«…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». Ιδανική συνάντηση του Χρόνη Μίσσιου με το θέατρο (της Όλγας Σελλά)

0
396

της Όλγας Σελλά

Ήταν από τα βιβλία που δεν μπορούσα να τα φανταστώ στη σκηνή. Να πω την αλήθεια, τη φοβόμουν τη μεταφορά του στη σκηνή. Το long best seller βιβλίο του  Χρόνη Μίσσιου «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (εκδ. Γράμματα), ένα  ανατριχιαστικά επίκαιρο βιβλίο, που μίλησε πολύ νωρίς, το 1985, με σθένος, διορατικότητα, σοφία και αμεσότητα, και για τις μετεμφυλιακές περιπέτειες των αριστερών και για την Αριστερά, πώς μπορούσε να παρασταθεί; Ένας πυκνός μονόλογος, μια χειμαρρώδης εκμυστήρευση στον παλιό φίλο που δεν υπάρχει πια. Στον φίλο που «σκοτώθηκε νωρίς» και γλίτωσε βασανιστήρια, διαψεύσεις, απογοητεύσεις, ματαίωση…

Κι όμως, η σκηνοθέτρια Σοφία Καραγιάννη το πήρε στα χέρια της –υπογράφει και τη δραματουργική επεξεργασία μαζί με τη Μυρτώ Αθανασοπούλου-, κράτησε την ψίχα του βιβλίου χωρίς να λείπει τίποτα ουσιαστικό, κράτησε ατόφια την προσωπικότητα του Χρόνη Μίσσιου έτσι όπως αναδύεται μέσα από τις σελίδες της αφήγησης (την αισιοδοξία του, τη γενναιότητα και την τόλμη του, την αποκοτιά του, την αγάπη του για τη ζωή μέσα στα πιο πυκνά σκοτάδια) και μετέφερε με ένα εξαιρετικά δημιουργικό θεατρικό τρόπο αυτό το εμβληματικό βιβλίο στη σκηνή του θεάτρου. Στο «Σύγχρονο Θέατρο» φέτος, για δεύτερη χρονιά. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πω πιο αναλυτικά το περιεχόμενο του βιβλίου. Θεωρώ ότι το έχουμε διαβάσει όλοι και όλες. Από τις πρώτες εκδόσεις. Μπαίνω κατ’ ευθείαν στη σκηνική του μεταφορά.

Ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες αποτελούν το σκηνικό. Ένα τραπέζι στρωμένο, ποτήρια, πιάτα, μαχαιροπήρουνα, καράφες με νερό και κρασί κόκκινο –όλα τα απαραίτητα, το σημείο όπου μαζεύονται οι φίλοι, ο χώρος της ευωχίας, το σημείο της ανεμελιάς και των εκμυστηρεύσεων. Η παράσταση αρχίζει με τον ηθοποιό που υποδύεται τον Χρόνη Μίσσιο (Ιωσήφ Ιωσηφίδη) μόνο του στο τραπέζι, ν’ ανάβει τσιγάρο (πιο εύγλωττη εικόνα του Μίσσιου δεν θα μπορούσε να υπάρχει). Τα φώτα σβήνουν και βλέπουμε μόνο την κάφτρα του τσιγάρου… Κι αμέσως μετά αρχίζει η αφήγηση. Κι εκείνο το τραπέζι γίνεται τόποι φυλακών και εξορίας, γίνονται απομόνωση, γίνονται αίθουσες βασανιστηρίων, γίνονται στιγμές ανεξίτηλων σχέσεων σμιλεμένων σε ακραίες συνθήκες διαβίωσης, γίνονται τραγούδι –ναι, τραγούδι- μ’ έναν τρόπο άκρως θεατρικό, διόλου διδακτικό, διόλου συναισθηματικό. Μόνο ευθύ, άμεσο, ειλικρινή, τρυφερό όπου χρειάζεται, ανελέτητα απάνθρωπο συχνά, ακολουθώντας με απεριόριστο σεβασμό, αλλά και ευφυΐα, το κείμενο. Με ποια σκηνικά εργαλεία; Μόνο με όσα υπάρχουν ή διαμορφώνουν ένα καλό τραπέζωμα. Και μ’ έναν αριστοτεχνικό συνδυασμό του ρεαλισμού και των σκηνικών δρόμων του συμβολισμού που δημιουργεί η εμπνευσμένη  φαντασία στο θέατρο. Και δεν μπορεί κανείς απ’ όσους το είδαμε να ξεχάσει εκείνο το ανατριχιαστικό τρίξιμο που κάνει το μαχαίρι στο πορσελάνινο πιάτο κόβωντας το μήλο, που είναι η σκηνική απεικόνιση του μαστιγώματος!

Οι τέσσερις ηθοποιοί επί σκηνής (Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος) έγιναν πολλοί ρόλοι, όπως πολλές ήταν και οι μνήμες, πολλοί και οι άνθρωποι που άγγιξαν τις μνήμες. Και μετέφεραν την εμμονή, το μίσος, το διχασμό, τη συντροφικότητα, το σπάσιμο των στερεοτύπων που δεν άντεχε η Αριστερά (ποινικοί – πολιτικοί), τις στιγμές των απολαύσεων και της δοτικότητας μέσα κι έξω από τις φυλακές. Γίνονταν από τη μια στιγμή στην άλλη μέλη των κοινοτήτων που συνάντησε, αναγκαστικά, ο Χρόνης Μίσσιος στη διαδρομή του –και όχι μόνον εκείνος. Οι σύντροφοι, οι εκπρόσωποι της εξουσίας, οι βασανιστές, οι ποινικοί, η οικογένεια…

Ένας μονόλογος που ζωντάνεψε επί σκηνής από τέσσερις ηθοποιούς, ένας μονόλογος που διατρέχει μια πυκνή, έντονη και φορτισμένη εποχή της μεταπολεμικής Ελλάδας, ένα κείμενο που την ζωντανεύει άμεσα και ανεπιτήδευτα, μια παράσταση που συνταίριαξε θαυμαστά όλα τα μέρη που την αποτέλεσαν.  Δικαίως τιμήθηκε η παράσταση από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών φέτος, με το βραβείο δραματουργίας (Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου), και με το βραβείο νέου ηθοποιού ο Δημήτρης Μαμιός.

Με μια οικονομία λόγου ζηλευτή, η Σοφία Καραγιάννη και η Μυρτώ Αθανασοπούλου, «τρυγάνε» από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου το χυμό κορυφαίων στιγμών, συμπεριφορών ή συναισθημάτων. Με φυσικό τρόπο, με τρυφερό τρόπο, με το απεριόριστο και ακατανίκητο πάθος για ζωή που εντοπίζεται στο λουλουδάκι που φυτρώνει στο τσιμέντο της φυλακής. Με την ίδια φυσικότητα λέγονται και οι πικρές αλήθειες, («Καλά που δεν νικήσαμε», λέει σε κάποια στιγμή ο Μίσσιος), και η συνειδητοποίηση της ματαίωσης για πολλούς ανθρώπους, που συνέχισαν «χωρίς προοπτική, χωρίς μύθο, χωρίς ιδεολογία, να σέρνουμε το καρότσι της ζωής μας».

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη, Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου, Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα , Μουσική: Μάνος Αντωνιάδης, Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα, Φωτισμοί: Βασιλική Γώγου, Βοηθός σκηνοθέτη: Αθανασία Κυμπούρη, Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Trailer: Στέφανος Κοσμίδης, Παραγωγή:GAFF

 

Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης  Μαμιός, Γιάννης Μάνθος

 

Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι, Μετρό Κεραμεικός). Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.15μ.μ.

Προηγούμενο άρθρο50 χρόνια Πολυτεχνείο – Το υπόγειο ρεύμα που εμπόδισε τη χουντοδημοκρατία (του Μάκη  Ανδρονόπουλου)
Επόμενο άρθροΤα Βραβεία του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ