Ιάκωβος Ανυφαντάκης, διαβάστηκε στην εκδήλωση Dirty Valentine, 14/2
Το μονότονο χτύπημα του τσεκουριού πάνω στα ξύλα έφτανε απαλά μέσα στο δωμάτιο. Θα τη νανούριζε αν ο πατέρας της δεν είχε αφήσει επίτηδες να πάει μεσημέρι πριν βγει στον κήπο.
Έπιανε λίγα λίγα τα κλαδιά τραγουδώντας, τα έσερνε κοντά στον φράχτη, τα καθάριζε προσεκτικά με το μικρό σάρακα και όταν πια έμεναν μόνο τα κούτσουρα, σκέτη σάρκα ξερή στα χέρια του, τα κρατούσε καλά και τα κοπανούσε με το τσεκούρι. Δεν ήθελε να πονέσουν γιατί αγαπούσε τα ξύλα όπως αγαπούσε και τα δέντρα από όπου τα είχε κόψει. Ακόμα και την τελευταία στιγμή, όταν τα έσκιζε στα δύο, το έκανε προσεκτικά, μεθοδικά, σαν να φοβόταν ότι θα τα πονέσει.
Όταν τελείωνε, ζύγιζε με το μάτι το κούτσουρο, αν έπρεπε να το πελεκήσει λίγο ακόμα. Ήξερε πόσο ήθελε για να καεί, αν ήταν λιανό για να ανάψει η φλόγα ή αν θα τραβούσε αργά, χωρίς να λιώνει και θα κρατούσε η ζέστη του όλη νύχτα. Μόλις ήταν έτοιμο το ακουμπούσε προσεκτικά στον σωρό δίπλα στα υπόλοιπα και ξανάπιανε το τραγούδι, γιατί όση ώρα χτυπούσε με το τσεκούρι έμενε σιωπηλός.
Το σκυλί γάβγισε από το σπίτι αλλά το μάλωσε για να σταματήσει. Άφησε και τα τελευταία ξύλα στον σωρό. Υπολόγησε πόσα είχε κόψει τις τελευταίες πέντε μέρες. Αρκετά για όλο τον υπόλοιπο χειμώνα, μπορεί και για τον επόμενο. Κρίμα, θα μούχλιαζαν ως τότε. Κοίταξε το ρολόι, ήταν έξω πάνω από μια ώρα. Το χέρι του τον είχε πεθάνει. Έτριψε λίγο το μπράτσο του και μετά φώναξε δυνατά στον σκύλο. «Σταμάτα, ντε. Θα πάμε τώρα μέσα»
Η φωνή του πατέρα έφτασε καθαρά στο δωμάτιό της. Σκούντησε τον Κώστα που είχε σχεδόν αποκοιμηθεί κι αυτός με τις γρήγορες κινήσεις που είχε μάθει αυτές τις πέντε μέρες τύλιξε μέσα σε χαρτιά τα τρία προφυλακτικά που είχαν χρησιμοποιήσει, τα έκρυψε βαθιά μέσα στην τσάντα της για να τα πετάξουν μετά, και έτρεξε στο σαλόνι, να φτιάξει τα πράγματά, για να γυρίσουν σπίτι τους το βράδυ.