Η αβεβαιότητα της πραγματικότητας και ο Ναμπόκοφ (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
468

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

Η αβεβαιότητα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού. Το «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ», που γράφτηκε πολύ πριν εμφανιστεί ο όρος «μεταμοντερνισμός», βασίζεται στην αβεβαιότητα της πραγματικότητας. Πιο σημαντική όμως από τα όρια του είδους είναι η σύλληψη ενός άλλου φανταστικού κόσμου που ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ προσπαθεί να γεφυρώσει με τον πραγματικό κόσμο, βυθίζοντας τον αναγνώστη μέσα σε λαβυρίνθους που αρνούνται το προφανές.

Η «Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ» είναι το πρώτο αγγλόφωνο μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ, που ολοκληρώθηκε το 1939 στο Παρίσι και εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες δύο χρόνια μετά. Συνδεδεμένο με «Το δώρο», το τελευταίο ρωσικό μυθιστόρημα του συγγραφέα, αυτό το βιβλίο προκαθόρισε, λόγω της δαιδαλώδους δομής και της σχεδόν αστυνομικού τύπου πλοκής του, την πρωτοτυπία της μετέπειτα εκλεπτυσμένης πεζογραφίας του Ναμπόκοφ (Λολίτα, Χλωμή φωτιά κ.λπ.). Ανεξάρτητα από την αρχική, χλιαρή, υποδοχή του, αντιπροσωπεύει την είσοδο του συγγραφέα στην αγγλοσαξωνική λογοτεχνία, αλλά και την αρχή αυτού που θα γινόταν η μοναδική συνεισφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Κάθε φορά που ανοίγει κανείς ένα μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ είναι σαν να μπαίνει σε ένα παιχνίδι μαζί του. Εδώ ο αφηγητής προσπαθεί να γράψει τη βιογραφία του ετεροθαλούς αδερφού του Σεμπάστιαν Νάιτ, διάσημου συγγραφέα. «Ο Σεμπάστιαν Νάιτ γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1899, στην παλιά πρωτεύουσα της χώρας μου». Είναι η πρώτη φράση του μυστηριώδους αφηγητή που προσδιορίζεται με το γράμμα «Β». Οι περισσότεροι μελετητές απορρίπτουν την εκδοχή ότι ο Νάιτ είναι ο πραγματικός συγγραφέας (γεννημένος το ίδιο έτος στην Αγία Πετρούπολη), όπως άφησε μερικές φορές να εννοηθεί ο Ναμπόκοφ. Το έργο, ωστόσο, αφορά τις δικές του ανησυχίες, δεδομένου ότι ο ήρωας είναι συγγραφέας «της εξερεύνησης του αιτιολογικού μυστικού των τυχαίων περιστατικών».

Ο Σεμπάστιαν Νάιτ, με καταγωγή από τη Ρωσία και μεγαλωμένος σε εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια (όπως και ο Ναμπόκοφ), έγραφε στα αγγλικά και πέθανε το 1936 σε νοσοκομείο του Παρισιού. Αμέσως μετά, ο Β. ανασυνθέτει τη ζωή του αποθανόντος, χρησιμοποιώντας αναμνήσεις, προφορικές ιστορίες και αποσπάσματα από τα βιβλία του. Σταδιακά, η γραμμή που τον χωρίζει από το αντικείμενο της διερευνητικής του αφήγησης θολώνει, προκαλώντας τον αναγνώστη να αμφιβάλλει τόσο για την ταυτότητα του βιογραφούμενου όσο και του βιογράφου. Αναμειγνύοντας την πραγματικότητα με την φαντασία και θολώνοντας τα όριά τους, ο Ναμπόκοφ δημιουργεί ένα είδος πρίσματος που αντανακλά μια διαφορετική ερμηνεία ανάλογα από το ποια πλευρά το βλέπει κανείς – «ένα βιβλίο με καθρέφτες», αναφέρει εύστοχα ο μεταφραστής του Ανδρέας Αποστολίδης στο Επίμετρό του για την έκδοση της Άγρας.

Παρά το γεγονός ότι είναι βαθιά συνδεδεμένος με το κείμενο, ο Β. κρύβεται πολύ επιτυχημένα. Ελάχιστα δικά του στοιχεία γίνονται γνωστά, όπως ότι είναι μικροεπιχειρηματίας που εργάζεται για μια εταιρεία στη Μασσαλία με έδρα στο Παρίσι ή ότι έχει φίλους Ρώσους μετανάστες. Επίσης, ελέγχει προσεκτικά τα λόγια του αναφορικά με τα συναισθήματά του απέναντι στον αδελφό του, όμως σε όλο το κείμενο εμφανίζονται από τις χαραμάδες αποχρώσεις θυμού, ζήλιας και κτητικότητας. Συγχρόνως θαυμάζει τον Σεμπάστιαν και προσπαθεί να αποδείξει ότι τους ενώνει η έννοια της οικογένειας ενώ στην πραγματικότητα τους χωρίζει.

Ο Β. δεν είναι απλώς ένας ερασιτέχνης βιογράφος, αλλά ονειρεύεται να διεισδύσει στη ζωή του συγγραφέα Σεμπάστιαν, χρησιμοποιώντας βιογραφικό υλικό για να δημιουργήσει το αληθινό πορτρέτο ενός προικισμένου και μοναχικού άνδρα και να έρθει πιο κοντά με τον απρόσιτο αδερφό, τον οποίο ελάχιστα γνώριζε κατά τη διάρκεια της ζωής του. «Ο κόσμος του μου ήταν άγνωστος», λέει κάποια στιγμή. Από τις πρώτες σελίδες εισάγει ορισμένα βιογραφικά στοιχεία – τη σχέση του με τον Σεμπάστιαν (ετεροθαλείς αδελφοί από την πλευρά του πατέρα τους), τον θάνατο των γονιών του (ο πατέρας σκοτώθηκε σε μονομαχία, η ριψοκίνδυνη μητέρα του πέθανε από καρδιακή νόσο), την εγκατάλειψη της Ρωσίας το 1919 ενώ «η επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και τα σύνορα είχαν κλείσει». Μαζί και μια καυστική ανασκόπηση της βιογραφίας που έγραψε κάποιος Γκούντμαν, πρώην γραμματέας και λογοτεχνικός ατζέντης του Σεμπάστιαν.

Παίζοντας πάντα τον ρόλο του αφοσιωμένου αδερφού, ενώ οι σχέσεις τους ήταν απόμακρες, ο Β. δηλώνει ότι θέλει να προστατεύσει την τιμή του συγγραφέα από τα λάθη και τα ολισθήματα του άπληστου και αδαή κυρίου Γκούντμαν, αλλά δυσκολεύεται να ξεκινήσει τη βιογραφία. Δοκιμάζει διάφορες προσεγγίσεις, βουτώντας στη μνήμη του, συναντώντας την ηλικιωμένη Ελβετίδα γκουβερνάντα του Σεμπάστιαν και τους φίλους του τελευταίου από τα φοιτητικά του χρόνια στο Κέιμπριτζ, από τους οποίους μαθαίνουμε ότι  λάτρευε την Αγγλία και βασανιζόταν από το γεγονός μήπως δεν θα μπορέσει ποτέ να δείχνει «πιο Άγγλος από τους Άγγλους». Εκεί, άρχισε να γράφει σοβαρά, κάτι που τον έκανε εσωστρεφή και αντικοινωνικό.

Η έρευνα του Β. σχετικά με την ερωτική ζωή του βιογραφούμενου δίνει το ρομαντικό νήμα στην αφηγηματική ραχοκοκαλιά. Προκύπτουν δυσκολίες και αυτές δημιουργούν ένα μυστήριο που προσπαθεί να λύσει. Ενώ συναντά ή επιχειρεί να συναντήσει τις γυναίκες με τις οποίες συνδέθηκε ο Σεμπάστιαν σε Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο και στο Μπλάουμπεργκ στην Αλσατία, με μια εμμονή να εντοπίσει εκείνη ειδικά τη γυναίκα που του έγραψε ένα γράμμα στα ρωσικά, πιστεύοντας ότι θα βρει τον μεγάλο του ρομαντικό έρωτα, ως μια σημαντική «φιγούρα του σκακιού», οδηγείται σε μια ανάλυση των μυθιστορημάτων του ετεροθαλούς αδερφού. Η αφήγηση κινείται συνεχώς μεταξύ του βιβλίων του Νάιτ και των πραγματικών σχέσεων στη ζωή του.

Οι ψυχολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στους χαρακτήρες απασχολούν πάντα τον Ναμπόκοφ. Μια τέτοια ψυχολογική αλλαγή ή μεταμόρφωση συντελείται όταν ο Β. αφηγείται την τελευταία πράξη του βίου τού αδερφού του. Ενώ μιλά για ένα κολασμένο ταξίδι μετά το γράμμα του Σεμπάστιαν που τον καλεί για πρώτη και τελευταία φορά να τον επισκεφθεί στο Παρίσι και βέβαια το επείγον τηλεγράφημα ενός γιατρού, όταν φτάνει στο δωμάτιο του νοσοκομείου και ο ετοιμοθάνατος ασθενής δεν είναι ο αδερφός του, γιατί ο «Ρώσος κύριος πέθανε χθες», αισθάνεται μια καθαρτική σύνδεση με τον ετεροθαλή αδερφό και αποφασίζει ότι ο ίδιος έχει «γίνει» ο Σεμπάστιαν Νάιτ. Θλίβεται βαθειά για την απώλεια του αδερφού του, κυρίως επειδή δεν υπήρχε ποτέ εγγύτητα μεταξύ τους και, σαν να θέλει να καλύψει αυτό το κενό, προχωρά στη συγγραφή της «βιογραφίας», την ανάγνωση της οποίας μόλις ολοκληρώνουμε.

Ένας συνηθισμένος, αδιάφορος άνθρωπος, ο Β. γίνεται ο συγγραφέας ενός συναρπαστικού και επιδέξια γραμμένου βιβλίου, αντάξιου της μνήμης του συγγραφέα Νάιτ, ενώ η ίδια η συγγραφή του βιβλίου μοιάζει με παιχνίδι για σκάκι, αγαπημένο του Ναμπόκοφ. Έχοντας καταλάβει την επικράτεια του Σεμπάστιαν, στο τέλος του βιβλίου νιώθει ότι έχει βρει την ψυχή του αδερφού του και, περιτριγυρισμένος από τους (πραγματικούς και φανταστικούς) χαρακτήρες της ζωής του Σεμπάστιαν, φαντάζεται τον εαυτό του στη σκηνή, στη θέση του αδερφού του. Όταν λέει ότι «η ψυχή είναι τρόπος ζωής – όχι μια σταθερή κατάσταση – ότι κάθε ψυχή μπορεί να είναι δική σου, αν ανακαλύψεις και ακολουθήσεις τους κυματισμούς της», αυτό που ανακαλύπτει ο Β. είναι το μυστικό της γραφής. Ένας συγγραφέας που «ζει συνειδητά σε μια ψυχή που έχει επιλέξει, ή σε πολλές, ενώ όλες αγνοούν το ανταλλάξιμο των ορίων τους». Μόνο που ο χαρακτήρας που τώρα «έχει επιλέξει» ο αφηγητής δεν είναι ο Σεμπάστιαν, αλλά απλώς ένας Σεμπάστιαν δικής του εφεύρεσης, γεννημένος από τους καρπούς της έρευνάς του.

Η σχέση μεταξύ των αδερφών αντιπροσωπεύει το θεματικό κέντρο του μυθιστορήματος. (Ίσως αυτή η σχέση να απηχεί, ανεστραμμένη, εκείνη του Ναμπόκοφ με τον μικρότερο αδερφό του Σεργκέι που είχε τραγικό θάνατο σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης). Βυθιζόμενος στη βιογραφία του Σεμπάστιαν, ο Β. αλλάζει. Αποδεικνύεται ότι μπορεί να διεισδύσει όχι μόνο στην εξωτερική ζωή του συγγραφέα, αλλά και στη λεπτότητα της λογοτεχνικής του ικανότητας. Από την αρχή της ζωής τους η σχέση ήταν άνιση: αίσθημα ανωτερότητας και αποξένωσης από τον Σεμπάστιαν, ο οποίος μόνο στο τέλος του βίου του συνειδητοποιεί ότι ο ντροπαλός αδερφός είναι το μόνο άτομο που μπορεί να έχει πραγματικά.  Μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, η προσωπικότητα του Σεμπάστιαν κατακτά πλήρως τον μικρότερο αδερφό. Τα μυστηριώδη λόγια στο τέλος του μυθιστορήματος: «Εγώ είμαι ο Σεμπάστιαν ή ο Σεμπάστιαν είναι εγώ ή ίσως και οι δυο μας είμαστε κάποιος που κανείς μας δεν ξέρει», μπορεί να ερμηνευτούν ότι και τα δύο αδέρφια είναι διαφορετικές μορφές του αληθινού συγγραφέα του «Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ».

Όταν το μυθιστόρημα άρχισε να αναλύεται και να συζητείται, πολλοί μελετητές παρατήρησαν ότι είχε ένα εντυπωσιακά συνεπές ύφος, με παρόντα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τεχνικής του Ναμπόκοφ, από την αλληλεπίδραση πραγματικού γεγονότος και  μυθοπλασίας, την περίπλοκη σχέση αφηγητή και υποκειμένου, μέχρι τις περιστροφικές κινήσεις της πλοκής και την ένταση αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά και την αγάπη του συγγραφέα για τα παιγνίδια στρατηγικής. Μια τεχνική που έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η μυθοπλασία πηγάζει από την πραγματικότητα και δεν είναι απλώς αποκύημα της φαντασίας. Έτσι καθίσταται δύσκολο για τον αναγνώστη να διακρίνει τι ακριβώς είναι προϊόν της πραγματικότητας και τι της μυθοπλασίας. «Η δική μου έννοια της στρατηγικής συμπεριελάμβανε την εξαπάτηση σε βαθμό διαβολικό και την πρωτοτυπία στα όρια του γκροτέσκου», γράφει ο Ναμπόκοφ στο «Μίλησε μνήμη». Έτσι συγγραφέας, αφηγητής και μαζί αναγνώστης είναι (ή οφείλουν να είναι) εξίσου προσεκτικοί σε τέτοια λογοτεχνικά κόλπα, στα δομικά και συμβολικά επίπεδα του νοήματος ενός μυθιστορήματος.

Πολύγλωσσος από μικρός, σαν τον ήρωά του Νάιτ, ο Ναμπόκοφ γνώριζε καλά τόσο τη ρωσική όσο και τη δυτική λογοτεχνία και κουλτούρα. Κατόρθωσε να ενσωματώσει στο έργο του τις ρωσικές και αγγλικές επιρροές δημιουργώντας μια μοναδική υπερεθνική λογοτεχνία.

 

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ, εκδ. «Αγρα», μτφρ – επίμετρο Ανδρέα Αποστολίδη

Προηγούμενο άρθροΒιβλιοπωλεία στα νησία 2 – Hydra’s book club 2024 (της Έφης Κατσουρού)
Επόμενο άρθροΊδια γενιά σκηνοθετών, διαφορετικές φόρμες: Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος, Νοεμή Βασιλειάδου, Αλέξανδρος Νικ. Μπαλαμώτης(της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ