του Δημήτρη Χριατόπουλου (*)
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Πρώτη διερώτηση: Ποιο είναι το κίνητρο ενός εκδότη να ασχοληθεί εκ νέου με το έργο ενός συγγραφέα το οποίο πολλοί νεότεροι αγνοούν παντελώς και άλλοι το συνάντησαν στα νεανικά τους χρόνια με διαφορετικό ορίζοντα προσδοκιών λόγω του κλίματος της μεταπολίτευσης στο οποίο επιπόλαζαν οι πολιτικές συζητήσεις και άνοιγαν τα στόματα για τα χρόνια του Εμφυλίου που ακόμα μας στοιχειώνουν;
Δεύτερη διερώτηση: Γιατί επανερχόμαστε στο συλλογικό τραύμα του Εμφυλίου; Δεν μπούχτισε ο σύγκαιρος αναγνώστης να διαβάζει ξανά και ξανά τις ίδιες πάνω-κάτω αιματηρές και δραματικές ιστορίες, από τη στιγμή που υπάρχουν πιο επίκαιρα θέματα που τον απασχολούν;
Από τις εκδόσεις Κίχλη το 2017 – τη χρονιά που έφυγε από τη ζωή ο Χριστόφορος Μηλιώνης – επανεκδόθηκε η βραβευμένη συλλογή διηγημάτων του «Καλαμάς κι Αχέροντας». Το εγχείρημα αυτό έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει το αναγνωστικό κοινό μια εμβληματική μέχρι σήμερα συλλογή αλλά και να γραφτούν νέες και αξιόλογες κριτικές τριάντα χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου (Στιγμή 1985, Κέδρος 1990, 1993).
Επτά χρόνια μετά, πάλι από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφόρησαν τα «Ακροκεραύνια». Το τρίτο βιβλίο του Μηλιώνη – προηγήθηκαν εκδοτικά το «Παραφωνία» (1961) και «Το πουκάμισο του Κένταυρου (1971) – και πρώτο μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος ύστερα από μεσολάβηση του Στρατή Τσίρκα, βιβλίο με το οποίο ο Μηλιώνης αρχίζει πλέον να γίνεται ευρύτερα γνωστός.
Ο Σπύρος Τσακνιάς (1998: 14) παρατηρεί πως η πτώση της Δικτατορίας σημαδεύει το τέλος μιας μακράς περιόδου εμφυλιακών ψυχώσεων και το κλίμα της Μεταπολίτευσης ευνοεί την απόψυξη ενός θεματικού υλικού, αλλά και ενός θυμικού δυναμικού που έως τότε έμεναν μισοκαλυμμένα μέσα σε υπαινικτικές αναφορές ή κάπως ομιχλώδεις συμβολικές παραστάσεις στο έργο του Μηλιώνη. Ο Δημήτρης Τζιόβας, με τη σειρά του, αναφερόμενος σε μυθιστορήματα που εκδόθηκαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης (Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου [1975], ο Ιαγουάρος του Αλέξανδρου Κοτζιά [1987] και η Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού [1994], διαπιστώνει ότι μετατόπισαν το ενδιαφέρον «από την αναζήτηση της αντικειμενικής διερεύνησης των γεγονότων στο υποκείμενο που εμπλέκεται στη διαδικασία της ενθύμησης ή της ανάγνωσης» (Τζιόβας 2022: 141). Είναι αξιοπρόσεκτο και άξιο περαιτέρω διερεύνησης το γεγονός ότι ο Δ. Ραυτόπουλος στη μελέτη του Εμφύλιος και Λογοτεχνία (2012) αγνοεί επιδεικτικά και δεν κάνει καμία αναφορά στα Ακροκεραύνια.
Ο Μηλιώνης με τα Ακροκεραύνια – που δεν κέρδισαν την αναγνωρισιμότητα άλλων ομόθεμων μυθιστορημάτων – αδιαφορώντας για τα γεγονότα και τις ερμηνείες τους, εστιάζει το ενδιαφέρον του στα τραύματα του Εμφυλίου, στην άσκοπη και παράλογη βία, στην απουσία νικητών και ηττημένων.
Με το ομώνυμο και εκτενέστερο κεφάλαιο/μέρος τού ατύπως σπονδυλωτού αυτού μυθιστορήματος μεταφερόμαστε στα πρώτα χρόνια του Εμφυλίου και με συνεχείς συνειρμικές παρεκβάσεις στα χρόνια της ιταλικής κι έπειτα γερμανικής Κατοχής κι ακόμα πιο πριν από τον πόλεμο, για να μάθουμε την ιστορία της οικογένειας του αφηγητή-ήρωα, του δεκαεξάχρονου Χαρίλαου (περίπου στην ίδια ηλικία με τον συγγραφέα), από την οπτική γωνία του οποίου εκρέει η αφήγηση. Πρόκειται για τον ίδιο “αντανακλαστικό” αφηγητή που συναντάμε σε όλα τα βιβλία του συγγραφέα. Εμφανής και εδώ η αντίθεση, ή μάλλον η διαλεκτική: παρελθόν vs παρόν, με διαχωριστική γραμμή την εμπόλεμη βία που συνιστά μία παρά φύσει ασυνέχεια στη ροή του χρόνου: «Αυτά ώσπου ν’ αρχίσει ο πόλεμος, που τ’ άλλαξε όλα».
Με το τρίτο κεφάλαιο συντελείται και η μετάβαση από το χωριό στην πόλη, τα Γιάννενα. Ιστορικός χρόνος: 1947-1948. Πατέρας (ο δάσκαλος) και γιος (ο Χαρίλαος) βρίσκονται, πρόσφυγες, μαζί με άλλους «ανταρτόπληκτους» στην πόλη, αναζητώντας απεγνωσμένα στέγη. Ο πατέρας, χωρίς πλέον δικό του σχολείο (απασχολείται σε γραφείο της Νομαρχίας), σε λίγο θα αναγκαστεί να επιστρέψει στα χωριά, ύστερα από υπηρεσιακή εντολή, για να «φρονηματίσει» τους κατοίκους, ενώ ο γιος θα παραμείνει μόνος του στην πόλη. Στο μέρος αυτό ο Μηλιώνης ανατέμνει τη νόθα αστικοποίηση, τονίζοντας τις αντιθέσεις σε ανθρώπινους τύπους. Το Ξενοδοχείο «Η ωραία Ελλάς» συνιστά συνεκδοχικά ένα σκηνικό αντιπροσωπευτικό ολόκληρης της Ελλάδας που γεννιέται βίαια μετά το τέλος του πολέμου, ενώ ένας αιματηρότερος και διαρκέστερος πόλεμος μόλις ξεκινά – εποχή από όπου πηγάζει η παθογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έτσι το Ξενοδοχείο «Η Ωραία Ελλάς», με το μικρό δωμάτιο του τετάρτου ορόφου, «κάτι σαν σοφίτα, με δυο σιδερένια ντιβάνια», προβάλλεται κατά συνεκδοχή ως το δυστοπικό μέλλον της χώρας. Ο κλειστός τόπος, με τα συννεφιασμένα βουνά της Πίνδου αντίκρυ γίνεται η μεταπολεμική Ελλάδα που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής στους ανθρώπους που επέλεξαν να μην την εγκαταλείψουν. Ταυτόχρονα μεταβάλλεται σε ένα εσωτερικό-ψυχικό τοπίο, από τη στιγμή που ως σκηνικό ενσωματώνει έναν αξιακό κώδικα που δεν σέβεται την ιδιωτικότητα του προσώπου, καθιστώντας επισφαλή τη διαμονή σε αυτόν τον χώρο. Η «Ωραία Ελλάς», λοιπόν, με την έκδηλη ειρωνική φόρτιση είναι ο μικρόκοσμος της ελληνικής επαρχίας που σταδιακά αστικοποιείται, ενσωματώνοντας όλες τις στρεβλώσεις. Ο ξενοδόχος, ο μάγειρας, ο πάτερ Νικόδημος, ο κύριος Νίκος με την οικογένειά του και τις ύποπτες συναλλαγές με ανηλίκους στο ξενοδοχείο, ο φίλος ο Μάκης που φαίνεται πως άλλαξε ‘πλευρά’ και βρήκε μια θέση στο οκτατάξιο γυμνάσιο, ο Κόκκινος, ο επιθεωρητής που αντιμετωπίζει καχύποπτα τον δάσκαλο, και από την άλλη, ο σερβιτόρος, ο κύριος Αριστείδης και ο νεκροθάφτης ο Γιάννης Πλιάτσικας αποτελούν τις ψηφίδες του μικρόκοσμου που παρελαύνει πάνω στη σκηνή που στήνει επιδέξια ο Μηλιώνης.
Ο Μηλιώνης στο ακροτελεύτιο κείμενο του βιβλίου, με τίτλο «Η Αποκριά», χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα τον εμβληματικό στίχο του Μίλτου Σαχτούρη Μακριά σ’ ένα άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά από το ποίημά του «Η Αποκριά» (προμετωπίδα που, εκτός των άλλων, δηλώνει τη διακειμενική συνομιλία του πεζογράφου με τη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά, στην οποία δεν ανήκει βέβαια χρονολογικά αλλά σαφώς συγγενεύει ψυχικά και ιδιοσυγκρασιακά). Θα λέγαμε πως το ποίημα του Σαχτούρη αποτελεί μια πυκνή ποιητική εικόνα την οποία ο Μηλιώνης αναπτύσσει αφηγηματικά.
Ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εduardo Galeano εξομολογείται στο τελευταίο βιβλίο του Κυνηγός ιστοριών ότι εμπνεύστηκε την τριλογία του Μνήμη της φωτιάς από το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια», όπου η δήθεν νίκη του Μάρκου Αντώνιου στο Άκτιο περιγράφεται από έναν φτωχό μικροπωλητή, ανεβασμένο στο γαϊδουράκι του, που διαλαλεί την πραμάτεια του, και δεν τον ακούει κανείς. Το ποίημα αυτό, παραδέχεται ο συγγραφέας, του γέννησε την επιθυμία να γράψει για το παρελθόν και να αφηγηθεί τη μεγάλη Ιστορία μέσα από τη μικρή ιστορία (Galeano 2016: 213). Ο ίδιος σε άλλο σημείο του βιβλίου του αναφέρει: «Ο άνεμος σβήνει τα χνάρια των γλάρων. Η βροχή σβήνει τις πατημασιές των ανθρώπων. Ο ήλιος σβήνει τα χνάρια του χρόνου. Όσοι αφηγούνται ιστορίες αναζητούν τα χνάρια της χαμένης μνήμης, της αγάπης και του πόνου, που μπορεί να μη φαίνονται, αλλά δεν σβήνουν» (Galeano 2016: 3). Ο Μηλιώνης ανήκει σε αυτή την κατηγορία συγγραφέων, για τους οποίους ο χρόνος διαθέτει μια καθαρά υποκειμενική διάσταση και για τους οποίους η μνήμη δεν είναι είδος υπό εξαφάνιση· είναι το σπίτι μας μέσα σε έναν κόσμο που δεν μπορούμε πια να κατανοήσουμε, ίσως «γιατί ξεχάσαμε να διαβάζουμε τα σημάδια της βροχής, των άστρων, του αέρα» (Galeano 2016: 52). Γι’ αυτό και με το λογοτεχνικό του έργο δεν επιθυμεί να δεσμεύσει πολιτικά, κομματικά και ηθικά τον αναγνώστη, «δεν σηκώνει το δάχτυλο», δεν κάνει υποδείξεις, δεν «διδάσκει», αλλά επιδιώκει να ιδρύσει έναν αξιακό κώδικα, καταγράφοντας «μια ιστορία ευαισθησιών, όχι ξερά μια ιστορία γεγονότων ή εννοιών, ειπωμένη με μια κατ’ επίφασιν ουδέτερη παντογνωσία, […] χωρίς ωστόσο η συγκίνηση αυτή να αποδεσμεύεται από την έννοια της ιστορικής αλήθειας» (Αθανασοπούλου 2016: 25). Η λογοτεχνία, άλλωστε, δεν δημιουργείται απλώς από τα συναισθήματα. Είναι μια γλωσσική κατάκτηση που κατασκευάζεται στο καμίνι της συνείδησης και της βιωματικής εμπειρίας. Εξ ου και η ιστορία ως πανανθρώπινη υπόθεση αλλά και υπαρξιακό ζήτημα κατέχει κομβική θέση στο έργο του, καθώς του επιτρέπει πλάθοντας πολλαπλά κάτοπτρα/προσωπεία εαυτού, να ζει «χίλιες ζωές».
Ο Μηλιώνης υπηρετεί κατά κύριο λόγο τη μικροϊστορία και τη μικροαφήγηση, ακόμα και στις εκτενέστερες συνθέσεις του, όπως στα «Ακροκεραύνια», αναδεικνύοντας τα μικρά σημάδια της ζωής των ανθρώπων, τα πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκε, τους χώρους στους οποίους έζησε, το ατομικό-ανώνυμο πάθος στη χαώδη εκείνη περίοδο. Δεν στράφηκε, επομένως, στον ψυχρό ιστορικό ή κοινωνιολογικό προβληματισμό που άλλοι ομότεχνοί του επιχείρησαν προκειμένου να στοιχειοθετήσουν μια ιστορική αλήθεια, αλλά ο ίδιος, για να μην στεγνώσουν τα γεγονότα και χάσουν τη θερμοκρασία τους, εμβάθυνε στην έννοια του άλγους εξαιτίας του φόβου που σημαδεύει τον άνθρωπο στις οριακές στιγμές της ζωής του, του αλλάζει βηματισμό και τον σφραγίζει ανεξίτηλα. Και είναι αυτό το αίσθημα ενοχής για πράξεις ετεροπροσδιορισμένες, ο φόβος, το πένθος και η απώλεια που η ακαδημαϊκή Ιστοριογραφία δεν έχει τα εργαλεία να μετρήσει στην ψυχή όσων πέρα από τον Καλαμά έζησαν κάποτε την αθέατη όψη του θανάτου, παρά μόνο οι μικροϊστορίες εκείνες που μπορούν να καταμετρήσουν έναν έναν τους παλμούς των συνειδησιακών αδιεξόδων. Και ο Μηλιώνης με νηφαλιότητα και στέρεα γνώση έγραψε για τη γενιά του με τις εκδορές και τα τόσα σημάδια στο πρόσωπο· για τη γενιά εκείνη που ένιωθε ένοχη ενώπιον του εαυτού της επειδή επέζησε της πίστης της ότι κάπου υπάρχει ακόμα… ουρανός.
Ο Μηλιώνης εξακολουθεί και σήμερα να ταράζει τον υποψιασμένο αναγνώστη αλλά και να μελετάται προσεκτικά από παλαιότερους και νεότερους ερευνητές· εξακολουθεί να μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες· εξακολουθεί να εμπνέει διπλωματικές εργασίες και διδακτορικές διατριβές· εξακολουθεί με τη γραφή του να σπάει τη σιωπή, λέγοντας αλήθειες – με ασήκωτο βάρος – συχνά οδυνηρές αλλά αναγκαίες· εξακολουθεί να κοιτάζει από το ανοιχτό δυτικό παράθυρο, σηκώνοντας στη ράχη του ένα αγκωνάρι από το καμένο του σπίτι, ελπίζοντας με τις λέξεις του να χτίσει για κείνους που θα ’ρθουν ένα ολοκαινούργιο σπίτι με πολλά φαρδιά παράθυρα στραμμένα προς την ανατολή, για να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων, για να μην κοιμούνται κάθε βράδυ τα παιδιά δίπλα στον θάνατο.[1]
Για όλους αυτούς τους λόγους και πολλούς άλλους, η έκδοση της Κίχλης συνιστά κορυφαίο εκδοτικό γεγονός του τρέχοντος έτους, που ελπίζουμε να αγκαλιαστεί θερμά από τους αναγνώστες.
[1] Παραφρασμένοι στίχοι από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Γράμμα στον Ζολιό-Κιουρί», γραμμένο στον Άη Στράτη: «[…] γιατί και μεις όπως και σεις / σηκώνουμε στη ράχη ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας / να χτίσουμε για κείνους που θαρθούν/ ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα / πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή / να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων / να μην κοιμούνται κάθε βράδυ τα παιδιά δίπλα στο θάνατο». (Άπαντα, τ. Β΄, σ. 115).
Βιβλιογραφικές παραπομπές
Αθανασοπούλου, Α. (2016). Ιστορία και Λογοτεχνία σε διάλογο, ή Περί μυθικής και ιστορικής μεθόδου. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Galeano, E. (2017). Κυνηγός ιστοριών, μτφρ. Ι. Κανσή. Αθήνα: Πάπυρος.
Τζιόβας, Δ. (2022). Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση, μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Γιάννης Στάμος. Αθήνα: Gutenberg.
Τσακνιάς, Σπ. (1988). «Χριστόφορος Μηλιώνης. Παρουσίαση-Ανθολόγηση», στο Τ. Καρβέλης κ.ά. (επιμ.), Η μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον πόλεμο του ’40 ώς τη δικτατορία του ’67, τόμος Ε΄. Αθήνα: Σοκόλης, σσ. 254-278.
(*) O Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας-Συγγραφέας
Χριστόφορος Μηλιώνης, Ακροκεραύνια, Κίχλη