Ίδια γενιά σκηνοθετών, διαφορετικές φόρμες: Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος, Νοεμή Βασιλειάδου, Αλέξανδρος Νικ. Μπαλαμώτης(της Όλγας Σελλά)

0
478

της Όλγας Σελλά

 

Είναι πολλοί. Είναι νέοι και ξεκινούν τη δική τους διαδρομή. Για κάποιους είναι η πρώτη δοκιμή στη σκηνοθεσία. Για κάποιους άλλους ένα δεύτερο ή τρίτο βήμα.  Σε τρεις νέους καλλιτέχνες θα σταθούμε στο σημερινό κείμενο: για τον Κωνσταντίνο Βασιλακόπουλο και τη Νοεμή Βασιλειάδου είναι το πρώτο τους σκηνοθετικό εγχείρημα. Ο Αλέξανδρος Νικόλαος Μπαλαμώτης έχει ήδη παρουσιάσει παραστάσεις, κυρίως σε περιφερειακά θέατρα. Δύο από αυτούς, η Νοεμή Βασιλειάδου και ο Αλέξανδρος Νικόλαος Μπαλαμώτης, βρίσκονται και στις δύο πλευρές: και σ’ εκείνην του ηθοποιού και σ’ εκείνην του σκηνοθέτη. Σήμερα θα δούμε πώς οργάνωσαν τις παραστάσεις του ο καθένας και η καθεμιά, παραστάσεις εντελώς διαφορετικές, τόσο θεματολογικά όσο και υφολογικά.

«Προσοχή – Εκτελούνται έργα»

«Παρακαλούμε πολύ να κλείσετε τα κινητά σας τηλέφωνα. Η παράσταση θα ξεκινήσει σε… 20 λεπτά». Με χιούμορ και πρόκληση, αρχίζοντας από τις εκφωνήσεις προς το κοινό, ξεκινά η παράσταση «Προσοχή – Εκτελούνται έργα», που οπωσδήποτε εντάσσεται στις επιτελεστικές τέχνες (στις παραστάσεις δηλαδή που ενσωματώνουν κι άλλες εκφράσεις τέχνης εκτός από την αμιγή θεατρική). Χαμηλού κόστους και υψηλής ευρηματικότητας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, πολύ συνοπτικά, το θέαμα που έστησε η Νοεμή Βασιλειάδου, θέαμα που βρίσκεται εδώ και λίγες μέρες στην Αθήνα, έχοντας ξεκινήσει από τη Θεσσαλονίκη και έχοντας περιοδεύσει, επιτυχώς, σε Πάτρα, Χανιά, Βέροια, Κοζάνη, Γιάννενα. Στην Αθήνα κάνει στάση για δεύτερη συνεχή χρονιά (φέτος στο θέατρο Olvio). Η ιδέα ξεκίνησε από την πόλη τους, τη Θεσσαλονίκη και την πολυετή περιπέτεια ενός μεγάλου έργου: του Μετρό Θεσσαλονίκης. Και δεν είναι περίεργο ότι ξεκινάει με την πιο γνωστή σκηνή αναμονής του θεάτρου: με την πρώτη σκηνή του «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, την οποία απέδωσαν θαυμάσια, με χιούμορ και μπρίο, ο Δημήτρης Γούλιος και ο Βασίλης Μπόγδανος.  Στη συνέχεια με ιδιαίτερη έμφαση στην καλοεκτελεσμένη κίνηση, οι ηθοποιοί της ομάδας, αγγίζουν θέματα της πόλης όπου έζησαν, της κάθε ελληνικής μεγαλούπολης του σήμερα: την οδύσσεια της μετακίνησης, την παράνοια της καθημερινότητας, το αίσθημα ασφυξίας, το όραμα της φυγής από τη μικρότερη πόλη, την εξιδανίκευση της μεγαλύτερης (της Αθήνας στην προκειμένη περίπτωση). Το πιο ωραίο μέρος της παράστασης ήταν η εύστοχη και έξυπνη σύνδεση των έργων του Μετρό με τη διαδικασία του θεάτρου. «Τι είναι το θέατρο; Σκάψιμο είναι»/ «Ή είσαι ηθοποιός ή είσαι εργάτης του μετρό, το ίδιο πράγμα», σχολιάζουν επί σκηνής, υπονοώντας τη μακρά διαδικασία αναμονής για μια ευκαιρία στο χώρο του θεάτρου. Και το ωραιότερο: «Το Μετρό μεταφέρει συρμούς και το θέατρο μεταφέρει ειρμούς»!

Σ’ αυτό το πλαίσιο ήταν όλη η παράσταση που έστησε με όχημα το χιούμορ, με φαντασία και την άψογη συνεργασία η Νοεμή Βασιλειάδου με όλους τους συντελεστές της. Η μόνη διαφωνία μου είναι στους εύκολους διαλόγους,- σχεδόν τσιτάτα, σχεδόν συνθήματα-, που υπήρχαν σ’ ένα μεγάλο μέρος της παράστασης (αναφορικά με το Μετρό της Θεσσαλονίκης). Η ένταξη τους, ως ύφος κυρίως, σε μια παράσταση που ήταν φρέσκια, ήταν ζωντανή, ήταν κεφάτη και ευρηματική, δημιούργησε μια ανισορροπία σκηνικής φόρμας και περιεχομένου σε κάποια σημεία της παράστασης. Σ’ εκείνα τα σημεία αποτυπώθηκαν, με ρεαλιστικό τρόπο, παρεΐστικοι, χαλαροί, σαρκαστικοί ή θυμωμένοι διάλογοι, σε μια προσπάθεια (που είχε και στοιχεία επανάληψης) να συνδεθούν οι παλινωδίες και η καθυστέρηση στην εκτέλεση ενός δημόσιου έργου, με τις δυσκολίες της διαδρομής της νεότερης γενιάς. Παρ’ όλα αυτά, η γενική εντύπωση ήταν το ταλέντο όλων των ηθοποιών, η άψογη εκτέλεση, η κίνηση, το χιούμορ, η ομαδικότητα.

Η ταυτότητα της παράστασης

Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Νοεμή Βασιλειάδου, Πρωτότυπο κείμενο – Έρευνα: Ομάδα Τροχιές, Δραματουργία: Νοεμή Βασιλειάδου, Χάρις Σερδάρη, Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Γρηγόρης Λιόλιος, Κίνηση: Μαίρη Γιαννούλα, Βοηθός σκηνοθεσίας: Χάρις Σερδάρη, Σύμβουλος δραματουργίας: Πάνος Δεληνικόπουλος, Σύμβουλος σκηνογραφίας/ενδυματολογίας: Μαρία Καραδελόγλου, Σχεδιασμός φωτισμών: Αθηνά Μπανάβα, Φωτογραφίες: Βαγγέλης Ευαγγελίου, Σταυρούλα Ντολοπούλου Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου ΤΡΟΧΙΕΣ

Επί σκηνής: Δημήτρης Γούλιος, Μαρία Καραγκιοζίδου, Βασίλης Μπόγδανος, Χάρις Σερδάρη, Σοφία Στυλιανού και ο μουσικός Γρηγόρης Λιόλιος.

Στο Θέατρο Olvio (Ιερά Οδός 67 και Φαλαισίας 7, μετρό Κεραμεικός). Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 9.15μ.μ. Για δύο παραστάσεις ακόμα, 23 και 24 Οκτωβρίου.

«OUTRO», ένα κλείσιμο εκκρεμοτήτων, ένας επίλογος

Ένα θέμα που έχουν αντιμετωπίσει πολλοί και πολλές: η αποδοχή μιας προσωπικής επιλογής (της ερωτικής) όχι από την κοινωνία ευρύτερα, αλλά από τον πυρήνα της οικογένειας, αυτού του πλαισίου που ή δίνει φτερά ή τα κόβει. Αυτό είναι το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος στην πρώτη του ολοκληρωμένη δουλειά, επιστρέφοντας στην Ελλάδα με πολλές περγαμηνές: απόφοιτος της Ακαδημίας Θεάτρου και Χορού του Άμστερνταμ, και έχοντας μαθητεύσει δίπλα στον Ίβο βαν Χόβε. Επέλεξε για την πρώτη του δουλειά το θεατρικό έργο του Jean – Luc Lagarce  “Juste la fin du Monde”, που έγινε αργότερα ταινία από τον Xavier Dolan με τίτλο «Ακριβώς το τέλος του κόσμου».

Μπαίνοντας ο θεατής στην αίθουσα του ΠΛΥΦΑ εντυπωσιάζεται από τον σκηνικό χώρο (σκηνικά: Geurt Holdijk- House of Architects). Ένα σκηνικό που βλέπουμε σε μεγάλες ή φεστιβαλικές παραγωγές, που αποδίδει εύστοχα και ισχυρά το περιεχόμενο του έργου. Ένα ολόκληρο σπίτι διάφανο, διαμπερές στο βλέμμα, καταλαμβάνει το κέντρο της σκηνής (οι θεατές κάθονται στις δύο πλευρές του σκηνικού) που επιτρέπει να βλέπουμε και να ακούμε όσα συμβαίνουν. Και στην κορυφή του, μια τεράστια οθόνη, αφού ανάμεσα στους ηθοποιούς διαρκώς κυκλοφορεί ο άνθρωπος που κινηματογραφεί τις αντιδράσεις, που εστιάζει στα πρόσωπα, στις εκφράσεις (Στέλιος Παπαρδέλας). Η σύζευξη θεάτρου και κινηματογράφου, μια τάση, μια «γλώσσα», που πλέον επιλέγει μεγάλο μέρος των σύγχρονων παραστάσεων, είναι προφανής και πασίδηλη. Από το φουαγιέ ακούγεται η παραβολή του Ασώτου, στη γλώσσα των Ευαγγελίων και στην αίθουσα μπαίνει αυτός που έρχεται, ο Λουκάς (Γιώργος Καραμίχος). Πριν μπει στο σπίτι σα να μας εξηγεί το λόγο του ερχομού του: «Γιατί επιστρέφω εδώ; Να βαδίσω πάλι στον ίδιο δρόμο αλλά από την ανάποδη; (…) Θα το κάνω αυτό το ταξίδι. Θα τους αντιμετωπίσω. Κι όταν τελειώσει θα γυρίσω σπίτι μου μόνος, ήσυχος».

Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, περιμένουν στο σπίτι, ετοιμάζονται, αδημονούν, έχουν αγωνία, αμηχανία κι έναν συγκρατημένο εκνευρισμό κάποιοι: η μητέρα (Γιώτα Φέστα), ο Αντώνης, ο αδελφός (Σταύρος Λιλικάκης), η Σουζάνα, η μικρότερη αδελφή (Ιφιγένεια Βαρελά) και η Καίτη, η γυναίκα του αδελφού, (Αμαλία Μπαμπλέκη).  Και μετά σιωπή. Κι εκείνη η παγωμάρα όταν δεν ξέρεις πια πώς να αγγίξεις τον άλλον. Η μόνη που σπάει τη σιωπή με μια αμήχανη πολυλογία είναι η Καίτη, η νύφη, ίσως επειδή δεν κουβαλάει τα βάρη του παρελθόντος της οικογένειας. Ο Λουκάς μιλάει ελάχιστα. Περισσότερο ακούει και παρατηρεί. Σαν να τους ξαναγνωρίζει. Σα να αναζητεί τα χρόνια που πέρασαν στο βλέμμα τους. Σίγουρα σκέφτεται αν ήταν σωστή η ιδέα του να επιστρέψει.  «Έφυγα γιατί έψαχνα την αγάπη. Ήρθα γι’ αυτά που δεν είπαμε», λέει. «Αν θες να σ’ αγαπήσουν εδώ, πρέπει να κρύψεις την αλήθεια για τον εαυτό σου και να εργαστείς για να είσαι αξιαγάπητος», λέει αργότερα στη Σουζάνα, την αδελφή του.

Οι κουβέντες ξεκινούν, αλλά ποτέ δεν τελειώνουν. Η μητέρα καταφεύγει με μια φινετσάτη νοσταλγία στις στιγμές του παρελθόντος, τις οποίες εξιδανικεύει. Και κάθε φορά που η ατμόσφαιρα φουντώνει, λειτουργεί πυροσβεστικά.  Ο αδελφός επιχειρεί διαρκώς να δυναμιτίσει το κλίμα, και συχνά γίνεται πικρός και σκληρός, αν όχι βίαιος. Η αδελφή βουλιάζει στην ανία της καθημερινότητας, αλλά δεν τολμά νέο ξεκίνημα. Και η νύφη είναι μια συνηθισμένη κοπέλα, που έχει μάθει να ανέχεται και να δέχεται. Μια συνηθισμένη οικογένεια, όχι μόνο της ελληνικής περιφέρειας, που έχει πολλά θέματα τα οποία δεν αγγίζει. Όπως την επιλογή του Λουκά, την ερωτική του επιλογή. Που όλοι γνωρίζουν και όλοι προσπαθούν να αποφύγουν ν’ αναφέρουν ή και μόνο ν’ ακούσουν. Αυτό θέλει ο Λουκάς όμως: να τον ακούσουν.

Ένα έργο πικρό, σκληρό, ευαίσθητο, με πολλές ματαιώσεις, αλλά τόσο αναγνωρίσιμο ως προς τους χαρακτήρες που περιγράφει. Ένα έργο που μετέφρασε και διασκεύασε επίσης ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος, φέρνοντάς το σ’ αυτές ακριβώς τις αναγνωρίσιμες συνθήκες. Πέραν αυτού καθοδήγησε με ακρίβεια τους ηθοποιούς του, εντάσσοντας στην παράσταση, εκτός από την κάμερα, και ισχυρή ομαδική κίνηση (μέσω της οποίας δηλώνονταν κάθε φορά όσα δεν ειπώθηκαν). Μας έδειξε δηλαδή μια σύνθετη και ολοκληρωμένη δουλειά, ως πρώτη του σκηνοθεσία. Ο Γιώργος Καραμίχος μετέφερε την απογοήτευση, το αδιέξοδο που τον έπνιγε, και την απόσταση που πια είχε από το δικό του παρελθόν, μ’ έναν πολύ εύγλωττο τρόπο, ακόμα κι όταν τίποτα δεν έλεγε. Και την ίδια στιγμή ήταν η ήρεμη δύναμη μιας επιλογής για την οποία ήταν περήφανος. Η Γιώτα Φέστα ήταν η ιδανική μητέρα, που πολλά ένιωθε, λιγότερα άφηνε να φανούν, που προσπαθούσε να εξισορροπήσει, όχι πάντα με επιτυχία, τις καταστάσεις, και που άθελά της δημιουργούσε παράπονα. Με φίνα κίνηση, μετέδωσε την τρυφερή νευρικότητα και τη συγκίνηση που είχε ο ρόλος, ντύνοντάς τον με μια επιτηδευμένη αφέλεια. Ο Σταύρος Λιλικάκης ήταν πραγματικά μεταμορφωμένος από τον ρόλο που τον είχα δει την περασμένη άνοιξη (στο «Φαγητό» της Μαρίας Λαϊνά και του Δημήτρη Λιόλιου). Είχε τον πιο εξωστρεφή και τον πιο αντιπαθητικό χαρακτήρα να αποδώσει. Το έκανε με αυταπάρνηση, αλλά με περισσότερη εξωστρέφεια και έκρηξη απ’ ό,τι χρειαζόταν, αλλάζοντας κάπως τη συνολική θερμοκρασία του ύφους της παράστασης. Η Αμαλία Μπαμπλέκη απέδωσε πολύ εύστοχα το ρόλο του εξ αγχιστείας μέλους μιας οικογένειας. Και η Ιφιγένεια Βαρελά ήταν περισσότερο αυτάρκης και λιγότερο παραιτημένη απ’ ό,τι ο ρόλος υπαινισσόταν.

Συνολικά ήταν μια πλήρης παράσταση, διόλου εύκολη στο χειρισμό της, με απαιτητικούς χαρακτήρες και πλαίσιο έργου, με σύνθετη σκηνική γλώσσα, και με έναν νέο σκηνοθέτη που άφησε πολλές υποσχέσεις για το μέλλον. Μόνη παρατήρηση η διασκευή του κειμένου, που χρειαζόταν οπωσδήποτε περικοπές, προκαλώντας και μια καθήλωση του ρυθμού σε κάποιες στιγμές. Αν επιδιώκετε, πάντως, να δείτε εγχειρήματα νέων καλλιτεχνών, η δουλειά του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου είναι μία από αυτές που πρέπει να δείτε.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Σκηνοθεσία-Διασκευή: Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος, Μουσική: Μιχάλης Παρασκάκης, Σκηνικά: Geurt Holdijk- House of Architects, Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Αποστολάτος, Live camera- Trailer- Φωτογραφίες: Καρίνα Λογοθέτη, Technical production: Αλέξανδρος Λύκουρας, Art direction: Carsten Klein, Παραγωγή: Coming Soon…

Παίζουν: Γιώτα Φέστα, Γιώργος Καραμίχος, Σταύρος Λιλικάκης, Ιφιγένεια Βαρελά, Αμαλία Μπαμπλέκη.

ΠΛΥΦΑ, Κορυτσάς 39, Αθήνα

Μέχρι και 30 Οκτωβρίου, από Τετάρτη έως και Κυριακή.

«Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή»

Μόλις είδα την αναγγελία της παράστασης, και είδα ότι νέοι καλλιτέχνες μετέχουν στην πραγματοποίησή της, μου γεννήθηκε η περιέργεια να δω πώς θα διαχειριστούν τον απόηχο ενός εγκλήματος που έγινε θρύλος, ταινία (από τον Παύλο  Τάσιο) και «Μακρύ ζεϊμπέικικο»  (από τον Διονύση Σαββόπουλο). Για την ιστορία, ο Νίκος Κοεμτζής μια βραδιά του Φεβρουαρίου του 1973 σκότωσε τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους οκτώ στη πίστα του λαϊκού κέντρου «Νεράιδα της Αθήνας». Ο λόγος; Γιατί ενώ χόρευε ο αδελφός του Δημοσθένης, δεν σεβάστηκαν τον άγραφο νόμο ότι χορεύει μόνο εκείνος που κάνει παραγγελιά το τραγούδι. Και οι τρεις νεκροί υπηρετούσαν στην Ασφάλεια και γνώριζαν το αριστερό παρελθόν της οικογένειας Κοεμτζή. Καταδικάστηκε τρις εις θάνατον, αλλά ήταν ο πρώτος που η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια, όταν καταργήθηκε η θανατική ποινή στην Ελλάδα. Αποφυλακίστηκε το 1996, στα 58 του χρόνια, δηλώνοντας μετανοημένος. Μέχρι το τέλος της ζωής του, έζησε πουλώντας στο Μοναστηράκι την αυτοβιογραφία του «Το μακρύ ζεϊμπέκικο». Κι εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, από ανακοπή, στις 23 Σεπτεμβρίου 2011.

Ο Βαγγέλης Γέττος μελέτησε τα ντοκουμέντα, «συνομίλησε» και με τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου, αλλά επιχείρησε να «ψυχαναλύσει» τον ήρωα γυρνώντας σε μετεμφυλιακές και σκληρές εποχές, θεωρώντας εκείνες ως αιτίες της πράξης του. Θυμό και πίκρα έβαλε κυρίως στο στόμα του ήρωά του,  και νομίζω ότι «κατασκεύασε» έναν χαρακτήρα, πιστεύω αυθαιρετώντας σε μεγάλο βαθμό. Περίμενα το νέο βλέμμα σε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και ζωής, να προσέγγιζε με διαφορετικό τρόπο τον Νίκο Κοεμτζή στην τελευταία του απολογία. Περίμενα, δηλαδή, μιαν άλλη ανάγνωση στα πραγματικά στοιχεία, από το σημείο του 21ου αιώνα. Θυμάμαι ότι τον είχα συναντήσει, τον Ιανουάριο του 2009, καλύπτοντας για την «Καθημερινή» μια εκδήλωση που είχε γίνει, με πρωτοβουλία των Διονύση Σαββόπουλου, Παύλου  Τσίμα και Γιώργου Λιάνη, για να του δοθεί νόμιμη άδεια μικροπωλητή από τον Δήμο. Και θυμάμαι ακόμα ότι είχα διακρίνει στωικότητα, ταπεινότητα και μια αξιοπρεπή θλίψη να αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Κοεμτζή. Τα λίγα λόγια που είχε πει τότε, το επιβεβαιώνουν: «Εγώ δεν βγαίνω πολύ-πολύ για να μιλήσω. Μπορεί να σας μιλήσω και λίγο τραχιά. Για να σταθείς όρθιος πρέπει να ‘χεις σοφία και σωφροσύνη και να χάνεις απ’ το δίκιο σου. Έτσι θα επιβιώσεις. Ψάχνω να βρω συμπόνια. Είμαι ελεύθερος σκλάβος. Αλλά αν φύγω πικραμένος απ’ τη ζωή, ποιος θα είναι ο φταίχτης».

Με ρεαλιστικό τρόπο προσέγγισε το κείμενο και ο  Αλέξανδρος Νικόλαος Μπαλαμώτης (απόφοιτος του τμήματος σκηνοθεσίας του Royal Holloway University of London και του Edinburgh Napier University), που ακολουθώντας το ύφος του, ζωντάνεψε εύστοχα  εκείνο το τραπεζάκι που είχε στο Μοναστηράκι (τη στέγη του), που επίσης ρεαλιστικά αποτύπωσε και το σκηνικό της Αλέγιας Παπαγεωργίου. Τον ίδιο ρεαλιστικό τρόπο ερμηνείας ακολούθησε, επιτυχώς, και ο Μάρκος Γέττος.

Μια φιλότιμη προσπάθεια, αλλά αναιτίως φορτισμένη.

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Βαγγέλης Γέττος, Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Νικόλαος Μπαλαμώτης, Σκηνικό – κοστούμι: Αλέγια Παπαγεωργίου Μουσική – ηχητικός σχεδιασμός: Δημήτρης Χατζηζήσης Σχεδιασμός φωτισμών: Λάμπρος Παπούλιας, Επιμέλεια κίνησης: Αυγουστίνος Κούμουλος, Φωτογραφίες: Μάνος Ξηρουχάκης

Σύμβουλος έρευνας: Φώτης Παλαμιώτης, Εταιρία παραγωγής: The Prodigy Theatre Company

 

Ερμηνεία: Μάρκος Γέττος

 

Θέατρο «Σταθμός» (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο). Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ. μέχρι τις 29 Οκτωβρίου.

Προηγούμενο άρθροΗ αβεβαιότητα της πραγματικότητας και ο Ναμπόκοφ (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
Επόμενο άρθροΑναζητώντας το πρόσωπο (γράφει ο Θανάσης Μαρκόπουλος)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ