυναίκα αλλόκοτη, σα χαμένη, με μια βαλίτσα στο χέρι. Το παρουσιαστικό της παραπέμπει σε τσαλακωμένη αρχοντιά. Μοιάζει χαμένη. Η Ευνίκη προσπαθεί να κατανοήσει τι ψάχνει. Ψάχνει την αδελφή της, τη Στέλλα. Είναι η Μπλανς Ντυμπουά (Αλεξία Καλτσίκη). Την βάζει μέσα στην κουζίνα-καθιστικό να ξαποστάσει και τρέχει να ειδοποιήσει τη Στέλλα.

Από εκείνο το σημείο και μετά, μέσα σ’ εκείνο το ασφυκτικό σπίτι, οι συνθήκες γίνονται πιο ασφυκτικές. Κι όχι γιατί προστέθηκε κι άλλο ένα άτομο (και γι’ αυτό), ενώ δεν χωρούσαν ούτε τα δύο. «Μόνο ο Έντγκαρ Άλαν Πόε θα μπορούσε να γράψει γι’ αυτό το μέρος», λέει με αποστροφή η Μπλανς, που ως καθηγήτρια έχει εντρυφήσει στο έργο του Πόε. Δύο κόσμοι συγκρούονται, που δεν είναι ο κόσμος του αμερικανικού Νότου και μιας φτωχής, σχεδόν εξαθλιωμένης γειτονιάς στη Νέα Ορλεάνη. Είναι ο κόσμος μιας θαμπής πια αστικής τάξης, που έχει χάσει την οικονομική άνεση, αλλά έχει διατηρήσει την καλλιέργεια, όπως κι ένα είδος απαξιωτικού σνομπισμού και ο κόσμος λαϊκών ανθρώπων, στα όρια του λούμπεν, χωρίς οικονομική επάρκεια, χωρίς καλλιέργεια και αισθητική, χωρίς λεπτές συμπεριφορές, που θέλει διακαώς  (ίσως και με κάθε τρόπο) να πιάσει την καλή. Για την ακρίβεια να μη ζει πια δίπλα στην κοινωνία, αλλά να είναι μέρος της. Δύο κόσμοι που περιφρονούν ο ένας τον άλλον, απαξιώνουν ο ένας τον άλλον, ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Οι πιο ισχυρές προσωπικότητες, ο Στανλεϊ και η Μπλανς, συγκρούονται ανηλεώς. Και παίζουν διαρκώς ένα πολύ επικίνδυνο πόκερ. Άλλωστε ο τίτλος του έργου στην πρώτη γραφή του Τενεσί Ουίλιαμς ήταν «Η βραδιά του πόκερ».

Η Μπλανς είναι μια περίπλοκη προσωπικότητα, διεκδικητική όσο και ευάλωτη. Φιλάρεσκη όσο και ψυχρή. Με όρια που διαρκώς αναιρεί. Με φοβίες, φαντασιώσεις, εφιάλτες, με καταφυγή στις αναμνήσεις του παρελθόντος, με ψεύτικες δικαιολογίες όταν πρόκειται για τα πάθη της που της κόστισαν την περιουσία της και τη δουλειά της – ένας εξαιρετικά ευάλωτος ψυχισμός. Ο Στάνλεϊ του Δημήτρη Καραντζά και του Άρη Μπαλή δεν είναι η μάτσο αρχετυπική μορφή του Μάρλον Μπράντο. Αυτός ο Στάνλεϊ είναι ένας λαϊκός άνθρωπος, χωρίς τρόπους, χωρίς ιδιαίτερες ευγένειες, ανταγωνιστικός, πονηρός και χειριστικός (ιδίως προς τη γυναίκα του τη Στέλλα), ένα αρσενικό που έχει μάθει να λειτουργεί αρπακτικά και σκαιά. Επιπλέον είναι και μετανάστης δεύτερης γενιάς, Πολωνός, όπως κραυγάζει στην Μπλανς που τον λέει υποτιμητικά «Πολωνέζο», και ποτέ δεν ένιωσε ότι τον αγκάλιασε η νέα του πατρίδα, ούτε ότι του έδωσε ευκαιρίες.  Και η Στέλλα είναι μια καλόκαρδη και εύπιστη γυναίκα, που μεγάλωσε σε άλλο πλαίσιο (στο περίφημο Μπελ Ρεβ, ένα αρχοντικό στον αμερικανικό Νότο), αλλά ακολούθησε το δρόμο της καρδιάς της στο πρόσωπο του Στάνλεϊ, που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην αδελφή της και τον άνδρα της, που πάντα συγχωρεί τον Στάνλεϊ, -ακόμα κι όταν τη χτυπάει-, που έχει μάθει να είναι εξαρτημένη. «Το μόνο που έχει να προσφέρει είναι ζωική δύναμη» της λέει η Μπλανς για να την ταρακουνήσει.

Όμως η παράσταση του  Δημήτρη Καραντζά φωτίζει όλα τα πρόσωπα του έργου, που είναι ξεχωριστές προσωπικότητες. Όπως το ζεύγος Χάμπελ, τον Στηβ και την Ευνίκη. Γήινοι άνθρωποι, καλοί γείτονες, λαϊκοί και οι ίδιοι αλλά καλόκαρδοι και καλοπροαίρετοι, που πάντα τρέχουν να μαζέψουν τα σπασμένα του Στάνλεϊ. Και είναι και ο Μιτς (Βασίλης Μαγουλιώτης), ένας από την παρέα. Ο πιο λιγομίλητος, ο πιο συγκρατημένος, ο πιο ευαίσθητος. Ως μέλος της παρέας ανήκει κάπου. Ένας άνθρωπος με χαμηλή αυτοεκτίμηση, στον οποίο καταφεύγει η Μπλανς μετά τους θυελλώδεις καβγάδες της με τον Στάνλεϊ. «Έχω ανάγκη από ευγένεια τώρα», του λέει η Μπλανς. Είναι εύπιστος (παρασύρεται απ’ ό,τι του λέει ο Στάνλεϊ), αλλά έχει και ηθικά όρια τελικά.

Ποιος θα κερδίσει σ’ αυτό το περίεργο πόκερ; Στην πραγματικότητα κανείς, κι ας μοιάζει η χαμένη να είναι η Μπλανς, που καταρρέει ψυχικά. Αλλά χαμένος είναι και ο Στάνλεϊ, οι Στάνλεϊ αυτού του κόσμου, γιατί χάνουν και τις σταθερές τους. Η Στέλλα στο τέλος στέκεται ακίνητη ανάμεσα στην Μπλανς που φεύγει για το ψυχιατρείο και τον Στάνλεϊ που της φωνάζει απελπισμένα «Μωρόοοο! Μωρόοο! Μωρόοοο!». Δύο κόσμοι που αναζητούν την περπατησιά τους και την προσαρμογή τους στο νέο κόσμο, που όμως προχωράει καλπάζοντας σε ψηφιακές αναπτύξεις, χωρίς να υπολογίζει και πολύ όσους μένουν πίσω…

Η Αλεξία Καλτσίκη ήταν μια ιδανική Μπλανς αυτού του σύμπαντος, στην πιο ώριμη στιγμή της, ο Άρης Μπαλής μας έπεισε απολύτως ότι είναι ένα πληγωμένο τσογλάνι, που αναζητάει πάντα τρόπους να μην είναι ο «Πολωνός μετανάστης», η Στέλλα της Δήμητρας Βλαγκοπούλου είναι ευαίσθητη, λειτουργεί κυρίως με το συναίσθημα και στο τέλος μπερδεύεται ποιον από τους δύο δρόμους της καρδιάς της ν’ ακολουθήσει. Ο Μιτς, του για ακόμα μια φορά θαυμάσιου Βασίλη Μαγουλιώτη, είναι οι διστακτικοί και υποταγμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου, που ζουν πάντα χαμηλόφωνα. Ο Στηβ και η Ευνίκη του Γιάννη Κόραβου και της Ιωάννας Ραμπαούνη είναι άνθρωποι γήινοι, σταθεροί, υποστηρικτικοί με τους φίλους και τους γείτονές τους, είναι η καλή όψη μιας δυσάρεστης κατάστασης, που, ευτυχώς, πάντα υπάρχουν.

Ο Δημήτρης Καραντζάς έδειξε γλαφυρά όλο αυτό το σύμπαν, τις εντάσεις, τις συγκρούσεις, τις μεταπτώσεις τους, ανέδειξε το χαρακτήρα του καθενός από τους ήρωες, τις ταξικές τους καταγωγές και πόσο χαρακτηρίζει τον καθένα, φώτισε ισότιμα και τους δεύτερους ρόλους (δεν άφησε κανέναν πίσω) και έφτιαξε ένα καθηλωτικό, συγκινητικό και ουσιαστικό «Λεωφορείο ο Πόθος». Κι ήταν στ’ αλήθεια σαν να το βλέπαμε πρώτη φορά. Και όπως η Μπλάνς Ντυμπουά, που λέει «Δεν θέλω ρεαλισμό. Θέλω μαγεία»,  έφτιαξε μια παράσταση μαγικού ρεαλισμού, με αποκορύφωμα τη σκηνή του φινάλε, πραγματικά μαγική. Τα σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά, η μουσική –αυτή η υπόκωφη αλλά τόσο εύγλωττη- του Γιώργου Ραμαντάνη, οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, η κίνηση του Τάσου Καραχάλιου (πραγματικά ακροβάτησαν πολλές φορές οι ηθοποιοί) συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία αυτής της μαγευτικής ατμόσφαιρας.

Μια παράσταση που πατώντας πάνω στον σύνθετο καμβά του Τενεσί Ουίλιαμς, άγγιξε όψεις και χορδές του σήμερα, τόσο υπαινικτικά, τόσο αδιόρατα και γι’ αυτό ουσιαστικά.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος, Μουσική: Γιώργος Ραμαντάνης, Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης, Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης, Βοηθοί σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη, Μαρία Σταθοπούλου, Artwork, Φωτογραφίες & Video: Γκέλυ Καλαμπάκα

Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη

Παίζουν: Αλεξία Καλτσίκη, Άρης Μπαλής, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Βασίλης Μαγουλιώτης , Γιάννης Κόραβος, Ιωάννα Ραμπαούνη

 

Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 19:00, Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & στις 21:15, Κυριακή στις 19:00

 

Προηγούμενο άρθροΜε πόσους τρόπους μπορείς να εκτεθείς; (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)
Επόμενο άρθροΒιβλιοθήκες και Τεχνητή Νοημοσύνη στην Έκθεση Βιβλίου στη Λεμεσό (22/11/24)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ