Καθρέφτες που Θολώνουν: Η Τέχνη να Αυταπατάσαι στον 21ο Αιώνα (γράφει η Άννα Μαρία Δρουμπούκη)

0
377

 

γράφει η Άννα Μαρία Δρουμπούκη (*) 

 

                                                 «Ο φεμινισμός δεν έχει εξαλείψει την τυραννία της                                                            ιδανικής γυναίκας· αντίθετα, την έχει εδραιώσει και την                                                       έχει καταστήσει πιο περίπλοκη» (quote του βιβλίου)

 

Όλη η Αμερική μιλάει για αυτό το βιβλίο τα τελευταία χρόνια. Άκουσα για το βιβλίο μέσα από ένα επεισόδιο του podcast Fail Better, που επιμελείται ο ηθοποιός – και, ομολογουμένως, ιδιαίτερα ενδιαφέρων συγγραφέας – David Duchovny. Ο Duchovny σε αυτό το podcast αποδείχθηκε ότι είναι ένας εξαιρετικά στοχαστικός και λεπτός συνομιλητής, με λογοτεχνικές ανησυχίες που δεν περιμένεις από έναν πρωταγωνιστή του X-Files και του Californication. Στη συνέντευξή του με τη συγγραφέα, κάτι στον τρόπο που συνομίλησαν, στις λέξεις που αντάλλαξαν, μου κέντρισε βαθιά το ενδιαφέρον και έσπευσα να βρω το βιβλίο, το οποίο θα μπορούσε στα ελληνικά να μεταφραστεί: Καθρέφτες που Θολώνουν: Η Τέχνη να Αυταπατάσαι στον 21ο Αιώνα.

Σε αυτή τη διαυγή, προκλητική και βαθιά προσωπική συλλογή εννέα δοκιμίων, η Jia Tolentino, παιδί-θαύμα του New Yorker, καθώς έγινε η πιο επιτυχημένη άρθρογράφος της εφημερίδας σε ηλικία τριάντα ετών, εξερευνά τις παγίδες της σύγχρονης κουλτούρας που διαμορφώνουν – ή καλύτερα, διαστρεβλώνουν – τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Από τα social media ως εργαλείο αυτο-σκηνοθεσίας, μέχρι τη φεμινιστική αγωνία του #MeToo και το πώς η κουλτούρα του γάμου μετατρέπεται σε δημόσια performance, η Tolentino γράφει με οξύτητα, ειρωνεία και ψυχική διαύγεια. Αγγίζει επίσης το τοπίο της «βιομηχανίας ευεξίας», αποκαλύπτοντας πώς οι νέες μορφές αυτοβελτίωσης λειτουργούν ως ύπουλες μορφές ελέγχου, ενώ θέτει σκληρά ερωτήματα για την ηθική του σύγχρονου καπιταλιστικού «θριάμβου». Κοινός παρονομαστής: η διαρκής αυταπάτη. Η ανάγκη μας να φαινόμαστε, να πιστεύουμε, να ελπίζουμε, να «είμαστε» — ακόμα κι όταν ο καθρέφτης είναι θολός.

Ακολουθούν ορισμένοι στοχασμοί, δοκιμιακής υφής, με αφορμή ένα βιβλίο που θα φανταζόταν κανείς πως έχει ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά — όπως άλλωστε συνηθίζεται σε ένα εκδοτικό τοπίο όπου κυριαρχεί η πληθωριστική μετάφραση ξενόγλωσσων τίτλων.

Ο εαυτός, ο Άλλος και το timeline

Η σύγχρονη κουλτούρα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι προσδοκίες επηρεάζουν την ταυτότητα και τις σχέσεις μας. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία η μοναξιά δεν βιώνεται πλέον ως εξαίρεση ή προσωρινή κατάσταση, αλλά ως νέα κανονικότητα· συχνά ως τρόπος ύπαρξης. Η τεχνολογική πρόοδος και η διαρκής διασύνδεση δεν φαίνεται να εξασφαλίζουν ουσιαστική σύνδεση. Αντιθέτως, μέσα από έναν κατακερματισμένο κόσμο επιλογών, προσδοκιών και ετικετών, οι σχέσεις γίνονται πιο ρευστές, πιο πολύπλοκες – και, ειρωνικά, πιο δύσκολες. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Tony Judt, «ξέρουμε πως κάτι δεν πάει καλά, και είναι πλήθος τα πράγματα που δεν μας αρέσουν. Σε τι όμως μπορούμε να πιστέψουμε; Πώς να πορευτούμε; Τι μας συνδέει σ‘ ένα όλο; Έχουμε ακούσει τα παράπονα για την «εξατομικευτική» επίδραση του διαδικτύου. Ο καθένας επιλέγει τα «κοψίδια» γνώσης και πληροφορίας που τον ενδιαφέρουν αλλά αποφεύγει την έκθεσή του σε οτιδήποτε άλλο, διαμορφώνουμε έτσι παγκόσμιες κοινότητες εκλεκτικής συγγένειας- χάνοντας όμως την επαφή με τις συγγένειες των γειτόνων μας».[1] Και όλα αυτά τα έγραφε το 2010. Τι θα έγραφε αν ζούσε ακόμα σήμερα;

Όπως η εμβάθυνση στη μελέτη μιας εποχής μαζικής καταστροφής εκθέτει τον συγγραφέα, ή και τον ιστορικό θα προσέθετα εγώ, σε υπαρξιακή αποσταθεροποίηση, έτσι και η βαθιά σχέση με έναν Άλλον απαιτεί διάθεση εσωτερικής ανασκαφής, ικανότητα να κρατήσουμε χώρο για τον πόνο του άλλου χωρίς να χαθούμε σε αυτόν. Η Tolentino δεν επιχειρεί να γράψει μια ιστορία του εαυτού στο σύγχρονο δυτικό κατακερματισμένο κόσμο· ούτε να θεραπευτεί μέσα από την αφήγηση. Μέσα σε άλλες θεματικές θίγει το σύγχρονο τοπίο των σχέσεων μέσα από παραδείγματα σε ατομικό, συλλογικό και πολιτισμικό επίπεδο, αξιοποιώντας εμπειρικό υλικό από την καθημερινότητα, τις κοινωνικές προσλαμβάνουσες, τα chat στο messenger και στο Instagram, τα dating apps αλλά και τη μαζική κουλτούρα και τη σύγχρονη θεωρία. Το σημείο εκκίνησης είναι η προσωπική παρατήρηση· το πεδίο όμως ανάλυσης είναι εκείνο των cultural studies, της ιστορίας του συναισθήματος, της θεωρίας του φύλου και της φεμινιστικής σκέψης.

Αυτό το βιβλίο, προφανώς, δεν είναι εγχειρίδιο σχέσεων. Είναι περισσότερο ένα δοκίμιο εμπειρίας, ένα πλέγμα από προσωπικά καρέ, ιστορικές παρατηρήσεις και στοχασμούς πάνω στη φύση της αγάπης, της απώλειας και της ανθρώπινης επαφής. Ξεκινώντας από την παιδική εμπειρία της απόρριψης και προχωρώντας ως τη θεωρητική συνάντηση με τον Άλλον, προσπαθεί να ανιχνεύσει τα νήματα που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, την προσωπική ιστορία με τη συλλογική, τη μοναξιά με την επιθυμία για σύνδεση. Αν η ιστορία μπορεί να μας μάθει κάτι για τις σχέσεις, είναι ίσως αυτό: ότι η αγάπη, όπως και η μνήμη, απαιτεί κόπο, συνέπεια και φαντασία. Και ότι η ενσυναίσθηση δεν είναι μόνο πολιτική στάση – είναι και πράξη φροντίδας, ίσως η πιο επαναστατική που μας απομένει.

Ζούμε σε μια εποχή στην οποία η μοναξιά δεν βιώνεται πλέον ως εξαίρεση ή προσωρινή κατάσταση, αλλά ως νέα κανονικότητα· συχνά ως τρόπος ύπαρξης. Η τεχνολογική πρόοδος και η διαρκής διασύνδεση δεν φαίνεται να εξασφαλίζουν ουσιαστική σύνδεση. Αντιθέτως, μέσα από έναν κατακερματισμένο κόσμο επιλογών, προσδοκιών και ετικετών, οι σχέσεις γίνονται πιο ρευστές, πιο πολύπλοκες – και, ειρωνικά, πιο δύσκολες.

Διαβάζοντας το βιβλίο, μου ήρθε στο μυαλό η μεγαλύτερη, ίσως, διανοήτρια του 20ου αιώνα Susan Sontag, στο Regarding the Pain of Others (Παρατηρώντας τον Πόνο των Άλλων),[2] όπου μιλά για την πρόκληση του να βλέπεις τον πόνο του άλλου χωρίς να τον καταναλώνεις· πρόκληση που ισχύει εξίσου όταν προσπαθείς να τον αφηγηθείς ή να τον συναισθανθείς. Έτσι και η βαθιά σχέση με έναν Άλλον απαιτεί διάθεση εσωτερικής ανασκαφής, ικανότητα να κρατήσουμε χώρο για τον πόνο του άλλου χωρίς να χαθούμε σε αυτόν. Αυτό που περιγράφει η Sontag στην πολιτική και οπτική της βίας, ισχύει – τηρουμένων των αναλογιών – και στις προσωπικές μας σχέσεις: η συνάντηση με τον Άλλον, όταν είναι αληθινή, δεν είναι ποτέ εύκολη, ούτε άνετη. Απαιτεί το θάρρος να παραμείνουμε κοντά στον πόνο χωρίς να τον μετατρέψουμε σε αφήγηση που μας βολεύει· απαιτεί να δούμε, χωρίς να καταναλώσουμε. Ίσως γι’ αυτό και η ενσυναίσθηση, δεν είναι συναισθηματική ευκολία, ούτε απλώς καλοσύνη· είναι ηθική πράξη, πράξη συνύπαρξης. Και σε μια εποχή που η μοναξιά μοιάζει να έχει γίνει κανόνας και η επικοινωνία εργαλειακή, αυτή η πράξη αποκτά σχεδόν επαναστατικό χαρακτήρα.

 Η φθορά της εγγύτητας

Πώς φτάσαμε λοιπον σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, όπου η μοναξιά μοιάζει να έχει μετατραπεί από περιστασιακή συνθήκη σε κανονικότητα, και μάλιστα σε τρόπο ύπαρξης; Ποια είναι τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν στην αποξένωση, όταν οι άνθρωποι παρόλο που συνυπάρχουν με άλλους, συχνά νιώθουν πιο απομονωμένοι από ποτέ; Ποιοι μηχανισμοί, ποιες κοινωνικές και πολιτισμικές μετατοπίσεις, αλλά και ψυχολογικές διαδικασίες, έχουν διαμορφώσει έναν κόσμο στον οποίο οι ανθρώπινες σχέσεις, που άλλοτε θεωρούνταν θεμέλιο της κοινωνικής ζωής, φαίνεται να υποχωρούν συνεχώς μπροστά στην απομόνωση και στην αναζήτηση εσωτερικής πληρότητας μέσα από ατομικές πορείες; Αυτό δεν αφορά μόνο τη σημερινή γενιά των σαράντα και κάτι, αλλά και την προηγούμενη, εκείνη των τριάντα και, η οποία είχε ήδη αρχίσει να βιώνει την απομάκρυνση από τις παραδοσιακές έννοιες της σχέσης και της συντροφικότητας.

Αν και οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές έχουν διαμορφώσει διαφορετικά το τοπίο για τις δύο γενιές, η ανάγκη για ατομική ολοκλήρωση και αυτονομία, που σήμερα φαίνεται κυρίαρχη, υπήρξε εξίσου επιτακτική και για τους ανθρώπους που μεγάλωσαν υπό τις επιρροές του περασμένου αιώνα. Εδώ, ο όρος «γενιά» νοείται όχι απλώς βιολογικά ή χρονολογικά, αλλά ως μορφή κοινωνικής συνθήκης και πολιτισμικής υποκειμενοποίησης. Ιδίως η «κοινωνική γενιά» – κατά τη διατύπωση του Γιάννη Μπαλαμπανίδη – «συνδέεται με ιστορικά γεγονότα που διαμορφώνουν διακριτές στάσεις στη συγκρότηση των ατόμων σε ένα κοινό γενεακό πλαίσιο, το οποίο δημιουργεί κοινές ιστορικο-κοινωνικές κοσμοεικόνες».[3] Και οι δύο γενιές λοιπόν, αλλά και όσες ακολουθούν μετά το 2000, βρίσκονται σε έναν κόσμο που, παρά τη συνύπαρξη και την τεχνολογική διασύνδεση, καταλήγουν συχνά να συνειδητοποιούν ότι η αυθεντική σύνδεση με τους άλλους απαιτεί προσωπική θυσία, αναγνώριση των συναισθημάτων τους και ταυτόχρονα αποδοχή της φθοράς που συνεπάγεται η συνύπαρξη με άλλους. Στην εποχή μας, όπου η ατομικότητα και η προσωπική επιτυχία συχνά τίθενται πάνω από τη συλλογική ευημερία, οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν αρχίσει να θεωρούνται περισσότερο ως επιμέρους και προσωρινές συνδέσεις παρά ως μόνιμοι και ουσιαστικοί δεσμοί. Σε αυτές τις, συχνά ανατριχιαστικές, περιγραφές της Tolentino για τις πρακτικές γνωριμιών στις σύγχρονες πλατφόρμες, αναγνώρισα διάσπαρτα κομμάτια από τη ζωή μας – κομμάτια που, άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε κραυγαλέα, αποκαλύπτουν τη νέα μας συναισθηματική συνθήκη.

Η ταχύτητα των σύγχρονων ρυθμών ζωής, η τεχνολογική ανάπτυξη, η υπερπληροφόρηση, οι κοινωνικές ανακατατάξεις και οι αλλαγές στις παραδοσιακές αξίες είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που έχουν επηρεάσει τη φύση των σχέσεων. Η αποδοχή της μοναξιάς ως φυσική κατάσταση ή ακόμα και ως επιλογή έχει βαθιές ρίζες στην αίσθηση του πλήρους ελέγχου του ατόμου πάνω στη ζωή του. Από πότε η ανθρώπινη ζωή βιώνεται τόσο αβίαστα μέσα στα στενά όρια του περιορισμένου μας μικρόκοσμου;

Όλες οι σχέσεις του κόσμου – και καμία που να μας χωρά

Η επιλογή συντρόφου υπήρξε ανέκαθεν μία από τις πλέον κρίσιμες αποφάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου. Ωστόσο, αναδύεται μια αποκαρδιωτική διαπίστωση. Εάν κάποτε, στο μέλλον, ο πλανήτης μας εξακολουθεί να υφίσταται και οι σελίδες αυτές πέσουν στα χέρια των ανθρώπων που θα μας διαδεχθούν, ίσως μπορέσουν να κατανοήσουν το βάθος της κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως η αναζήτηση και η διατήρηση της αγάπης στη σύγχρονη εποχή είναι μια πρόκληση που ξεπερνά κάθε δυσκολία που έχει καταγραφεί στην σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία. Και ας θεωρηθεί υπερβολική αυτή η διατύπωση.

Ένας λόγος είναι ότι σήμερα υπάρχουν περισσότερες παραλλαγές για το τι θεωρείται αποδεκτή σχέση. Μπορείς να είσαι μονογαμικός ή σε μια πολυγαμική σχέση, να ζεις μαζί ή να ζεις χωριστά – υπάρχουν δεκάδες μορφές σχέσεων. Situationship ή όχι, ανοιχτές σχέσεις ή και όχι τόσο ανοιχτές, με δύο, τρεις ή πέντε μαζί, ασεξουαλικές -ναι φυσικά, υπάρχει, ενημερώνομαι ότι σε αυτού του είδους τη σχέση τα άτομα δεν ενδιαφέρονται για τη σεξουαλική επαφή αλλά μοιράζονται βαθιά συναισθηματική σύνδεση (λες και δεν μπορείς να κάνεις και τα δύο εντός μίας σχέσης, πρέπει να βρούμε μία ακόμα ταμπέλα για το είδος της σχέσης), queerplatonic relationships (sic) ή απλώς «ρομαντικές σχέσεις χωρίς σεξ» (κατηγορία σε Dating apps), όλα καθιστούν την ερωτική μας ζωή ένα αχαρτογράφητο πεδίο με ατελείωτες παραλλαγές ταμπέλων και ετικετών. Αυτό κάνει την εύρεση του συντρόφου που ταιριάζει στον τελικό σου στόχο πιο απαιτητική. Λησμόνησα ένα είδος που μου έκανε εντύπωση, τις «αρομαντικές σχέσεις (aromantic relationships)», σχέσεις στις οποίες τα άτομα δεν βιώνουν ρομαντική έλξη, αλλά μπορεί να επιδιώκουν άλλες μορφές εγγύτητας (π.χ., φιλία, οικογενειακό δέσιμο). Αλλά, έχουμε και τις εξής κατηγορίες: Αυτοσχέδιες σχέσεις (DIY relationships), αντίστροφες σχέσεις (reverse relationships), σχέσεις BDSM ή D/s (Dominance/submission relationships), σχέσεις σε φάση εξερεύνησης φύλου (gender-expansive relationships), μοναχικές σχέσεις (solo polyamory), σχέσεις «φροντιστών» (caregiver/little relationships), ασυμμετρικές σχέσεις (asymmetrical relationships) -και όμως, υφίστανται-, σχέσεις χωρίς προσδοκίες (no-strings-attached relationships), σχέσεις ανά διαστήματα (on-again, off-again relationships) και πολλά άλλα. Τί πρωτόγνωρα όλα για ένα μυαλό που διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αρχών του 90.

Ζητάμε περισσότερα από τον σύντροφό μας από ποτέ; Στο παρελθόν, ο σύντροφος ήταν εκείνος που συνέβαλλε στην προστασία της οικογένειας, στην ανατροφή των παιδιών ή στη φροντίδα της καθημερινής επιβίωσης – είτε αυτή αφορούσε τη φάρμα είτε το σπίτι. Με το πέρασμα του χρόνου, ο ρόλος αυτός μετατοπίστηκε: ο σύντροφος έγινε ο συνοδοιπόρος, ο άνθρωπος που θα μοιραζόταν όχι μόνο τις υποχρεώσεις αλλά και τη ζωή ως εμπειρία και νόημα. Σήμερα, όπως τονίζει ο ψυχολόγος Eli Finkel στην έρευνά του με τον εύγλωττο τίτλο «Η ασφυξία του γάμου», έχουμε φτάσει σε ένα σημείο «αυτο-εξέλιξης», όπου αναζητούμε τα πάντα από τον σύντροφό μας. Θέλουμε να είναι διανοητικά ίσος με εμάς, να είναι ο «διευθύνων σύμβουλος» της επιχείρησης που θα ξεκινήσουμε, να είναι ένας εξαιρετικός συνεργάτης στην ανατροφή των παιδιών, να είναι ένας καταπληκτικός ερωτικός σύντροφος.[4]

Μας εξαπατά η ίδια η παραδοξότητα της επιλογής. Πιστεύουμε ότι έχουμε ατελείωτες επιλογές. Στην πραγματικότητα όμως, αν κατεβάζατε εκατό εφαρμογές γνωριμιών, πόσα πραγματικά ραντεβού θα μπορούσατε να κανονίσετε μέσα σε μια εβδομάδα; Είναι περιορισμένα, οπότε δεν έχουμε τόσες επιλογές όσες νομίζουμε.

Διαβάζω σε μια συνέντευξη του David Robson, ειδικού για το Tinder, στο BBC με τον τίτλο «Γιατί είναι ακόμα δυσκολότερο να βρεις την αγάπη σήμερα», ότι υφίσταται ένα ακόμα παράδοξο στην εποχή μας, ότι, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι είναι λιγότερο ευχαριστημένοι με τις σχέσεις τους, πολλοί γάμοι σήμερα παρουσιάζουν «χαμηλή ικανοποίηση», και υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία επιλογών, και αυτό οδηγεί στην πεποίθηση ότι «το γρασίδι είναι πιο πράσινο στην άλλη πλευρά». Επίσης, έχουμε περισσότερη γνώση.[5]

Άρχισα να αναρωτιέμαι για τις άλλες ιστορίες που διαμορφώνουν τη ζωή μας: τις προσωπικές μας ιστορίες, αυτές των σχέσεων. Ζούμε σε μια εποχή που οι σχέσεις μοιάζουν πιο πολύπλοκες από ποτέ. Η αμεσότητα της τεχνολογίας υπόσχεται σύνδεση, αλλά συχνά μας αφήνει ναυαγούς μιας αποξενωμένης επικοινωνίας. Η ελευθερία των επιλογών μάς χαρίζει δυνατότητες, αλλά συχνά μας φορτώνει με ανασφάλειες και αβεβαιότητα.

Αναρωτιέμαι αν στις σχέσεις μας είμαστε αμνησιακοί. Η σύνδεση με την ιστορική εμπειρία μπορεί να προσφέρει μια προοπτική για το πώς προσεγγίζουμε τις σχέσεις σήμερα. Αν η ανθρώπινη φύση είναι πράγματι αμνησιακή, τότε δεν είναι μόνο η ιστορική μνήμη που παρακμάζει, αλλά και η συλλογική και ατομική μας ικανότητα να θυμόμαστε τι σημαίνει να σχετιζόμαστε ουσιαστικά. Οι σχέσεις μας επηρεάζονται από τα ίδια μοτίβα επανάληψης: ξεχνάμε πώς να συνδεθούμε, πώς να δείξουμε φροντίδα ή πώς να δημιουργήσουμε χώρο για τον άλλον.

Η μελέτη του παρελθόντος, λοιπόν, μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης για την κατανόηση των σχέσεων. Όπως οι κοινωνίες που κατέρρευσαν υπό το βάρος της ηθικής ή πολιτικής παρακμής, έτσι και οι σχέσεις μας μπορούν να διαλυθούν όταν χάσουμε την ενσυναίσθηση, όταν ο μικρόκοσμος του εαυτού μας γίνεται αδιαπέραστος.

Πώς η ιστορία –αυτή η συλλογική μνήμη– μπορεί να μας διδάξει κάτι πολύτιμο για την αγάπη, τη σύνδεση και την ανθεκτικότητα; Αν η φαντασία είναι το εργαλείο που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το σκοτάδι του παρελθόντος, ίσως είναι και το μέσο που μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ουσιαστικές και θεραπευτικές σχέσεις στο παρόν.

 Ψηφιακοί εαυτοί και συναισθηματικός καπιταλισμός

 Ο Zygmunt Bauman στο Liquid Love: On the Frailty of Human Bonds (Polity Press, Cambridge 2003) μιλά για τη ρευστότητα των σύγχρονων σχέσεων, που έχουν χάσει τη σταθερότητα, την αντοχή στον χρόνο και την αίσθηση του ρίσκου. Τα dating apps ευνοούν τη μη δέσμευση. Στο βιβλίο της Alone Together: Why We Expect More from Technology and Less from Each Other (Basic Books, New York 2012), η κοινωνιολόγος Sherry Turkle μιλά για την ψηφιακή κατασκευή του εαυτού ως μια διαδικασία διαμεσολαβημένη από τις πλατφόρμες, όπου ο χρήστης προσαρμόζει την ταυτότητά του για να χωρέσει στα constraints και τις προσδοκίες του ψηφιακού μέσου. Η κοινωνιολόγος Eva Illouz στο Cold Intimacies. The Making of Emotional Capitalism (Polity Press, Cambridge 2007), αναλύει τον εκλογικευμένο ρομαντισμό και τη μετατροπή της συναισθηματικής ζωής σε πεδίο καπιταλιστικής διαχείρισης. Τα dating apps εντάσσονται σε ένα νέο «παζάρι» αγάπης, όπου οι χρήστες λειτουργούν ως homo economicus, διαλέγοντας εταίρους με όρους cost-benefit. Εδώ η κοινωνική αλληλεπίδραση ομοιάζει με θεατρικό παίγνιο, με μπροστινή και παρασκηνιακή σκηνή. Στην εποχή των apps, αυτό το σχήμα γίνεται πιο έντονο, καθώς το «προφίλ» λειτουργεί ως προσχεδιασμένη σκηνική εικόνα. Στο How We Became Posthuman. Virtual Bodies in Cybernetics, Literature, and Informatics (The University of Chicago Press, Chicago 1999), η καθηγήτρια λογοτεχνίας στο USC N. Katherine Hayles υποστηρίζει ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες μάς μετατρέπουν σε κυβερνο-υποκείμενα: το σώμα «εκπροσωπείται» από data, εικόνες και metadata, το μετα-ανθρώπινο υποκείμενο ενώνεται με την τεχνολογία και ανακατασκευάζει τη θηλυκότητα έξω από παραδοσιακά σχήματα.

Αντί επιλόγου

Όταν αναλογιζόμαστε τους στοχασμούς της Tolentino στο Trick Mirror, διαφαίνεται πως στη σύγχρονη εποχή ο άνθρωπος αντικατοπτρίζεται συνεχώς μέσα από καθρέφτες που παραμορφώνουν: Μέσα από τις επιφανειακές αντανακλάσεις των social media και των πλατφορμών γνωριμιών. Η ψηφιακή μας παρουσία δημιουργεί μια ταυτότητα ρευστή, ευέλικτη και μεταβαλλόμενη, αλλά συχνά αποκομμένη από τον εσωτερικό της πυρήνα. Με παρόμοιο τρόπο, οι σχέσεις – όπως και η ίδια η αγάπη – φαίνονται πλέον να σχηματίζονται όχι ως αυθόρμητη επιθυμία για τον Άλλον, αλλά ως προϊόν στρατηγικών ορατότητας, συναισθηματικού κόστους και πολιτισμικού branding. Σε αυτό το «παραμορφωτικό κάτοπτρο» της σύγχρονης κοινωνίας, η αληθινή αγάπη ίσως επιβιώνει πλέον μόνο ως πράξη αντίστασης – η ζωντανή δήλωση μιας ύπαρξης που παλεύει για την αυθεντικότητά της.

 

(*) Η Άννα Μαρία Δρουμπούκη είναι είναι διδάκτορας Νεότερης Ιστορίας του ΕΚΠΑ

[1] Tony Judt, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, σ. 130.

[2] Susan Sontag, Regarding the Pain of Others, Picador, Μ. Βρετανία 2004.

[3] Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης. Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς, Πόλις, Αθήνα 2022, σ. 164.

[4] Eli J. Finkel, “The Suffocation of Marriage: Climbing Mount Maslow Without Enough Oxygen”, Psychological Inquiry, 25: 1–41, 2014, σ. 2-41.

[5] Why it could be harder to find love nowadays, https://www.bbc.com/future/article/20240410-how-love-is-changing-in-the-tinder-age (13.4.2025).

 

Jia Tolentino, Trick Mirror: Reflections on Self-Delusion, HarperCollins Publishers, 2019 (Τζία Τολεντίνο, Ο Πλαστός Καθρέφτης: Σκέψεις για την Αυταπάτη του Εαυτού)

Προηγούμενο άρθρο7 + 1 αιχμές για τη λογοτεχνία του Φανταστικού (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου) (2023-2025)
Επόμενο άρθροΟ τρόμος της γύμνιας μπροστά σε οικεία ή ανοίκεια βλέμματα (γράφει η Τζούλια Γκανάσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ